Σε μελέτες σε ενήλικες, το montelukast 10 mg εφάπαξ ημερησίως, σε σύγκριση με το εικονικό
φάρμακο, επέδειξε σημαντικές βελτιώσεις στο πρωινό FEV
1
(10,4% έναντι 2,7% μεταβολή από την
αρχική τιμή), στον πρωινό (ΠΜ) μέγιστο ρυθμό ροής εκπνοής (PEFR) (24,5 L/λεπτό έναντι 3,3
L/λεπτό μεταβολή από την αρχική τιμή) και σημαντική μείωση στη συνολική χρήση β-αγωνιστή
(-26,1% έναντι -4,6% μεταβολή από την αρχική τιμή). Η βελτίωση στη βαθμολογία των ασθματικών
συμπτωμάτων που αναφέρθηκαν από τους ασθενείς κατά την ημέρα και τη νύχτα ήταν σημαντικά
καλύτερη από αυτήν με εικονικό φάρμακο.
Μελέτες σε ενήλικες έδειξαν την ικανότητα του montelukast να επαυξάνει την κλινική επίδραση των
εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών (% μεταβολή από την αρχική τιμή για την εισπνεόμενη
βεκλομεθαζόνη συν montelukast έναντι βεκλομεθαζόνης, αντίστοιχα για FEV
1
: 5,43% έναντι 1,04%,
χρήση β-αγωνιστή: -8,70% έναντι 2,64%). Σε σύγκριση με την εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη (200 μg
δις ημερησίως με συσκευή αεροθαλάμου), το montelukast επέδειξε μία ταχύτερη αρχική απόκριση,
μολονότι κατά τη διάρκεια της μελέτης 12 εβδομάδων, η βεκλομεθαζόνη παρείχε ένα μεγαλύτερο
μέσο όρο θεραπευτικής δράσης (% μεταβολή από την αρχική τιμή για το montelukast έναντι της
βεκλομεθαζόνης, αντίστοιχα για FEV
1
: 7,49% έναντι 13,3%, χρήση β-αγωνιστή: -28,28% έναντι
-43,89%). Ωστόσο, σε σύγκριση με την βεκλομεθαζόνη, ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών υπό θεραπεία
με το montelukast πέτυχε παρόμοιες κλινικές αποκρίσεις (π.χ. 50% των ασθενών υπό θεραπεία με
βεκλομεθαζόνη πέτυχε βελτίωση στη FEV
1
περίπου 11% ή παραπάνω από την αρχική τιμή ενώ
περίπου το 42% των ασθενών υπό θεραπεία με montelukast πέτυχε την ίδια απόκριση).
Σε μία μελέτη 12 εβδομάδων, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 2
έως 5 ετών, το montelukast 4 mg εφάπαξ ημερησίως, σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο, βελτίωσε
τις παραμέτρους ελέγχου του άσθματος ανεξάρτητα από την ταυτόχρονη θεραπεία ελέγχου
(εισπνεόμενα/χορηγούμενα με εκνεφωτή κορτικοστεροειδή ή εισπνεόμενο/χορηγούμενο με εκνεφωτή
χρωμογλυκολικό νάτριο).
Το 60% των ασθενών δεν λάμβαναν οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ελέγχου. Το montelukast βελτίωσε
τα συμπτώματα κατά τη διάρκεια της ημέρας (συμπεριλαμβανομένου του βήχα, του συριγμού, της
δυσκολίας στην αναπνοή και του περιορισμού των δραστηριοτήτων) και τα συμπτώματα κατά τη
διάρκεια της νύχτας σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Το montelukast επίσης μείωσε τη χρήση β-
αγωνιστών “όταν απαιτείται” και τη διάσωση με κορτικοστεροειδή για το επιδεινούμενο άσθμα, σε
σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Οι ασθενείς υπό θεραπεία με montelukast είχαν περισσότερες
μέρες χωρίς άσθμα από εκείνους που λάμβαναν εικονικό φάρμακο. Επετεύχθη θεραπευτική επίδραση
μετά την πρώτη δόση.
Σε μία μελέτη 12 μηνών, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 2 έως 5
ετών με ήπιο άσθμα και επεισόδια παρόξυνσης, το montelukast 4 mg εφάπαξ ημερησίως, μείωσε
σημαντικά (p≤0,001) το ετήσιο ποσοστό επεισοδίων παρόξυνσης του άσθματος (ΕΕ), σε σύγκριση με
το εικονικό φάρμακο (1,60 EE έναντι 2,34 EE, αντίστοιχα), [το EE ορίζεται ως 3 διαδοχικές ημέρες
με συμπτώματα κατά τη διάρκεια της ημέρας που απαιτούν χρήση β-αγωνιστών, ή κορτικοστεροειδών
(από του στόματος ή εισπνεόμενα), ή εισαγωγή στο νοσοκομείο για το άσθμα]. Η μείωση του
ποσοστού του ετήσιου ΕΕ ήταν 31,9%, με 95% CI μεταξύ του 16,9 και 44,1.
Σε μία μελέτη 8 εβδομάδων σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 έως 14 ετών, το montelukast 5 mg
εφάπαξ ημερησίως, σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο, βελτίωσε σημαντικά την αναπνευστική
λειτουργία (FEV
1
8,71% έναντι 4,16% μεταβολή από την αρχική τιμή, στον πρωινό (ΠΜ) PEFR 27,9
L/λεπτό έναντι 17,8 L/λεπτό μεταβολή από την αρχική τιμή) και μείωσε τη χρήση β-αγωνιστών “όταν
απαιτείται” (-11,7% έναντι +8,2% μεταβολή από την αρχική τιμή).
Σε μία μελέτη 12 μηνών που συνέκρινε την αποτελεσματικότητα του montelukast με της
εισπνεόμενης φλουτικαζόνης στον έλεγχο του άσθματος σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 έως 14
ετών με ήπιο επιμένον άσθμα, το montelukast δεν ήταν υποδεέστερο της φλουτικαζόνης στην αύξηση
του ποσοστού των ημερών χωρίς θεραπεία διάσωσης (RFDs) του άσθματος, το κύριο τελικό σημείο.
Κατά μέσο όρο κατά τη διάρκεια της 12-μήνης περιόδου θεραπείας, το ποσοστό των RFDs του
άσθματος αυξήθηκε από 61,6 σε 84,0 στην ομάδα montelukast και από 60,9 σε 86,7 στην ομάδα
φλουτικαζόνης. Η διαφορά μεταξύ των ομάδων σε μέση αύξηση LS του ποσοστού των RFDs του
άσθματος ήταν στατιστικώς σημαντική (-2,8 με 95% CI μεταξύ του -4,7 και -0,9) αλλά εντός του
ορίου που είχε προκαθοριστεί ως κλινικά μη υποδεέστερο. Αμφότερα το montelukast και η
7