επανεκτιμηθεί το θεραπευτικό πλάνο του ασθενούς και να εξεταστεί το
ενδεχόμενο αύξησης της αντιφλεγμονώδους θεραπείας (π.χ. αύξηση
δοσολογίας των εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών ή χορήγηση συστηματικού
κορτικοστεροειδούς από του στόματος). Σοβαροί παροξυσμοί άσθματος
πρέπει να αντιμετωπίζονται με το συνήθη τρόπο.
Υπάρχουν πολύ σπάνιες αναφορές για αύξηση των επιπέδων της γλυκόζης
του αίματος σε ασθενείς με ή χωρίς ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη (βλέπε
παράγραφο 4). Αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν συνταγογραφείται
σε ασθενείς με ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη.
Όπως με άλλες εισπνεόμενες θεραπείες μπορεί να εμφανισθεί παράδοξος
βρογχόσπασμος με άμεση αύξηση της δύσπνοιας μετά τη χορήγηση. Αυτό
πρέπει να αντιμετωπισθεί άμεσα με ένα ταχείας και βραχείας διάρκειας
εισπνεόμενο βρογχοδιασταλτικό. Η προπιονική φλουτικαζόνη πρέπει να
διακοπεί άμεσα, ο ασθενής να αξιολογηθεί και να χορηγηθεί εναλλακτική
θεραπεία εάν είναι απαραίτητο (βλέπε παράγραφο 4).
Συστηματικές δράσεις μπορεί να παρουσιαστούν με οποιοδήποτε
εισπνεόμενο κορτικοστεροειδές, ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις που
χορηγούνται για παρατεταμένες χρονικές περιόδους. Αυτές οι δράσεις είναι
πολύ λιγότερο πιθανόν να εμφανισθούν από ότι με τη χορήγηση
κορτικοστεροειδών από το στόμα (βλέπε παράγραφο 4). Στις πιθανές
συστηματικές ενέργειες περιλαμβάνονται το σύνδρομο Cushing,
χαρακτηριστικά τύπου Cushing, η επινεφριδιακή καταστολή, η καθυστέρηση
της ανάπτυξης στα παιδιά και στους εφήβους, η μείωση της oστικής
πυκνότητας, ο καταρράκτης και το γλαύκωμα και σπανιότερα μία σειρά
ψυχολογικών επιδράσεων ή δράσεων στη συμπεριφορά, περιλαμβανομένης
της ψυχοκινητικής υπερδραστηρότητας, διαταραχών του ύπνου, άγχους,
κατάθλιψης ή επιθετικότητας (ιδιαίτερα στα παιδιά). Συνεπώς, είναι
σημαντικό η δόση εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών να εξετάζεται τακτικά
και να τιτλοποιείται στο χαμηλότερο επίπεδο στο οποίο μπορεί να
διατηρηθεί αποτελεσματικός έλεγχος του άσθματος (βλέπε παράγραφο 3).
Ορισμένα άτομα μπορεί να δείξουν μεγαλύτερη ευαισθησία στις επιδράσεις
των εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών από ό, τι οι περισσότεροι ασθενείς.
Λόγω της πιθανότητας μειωμένης επινεφριδιακής ανταπόκρισης, οι ασθενείς
που μεταφέρονται από στεροειδή χορηγούμενα από το στόμα σε θεραπεία με
εισπνεόμενη προπιονική φλουτικαζόνη πρέπει να αντιμετωπίζονται με
ιδιαίτερη προσοχή και η επινεφριδιακή λειτουργία να παρακολουθείται
τακτικά.
Εάν η χρήση εισπνεόμενης προπιονικής φλουτικαζόνης σε δόσεις που
υπερβαίνουν τις εγκεκριμένες συνεχιστεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα
μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική καταστολή της επινεφριδιακής
λειτουργίας. Υπάρχουν πολύ σπάνιες αναφορές οξείας επινεφριδιακής
κρίσης που εμφανίσθηκε σε παιδιά που εκτέθηκαν σε υψηλότερες από τις
εγκεκριμένες δόσεις (τυπικά 1000 mcg ημερησίως και άνω), για
παρατεταμένες περιόδους (αρκετούς μήνες ή χρόνια). Τα χαρακτηριστικά
που παρατηρήθηκαν περιελάμβαναν υπογλυκαιμία και ακολούθως μειωμένο
επίπεδο συνείδησης και/ή σπασμούς. Καταστάσεις που μπορούν δυνητικά να
ενεργοποιήσουν οξεία επινεφριδιακή κρίση περιλαμβάνουν τραύμα,