ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Ondansetron B.Braun 2 mg/ml ενέσιμο διάλυμα
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
1 ml ενέσιμου διαλύματος περιέχει:
Διϋδρική υδροχλωρική ονδανσετρόνη ισοδύναμη προς 2 mg ονδανσετρόνης.
Κάθε αμπούλα των 2 ml περιέχει 4 mg ονδανσετρόνης.
Κάθε αμπούλα των 4 ml περιέχει 8 mg ονδανσετρόνης.
Έκδοχο με γνωστές δράσεις:
1 ml ενέσιμου διαλύματος περιέχει 3,34 mg νατρίου ως διένυδρο κιτρικό νάτριο
και χλωριούχο νάτριο.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ενέσιμο διάλυμα.
Διαυγές και άχρωμο υδατικό διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Ενήλικες
Πρόληψη και θεραπεία ναυτίας και εμέτου που προκαλούνται από
κυτταροτοξική χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία (ΝΕΠΧ/ΝΕΠΑ)
Πρόληψη και θεραπεία μετεγχειρητικής ναυτίας και εμέτου (ΜΕΝΕ).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Διαχείριση ναυτίας και εμέτου που προκαλούνται από χημειοθεραπεία
(ΝΕΠΧ) σε παιδιά ηλικίας ≥ 6 μηνών
Πρόληψη και θεραπεία μετεγχειρητικής ναυτίας και εμέτου (ΜΕΝΕ) σε
παιδιά ηλικίας ≥ 1 μηνός.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η ονδανσετρόνη είναι διαθέσιμη για από του στόματος, παρεντερική και ορθική
χρήση, ώστε να επιτραπεί ευελιξία στην επιλογή οδού χορήγησης και
δοσολογίας. Αυτό το προϊόν προορίζεται ωστόσο αποκλειστικά για ενδοφλέβια
ή ενδομυϊκή χρήση.
Δοσολογία
Ναυτία και έμετος που προκαλούνται από χημειοθεραπεία και
ακτινοθεραπεία
Το εμετογόνο δυναμικό της θεραπείας του καρκίνου διαφέρει ανάλογα με τα
δοσολογικά σχήματα και τους συνδυασμούς που χρησιμοποιούνται στην
2
χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία. Η επιλογή του δοσολογικού σχήματος θα
πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με τη σοβαρότητα της εμετογόνου πρόκλησης.
3
Ενήλικες
Το δοσολογικό εύρος του διαλύματος ονδανσετρόνης για ένεση ή έγχυση είναι
8-32 mg την ημέρα και θα πρέπει να επιλέγεται όπως παρουσιάζεται παρακάτω.
Εμετογόνος χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία
Η συνιστώμενη ενδοφλέβια ή ενδομυϊκή δόση ονδανσετρόνης είναι 8 mg και
χορηγείται σε αργή ένεση διάρκειας όχι μικρότερης των 30 δευτερολέπτων ή σε
σύντομη έγχυση διάρκειας 15 λεπτών αμέσως πριν από την αγωγή.
Η από του στόματος ή ορθική θεραπεία συνιστάται για την προστασία από
όψιμους ή παρατεταμένους εμέτους μετά τις πρώτες 24 ώρες.
Έντονα εμετογόνος χημειοθεραπεία
Έχει αποδειχτεί ότι η ονδανσετρόνη είναι εξίσου αποτελεσματική όταν
χορηγείται με τα ακόλουθα ενδοφλέβια ή ενδομυϊκά δοσολογικά σχήματα κατά
τις πρώτες 24 ώρες της χημειοθεραπείας:
Η ονδανσετρόνη μπορεί να χορηγηθεί ως μία μόνο δόση 8 mg με βραδεία
ενδοφλέβιο ή ενδομυϊκή ένεση αμέσως πριν από τη χημειοθεραπεία.
Δόσεις υψηλότερες από 8 mg και έως 16 mg ονδανσετρόνης επιτρέπεται
να αραιώνονται μόνο σε 50-100 ml διαλύματος χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml
(0,9% w/v) ή άλλο συμβατό υγρό έγχυσης (βλ. συμβατότητα με διαλύματα για
έγχυση στην παράγραφο 6.6) και να χορηγούνται με έγχυση διάρκειας όχι
μικρότερης των 15 λεπτών. Μία μόνο δόση μεγαλύτερη από 16 mg δεν
επιτρέπεται να χορηγείται λόγω δοσοεξαρτώμενης αύξησης του κινδύνου
παράτασης του διαστήματος QT (βλ. παραγράφους 4.4, 4.8 και 5.1).
Για τη διαχείριση της έντονα εμετογόνου χημειοθεραπείας, μία δόση
8 mg ονδανσετρόνης επιτρέπεται να χορηγείται με βραδεία ενδοφλέβιο ένεση
διάρκειας όχι μικρότερης των 30 δευτερολέπτων ή με ενδομυϊκή ένεση ή με
βραχύχρονη ενδοφλέβια έγχυση επί 15 λεπτά αμέσως πριν από τη
χημειοθεραπεία, ακολουθούμενη από δύο ακόμα ενδοφλέβιες ή ενδομυϊκές
δόσεις των 8 mg που θα απέχουν μεταξύ τους όχι λιγότερο από 4 ώρες ή από
συνεχή έγχυση 1 mg/ώρα για 24 ώρες το πολύ.
Η αποτελεσματικότητα της ονδανσετρόνης σε έντονα εμετογόνο
χημειοθεραπεία είναι δυνατόν να ενισχυθεί με την προσθήκη μίας μόνο
ενδοφλέβιας δόσης 20 mg νατριούχου φωσφορικής δεξαμεθαζόνης,
χορηγούμενης πριν από τη χημειοθεραπεία.
Συνιστάται από του στόματος ή ορθική θεραπεία για την προστασία έναντι
όψιμης ή παρατεταμένης έμεσης μετά τις πρώτες 24 ώρες.
Παιδιατρικός πληθυσμός:
ΝΕΠΧ σε παιδιά ηλικίας ≥ 6 μηνών και εφήβους
Η δόση για ΝΕΠΧ μπορεί να υπολογιστεί με βάση το εμβαδόν επιφάνειας
σώματος (BSA) ή το βάρος – βλ. παρακάτω). Σε παιδιατρικές κλινικές μελέτες, η
ονδανσετρόνη χορηγήθηκε με ενδοφλέβια έγχυση, αραιωμένη σε 25 έως 50 ml
αλατούχου διαλύματος ή άλλου συμβατού υγρού έγχυσης (βλ. Οδηγίες χρήσης
και χειρισμός, παράγραφος 6.6) και εγχύθηκε με διάρκεια όχι μικρότερη των 15
λεπτών. Η δοσολογία με βάση το βάρος έχει ως αποτέλεσμα υψηλότερες
συνολικές ημερήσιες δόσεις σε σύγκριση με τη δοσολογία με βάση το BSA
(παράγραφοι 4.4 και 5.1).
Η ένεση ονδανσετρόνης πρέπει να αραιώνεται σε 5% γλυκόζη ή 0,9% χλωριούχο
νάτριο ή άλλο συγκρίσιμο υγρό έγχυσης (βλ. παράγραφο 6.6) και να εγχύεται
ενδοφλέβια σε χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των 15 λεπτών. Δεν υπάρχουν
4
δεδομένα από ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές σχετικά με τη χρήση της
ονδανσετρόνης στην πρόληψη της όψιμης ή παρατεταμένης ΝΕΠΧ στα παιδιά.
Δεν υπάρχουν δεδομένα από ελεγχόμενες κλινικές μελέτες σχετικά με τη χρήση
της ονδανσετρόνης για ναυτία και έμετο που προκαλούνται από ακτινοθεραπεία
σε παιδιά.
Δοσολογία με βάση το BSA:
Η ονδανσετρόνη πρέπει να χορηγηθεί αμέσως πριν τη χημειοθεραπεία ως
εφάπαξ ενδοφλέβια δόση των 5 mg/m
2
. Η ενδοφλέβια δόση δεν πρέπει να
υπερβαίνει τα 8 mg.
Η από στόματος δοσολογία μπορεί να ξεκινήσει δώδεκα ώρες αργότερα και
μπορεί να συνεχιστεί για έως και 5 ημέρες (Πίνακας 1).
Η συνολική ημερήσια δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τη δόση ενηλίκων των
32 mg.
Πίνακας 1: Δοσολογία με βάση το BSA για χημειοθεραπεία - Παιδιά ηλικίας
≥ 6 μηνών και έφηβοι
BSA Ημέρα 1
(α,β)
Ημέρες 2-6
(β)
< 0,6 m
2
5 mg/m
2
IV συν 2 mg πόσιμο
υγρό μετά από 12 ώρες
2 mg πόσιμο υγρό
κάθε 12 ώρες
≥ 0,6 m
2
5 mg/m
2
IV συν 4 mg πόσιμο
υγρό ή δισκίο μετά από
12 ώρες
4 mg πόσιμο υγρό ή
δισκίο κάθε 12 ώρες
> 1,2 m
2
5 mg/m
2
IV ή 8 mg IV συν
8 mg πόσιμο υγρό ή δισκίο
μετά από 12 ώρες
8 mg πόσιμο υγρό ή
δισκίο κάθε 12 ώρες
α Η ενδοφλέβια δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 8 mg.
β Η συνολική ημερήσια δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τη δόση ενηλίκων των
32 mg.
Δοσολογία με βάση το σωματικό βάρος:
Η δοσολογία με βάση το βάρος έχει ως αποτέλεσμα υψηλότερες συνολικές
ημερήσιες δόσεις σε σύγκριση με τη δοσολογία με βάση το BSA
(παράγραφοι 4.4. και 5.1).
Η ονδανσετρόνη πρέπει να χορηγηθεί αμέσως πριν τη χημειοθεραπεία ως
εφάπαξ ενδοφλέβια δόση των 0,15 mg/kg. Η ενδοφλέβια δόση δεν πρέπει να
υπερβαίνει τα 8 mg. Δύο επιπλέον ενδοφλέβιες δόσεις μπορούν να χορηγηθούν
σε 4-ωρα διαστήματα. Η συνολική ημερήσια δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τη
δόση ενηλίκων των 32 mg.
Η από στόματος δοσολογία μπορεί να ξεκινήσει δώδεκα ώρες αργότερα και
μπορεί να συνεχιστεί για έως και 5 ημέρες (Πίνακας 2).
Πίνακας 2: Δοσολογία με βάση το βάρος για χημειοθεραπεία - Παιδιά ηλικίας
≥ 6 μηνών και έφηβοι
Βάρος
Ημέρα 1
(α,β)
Ημέρες 2-6
(β)
≤10 kg
Έως 3 δόσεις των 0,15 mg/kg
κάθε 4 ώρες
2 mg πόσιμο υγρό
κάθε 12 ώρες
> 10 kg Έως 3 δόσεις των 0,15 mg/kg 4 mg πόσιμο υγρό ή
5
κάθε 4 ώρες δισκίο κάθε 12 ώρες
α Η ενδοφλέβια δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 8 mg.
β Η συνολική ημερήσια δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τη δόση ενηλίκων των
32 mg.
Ηλικιωμένοι ασθενείς
Όλες οι ενδοφλέβιες δόσεις θα πρέπει να αραιώνονται σε 50-100 ml αλατούχου
διαλύματος ή άλλου συμβατού υγρού έγχυσης (βλ. παράγραφο 6.6) και να
χορηγούνται με έγχυση διάρκειας όχι μικρότερης των 15 λεπτών.
Σε ασθενείς ηλικίας 65 έως 74 ετών, μπορεί να εφαρμοστεί το δοσολογικό
σχήμα των ενηλίκων.
Σε ασθενείς ηλικίας 75 ετών ή μεγαλύτερης, η αρχική ενδοφλέβια δόση
ονδανσετρόνης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 8 mg. Την αρχική δόση των 8 mg
μπορούν να ακολουθήσουν δύο επιπλέον ενδοφλέβιες δόσεις των 8 mg,
χορηγούμενες σε χρονική απόσταση όχι μικρότερη από 4 ώρες μεταξύ τους (βλ.
παράγραφο 5.2). Παρακαλούμε ανατρέξτε επίσης στο κεφάλαιο “Ειδικοί
Πληθυσμοί”.
6
Μετεγχειρητική ναυτία και έμετοι (ΜΕΝΕ)
Ενήλικες
Πρόληψη ΜΕΝΕ
Για την πρόληψη ΜΕΝΕ, η συνιστώμενη δόση ένεσης ονδανσετρόνης είναι μία
εφάπαξ δόση 4 mg χορηγούμενη με ενδομυϊκή ή βραδεία ενδοφλέβια ένεση κατά
την εισαγωγή στην αναισθησία.
Θεραπεία εγκατασταθείσης ΜΕΝΕ
Για τη θεραπεία εγκατασταθείσης ΜΕΝΕ, συνιστάται μία εφάπαξ δόση 4 mg
χορηγούμενη με βραδεία ενδοφλέβια ή ενδομυϊκή ένεση.
Παιδιατρικός πληθυσμός: παιδιά ηλικίας
1 μηνός και έφηβοι
Πρόληψη ΜΕΝΕ
Για την πρόληψη της ΜΕΝΕ σε παιδιατρικούς ασθενείς οι οποίοι πρόκειται να
εγχειρισθούν με γενική αναισθησία, μία εφάπαξ δόση ονδανσετρόνης μπορεί να
χορηγηθεί με βραδεία ενδοφλέβια ένεση (σε χρονικό διάστημα όχι μικρότερο
των 30 δευτερολέπτων) στη δόση του 0,1 mg/kg με μέγιστη δόση 4 mg είτε πριν
είτε μετά την εισαγωγή στην αναισθησία.
Θεραπεία ΜΕΝΕ μετά από χειρουργική επέμβαση
Για τη θεραπεία της ΜΕΝΕ μετά από χειρουργική επέμβαση σε παιδιατρικούς
ασθενείς που έχουν εγχειρισθεί με γενική αναισθησία, μία εφάπαξ δόση
ονδανσετρόνης μπορεί να χορηγηθεί με βραδεία ενδοφλέβια ένεση (σε χρονικό
διάστημα όχι μικρότερο των 30 δευτερολέπτων) στη δόση του 0,1 mg/kg με
μέγιστη δόση 4 mg.
Ηλικιωμένοι
Υπάρχει περιορισμένη εμπειρία από τη χρήση ονδανσετρόνης για την πρόληψη
και τη θεραπεία ΜΕΝΕ στους ηλικιωμένους. Παρ’ όλα αυτά, η ονδανσετρόνη
γίνεται καλά ανεκτή σε ασθενείς ηλικίας άνω των 65 ετών οι οποίοι
υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία.
Παρακαλούμε ανατρέξτε επίσης στο κεφάλαιο “Ειδικοί Πληθυσμοί”.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια
Δεν χρειάζεται μεταβολή της ημερήσιας δόσης ή της δοσολογικής συχνότητας ή
της οδού χορήγησης.
Ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια
Η κάθαρση της ονδανσετρόνης είναι σημαντικά μειωμένη και η περίοδος
ημιζωής στον ορό είναι σημαντικά παρατεταμένη σε άτομα με μέτρια ή βαριά
ανεπάρκεια της ηπατικής λειτουργίας. Σ’ αυτούς τους ασθενείς, δεν πρέπει να
γίνεται υπέρβαση της συνολικής ημερήσιας δόσης των 8 mg.
Ασθενείς με πτωχό μεταβολισμό σπαρτεϊνης/δεβρισοκίνης
Ο χρόνος ημίσειας ζωής αποβολής της ονδανσετρόνης δεν μεταβάλλεται στα
άτομα με πτωχό μεταβολισμό της σπαρτεϊνης και της δεβρισοκίνης. Συνεπώς, σ’
αυτούς τους ασθενείς, επαναλαμβανόμενες δόσεις δεν θα δώσουν επίπεδα
συγκέντρωσης στο φάρμακο διαφορετικά από αυτά του γενικού πληθυσμού. Δεν
απαιτείται αλλαγή της ημερήσιας δόσης ή της δοσολογικής συχνότητας.
Τρόπος χορήγησης
Ενδοφλέβια ή ενδομυϊκή χρήση.
Για ενδοφλέβια ή ενδομυϊκή ένεση ή για ενδοφλέβια έγχυση μετά από αραίωση.
7
Για οδηγίες σχετικά με την αραίωση του φαρμακευτικού προϊόντος πριν από τη
χορήγηση, βλ. παράγραφο 6.6.
8
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην ονδανσετρόνη ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Ταυτόχρονη χρήση με απομορφίνη (βλ. παράγραφο 4.5).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας έχουν αναφερθεί σε ασθενείς οι οποίοι έχουν
παρουσιάσει υπερευαισθησία σε άλλους εκλεκτικούς ανταγωνιστές του
υποδοχέα 5-HT
3
.
Καθώς είναι γνωστό ότι η ονδανσετρόνη αυξάνει το χρόνο διάβασης από το
παχύ έντερο, ασθενείς με σημεία υποξείας εντερικής απόφραξης θα πρέπει να
παρακολουθούνται μετά τη χορήγησή της.
Τα αναπνευστικά συμβάντα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται συμπτωματικά και
οι κλινικοί ιατροί θα πρέπει να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε αυτά ως πρόδρομα
συμπτώματα αντιδράσεων υπερευαισθησίας.
Η ονδανσετρόνη παρατείνει το διάστημα QT με δοσοεξαρτώμενο τρόπο (βλ.
Κλινική Φαρμακολογία). Επιπλέον έχουν αναφερθεί περιπτώσεις πολύμορφης
κοιλιακής ταχυκαρδίας (Torsade de Pointes) μετά την κυκλοφορία στην αγορά,
σε ασθενείς που χρησιμοποίησαν ονδανσετρόνη. Αποφεύγετε την ονδανσετρόνη
σε ασθενείς με συγγενές σύνδρομο μακρού QT. Η ονδανσετρόνη θα πρέπει να
χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς που έχουν ή μπορεί να αναπτύξουν
παράταση του QTc, συμπεριλαμβανομένων των ασθενών με ηλεκτρολυτικές
διαταραχές, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, βραδυαρρυθμίες και των
ασθενών που λαμβάνουν άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που οδηγούν σε
παράταση του QT ή ηλεκτρολυτικές διαταραχές. Βλ. παράγραφο 4.5. Πριν από
τη χορήγηση ονδανσετρόνης πρέπει να διορθώνεται η υποκαλιαιμία και η
υπομαγνησιαιμία.
Έχουν υπάρξει αναφορές μετά την κυκλοφορία στην αγορά, στις οποίες
περιγράφονται ασθενείς με σύνδρομο σεροτονίνης (συμπεριλαμβανομένης
μεταβολής της νοητικής κατάστασης, αυτονομικής αστάθειας και νευρομυϊκών
διαταραχών) μετά από ταυτόχρονη χρήση ονδανσετρόνης και άλλων
σεροτονινεργικών φαρμάκων (συμπεριλαμβανομένων εκλεκτικών αναστολέων
της επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI) και αναστολέων επαναπρόσληψης
σεροτονίνης νοραδρεναλίνης (SNRI)). Εάν δικαιολογείται κλινικά η ταυτόχρονη
θεραπεία ονδανσετρόνης και άλλων σεροτονινεργικών φαρμάκων, συνιστάται η
ενδεδειγμένη παρακολούθηση του ασθενούς.
Σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε αμυγδαλεκτομή, η πρόληψη ναυτίας και
εμέτου με ονδανσετρόνη ενδέχεται να συγκαλύψει λανθάνουσα αιμορραγία.
Συνεπώς, αυτοί οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή μετά τη
χορήγηση ονδανσετρόνης.
Παιδιατρικός πληθυσμός:
Οι παιδιατρικοί ασθενείς που λαμβάνουν ονδανσετρόνη με ηπατοτοξικούς
χημειοθεραπευτικούς παράγοντες πρέπει να παρακολουθούνται στενά για
μειωμένη ηπατική λειτουργία.
ΝΕΠΧ
Κατά τον υπολογισμό της δόσης με βάση mg/kg και τη χορήγηση τριών δόσεων
σε 4-ωρα διαστήματα, η συνολική ημερήσια δόση θα είναι υψηλότερη από ό,τι
εάν χορηγηθεί μία εφάπαξ δόση των 5 mg/m
2
συνοδευόμενη από μία από
στόματος δόση. Η συγκριτική αποτελεσματικότητα αυτών των δύο
9
διαφορετικών δοσολογικών σχημάτων δεν έχει διερευνηθεί στις κλινικές
δοκιμές. Η σύγκριση μεταξύ δοκιμών υποδεικνύει παρόμοια
αποτελεσματικότητα για τα δύο σχήματα (παράγραφος 5.1).
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει 2,3 mmol (ή 53,5 mg) νατρίου ανά
μέγιστη ημερήσια δόση 32 mg. Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από ασθενείς οι
οποίοι ακολουθούν δίαιτα ελεγχόμενη για νάτριο.
10
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η ονδανσετρόνη είτε προκαλεί είτε αναστέλλει το
μεταβολισμό άλλων φαρμάκων με τα οποία συγχορηγείται συνήθως.
Εξειδικευμένες μελέτες έχουν δείξει ότι η ονδανσετρόνη δεν αλληλεπιδρά με
αλκόολ, τεμαζεπάμη, φουροσεμίδη, αλφαιντανύλη, tramadol (μεταβολισμός),
μορφίνη, λιγνοκαΐνη, προποφόλη ή θειοπεντάλη.
Tramadol
Η tramadol ασκεί μερικώς τις αναλγητικές της επιδράσεις μέσω ενός
εξαρτώμενου από τη σεροτονίνη μηχανισμού. Καθώς η ονδανσετρόνη είναι ένας
ανταγωνιστής του υποδοχέα 5HT3, πιθανολογείται επίδραση στην αναλγητική
ικανότητα. Επιπλέον, δεδομένα από μικρές μελέτες καταδεικνύουν ότι η
ονδανσετρόνη μπορεί να μειώσει την αναλγητική δράση της tramadol.
Φάρμακα αναστολής του κυτταροχρώματος P450:
Η ονδανσετρόνη μεταβολίζεται από πολλαπλά ένζυμα του ηπατικού
κυτοχρώματος P-450: CYP3A4, CYP2D6 και CYP1A2. Λόγω του μεγάλου αριθμού
των μεταβολικών ενζύμων που μεταβολίζουν την ονδανσετρόνη, ενζυμική
αναστολή ή μειωμένη δραστηριότητα ενός ενζύμου (π.χ., γενετική ανεπάρκεια
CYP2D6) αντισταθμίζεται συνήθως από άλλα ένζυμα και έχει σαν αποτέλεσμα
μικρή ή μη σημαντική αλλαγή στη συνολική κάθαρση ή στην απαιτούμενη δόση
της ονδανσετρόνης.
Επαγωγείς του CYP3A4
:
Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αγωγή με ισχυρούς επαγωγείς του CYP3A4
(π.χ. φαινυτοΐνη, καρβαμαζεπίνη και ριφαμπικίνη), η κάθαρση της από του
στόματος ονδανσετρόνης αυξήθηκε και οι συγκεντρώσεις ονδανσετρόνης στο
αίμα μειώθηκαν.
Φάρμακα που επιφέρουν παράταση του διαστήματος QT (π.χ. ανθρακυκλίνες):
Η χρήση ονδανσετρόνης μαζί με φάρμακα που επιφέρουν παράταση του
διαστήματος QT μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω παράταση του διαστήματος
QT. Η συγχορήγηση ονδανσετρόνης με καρδιοτοξικά φάρμακα, (π.χ.
ανθρακυκλίνες όπως δοξορουβικίνη, δαουνορουβικίνη ή τραστουζουμάμπη,
αντιβιοτικά (όπως ερυθρομυκίνη ή κετοκοναζόλη), αντιαρρυθμικά (όπως
αμιοδαρόνη) και βήτα αναστολείς (όπως ατενολόλη ή τιμολόλη) μπορεί να
αυξήσει τον κίνδυνο αρρυθμιών (ενότητα 4.4).
Σεροτονινεργικά φάρμακα (συμπεριλαμβανομένων SSRI και SNRI)
Έχουν υπάρξει αναφορές μετά την κυκλοφορία στην αγορά, στις οποίες
περιγράφονται ασθενείς με σύνδρομο σεροτονίνης (συμπεριλαμβανομένης
μεταβολής της νοητικής κατάστασης, αυτονομικής αστάθειας και νευρομυϊκών
διαταραχών) μετά από ταυτόχρονη χρήση ονδανσετρόνης και άλλων
σεροτονινεργικών φαρμάκων (συμπεριλαμβανομένων SSRI και SNRI). (Βλ.
Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Απομορφίνη
Με βάση αναφορές εκσεσημασμένης υπότασης και απώλειας συνείδησης όταν η
ονδανσετρόνη χορηγήθηκε μαζί με υδροχλωρική απομορφίνη, αντενδείκνυται η
ταυτόχρονη χρήση μαζί με απομορφίνη.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
11
Εγκυμοσύνη:
Η ασφάλεια της ονδανσετρόνης για χρήση κατά τη διάρκεια της κύησης στον
άνθρωπο δεν έχει τεκμηριωθεί.
Η αξιολόγηση μελετών σε πειραματόζωα δεν καταδεικνύει άμεσες ή έμμεσες
βλαβερές επιδράσεις σε σχέση με την κύηση, την ανάπτυξη του εμβρύου /
κυήματος, την πορεία της κύησης, τον τοκετό ή την περι- και μετα- γεννητική
ανάπτυξη (βλ. παράγραφο 5.3).
Όμως, οι μελέτες σε ζώα δεν μπορούν πάντα να προβλέψουν την ανταπόκριση
στον άνθρωπο. Δεν συνιστάται η χρήση Ονδανσετρόνης κατά την κύηση.
Θηλασμός:
Δοκιμασίες έχουν δείξει ότι η ονδανσετρόνη εκκρίνεται στο γάλα ζώων που
θηλάζουν (βλέπε παράγραφο 5.3). Συνιστάται συνεπώς, να μη θηλάζουν οι
μητέρες που λαμβάνουν ονδανσετρόνη.
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Σε ψυχοκινητικές δοκιμασίες, η ονδανσετρόνη δεν επιβαρύνει την απόδοση ούτε
προκαλεί καταστολή. Δεν προβλέπονται αρνητικές επιδράσεις σε τέτοιες
δραστηριότητες από τις φαρμακολογικές ιδιότητες της ονδανσετρόνης.
Επομένως, το Ondansetron B.Braun 2 mg/ml έχει μηδενική έως αμελητέα
επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Χρησιμοποιείται η ακόλουθη ορολογία συχνότητας:
Πολύ συχνές: (≥ 1/10)
Συχνές: (≥ 1/100 έως < 1/10)
Όχι συχνές: (≥ 1/1.000 έως < 1/100)
Σπάνιες: (≥ 1/10.000 έως < 1/1.000)
Πολύ σπάνιες: (< 1/10.000)
Μη γνωστές: (η συχνότητα δεν μπορεί να εκτιμηθεί με βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα)
Τα πολύ συχνά, τα συχνά και τα όχι συχνά συμβάντα καθορίστηκαν γενικά από
δεδομένα κλινικών δοκιμών που λήφθηκαν με το αρχικό φαρμακευτικό προϊόν.
Σε αυτές είχε ληφθεί υπόψη η επίπτωση του εικονικού φαρμάκου. Τα σπάνια και
πολύ σπάνια συμβάντα καθορίστηκαν γενικά από αυθόρμητα δεδομένα μετά την
κυκλοφορία στην αγορά, που λήφθηκαν για το αρχικό φαρμακευτικό προϊόν.
Οι ακόλουθες συχνότητες έχουν εκτιμηθεί στις πρότυπες συνιστώμενες δόσεις
της ονδανσετρόνης.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνιες: Άμεσες αντιδράσεις υπερευαισθησίας, μερικές φορές σοβαρές,
συμπεριλαμβανομένης της αναφυλαξίας. Η αναφυλαξία μπορεί να είναι
θανατηφόρος.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Πολύ συχνές: Κεφαλαλγία
Όχι συχνές: Ακούσιες κινητικές διαταραχές, όπως εξωπυραμιδικές
αντιδράσεις, π.χ., βολβοστροφικές κρίσεις/δυστονία και δυσκινησία
χωρίς οριστικά στοιχεία παράτασης των κλινικών συμπτωμάτων και
σπασμοί (π.χ., επιληπτικοί σπασμοί) έχουν παρατηρηθεί αν και δεν
είναι γνωστός ο φαρμακολογικός μηχανισμός που να δικαιολογεί τις
δράσεις αυτές για την ονδανσετρόνη.
Σπάνιες: Ζάλη κατά τη διάρκεια ταχείας ενδοφλέβιας χορήγησης
12
Ψυχιατρικές διαταραχές
Πολύ σπάνιες: Κατάθλιψη
Οφθαλμικές διαταραχές
Σπάνιες: Παροδικές οπτικές διαταραχές (π.χ., θάμβος οράσεως) κυρίως κατά
τη διάρκεια ταχείας ενδοφλέβιας χορήγησης.
Πολύ σπάνιες: Παροδική τύφλωση κυρίως κατά την ενδοφλέβια χορήγηση. Η
πλειοψηφία των περιστατικών τύφλωσης που αναφέρθηκαν
υποχώρησαν εντός 20 λεπτών. Οι περισσότεροι ασθενείς είχαν
λάβει χημειοθεραπευτικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της
cisplatin. Ορισμένες από τις περιπτώσεις παροδικής τύφλωσης
αναφέρθηκαν ως φλοιώδους αιτιολογίας.
Καρδιακές διαταραχές
Όχι συχνές: Πόνος στο θώρακα, με ή χωρίς κατάσπαση του ST τμήματος,
καρδιακές αρρυθμίες και βραδυκαρδία. Οι καρδιακές αρρυθμίες
μπορεί να είναι θανατηφόρες σε μεμονωμένες περιπτώσεις.
Σπάνιες: Παράταση του διαστήματος QTc (περιλαμβανομένης πολύμορφης
κοιλιακής ταχυκαρδίας).
Αγγειακές διαταραχές:
Συχνές: Αίσθηση θερμότητας ή έξαψης.
Όχι συχνές: Υπόταση.
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωράκιου
Όχι συχνές: Λόξυγκας.
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Συχνές: Είναι γνωστό ότι η ονδανσετρόνη αυξάνει το χρόνο διάβασης από το
παχύ έντερο και μπορεί να προκαλέσει δυσκοιλιότητα σε μερικούς
ασθενείς.
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Όχι συχνές: Έχουν παρατηρηθεί ασυμπτωματικές αυξήσεις στις δοκιμασίες
της ηπατικής λειτουργίας. Οι καταστάσεις αυτές παρατηρήθηκαν
συχνά σε ασθενείς που υποβάλλονταν σε χημειοθεραπεία με cisplatin.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές: Αντιδράσεις υπερευαισθησίας γύρω από την περιοχή της ένεσης
(π.χ., εξάνθημα, κνίδωση, κνησμός).
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Συχνές: Τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της ενδοφλέβιας ένεσης.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Το προφίλ ανεπιθύμητων ενεργειών στα παιδιά και στους εφήβους ήταν
συγκρίσιμο με εκείνο που παρατηρείται στους ενήλικες.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (Μεσογείων 284, GR-15562
13
Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585,
Ιστότοπος: http://www.eof.gr).
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Υπάρχει μικρή εμπειρία σχετικά με την υπερδοσολογία ονδανσετρόνης. Στην
πλειονότητα των περιπτώσεων, τα συμπτώματα ήταν παρόμοια με εκείνα που
έχουν ήδη αναφερθεί σε ασθενείς που λάμβαναν τις συνιστώμενες δόσεις (βλ.
παράγραφο 4.8). Τα συμπτώματα που έχουν αναφερθεί περιλαμβάνουν οπτικές
διαταραχές, σοβαρή δυσκοιλιότητα, υπόταση και αγγειοπνευμονογαστρικό
επεισόδιο με παροδικό αρτηριοφλεβικό αποκλεισμό δευτέρου βαθμού. Σε όλες
τις περιπτώσεις, οι επιδράσεις υποχώρησαν πλήρως.
Η ονδανσετρόνη παρατείνει το διάστημα QT με δοσοεξαρτώμενο τρόπο.
Συνιστάται παρακολούθηση ΗΚΓτος σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Παιδιατρικά περιστατικά που συνάδουν με σύνδρομο σεροτονίνης έχουν
αναφερθεί μετά από ακούσιες από στόματος υπερδοσολογήσεις ονδανσετρόνης
(υπέρβαση της αναμενόμενης κατάποσης των 4 mg/kg) σε νήπια και παιδιά
ηλικίας 12 μηνών έως 2 ετών.
14
Αντιμετώπιση
Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο για την υπερβολική δόση ονδανσετρόνης. Για το
λόγο αυτό σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει υποψία
υπερδοσολογίας, θα πρέπει να χορηγείται κατάλληλη συμπτωματική και
υποστηρικτική αγωγή.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Φάρμακα αντιεμετικά και κατά της ναυτίας,
ανταγωνιστές σεροτονίνης (5HT
3
)
Κωδικός ATC: A04AA01
Μηχανισμός δράσης
Η ονδανσετρόνη είναι ένας ισχυρός, εξαιρετικά εκλεκτικός ανταγωνιστής του
υποδοχέα 5-υδροξυτρυπταμίνης HT3 (5HT
3
).
Ο ακριβής τρόπος δράσης του στον έλεγχο της ναυτίας και των εμέτων δεν
είναι γνωστός. Χημειοθεραπευτικοί παράγοντες και η ακτινοθεραπεία μπορεί να
προκαλέσουν απελευθέρωση της ουσίας 5-υδροξυτρυπταμίνης 5HT στο λεπτό
έντερο η οποία προκαλεί το αντανακλαστικό του εμέτου μέσω ενεργοποίησης
των απαγωγών παρασυμπαθητικών ινών μέσω των υποδοχέων 5HT
3
. Η
ονδανσετρόνη μπλοκάρει την έναρξη αυτού του αντανακλαστικού. Η
ενεργοποίηση των απαγωγών παρασυμπαθητικών ινών μπορεί να προκαλεί
επίσης απελευθέρωση της 5HT στην οπίσθια περιοχή, που βρίσκεται στη βάση
της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα να προάγει την έμεση
μέσω ενός κεντρικού μηχανισμού. Έτσι, η δράση της ονδανσετρόνης στην
αντιμετώπιση της ναυτίας και των εμέτων που προκαλούνται από
κυτταροτοξική χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία οφείλεται στον
ανταγωνισμό των υποδοχέων 5HT
3
στους νευρώνες που βρίσκονται τόσο στο
περιφερικό όσο και στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Οι μηχανισμοί δράσης στην
μετεγχειρητική ναυτία και τους εμέτους δεν είναι γνωστοί, αλλά είναι πιθανόν
να υπάρχουν οδοί παρόμοιες με αυτές που προκαλούν ναυτία και έμετο στην
κυτταροτοξική θεραπεία.
Η ονδανσετρόνη δεν μεταβάλλει τις συγκεντρώσεις της προλακτίνης στο
πλάσμα.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Ο ρόλος της ονδανσετρόνης στη θεραπεία του εμέτου που προκαλείται από
οπιοειδή δεν έχει ακόμα τεκμηριωθεί.
Η επίδραση της ονδανσετρόνης στο διάστημα QTc αξιολογήθηκε σε μια
διπλή-τυφλή, τυχαιοποιημένη μελέτη, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο και
θετικό έλεγχο (μοξιφλοξασίνη), σε 58 υγιείς ενήλικες άνδρες και γυναίκες. Οι
δόσεις ονδανσετρόνης περιέλαβαν 8 mg και 32 mg που χορηγήθηκαν με
ενδοφλέβια έγχυση επί 15 λεπτά. Στην υψηλότερη δόση που εξετάστηκε, των 32
mg, η μέγιστη μέση τιμή (άνω όριο 90% Cl) διαφοράς σε QTcF από το εικονικό
φάρμακο μετά από διόρθωση γραμμής βάσης ήταν 19,6 (21,5) msec. Στη
χαμηλότερη δόση που εξετάστηκε, των 8 mg, η μέγιστη μέση τιμή (άνω όριο
90% Cl) διαφοράς σε QTcF από το εικονικό φάρμακο μετά από διόρθωση
γραμμής βάσης ήταν 5,8 (7,8) msec. Σε αυτή τη μελέτη, δεν υπήρξαν μετρήσεις
QTcF πάνω από 480 msec και καμία παράταση του QTcF δεν ήταν πάνω από 60
msec. Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές μεταβολές στα μετρηθέντα
ηλεκτροκαρδιογραφικά διαστήματα PR ή QRS.
15
Παιδιατρικός πληθυσμός
ΝΕΠΧ
Η αποτελεσματικότητα της ονδανσετρόνης στον έλεγχο του εμέτου και της
ναυτίας που προκαλούνται από τη χημειοθεραπεία για τον καρκίνο
αξιολογήθηκε σε μια διπλή-τυφλή τυχαιοποιημένη δοκιμή σε 415 ασθενείς
ηλικίας από 1 έως 18 ετών (S3AB3006). Κατά τις ημέρες της χημειοθεραπείας,
οι ασθενείς έλαβαν είτε ονδανσετρόνη 5 mg/m
2
ενδοφλέβια + ονδανσετρόνη 4
mg από στόματος μετά από 8-12 ώρες, είτε ονδανσετρόνη 0,45 mg/kg
ενδοφλέβια + εικονικό φάρμακο από στόματος μετά από 8-12 ώρες. Ο πλήρης
έλεγχος του εμέτου κατά τη χειρότερη ημέρα της χημειοθεραπείας ήταν 49% (5
mg/m
2
ενδοφλέβια + ονδανσετρόνη 4 mg από στόματος) και 41% (0,45 mg/kg
ενδοφλέβια + εικονικό φάρμακο από στόματος). Μετά τη χημειοθεραπεία, και οι
δύο ομάδες έλαβαν 4 mg ονδανσετρόνης πόσιμο υγρό δύο φορές την ημέρα για 3
ημέρες. Δεν υπήρξε διαφορά στη γενική επίπτωση ή στη φύση των ανεπιθύμητων
συμβάντων μεταξύ των δύο ομάδων θεραπείας.
Μια διπλή-τυφλή τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο δοκιμή
(S3AB4003) σε 438 ασθενείς ηλικίας από 1 έως 17 ετών κατέδειξε πλήρη έλεγχο
του εμέτου κατά τη χειρότερη ημέρα της χημειοθεραπείας σε:
• 73% των ασθενών όταν η ονδανσετρόνη χορηγήθηκε ενδοφλέβια στη δόση των
5 mg/m
2
ενδοφλέβια μαζί με 2-4 mg δεξαμεθαζόνης από στόματος
• 71% των ασθενών όταν η ονδανσετρόνη χορηγήθηκε ως πόσιμο υγρό στη δόση
των 8 mg + 2-4 mg δεξαμεθαζόνης από στόματος κατά τις ημέρες της
χημειοθεραπείας.
Μετά τη χημειοθεραπεία, και οι δύο ομάδες έλαβαν 4 mg ονδανσετρόνης πόσιμο
υγρό δύο φορές την ημέρα για 2 ημέρες.
Δεν υπήρξε διαφορά στη γενική επίπτωση ή στη φύση των ανεπιθύμητων
συμβάντων μεταξύ των δύο ομάδων θεραπείας.
Η αποτελεσματικότητα της ονδανσετρόνης σε 75 παιδιά ηλικίας από 6 έως
48 μηνών διερευνήθηκε σε μια μελέτη γνωστοποιημένου φαρμάκου, μη
συγκριτική, μονού σκέλους (S3A40320). Όλα τα παιδιά έλαβαν τρεις δόσεις των
0,15 mg/kg ενδοφλέβιας ονδανσετρόνης, χορηγούμενες 30 λεπτά πριν από την
έναρξη της χημειοθεραπείας και στη συνέχεια στις τέσσερις και οκτώ ώρες
μετά την πρώτη δόση. Πλήρης έλεγχος του εμέτου επετεύχθη στο 56% των
ασθενών.
Μια άλλη μελέτη γνωστοποιημένου φαρμάκου, μη συγκριτική, μονού σκέλους
(S3A239) διερεύνησε την αποτελεσματικότητα μίας ενδοφλέβιας δόσης
ονδανσετρόνης των 0,15 mg/kg συνοδευόμενης από δύο δόσεις από στόματος
ονδανσετρόνης των 4 mg για παιδιά ηλικίας < 12 ετών, και 8 mg για παιδιά
ηλικίας ≥ 12 ετών (συνολικός αριθμός παιδιών n = 28). Πλήρης έλεγχος του
εμέτου επετεύχθη στο 42% των ασθενών.
ΜΕΝΕ
Η αποτελεσματικότητα μίας εφ άπαξ δόσης ονδανσετρόνης στην πρόληψη της
μετεγχειρητικής ναυτίας και εμέτου διερευνήθηκε σε μια τυχαιοποιημένη,
διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη σε 670 παιδιά ηλικίας
από 1 έως 24 μηνών (ηλικία μετά τη σύλληψη ≥ 44 εβδομάδων, βάρος ≥ 3 kg).
Τα άτομα που συμπεριλήφθηκαν ήταν προγραμματισμένα να υποβληθούν σε
εκλεκτική χειρουργική επέμβαση με γενική αναισθησία και είχαν κατάσταση
ASA ≤ III. Μία εφάπαξ δόση ονδανσετρόνης του 0,1 mg/kg χορηγήθηκε εντός
πέντε λεπτών μετά την εισαγωγή στην αναισθησία. Η αναλογία των ατόμων
που παρουσίασαν τουλάχιστον ένα εμετικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της
24-ωρης περιόδου αξιολόγησης (ITT) ήταν υψηλότερη για τους ασθενείς που
16
έλαβαν εικονικό φάρμακο από εκείνους που έλαβαν ονδανσετρόνη (28% έναντι
11%, p < 0,0001).
Τέσσερις διπλές-τυφλές, ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες
διενεργήθηκαν σε 1.469 άρρενες και θήλεις ασθενείς (ηλικίας από 2 έως
12 ετών) που υποβλήθηκαν σε γενική αναισθησία. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν
είτε σε εφάπαξ ενδοφλέβιες δόσεις ονδανσετρόνης (0,1 mg/kg για
παιδιατρικούς ασθενείς βάρους 40 kg και κάτω, 4 mg για παιδιατρικούς
ασθενείς βάρους άνω των 40 kg, αριθμός ασθενών = 735) είτε σε εικονικό
φάρμακο (αριθμός ασθενών = 734). Το φάρμακο της μελέτης χορηγήθηκε σε
διάρκεια τουλάχιστον 30 δευτερολέπτων, αμέσως πριν από ή μετά την
εισαγωγή στην αναισθησία. Η ονδανσετρόνη ήταν σημαντικά πιο
αποτελεσματική από το εικονικό φάρμακο στην πρόληψη της ναυτίας και του
εμέτου. Τα αποτελέσματα αυτών των μελετών συνοψίζονται στον Πίνακα 3.
17
Πίνακας 3 Πρόληψη και θεραπεία της ΜΕΝΕ σε παιδιατρικούς ασθενείς –
Ανταπόκριση στη θεραπεία σε διάστημα 24 ωρών
Μελέτη Τελικό σημείο Ονδανσετρόνη % Εικονικό
φάρμακο %
Τιμή p
S3A380 CR 68 39
0,001
S3GT09 CR 61 35
0,001
S3A381 CR 53 17
0,001
S3GT11 απουσία
ναυτίας
64 51 0,004
S3GT11 απουσία
εμέτου
60 47 0,004
CR = απουσία εμετικών επεισοδίων, άμεσης δράσης ή απόσυρσης
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της ονδανσετρόνης παραμένουν αμετάβλητες σε
επανειλημμένες δόσεις.
Δεν έχει τεκμηριωθεί άμεσος συσχετισμός μεταξύ της συγκέντρωσης στο
πλάσμα και της αντιεμετικής δράσης.
Απορρόφηση
Μετά την από του στόματος χορήγηση, η ονδανσετρόνη απορροφάται παθητικά
και πλήρως από τη γαστροεντερική οδό και υπόκειται σε μεταβολισμό πρώτης
διόδου. (Η βιοδιαθεσιμότητα είναι 60% περίπου.) Μέγιστες συγκεντρώσεις στο
πλάσμα, της τάξης των 30 ng/ml περίπου, επιτυγχάνονται 1,5 ώρα περίπου μετά
από χορήγηση δόσης 8 mg. Για δόσεις μεγαλύτερες από 8 mg, η συστηματική
έκθεση στην ονδανσετρόνη αυξάνει περισσότερο από αναλογικά προς τη δόση.
Αυτό μπορεί να αντικατοπτρίζει κάποια μείωση του μεταβολισμού πρώτης
διόδου σε υψηλότερες από του στόματος δόσεις. Η βιοδιαθεσιμότητα μετά από
χορήγηση από το στόμα αυξάνεται ελαφρώς από την ύπαρξη τροφής αλλά δεν
επηρεάζεται από αντιόξινα.
Ενδοφλέβια έγχυση 4 mg ονδανσετρόνης χορηγούμενης σε διάστημα 5 λεπτά
οδηγεί σε μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα της τάξης των 65 ng/ml περίπου.
Μετά από ενδομυική χορήγηση ονδανσετρόνης, μέγιστες συγκεντρώσεις στο
πλάσμα της τάξης των 25 ng/ml περίπου επιτυγχάνονται μέσα σε 10 λεπτά από
την ένεση.
Κατανομή
Η διαθεσιμότητα της ονδανσετρόνης μετά την από του στόματος, ενδομυική και
ενδοφλέβια δόση είναι παρόμοια με σταθερό όγκο κατανομής 140 L περίπου.
Ισοδύναμη συστηματική έκθεση επιτυγχάνεται μετά από ενδομυική και
ενδοφλέβια χορήγηση ονδανσετρόνης.
Η δέσμευση με πρωτεΐνες είναι μέτρια (70-76%).
Βιομετασχηματισμός
Η κάθαρση της ονδανσετρόνης γίνεται από τη συστηματική κυκλοφορία κυρίως
μέσω πολλαπλών ενζυματικών μονοπατιών του ηπατικού μεταβολισμού. Η
απουσία του ενζύμου CYP2D6 (πολυμορφισμός της δεβρισοκίνης) δεν επιδρά
στη φαρμακοκινητική της ονδανσετρόνης.
18
Αποβολή
Λιγότερο από το 5% της απορροφούμενης δόσης απεκκρίνεται αμετάβλητο στα
ούρα. Η τελική περίοδος ημιζωής είναι 3 ώρες περίπου.
Φαρμακοκινητικές ιδιότητες σε ειδικούς πληθυσμούς ασθενών
Παιδιά και έφηβοι (ηλικίας από 1 μηνός έως 17 ετών)
Σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας από 1 έως 4 μηνών (n = 19) που
υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση, η ομαλοποιημένη ως προς το βάρος
κάθαρση ήταν περίπου κατά 30% βραδύτερη από ό,τι σε ασθενείς ηλικίας από 5
έως 24 μηνών (n = 22) αλλά συγκρίσιμη με εκείνη σε ασθενείς ηλικίας από 3
έως 12 ετών. Η ημίσεια ζωή στον πληθυσμό ασθενών ηλικίας από 1 έως
4 μηνών αναφέρθηκε στις 6,7 ώρες κατά μέσο όρο σε σύγκριση με 2,9 ώρες για
ασθενείς στο ηλικιακό εύρος από 5 έως 24 μηνών και από 3 έως 12 ετών. Οι
διαφορές στις φαρμακοκινητικές παραμέτρους στον πληθυσμό ασθενών από 1
έως 4 μηνών μπορούν να εξηγηθούν εν μέρει από το υψηλότερο ποσοστό του
συνολικού νερού του σώματος στα νεογνά και στα βρέφη, καθώς και από τον
υψηλότερο όγκο κατανομής για υδατοδιαλυτά φάρμακα όπως η ονδανσετρόνη.
Σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας από 3 έως 12 ετών που υποβλήθηκαν σε
εκλεκτική χειρουργική επέμβαση με γενική αναισθησία, οι απόλυτες τιμές τόσο
για την κάθαρση όσο και για τον όγκο κατανομής της ονδανσετρόνης ήταν
μειωμένες σε σύγκριση με τις τιμές στους ενήλικες ασθενείς. Και οι δύο
παράμετροι αυξάνονταν με γραμμικό τρόπο με το βάρος και, από την ηλικία των
12 ετών, οι τιμές προσέγγιζαν εκείνες των νεαρών ενηλίκων. Όταν οι τιμές
κάθαρσης και όγκου κατανομής ομαλοποιήθηκαν ως προς το σωματικό βάρος,
οι τιμές για αυτές τις παραμέτρους ήταν παρόμοιες μεταξύ των πληθυσμών
διαφορετικών ηλικιακών ομάδων. Η χρήση δοσολογίας με βάση το βάρος
αντισταθμίζει τις μεταβολές που σχετίζονται με την ηλικία και είναι
αποτελεσματική στην ομαλοποίηση της συστηματικής έκθεσης στους
παιδιατρικούς ασθενείς.
Ανάλυση των φαρμακοκινητικών ιδιοτήτων του πληθυσμού διενεργήθηκε σε
428 άτομα (καρκινοπαθείς, ασθενείς που υποβλήθηκαν σε χειρουργική
επέμβαση και υγιείς εθελοντές) ηλικίας από 1 μηνός έως 44 ετών μετά από
ενδοφλέβια χορήγηση ονδανσετρόνης. Με βάση αυτήν την ανάλυση, η
συστηματική έκθεση (AUC [περιοχή κάτω από την καμπύλη]) της ονδανσετρόνης
μετά από την από στόματος ή ενδοφλέβια (IV) δοσολογία σε παιδιά και εφήβους
ήταν συγκρίσιμη με εκείνη στους ενήλικες, με εξαίρεση τα βρέφη ηλικίας από 1
έως 4 μηνών. Ο όγκος ήταν σχετικός με την ηλικία και ήταν χαμηλότερος στους
ενήλικες από ό,τι στα βρέφη και στα παιδιά. Η κάθαρση ήταν σχετική με το
βάρος αλλά όχι με την ηλικία, με εξαίρεση τα βρέφη ηλικίας από 1 έως 4 μηνών.
Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εάν υπήρξε πρόσθετη μείωση στην κάθαρση
σχετιζόμενη με την ηλικία σε βρέφη 1 έως 4 μηνών, ή απλά ενδογενής
διακύμανση λόγω του χαμηλού αριθμού των ατόμων που μελετήθηκαν στη
συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα. Δεδομένου ότι οι ασθενείς ηλικίας κάτω των
6 μηνών θα λάβουν μόνο μία εφάπαξ δόση στην ΜΕΝΕ, μια μειωμένη κάθαρση
δεν είναι πιθανό να είναι κλινικά σημαντική.
Ηλικιωμένα άτομα
Πρώιμες μελέτες φάσης Ι σε υγιείς ηλικιωμένους εθελοντές έδειξαν μία ήπια,
εξαρτώμενη από την ηλικία μείωση της κάθαρσης και μία αύξηση του χρόνου
ημιζωής της ονδανσετρόνης. Η ευρεία μεταβλητότητα μεταξύ των
συμμετεχόντων οδήγησε ωστόσο σε σημαντική αλληλοεπικάλυψη των
φαρμακοκινητικών παραμέτρων μεταξύ νέων (ηλικίας < 65 ετών) και
ηλικιωμένων συμμετεχόντων (ηλικίας ≥ 65 ετών) και γενικά δεν
19
παρατηρήθηκαν διαφορές στην ασφάλεια η στην αποτελεσματικότητα μεταξύ
νέων και ηλικιωμένων ασθενών με καρκίνο που συμπεριλήφθηκαν σε κλινικές
δοκιμές ΝΕΠΧ, που να υποστηρίζουν διαφορετική σύσταση δοσολογίας για τους
ηλικιωμένους. Με βάση πιο πρόσφατα μοντέλα συγκέντρωσης ονδανσετρόνης
στο πλάσμα και μοντέλα έκθεσης-απόκρισης, προβλέπεται μεγαλύτερη επίδραση
στο QTcF σε ασθενείς ηλικίας ≥75 ετών σε σύγκριση με νεότερους ενήλικες.
Συγκεκριμένες πληροφορίες δοσολογίας παρέχονται για ασθενείς ηλικίας άνω
των 65 ετών και ασθενείς ηλικίας άνω των 75 ετών (βλ. παράγραφο 4.2).
Νεφρική ανεπάρκεια
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης 15-60 ml/min), τόσο η
συστηματική κάθαρση όσο και ο όγκος κατανομής μειώνονται μετά από
ενδοφλέβια χορήγηση ονδανσετρόνης, με αποτέλεσμα μια μικρή , αλλά κλινικά
άνευ σημασίας παράταση του χρόνου ημιζωής αποβολής (5.4 ώρες). Μία μελέτη
σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια, οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε
τακτική αιμοδιάλυση (οι μελέτες έγιναν μεταξύ των διυλήσεων) έδειξε ότι η
φαρμακοκινητική της ονδανσετρόνης έμενε ουσιαστικά αμετάβλητη μετά από
ενδοφλέβια χορήγηση.
Ηπατική ανεπάρκεια
Μετά την από του στόματος, την ενδοφλέβια ή την ενδομυική χορήγηση σε
ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια η συστηματική κάθαρση της
ονδανσετρόνης μειώνεται σημαντικά, με παρατεταμένες περιόδους ημιζωής
(15-32 ώρες) και από του στόματος βιοδιαθεσιμότητα που προσεγγίζει το 100%
λόγω του μειωμένου προσυστηματικού μεταβολισμού.
Διαφορές μεταξύ των φύλων
Έχουν παρατηρηθεί διαφορές της βιοδιαθεσιμότητας της ονδανσετρόνης
ανάμεσα στα δυο φύλα, με τις γυναίκες να έχουν μεγαλύτερο βαθμό και εύρος
απορρόφησης μετά από του στόματος χορηγούμενη δόση και μειωμένη
συστηματική κάθαρση και όγκο κατανομής (προσαρμοσμένη στο βάρος).
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα προκλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο
με βάση τις συμβατικές μελέτες ασφάλειας, φαρμακολογίας, τοξικότητας
επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονοτοξικότητας, ενδεχόμενης καρκινογόνου
δράσης και τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα και ανάπτυξη.
Η ονδανσετρόνη και οι μεταβολίτες της συσσωρεύονται στο γάλα επιμύων,
όπου ο λόγος γάλακτος/πλάσμα ήταν 5,2:1.
Μία μελέτη σε ανθρώπινα κλωνοποιημένα καρδιακά ιοντικά κανάλια έδειξε ότι
η ονδανσετρόνη έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει την καρδιακή επαναπόλωση
μέσω αποκλεισμού των καναλιών καλίου HERG. Η κλινική σχέση αυτού του
ευρήματος είναι αβέβαιη.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Χλωριούχο νάτριο
Διυδρικό κιτρικό νάτριο
Μονοϋδρικό κιτρικό οξύ
20
Ενέσιμο ύδωρ
6.2 Ασυμβατότητες
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα εκτός από αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 6.6.
6.3 Διάρκεια ζωής
Πριν το άνοιγμα:
Γυάλινη αμπούλα 2 ml: 36 μήνες
Γυάλινη αμπούλα 4 ml: 24 μήνες
Αμπούλες πολυαιθυλενίου (LDPE): 24 μήνες
Ένεση:
Μετά το πρώτο άνοιγμα, το φαρμακευτικό προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται
αμέσως.
Έγχυση:
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά την χρήση έχει αποδειχτεί για 48 ώρες
στους 25°C με τα διαλύματα που δίνονται στην παράγραφο 6.6.
Από μικροβιολογική άποψη, το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως μετά
τη διάλυση. Αν δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως, οι χρόνοι φύλαξης κατά τη χρήση
και οι συνθήκες αποθήκευσης πριν από τη χρήση είναι ευθύνη του χρήστη και
κανονικά δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 24 ώρες στους 2 έως 8°C, εκτός αν η
αραίωση έχει πραγματοποιηθεί σε ελεγχόμενες και επικυρωμένες άσηπτες
συνθήκες.
Τα αραιωμένα διαλύματα πρέπει να φυλάσσονται προστατευμένα από το φως.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Οι αμπούλες πρέπει να φυλάσσονται στην εξωτερική χαρτονένια συσκευασία
για να προστατεύονται από το φως.
Αμπούλες πολυαιθυλενίου (LDPE): Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη
των 25°C.
Γυάλινες αμπούλες: Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες φύλαξης για το προϊόν αυτό.
Για τις συνθήκες φύλαξης μετά την αραίωση του φαρμακευτικού προϊόντος, βλ.
παράγραφο 6.3.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Διάφανες γυάλινες αμπούλες τύπου I, που περιέχουν 2 ml, 4 ml
διατίθενται σε συσκευασίες των 5 x 2 ml, 10 x 2 ml, 5 x 4 ml, 10 x 4 ml
Αμπούλες πολυαιθυλενίου (LDPE), που περιέχουν 4 ml
διατίθενται σε συσκευασίες των 20 x 4 ml
Οι αμπούλες LDPE είναι ειδικά σχεδιασμένες για να εφαρμόζουν σε σύριγγες
Luer lock και Luer ‡t.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλα τα μεγέθη συσκευασίας.
21
6.6 Ειδικές προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Μόνο για μία χρήση. Μετά τη χρήση απορρίψτε τον περιέκτη και τυχόν
αχρησιμοποίητο περιεχόμενο.
Το διάλυμα πρέπει να ελέγχεται οπτικά πριν από τη χρήση (και μετά την
διάλυση επίσης). Μόνο διαυγή άχρωμα διαλύματα πρακτικά ελεύθερα
σωματιδίων πρέπει να χρησιμοποιούνται.
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να
απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
Αραίωση
Το Ondansetron B.Braun 2 mg/ml μπορεί να αραιωθεί με τα παρακάτω
διαλύματα για έγχυση σε συγκεντρώσεις ονδανσετρόνης όπως αναφέρονται
στην παράγραφο 4.2:
Διάλυμα χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0,9 % w/v)
Διάλυμα γλυκόζης 50 mg/ml (5 % w/v)
Διάλυμα μαννιτόλης 100 mg/ml (10 % w/v)
Διάλυμα Ringer‘s Lactate
Σημείωση:
Το ενέσιμο διάλυμα δεν πρέπει να αποστειρώνεται σε κλίβανο!
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
B.Braun Melsungen AG
Carl-Braun-Strasse 1
34212 Melsungen
Γερμανία
Ταχυδρομική διεύθυνση:
34209 Melsungen
Γερμανία
Αποκλειστικός αντιπρόσωπος για την Ελλάδα:
ΒΙΟΣΕΡ ΑΕ - ΤΡΙΚΑΛΑ
Τηλ: 24310 83441,2
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
2806/15-1-2008
2807/15-1-2008
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
15 Ιανουαρίου 2008
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Δεκέμβριος 2015
22