Με συγκεκριμένα υπογλυκαιμικά φάρμακα όπως η νατεγλινίδη και η
ρεπαγλινίδη, η αναστολή του ενζύμου CYP3A από την κλαριθρομυκίνη μπορεί
να συμμετέχει και να προκαλεί υπογλυκαιμία όταν οι ουσίες αυτές χορηγούνται
ταυτόχρονα. Συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση της γλυκόζης.
Ομεπραζόλη
Η κλαριθρομυκίνη (500 mg κάθε 8 ώρες) χορηγήθηκε σε συνδυασμό με
ομεπραζόλη (40 mg ημερησίως) σε υγιή ενήλικα άτομα. Οι συγκεντρώσεις της
ομεπραζόλης στο πλάσμα σε σταθεροποιημένη κατάσταση αυξήθηκαν (οι C
max
,
AUC
0-24
και t
1/2
αυξήθηκαν κατά 30%, 89% και 34% αντίστοιχα) από την
ταυτόχρονη χορήγηση κλαριθρομυκίνης. Η μέση 24-ωρη τιμή του pH του
στομάχου ήταν 5,2, όταν η ομεπραζόλη χορηγήθηκε μόνη της, και 5,7, όταν η
ομεπραζόλη συγχορηγήθηκε με κλαριθρομυκίνη.
Σιλδεναφίλη, ταδαλαφίλη και βαρδεναφίλη
Καθένας από αυτούς τους αναστολείς φωσφοδιεστεράσης που μεταβολίζεται,
τουλάχιστον μερικώς, από το CYP3A και το CYP3A μπορεί να αναστέλλεται από
την ταυτόχρονα χορηγούμενη κλαριθρομυκίνη. Η συγχορήγηση κλαριθρομυκίνης
με σιλδεναφίλη, ταδαλαφίλη ή βαρδεναφίλη πιθανόν να έχει ως αποτέλεσμα
αυξημένη έκθεση στον αναστολέα φωσφοδιεστεράσης. Πρέπει να λαμβάνεται
υπόψη μείωση της δοσολογίας σιλδεναφίλης, ταδαλαφίλης και βαρδεναφίλης
όταν αυτά τα φάρμακα συγχορηγούνται με κλαριθρομυκίνη.
Θεοφυλλίνη, καρβαμαζεπίνη
Τα αποτελέσματα κλινικών μελετών δείχνουν ότι υπήρξε μέτρια, αλλά
στατιστικώς σημαντική (p≤0,05) αύξηση των επιπέδων θεοφυλλίνης και
καρβαμαζεπίνης στην κυκλοφορία κατά τη σύγχρονη χορήγηση αμφότερων των
φαρμάκων με την κλαριθρομυκίνη. Ενδέχεται να χρειαστεί να εξεταστεί ως
ενδεχόμενο η μείωση της δόσης.
Τολτεροδίνη
Η κύρια οδός μεταβολισμού για την τολτεροδίνη είναι μέσω της 2D6 ισομορφής
του κυτοχρώματος P450 (CYP2D6). Ωστόσο, σε ένα υποσύνολο του πληθυσμού
με έλλειψη του CYP2D6, η ταυτοποιημένη οδός του μεταβολισμού είναι μέσω
του CYP3A. Σε αυτό το υποσύνολο του πληθυσμού, η αναστολή του CYP3A έχει
ως αποτέλεσμα σημαντικά υψηλότερες συγκεντρώσεις τολτεροδίνης στον ορό.
Η μείωση της δοσολογίας τολτεροδίνης ενδέχεται να είναι απαραίτητη
παρουσία αναστολέων του CYP3A, όπως η κλαριθρομυκίνη στον πληθυσμό με
χαμηλό μεταβολισμό μέσω του CYP2D6.
Τριαζολοβενζοδιαζεπίνες (π.χ. αλπραζολάμη, μιδαζολάμη, τριαζολάμη)
Όταν η μιδαζολάμη χορηγήθηκε ταυτόχρονα με κλαριθρομυκίνη (500 mg δύο
φορές την ημέρα), η AUC της μιδαζολάμης αυξήθηκε κατά 2,7 φορές ύστερα από
ενδοφλέβια χορήγηση και κατά 7 φορές ύστερα από του στόματος χορήγηση
μιδαζολάμης. Η ταυτόχρονη χορήγηση από του στόματος μιδαζολάμης και
κλαριθρομυκίνης πρέπει να αποφεύγεται. Εάν χορηγηθεί ενδοφλεβίως
μιδαζολάμη ταυτόχρονα με κλαριθρομυκίνη, ο ασθενής πρέπει να
παρακολουθείται στενά με σκοπό τη ρύθμιση της δόσης. Οι ίδιες προφυλάξεις
πρέπει να ακολουθούνται και με άλλες βενζοδιαζεπίνες οι οποίες
μεταβολίζονται μέσω του CYP3A4, συμπεριλαμβανομένων της τριαζολάμης και
της αλπραζολάμης. Για τις βενζοδιαζεπίνες που δεν εξαρτώνται από το CYP3A
για την αποβολή τους (τεμαζεπάμη, νιτραζεπάμη, λοραζεπάμη), δεν είναι πιθανή
μία κλινικά σημαντική αλληλεπίδραση με την κλαριθρομυκίνη.
Έχουν υπάρξει αναφορές μετά την κυκλοφορία φαρμακευτικών
αλληλεπιδράσεων και επιδράσεων στο κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ) (π.χ.