1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Irinotecan Teva 20 mg/ml πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε ml περιέχει 20 mg τριϋδρικής υδροχλωρικής ιρινοτεκάνης που ισοδυναμούν με 17,33 mg
ιρινοτεκάνης.
Έκδοχα: Σορβιτόλη
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση.
Το διάλυμα είναι διαυγές, άχρωμο έως ανοιχτό κίτρινο και ελεύθερο ορατών σωματιδίων.
pH: 3,0 – 3,8
οσμωτικότητα: 300 – 310 mOsm/kg
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση ενδείκνυται για τη
θεραπεία των ασθενών με προχωρημένο ορθοκολικό καρκίνο:
- σε συνδυασμό με 5-φθοριοουρακίλη και φυλλινικό οξύ σε ασθενείς που δεν έχουν λάβει
προηγουμένως χημειοθεραπεία για προχωρημένη νόσο,
- ως μονοθεραπεία σε ασθενείς μετά από αποτυχία ενός καθιερωμένου θεραπευτικού σχήματος
που περιείχε 5–φθοριοουρακίλη.
Το Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση σε συνδυασμό με 5-
φθοριοουρακίλη, φυλλινικό οξύ και μπεβασιζουμάμπη ενδείκνυται για τη θεραπεία πρώτης γραμμής
των ασθενών με μεταστατικό καρκίνωμα του παχέος εντέρου ή του ορθού.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Μόνο για ενήλικες!
Το Irinotecan Teva 20 mg/ml πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση πρέπει να
εγχέεται εντός μίας περιφερικής ή κεντρικής φλέβας.
Συνιστώμενη δοσολογία:
Σε μονοθεραπεία (για ασθενή που έχει λάβει προηγουμένως θεραπεία):
Η συνιστώμενη δοσολογία της υδροχλωρικής ιρινοτεκάνης είναι 350 mg/m² χορηγούμενη ως
ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 30 έως 90 λεπτών κάθε τρεις εβδομάδες (βλέπε 6.6 και 4.4).
Σε θεραπεία συνδυασμού (για ασθενή που δεν έχει λάβει προηγουμένως θεραπεία):
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της υδροχλωρικής ιρινοτεκάνης σε συνδυασμό με 5-
φθοριοουρακίλη (5FU) και φυλλινικό οξύ (FA) έχουν αξιολογηθεί με το ακόλουθο σχήμα (βλέπε 5.1).
Υδροχλωρική ιρινοτεκάνη και 5FU/FA σε σχήμα κάθε 2 εβδομάδες
Η συνιστώμενη δόση της υδροχλωρικής ιρινοτεκάνης είναι 180 mg/m² χορηγούμενη άπαξ κάθε 2
εβδομάδες ως ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 30 έως 90 λεπτών, ακολουθούμενη από έγχυση
φυλλινικού οξέος και 5-φθοριοουρακίλης.
1
Για τη δοσολογία και τον τρόπο χορήγησης της μπεβασιζουμάμπης, ανατρέξατε στην περίληψη
χαρακτηριστικών της μπεβασιζουμάμπης.
Προσαρμογές δοσολογίας:
Το Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση πρέπει να χορηγείται μετά
από κατάλληλη υποχώρηση όλων των ανεπιθύμητων συμβαμάτων σε βαθμό 0 ή 1 κατά NCI-CTC
(Συνήθη Κριτήρια Τοξικότητας του Εθνικού Ιδρύματος Καρκίνου) και όταν η διάρροια που
σχετίζεται με τη θεραπεία έχει υποχωρήσει πλήρως.
Κατά την έναρξη μίας επακόλουθης έγχυσης της θεραπείας, η δόση της υδροχλωρικής ιρινοτεκάνης
και της 5FU, όταν εφαρμόζεται, πρέπει να μειωθεί σύμφωνα με το βαρύτερο βαθμό των
ανεπιθύμητων συμβαμάτων που παρατηρήθηκαν στην προηγούμενη έγχυση. Η θεραπεία πρέπει να
αναβληθεί για 1 έως 2 εβδομάδες προκειμένου να καταστεί δυνατή η υποχώρηση των ανεπιθύμητων
συμβαμάτων που σχετίζονται με τη θεραπεία.
Επί των ακόλουθων ανεπιθύμητων συμβαμάτων πρέπει να εφαρμοστεί μείωση της δόσης κατά 15 έως
20% για την υδροχλωρική ιρινοτεκάνη και/ή την 5FU, όταν εφαρμόζεται:
- αιματολογική τοξικότητα (ουδετεροπενία βαθμού 4, εμπύρετη ουδετεροπενία (ουδετεροπενία
βαθμού 3-4 και πυρετός βαθμού 2-4), θρομβοπενία και λευκοπενία (βαθμού 4),
- μη αιματολογική τοξικότητα (βαθμού 3-4).
Ανατρέξατε στην περίληψη χαρακτηριστικών του προϊόντος της μπεβασιζουμάμπης για
τροποποιήσεις της δόσης της μπεβασιζουμάμπης, όταν χορηγείται σε συνδυασμό με
ιρινοτεκάνη/5FU/FA.
Διάρκεια θεραπείας:
Η θεραπεία με Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση πρέπει να
συνεχίζεται μέχρι να υπάρξει αντικειμενική εξέλιξη της νόσου ή μη αποδεκτή τοξικότητα.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ασθενείς με Διαταραγμένη Ηπατική Λειτουργία:
Σε μονοθεραπεία: Σε ασθενείς με κατάσταση ικανότητας 2, τα επίπεδα της χολερυθρίνης του
αίματος (έως 3 φορές το ανώτατο όριο του φυσιολογικού εύρους, ΑΦΤ) πρέπει να καθορίσουν τη
δόση έναρξης του Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση. Σε αυτούς
τους ασθενείς με υπερχολερυθριναιμία και χρόνο προθρομβίνης μεγαλύτερο από 50%, η κάθαρση της
ιρινοτεκάνης μειώνεται (βλέπε παράγραφο 5.2) και συνεπώς αυξάνεται ο κίνδυνος
αιματοτοξικότητας. Συνεπώς, πρέπει να διεξάγεται εβδομαδιαίος έλεγχος γενικών εξετάσεων αίματος
σε αυτό τον πληθυσμό ασθενών.
- Σε ασθενείς με χολερυθρίνη έως 1,5 φορά το ανώτατο όριο του φυσιολογικού εύρους (ΑΦΤ),
η συνιστώμενη δοσολογία της υδροχλωρικής ιρινοτεκάνης είναι 350 mg/m²,
- Σε ασθενείς με χολερυθρίνη που κυμαίνεται από 1,5 έως 3 φορές το ΑΦΤ, η συνιστώμενη
δοσολογία της υδροχλωρικής ιρινοτεκάνης είναι 200 mg/m²,
- Οι ασθενείς με χολερυθρίνη πάνω από 3 φορές το ΑΦΤ δεν πρέπει να λάβουν θεραπεία με
Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση (βλέπε παραγράφους
4.3 και 4.4).
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία που λαμβάνουν θεραπεία με
υδροχλωρική ιρινοτεκάνη σε συνδυασμό.
Ασθενείς με Διαταραγμένη Νεφρική Λειτουργία:
Το Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση δεν συνιστάται για χρήση
σε ασθενείς με διαταραγμένη νεφρική λειτουργία, καθώς δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες σε αυτό τον
πληθυσμό (Βλέπε παραγράφους 4.4 και 5.2).
Ηλικιωμένοι
Δεν έχουν διεξαχθεί ειδικές φαρμακοκινητικές μελέτες σε ηλικιωμένους. Ωστόσο, η δόση πρέπει να
επιλέγεται προσεκτικά σε αυτό τον πληθυσμό λόγω της μεγαλύτερης συχνότητας εμφάνισης
περιορισμένων βιολογικών λειτουργιών. Ο πληθυσμός αυτός απαιτεί στενότερη παρακολούθηση
(βλέπε παράγραφο 4.4).
4.3 Αντενδείξεις
- Χρόνια φλεγμονώδης νόσος του εντέρου και/ή εντερική απόφραξη (βλέπε παράγραφο 4.4).
- Υπερευαισθησία στην υδροχλωρική ιρινοτεκάνη ή σε κάποιο από τα έκδοχα του Irinotecan
Teva πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση.
- Kύηση και γαλουχία (βλέπε παραγράφους 4.6 και 4.4).
- Χολερυθρίνη > 3 φορές το ανώτατο όριο του φυσιολογικού εύρους (βλέπε παράγραφο 4.4).
- Σοβαρή καταστολή του μυελού των οστών.
- Κατάσταση ικανότητας κατά ΠΟΥ > 2.
Για επιπρόσθετες αντενδείξεις της μπεβασιζουμάμπης, ανατρέξατε στα πληροφοριακά στοιχεία αυτού
του φαρμακευτικού προϊόντος.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η χρήση του Irinotecan Teva 20 mg/ml πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση
πρέπει να περιορίζεται σε μονάδες ειδικευμένες στη χορήγηση κυτταροτοξικής χημειοθεραπείας και
πρέπει να χορηγείται μόνο υπό την επίβλεψη ιατρού ειδικευμένου στη χρήση αντικαρκινικής
χημειοθεραπείας.
Δεδομένης της φύσης και της συχνότητας εμφάνισης ανεπιθύμητων συμβαμάτων, το Irinotecan Teva
πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση θα συνταγογραφηθεί μόνο στις ακόλουθες
περιπτώσεις μετά την αξιολόγηση του αναμενόμενου οφέλους έναντι των πιθανών θεραπευτικών
κινδύνων:
- σε ασθενείς που εμφανίζουν παράγοντα κινδύνου, ιδιαίτερα σε αυτούς με κατάσταση
ικανότητας = 2 κατά την ΠΟΥ.
- σε μερικά σπάνια περιστατικά όπου θεωρείται απίθανο οι ασθενείς να τηρήσουν τις συστάσεις
σχετικά με την αντιμετώπιση των ανεπιθύμητων συμβαμάτων (ανάγκη για άμεση και
παρατεταμένη αντιδιαροοϊκή αγωγή σε συνδυασμό με υψηλή πρόσληψη υγρών επί εμφάνισης
όψιμης διάρροιας). Συνιστάται αυστηρή νοσοκομειακή επίβλεψη σε αυτούς τους ασθενείς.
Όταν η υδροχλωρική ιρινοτεκάνη χρησιμοποιείται σε μονοθεραπεία, συνταγογραφείται συνήθως στο
δοσολογικό σχήμα κάθε-3-εβδομάδων. Ωστόσο, μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο του εβδομαδιαίου
δοσολογικού σχήματος σε ασθενείς που μπορεί να χρειάζονται στενότερη παρακολούθηση ή που
διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο σοβαρής ουδετεροπενίας (βλέπε παράγραφο 5.1).
Όψιμη διάρροια:
Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνονται για τον κίνδυνο όψιμης διάρροιας που εμφανίζεται πέραν των
24 ωρών μετά τη χορήγηση Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση
και σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή πριν τον επόμενο κύκλο. Ο διάμεσος χρόνος εμφάνισης των
πρώτων υδαρών κοπράνων στη μονοθεραπεία ήταν κατά την ημέρα 5 μετά την έγχυση πυκνού
διαλύματος για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση ιρινοτεκάνης. Οι ασθενείς πρέπει να
ενημερώνουν σύντομα τους γιατρούς τους για την εμφάνισή της και να ξεκινούν αμέσως κατάλληλη
θεραπεία.
Οι ασθενείς που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο διάρροιας είναι αυτοί που έχουν υποβληθεί
προηγουμένως σε κοιλιακή/πυελική ακτινοθεραπεία, αυτοί με υπερλευκοκυττάρωση κατά την έναρξη
της θεραπείας, αυτοί με κατάσταση ικανότητας 2 και οι γυναίκες. Εάν δεν αντιμετωπισθεί
κατάλληλα, η διάρροια μπορεί να είναι απειλητική για τη ζωή, ιδιαίτερα εάν ο ασθενής είναι
ταυτόχρονα ουδετεροπενικός.
Αμέσως μετά την εμφάνιση των πρώτων υδαρών κοπράνων, ο ασθενής πρέπει να αρχίσει να πίνει
μεγάλες ποσότητες αναψυκτικών που περιέχουν ηλεκτρολύτες και πρέπει να ξεκινήσει αμέσως
3
κατάλληλη αντιδιαρροϊκή θεραπεία. Αυτή η αντιδιαρροϊκή θεραπεία θα συνταγογραφηθεί από το
τμήμα όπου χορηγήθηκε το Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση.
Μετά το εξιτήριο από το νοσοκομείο, οι ασθενείς πρέπει να προμηθευτούν τα συνταγογραφηθέντα
φάρμακα, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τη διάρροια, αμέσως μόλις εμφανισθεί. Επιπλέον,
πρέπει να ενημερώσουν το γιατρό τους ή το τμήμα όπου τους χορηγήθηκε το Irinotecan Teva πυκνό
διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση όταν/εάν εμφανισθεί διάρροια.
Η ισχύουσα συνιστώμενη αντιδιαρροϊκή θεραπεία συνίσταται σε υψηλές δόσεις λοπεραμίδης (4 mg
για την πρώτη πρόσληψη και στη συνέχεια 2 mg κάθε 2 ώρες). Η θεραπεία αυτή πρέπει να
συνεχίζεται για 12 ώρες μετά τα τελευταία υδαρή κόπρανα και δεν πρέπει να τροποποιείται. Η
λοπεραμίδη δεν πρέπει να χορηγείται σε καμία περίπτωση για παραπάνω από 48 συνεχείς ώρες σε
αυτές τις δόσεις, λόγω του κινδύνου παραλυτικού ειλεού, ούτε για λιγότερο από 12 ώρες.
Επιπροσθέτως της αντιδιαρροϊκής θεραπείας, πρέπει να δοθεί κάποιο αντιβιοτικό ευρέος φάσματος
για προφύλαξη, όταν η διάρροια σχετίζεται με σοβαρή ουδετεροπενία (αριθμός ουδετερόφιλων <
500 κύτταρα/mm³).
Επιπροσθέτως της θεραπείας με αντιβιοτικά, η εισαγωγή σε νοσοκομείο συνιστάται για την
αντιμετώπιση της διάρροιας στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Διάρροια που σχετίζεται με πυρετό,
- Σοβαρή διάρροια (που απαιτεί ενδοφλέβια ενυδάτωση),
- Διάρροια επιμένουσα πέραν των 48 ωρών μετά την έναρξη της θεραπείας με υψηλές δόσεις
λοπεραμίδης.
Η λοπεραμίδη δεν πρέπει να χορηγείται για προφύλαξη, ακόμα και σε ασθενείς που εμφάνισαν όψιμη
διάρροια σε προηγούμενους κύκλους.
Σε ασθενείς που εμφάνισαν σοβαρή διάρροια συνιστάται μείωση της δόσης για επακόλουθους
κύκλους (βλέπε παράγραφο 4.2).
Αιματολογία:
Συνιστάται εβδομαδιαίος έλεγχος των γενικών εξετάσεων αίματος κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση. Οι ασθενείς πρέπει να είναι
ενήμεροι για τον κίνδυνο ουδετεροπενίας και τη σπουδαιότητα του πυρετού. Η εμπύρετη
ουδετεροπενία (θερμοκρασία > 38°C και αριθμός ουδετερόφιλων ≤ 1.000 κύτταρα/mm³) πρέπει να
αντιμετωπίζεται επειγόντως σε νοσοκομείο με αντιβιοτικά ευρέος φάσματος που χορηγούνται
ενδοφλέβια.
Σε ασθενείς που εμφάνισαν σοβαρά αιματολογικά συμβάματα συνιστάται μείωση της δόσης για
επακόλουθη χορήγηση (βλέπε παράγραφο 4.2).
Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος λοιμώξεων και αιματολογικής τοξικότητας σε ασθενείς με σοβαρή
διάρροια. Πρέπει να διεξάγεται γενική εξέταση αίματος σε ασθενείς με σοβαρή διάρροια.
Ασθενείς με διαταραγμένη ηπατική λειτουργία
Πρέπει να διεξάγονται εξετάσεις της ηπατικής λειτουργίας κατά την έναρξη της θεραπείας και πριν
από κάθε κύκλο.
Πρέπει να διεξάγεται εβδομαδιαίος έλεγχος των γενικών εξετάσεων αίματος σε ασθενείς με
χολερυθρίνη που κυμαίνεται από 1,5 έως 3 φορές το ΑΦΤ, λόγω της μείωσης της κάθαρσης της
ιρινοτεκάνης (βλέπε 5.2) και της επακόλουθης αύξησης του κινδύνου αιματοτοξικότητας σε αυτό τον
πληθυσμό. Για ασθενείς με χολερυθρίνη > 3 φορές το ΑΦΤ (βλέπε παράγραφο 4.3).
Ναυτία και έμετος
Συνιστάται θεραπεία προφύλαξης με αντιεμετικά πριν από κάθε θεραπεία με υδροχλωρική
ιρινοτεκάνη. Έχουν αναφερθεί συχνά ναυτία και έμετος. Οι ασθενείς με έμετο που σχετίζεται με
όψιμη διάρροια πρέπει να εισάγονται σε νοσοκομείο όσο το δυνατό πιο σύντομα για θεραπεία.
Οξύ χολινεργικό σύνδρομο
Εάν εμφανισθεί οξύ χολινεργικό σύνδρομο (που ορίζεται ως πρώιμη διάρροια και διάφορα άλλα
συμπτώματα όπως εφίδρωση, κοιλιακοί σπασμοί, δακρύρροια, μύση και σιελόρροια), πρέπει να
χορηγηθεί θειική ατροπίνη (0,25 mg υποδόρια), εκτός εάν αντενδείκνυται κλινικά (βλέπε παράγραφο
4.8). Πρέπει να επιδεικνύεται προσοχή σε ασθενείς με άσθμα. Σε ασθενείς που εμφάνισαν οξύ και
σοβαρό χολινεργικό σύνδρομο, συνιστάται η χρήση θειικής ατροπίνης προφυλακτικά με επακόλουθες
δόσεις υδροχλωρικής ιρινοτεκάνης.
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος
Διάμεση πνευμονοπάθεια που εμφανίζεται με τη μορφή πνευμονικών διηθήσεων δεν είναι συχνή κατά
τη διάρκεια της θεραπείας με ιρινοτεκάνη. Η διάμεση πνευμονοπάθεια μπορεί να είναι μοιραία. Οι
παράγοντες κινδύνου που πιθανόν σχετίζονται με την ανάπτυξη διάμεσης πνευμονοπάθειας
περιλαμβάνουν χρήση πνευμονοτοξικών φαρμάκων, ακτινοθεραπεία και παράγοντες διέγερσης
σχηματισμού αποικιών. Οι ασθενείς με παράγοντες κινδύνου πρέπει να παρακολουθούνται στενά για
αναπνευστικά συμπτώματα πριν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ιρινοτεκάνη.
Ηλικιωμένοι
Η επιλογή της δόσης της υδροχλωρικής ιρινοτεκάνης σε αυτό τον πληθυσμό πρέπει να γίνεται
προσεκτικά, λόγω της μεγαλύτερης συχνότητας εμφάνισης περιορισμένων βιολογικών λειτουργιών,
ιδιαίτερα της ηπατικής λειτουργίας, σε ηλικιωμένους ασθενείς (βλέπε παράγραφο 4.2).
Ασθενείς με εντερική απόφραξη
Οι ασθενείς δεν πρέπει να λαμβάνουν θεραπεία με Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα για παρασκευή
διαλύματος προς έγχυση μέχρι την υποχώρηση της εντερικής απόφραξης (βλέπε παράγραφο 4.3).
Ασθενείς με Διαταραγμένη Νεφρική Λειτουργία
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες σε αυτό τον πληθυσμό (βλέπε παραγράφους 4.2 και 5.2).
Άλλα
Επειδή αυτό το φάρμακο περιέχει σορβιτόλη, οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα
δυσανεξίας της φρουκτόζης δεν πρέπει να πάρουν αυτό το φάρμακο.
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λιγότερο από 1 mmol νατρίου (23 mg) ανά δόση, δηλαδή είναι
ουσιαστικά ‘ελεύθερο νατρίου’.
Έχουν παρατηρηθεί σπάνια περιστατικά νεφρικής ανεπάρκειας, υπότασης ή κυκλοφορικής
ανεπάρκειας σε ασθενείς που εμφάνισαν επεισόδια αφυδάτωσης σχετιζόμενα με διάρροια και/ή έμετο
ή σηψαιμία.
Πρέπει να λαμβάνονται μέτρα αντισύλληψης κατά τη διάρκεια και για τουλάχιστον τρεις μήνες μετά
τον τερματισμό της θεραπείας.
Η ταυτόχρονη χορήγηση ιρινοτεκάνης με ισχυρό αναστολέα (π.χ. κετοκοναζόλη) ή επαγωγέα (π.χ.
ριφαμπικίνη, καρβαμαζεπίνη, φαινοβαρβιτάλη, φαινυτοΐνη, υπερικό-St John's Wort) του CYP3A4
μπορεί να μεταβάλλει το μεταβολισμό της ιρινοτεκάνης και πρέπει να αποφεύγεται (βλέπε παράγραφο
4.5).
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν μπορεί να αποκλεισθεί η αλληλεπίδραση μεταξύ της ιρινοτεκάνης και των νευρομυϊκών
αποκλειστών. Επειδή η υδροχλωρική ιρινοτεκάνη έχει αντιχολινεστερασική δράση, τα φάρμακα με
αντιχολινεστερασική δράση μπορεί να παρατείνουν τις δράσεις των νευρομυϊκών αποκλειστών του
σουξαμεθονίου και μπορεί να υπάρξει ανταγωνισμός με το νευρομυϊκό αποκλεισμό των μη
αποπολωτικών φαρμάκων.
Διάφορες μελέτες έδειξαν ότι η ταυτόχρονη χορήγηση αντισπασμωδικών φαρμάκων επαγωγέων του
CYP3A (π.χ καρβαμαζεπίνη, φαινοβαρβιτάλη ή φαινυτοΐνη) οδηγεί σε μειωμένη έκθεση στην
ιρινοτεκάνη, στο SN-38 και SN-38 γλυκουρονίδιο και σε μειωμένες φαρμακοδυναμικές δράσεις. Οι
δράσεις αυτών των αντισπασμωδικών φαρμάκων διαφάνηκαν από μία μείωση της AUC των SN-38
5
και SN-38G κατά 50% ή παραπάνω. Επιπρόσθετα της επαγωγής των ενζύμων του κυτοχρώματος
P450 3A, η ενισχυμένη γλυκουρονιδίωση και η ενισχυμένη χολική έκκριση μπορεί να παίξουν ρόλο
στη μειωμένη έκθεση στην ιρινοτεκάνη και τους μεταβολίτες της.
Μία μελέτη έδειξε ότι η συγχορήγηση κετοκοναζόλης είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της AUC του
APC κατά 87% και την αύξηση της AUC του SN-38 κατά 109% σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία
ιρινοτεκάνης.
Πρέπει να επιδεικνύεται προσοχή σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα φάρμακα που είναι γνωστό
ότι αναστέλλουν (π.χ. κετοκοναζόλη) ή επάγουν (π.χ. ριφαμπικίνη, καρβαμαζεπίνη, φαινοβαρβιτάλη ή
φαινυτοΐνη) το μεταβολισμό του φαρμάκου από το κυτόχρωμα P450 3A4. Η ταυτόχρονη χορήγηση
της ιρινοτεκάνης με κάποιον αναστολέα/επαγωγέα αυτής της μεταβολικής οδού μπορεί να μεταβάλλει
το μεταβολισμό της ιρινοτεκάνης και πρέπει να αποφεύγεται (βλέπε παράγραφο 4.4).
Σε μία μικρή φαρμακοκινητική μελέτη (n=5), στην οποία συγχορηγήθηκε ιρινοτεκάνη 350 mg/m
2
με
St. John's Wort (Υπερικόν το Διάτρητον) 900 mg, παρατηρήθηκε μείωση της συγκέντρωσης του
δραστικού μεταβολίτη της ιρινοτεκάνης SN-38 στο πλάσμα κατά 42%. Το St. John's Wort μειώνει τα
επίπεδα του SN-38 στο πλάσμα. Συνεπώς, το St. John's Wort δεν πρέπει να χορηγείται με ιρινοτεκάνη
(βλέπε παράγραφο 4.3).
Η συγχορήγηση 5-φθοριοουρακίλης/φυλλινικού οξέος στο θεραπευτικό σχήμα συνδυασμού δε
μεταβάλλει τις φαρμακοκινητικές ιδιότητες της ιρινοτεκάνης.
Σε μία μελέτη οι συγκεντρώσεις της ιρινοτεκάνης ήταν παρόμοιες σε ασθενείς που λάμβαναν
Ιρινοτεκάνη/5FU/FA μόνο και σε συνδυασμό με μπεβασιζουμάμπη. Οι συγκεντρώσεις του SN-38,
του δραστικού μεταβολίτη της ιρινοτεκάνης, αναλύθηκαν σε μία υποομάδα ασθενών (περίπου 30 ανά
σκέλος θεραπείας). Οι συγκεντρώσεις του SN-38 ήταν κατά μέσο όρο 33% υψηλότερες στους
ασθενείς που λάμβαναν Ιρινοτεκάνη/5FU/FA σε συνδυασμό με μπεβασιζουμάμπη σε σύγκριση με
Ιρινοτεκάνη/5FU/FA μόνο. Λόγω της υψηλής διακύμανσης μεταξύ των ασθενών και της
περιορισμένης δειγματοληψίας, δεν είναι βέβαιο ότι η αύξηση στα επίπεδα του SN-38 παρατηρήθηκε
λόγω της μπεβασιζουμάμπη. Υπήρξε μία μικρή αύξηση των ανεπιθύμητων συμβαμάτων της
διάρροιας και της λευκοπενίας. Μεγαλύτερες μειώσεις της δόσης ιρινοτεκάνης αναφέρθηκαν σε
ασθενείς που λάμβαναν Ιρινοτεκάνη/5FU/FA σε συνδυασμό με μπεβασιζουμάμπη.
Η δόση της ιρινοτεκάνης πρέπει να τροποποιείται, όπως καθορίζεται στην παράγραφο 4.2, σε
ασθενείς που με συνδυασμό μπεβασιζουμάμπης και ιρινοτεκάνης αναπτύσσουν σοβαρή διάρροια,
λευκοπενία ή ουδετεροπενία.
4.6 Kύηση και γαλουχία
Κύηση:
Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τη χρήση της υδροχλωρικής ιρινοτεκάνης σε έγκυες γυναίκες.
Έχει αποδειχθεί ότι η υδροχλωρική ιρινοτεκάνη είναι τοξική ως προς την εγκυμοσύνη, εμβρυοτοξική
και τερατογόνος σε κουνέλια και αρουραίους. Συνεπώς, το Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα για
παρασκευή διαλύματος προς έγχυση δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης (βλέπε παραγράφους 4.3 και 4.4).
Οι γυναίκες με δυνατότητα τεκνοποίησης και οι άνδρες πρέπει αμφότεροι να χρησιμοποιούν
αποτελεσματικές μεθόδους αντισύλληψης κατά τη διάρκεια της θεραπείας και έως 3 μήνες μετά από
αυτή (βλέπε παραγράφους 4.3 και 4.4).
Γαλουχία:
Η
14
C-ιρινοτεκάνη ανιχνεύθηκε στο γάλα αρουραίων που θηλάζουν. Δεν είναι γνωστό εάν η
ιρινοτεκάνη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Συνεπώς, λόγω του ενδεχομένου ανεπιθύμητων
αντιδράσεων σε νεογνά που θηλάζουν, πρέπει να διακόπτεται ο θηλασμός κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με υδροχλωρική ιρινοτεκάνη (βλέπε παράγραφο 4.3).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Οι ασθενείς πρέπει να προειδοποιούνται για την πιθανότητα ζάλης ή οπτικών διαταραχών που μπορεί
να εμφανισθούν εντός 24 ωρών μετά τη χορήγηση Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα για παρασκευή
διαλύματος προς έγχυση και να συμβουλεύονται να μην οδηγούν ή χειρίζονται μηχανές, εάν
εμφανισθούν αυτά τα συμπτώματα.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που καταγράφονται σε αυτή την παράγραφο αναφέρονται στην
ιρινοτεκάνη.
Για πληροφορίες σχετικά με τις ανεπιθύμητες αντιδράσεις σε συνδυασμό με μπεβασιζουμάμπη,
ανατρέξατε στην περίληψη χαρακτηριστικών του προϊόντος της μπεβασιζουμάμπης.
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες αντιδράσεις που θεωρείται δυνατό ή πιθανό να σχετίζονται με τη
χορήγηση πυκνού διαλύματος για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση ιρινοτεκάνης έχουν αναφερθεί
σε 765 ασθενείς στη συνιστώμενη δόση των 350 mg/m² σε μονοθεραπεία και σε 145 ασθενείς υπό
θεραπεία με υδροχλωρική ιρινοτεκάνη σε συνδυασμό με 5FU/FA στο σχήμα κάθε 2 εβδομάδων στη
συνιστώμενη δόση των 180 mg/m².
Οι συχνότερες (>1/10), δοσο-περιοριστικές ανεπιθύμητες αντιδράσεις του πυκνού διαλύματος
ιρινοτεκάνης είναι όψιμη διάρροια (που εμφανίζεται 24 ώρες και πλέον μετά τη χορήγηση) και
διαταραχές του αίματος συμπεριλαμβανομένων της ουδετεροπενίας, της αναιμίας και της
θρομβοπενίας.
Παρατηρήθηκε συχνά σοβαρό παροδικό οξύ χολινεργικό σύνδρομο. Τα κύρια συμπτώματα ήταν
πρώιμη διάρροια και διάφορα άλλα συμπτώματα όπως κοιλιακό άλγος, επιπεφυκίτιδα, ρινίτιδα,
υπόταση, αγγειοδιαστολή, εφίδρωση, ρίγη, αίσθημα κακουχίας, ζάλη, οπτικές διαταραχές, μύση,
δακρύρροια και αυξημένη σιελόρροια που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια ή εντός των πρώτων 24
ωρών μετά την έγχυση πυκνού διαλύματος για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση ιρινοτεκάνης. Τα
συμπτώματα αυτά εξαφανίζονται μετά τη χορήγηση ατροπίνης (βλέπε παράγραφο 4.4).
Όψιμη διάρροια
Σε μονοθεραπεία:
Στη μονοθεραπεία παρατηρήθηκε σοβαρή διάρροια στο 20% των ασθενών που ακολουθούν
τις συστάσεις για την αντιμετώπιση της διάρροιας. 14% των αξιολογήσιμων κύκλων έχουν
σοβαρή διάρροια. Ο διάμεσος χρόνος εμφάνισης των πρώτων υδαρών κοπράνων ήταν κατά
την ημέρα 5 μετά την έγχυση του πυκνού διαλύματος για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση
ιρινοτεκάνης.
Σε θεραπεία συνδυασμού:
Παρατηρήθηκε σοβαρή διάρροια στο 13,1% των ασθενών που ακολουθούν τις συστάσεις για
την αντιμετώπιση της διάρροιας. 3,9% των αξιολογήσιμων κύκλων έχουν σοβαρή διάρροια.
Διαταραχές του αίματος
Ουδετεροπενία
Η ουδετεροπενία ήταν αναστρέψιμη και μη αθροιστική· η διάμεση ημέρα για το κατώτατο σημείο
ήταν η 8
η
, ανεξάρτητα από τη χρήση σε μονοθεραπεία ή σε θεραπεία συνδυασμού.
Σε μονοθεραπεία:
Παρατηρήθηκε ουδετεροπενία στο 78,7% των ασθενών και ήταν σοβαρή (αριθμός
ουδετερόφιλων < 500 κύτταρα/mm
3
) στο 22,6% των ασθενών. 18% των αξιολογήσιμων
κύκλων είχαν αριθμό ουδετερόφιλων κάτω από 1.000 κύτταρα/mm³ συμπεριλαμβανομένου
7,6% με αριθμό ουδετερόφιλων < 500 κύτταρα/mm³.
Η πλήρης υποχώρηση επιτυγχάνονταν συνήθως μέχρι την ημέρα 22.
7
Αναφέρθηκε πυρετός με σοβαρή ουδετεροπενία στο 6,2% των ασθενών και στο 1,7% των
κύκλων.
Επεισόδια λοιμώξεων εμφανίσθηκαν περίπου στο 10,3% των ασθενών (2,5% των κύκλων)
και σχετίσθηκαν με σοβαρή ουδετεροπενία στο 53% περίπου των ασθενών (1,1% των
κύκλων) και οδήγησε σε θάνατο σε 2 περιστατικά.
Σε θεραπεία συνδυασμού:
Παρατηρήθηκε ουδετεροπενία στο 82,5% των ασθενών και ήταν σοβαρή (αριθμός
ουδετερόφιλων < 500 κύτταρα/mm
3
) στο 9,8% των ασθενών.
67,3% των αξιολογήσιμων κύκλων είχαν αριθμό ουδετερόφιλων κάτω από 1.000
κύτταρα/mm³ συμπεριλαμβανομένου 2,7% με αριθμό ουδετερόφιλων < 500 κύτταρα/mm³.
Η πλήρης υποχώρηση επιτυγχάνονταν συνήθως εντός 7-8 ημερών.
Αναφέρθηκε πυρετός με σοβαρή ουδετεροπενία στο 3,4% των ασθενών και στο 0,9% των
κύκλων.
Επεισόδια λοιμώξεων εμφανίσθηκαν περίπου στο 2% των ασθενών (0,5% των κύκλων) και
σχετίσθηκαν με σοβαρή ουδετεροπενία στο 2,1% περίπου των ασθενών (0,5% των κύκλων)
και οδήγησε σε θάνατο σε 1 περιστατικό.
Αναιμία
Σε μονοθεραπεία:
Αναφέρθηκε αναιμία στο 58,7% των ασθενών περίπου (8% με αιμοσφαιρίνη < 8 g/dl και
0,9% με αιμοσφαιρίνη < 6,5 g/dl).
Σε θεραπεία συνδυασμού:
Αναφέρθηκε αναιμία στο 97,2% των ασθενών (2,1% με αιμοσφαιρίνη < 8 g/dl).
Θρομβοπενία
Σε μονοθεραπεία:
Παρατηρήθηκε θρομβοπενία (< 100.000 κύτταρα/mm
3
) στο 7,4% των ασθενών και στο 1,8%
των κύκλων με 0,9% με αιμοπετάλια ≤ 50.000 κύτταρα/mm
3
και στο 0,2% των κύκλων.
Σχεδόν όλοι οι ασθενείς εμφάνισαν υποχώρηση μέχρι την ημέρα 22.
Σε θεραπεία συνδυασμού:
Παρατηρήθηκε θρομβοπενία (< 100.000 κύτταρα/mm
3
) στο 32,6% των ασθενών και στο
21,8% των κύκλων. Δεν παρατηρήθηκε σοβαρή θρομβοπενία (< 50.000 κύτταρα/mm
3
).
Αναφέρθηκε ένα περιστατικό περιφερικής θρομβοπενίας με αντιαιμοπεταλιακά αντισώματα
από την εμπειρία μετά την κυκλοφορία.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες συνοψίζονται στον παρακάτω πίνακα με τις συχνότητες κατά MedDRA.
Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά
φθίνουσα σειρά σοβαρότητας.
Πολύ συχνές: ≥ 1/10
Συχνές: ≥ 1/100 έως < 1/10
Όχι συχνές: ≥ 1/1.000 έως < 1/100
Σπάνιες: ≥ 1/10.000 έως < 1/1.000
Πολύ σπάνιες: < 1/10.000, μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα)
Kατηγορία οργάνου συστήματος
Συχνότητα Ανεπιθύμητες ενέργειες
Διαταραχές του γαστρεντερικού:
Πολύ συχνές Όψιμη διάρροια
Συχνές Ναυτία και έμετος
Επεισόδια αφυδάτωσης (που σχετίζονται με διάρροια και/ή έμετο)
Δυσκοιλιότητα σχετιζόμενη με την υδροχλωρική ιρινοτεκάνη και/ή τη
λοπεραμίδη
Όχι συχνές Ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα (μία έχει τεκμηριωθεί βακτηριολογικά:
Clostridium difficile)
Νεφρική ανεπάρκεια, υπόταση ή καρδιο-κυκλοφορική ανεπάρκεια ως
συνέπεια της αφυδάτωσης που σχετίζεται με διάρροια και/ή έμετο
Εντερική απόφραξη, ειλεός ή αιμορραγία του γαστρεντερικού σωλήνα
Σπάνιες Κολίτιδα, συμπεριλαμβανομένων τυφλίτιδας, ισχαιμικής και ελκωτικής
κολίτιδας
Διάτρηση του εντέρου
Άλλες ήπιες δράσεις συμπεριλαμβάνουν ανορεξία, κοιλιακό άλγος και
βλεννογονίτιδα
Συμπτωματική ή ασυμπτωματική παγκρεατίτιδα
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος:
Πολύ συχνές Ουδετεροπενία (αναστρέψιμη και μη αθροιστική)
Αναιμία
Θρομβοπενία στην περίπτωση θεραπείας συνδυασμού
Συχνές Εμπύρετη ουδετεροπενία
Επεισόδια λοιμώξεων (ορισμένες περιπτώσεις σχετίζονται με σοβαρή
ουδετεροπενία και οδήγησαν σε θάνατο σε 2 περιστατικά)
Θρομβοπενία στην περίπτωση μονοθεραπείας
Πολύ σπάνιες Αναφέρθηκε ένα περιστατικό περιφερικής θρομβοπενίας με
αντιαιμοπεταλιακά αντισώματα.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
Πολύ συχνές Αλωπεκία (αναστρέψιμη)
Όχι συχνές Ήπιες δερματικές αντιδράσεις
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
Πολύ συχνές Πυρετός απουσία λοίμωξης και χωρίς επακόλουθη σοβαρή ουδετεροπενία
Συχνές Σοβαρό παροδικό οξύ χολινεργικό σύνδρομο (Τα κύρια συμπτώματα ήταν
πρώιμη διάρροια και διάφορα άλλα συμπτώματα όπως κοιλιακό άλγος,
επιπεφυκίτιδα, ρινίτιδα, υπόταση, αγγειοδιαστολή, εφίδρωση, ρίγη,
αίσθημα κακουχίας, ζάλη, οπτικές διαταραχές, μύση, δακρύρροια και
αυξημένη σιελόρροια)
Εξασθένιση
Όχι συχνές Αντιδράσεις της θέσης έγχυσης
Έρευνες:
Πολύ συχνές Στη θεραπεία συνδυασμού παρατηρήθηκαν παροδικές αυξήσεις (βαθμός 1
και 2) των επιπέδων ορού των τρανσαμινασών, αλκαλικής φωσφατάσης ή
χολερυθρίνης απουσία εξελισσόμενης μετάστασης στο ήπαρ.
Συχνές Στη μονοθεραπεία, παρατηρήθηκαν παροδικές και ήπιες έως μέτριες αυξήσεις
των επιπέδων ορού των τρανσαμινασών, αλκαλικής φωσφατάσης ή
χολερυθρίνης απουσία εξελισσόμενης μετάστασης στο ήπαρ.
Παροδικές και ήπιες έως μέτριες αυξήσεις των επιπέδων της κρεατινίνης του
ορού
Σπάνιες Υποκαλιαιμία και υπονατριαιμία
Πολύ σπάνιες Αυξήσεις της αμυλάσης και/ή της λιπάσης
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωράκιου:
Όχι συχνές Διάμεση πνευμονοπάθεια υπό τη μορφή πνευμονικών διηθήσεων
Πρώιμες δράσεις όπως δύσπνοια
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος:
Όχι συχνές Ήπιες αλλεργικές αντιδράσεις
Σπάνιες Αναφυλακτικές/αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις:
Όχι συχνές Νεφρική ανεπάρκεια, υπόταση ή καρδιο-κυκλοφορική ανεπάρκεια έχουν
παρατηρηθεί σε ασθενείς που εμφάνισαν σηψαιμία.
Καρδιακές διαταραχές:
Σπάνιες Υπέρταση κατά τη διάρκεια ή μετά την έγχυση.
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού:
Σπάνιες Πρώιμες δράσεις όπως μυϊκή σύσπαση ή κράμπες και παραισθησία
9
Διαταραχές του νευρικού συστήματος:
Πολύ σπάνιες Παροδικές διαταραχές του λόγου
4.9 Υπερδοσολογία
Έχουν υπάρξει αναφορές υπερδοσολογίας σε δόσεις έως το διπλάσιο περίπου της συνιστώμενης
θεραπευτικής δόσης, οι οποίες μπορεί να είναι θανατηφόρες. Οι σημαντικότερες ανεπιθύμητες
αντιδράσεις που αναφέρθηκαν ήταν σοβαρή ουδετεροπενία και σοβαρή διάρροια. Δεν υπάρχει
γνωστό αντίδοτο για την ιρινοτεκάνη. Πρέπει να εφαρμόζεται η μέγιστη υποστηρικτική αγωγή για την
πρόληψη της αφυδάτωσης που οφείλεται στη διάρροια και την αντιμετώπιση οποιωνδήποτε
λοιμογόνων επιπλοκών.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντινεοπλασματικός παράγων, Κυτταροστατικός αναστολέας της
τοποϊσομεράσης Ι, κωδικός ATC: L01XX19
Πειραματικά στοιχεία
Η ιρινοτεκάνη είναι ένα ημι-συνθετικό παράγωγο της καμπτοθεκίνης. Είναι ένας αντινεοπλασματικός
παράγων, ο οποίος δρα ως ειδικός αναστολέας της τοποϊσομεράσης Ι του DNA. Μεταβολίζεται από
την καρβοξυλεστεράση στους περισσότερους ιστούς προς το SN-38, το οποίο βρέθηκε ότι είναι πιο
δραστικό από την ιρινοτεκάνη επί της κεκαθαρμένης τοποϊσομεράσης Ι και πιο κυτταροτοξικό από
την ιρινοτεκάνη κατά διαφόρων καρκινικών σειρών κυττάρων στα ποντίκια και στον άνθρωπο. Η
αναστολή της τοποϊσομεράσης Ι του DNA από την ιρινοτεκάνη ή το SN-38 επάγει βλάβες μίας έλικος
του DNA που αναστέλλουν την περόνη πολλαπλασιασμού του DNA και ευθύνονται για την
κυτταροτοξικότητα. Η κυτταροτοξική αυτή δραστικότητα βρέθηκε ότι είναι χρονοεξαρτώμενη και
ειδική ως προς τη φάση S.
In vitro, η ιρινοτεκάνη και το SN-38 δεν βρέθηκε να αναγνωρίζονται σημαντικά από την P-
γλυκοπρωτεΐνη MDR και εμφανίζει κυτταροτοξικές δραστικότητες έναντι κυτταρικών σειρών
ανθεκτικών στη δοξορουβικίνη και τη βινβλαστίνη.
Περαιτέρω, η ιρινοτεκάνη έχει ευρεία in vivo δραστικότητα κατά των όγκων έναντι προτύπων όγκων
μυών (P03 αδενοκαρκίνωμα παγκρεατικού πόρου, MA16/C αδενοκαρκίνωμα μαστικού αδένα, C38
και C51 αδενοκαρκίνωμα παχέος εντέρου) και έναντι ανθρώπινων ξενομοσχευμάτων (Co-4
αδενοκαρκίνωμα παχέος εντέρου, Mx-1 αδενοκαρκίνωμα μαστικού αδένα, ST-15 και SC-16 γαστρικά
αδενοκαρκινώματα). Η ιρινοτεκάνη είναι επίσης δραστική έναντι όγκων που εκφράζουν την P-
γλυκοπρωτεΐνη MDR (P388 λευχαιμίες ανθεκτικές στη βινκριστίνη και τη δοξορουβικίνη).
Πέραν της δραστικότητάς της κατά των όγκων, η σημαντικότερη φαρμακολογική δράση της
ιρινοτεκάνης είναι η αναστολή της ακετυλ-χολινεστεράσης.
Κλινικά στοιχεία
Στη μονοθεραπεία:
Πραγματοποιήθηκαν κλινικές μελέτες φάσης II/III σε περισσότερους από 980 ασθενείς με το
δοσολογικό σχήμα κάθε 3 εβδομάδων στο μεταστατικό ορθοκολικό καρκίνο μετά από αποτυχία
προηγούμενου σχήματος 5-FU. Η αποτελεσματικότητα του φαρμακευτικού προϊόντος αξιολογήθηκε
σε 765 ασθενείς με τεκμηριωμένη, κατά την εισαγωγή στη μελέτη, εξέλιξη με την 5-FU.
Φάσεις III
Ιρινοτεκάνη έναντι υποστηρικτικής αγωγής Ιρινοτεκάνη έναντι 5FU
Ιρινοτεκάνη
n=183
Υποστηρικτική
αγωγή
n=90
Τιμές p
Ιρινοτεκάνη
n=127
5FU
n=129
Τιμές p
Επιβίωση απουσία
εξέλιξης στους 6
μήνες (%)
ΔΕ ΔΕ 33,5* 26,7 p=0,03
Επιβίωση στους 12
μήνες (%)
36,2* 13,8 p=0,0001 44,8* 32,4 p=0,0351
Διάμεση επιβίωση
(μήνες)
9,2* 6,5 p=0,0001 10,8* 8,5 p=0,0351
ΔΕ: Δεν Εφαρμόζεται * : Στατιστικώς σημαντική διαφορά
Στις μελέτες φάσης II που πραγματοποιήθηκαν σε 455 ασθενείς με το δοσολογικό σχήμα κάθε 3
εβδομάδων, η επιβίωση απουσία εξέλιξης στους 6 μήνες ήταν 30% και η διάμεση επιβίωση ήταν 9
μήνες. Ο διάμεσος χρόνος έως την εξέλιξη ήταν 18 εβδομάδες.
Επιπρόσθετα, μη συγκριτικές μελέτες φάσης II πραγματοποιήθηκαν σε 304 ασθενείς υπό θεραπεία με
ένα εβδομαδιαίο δοσολογικό σχήμα, σε δόση 125 mg/m
2
χορηγούμενη ως ενδοφλέβια έγχυση σε
διάστημα 90 λεπτών για 4 συνεχόμενες εβδομάδες, ακολουθούμενες από 2 εβδομάδες ανάπαυσης.
Στις μελέτες αυτές ο διάμεσος χρόνος έως την εξέλιξη ήταν 17 εβδομάδες και η διάμεση επιβίωση
ήταν 10 μήνες. Παρόμοια εικόνα ασφάλειας έχει παρατηρηθεί με το εβδομαδιαίο δοσολογικό σχήμα
σε 193 ασθενείς με δόση έναρξης τα 125 mg/m² συγκριτικά με το δοσολογικό σχήμα κάθε 3
εβδομάδων. Ο διάμεσος χρόνος εμφάνισης των πρώτων υδαρών κοπράνων ήταν κατά την ημέρα 11.
Στη θεραπεία συνδυασμού:
Πραγματοποιήθηκε μια μελέτη φάσης III σε 385 ασθενείς με μεταστατικό ορθοκολικό καρκίνο που
δεν είχαν λάβει προηγουμένως θεραπεία, στους οποίους χορηγούνταν δοσολογικό σχήμα είτε κάθε 2
εβδομάδες (βλέπε «Δοσολογία και τρόπος χορήγησης») είτε εβδομαδιαίο. Στο δοσολογικό σχήμα
κάθε 2 εβδομάδων, την ημέρα 1, η χορήγηση Irinotecan hydrochloride πυκνό διάλυμα για παρασκευή
διαλύματος προς έγχυση σε 180 mg/m² άπαξ κάθε 2 εβδομάδες ακολουθείται από έγχυση φυλλινικού
οξέος (200 mg/m² με ενδοφλέβια έγχυση 2 ωρών) και 5-φθοριοουρακίλη (400 mg/m² ως άπαξ
ενδοφλέβια ένεση, ακολουθούμενα από 600 mg/m² με ενδοφλέβια έγχυση 22 ωρών). Την ημέρα 2, το
φυλλινικό οξύ και η 5-φθοριοουρακίλη χορηγούνται στις ίδιες δόσεις και με το ίδιο σχήμα. Στο
εβδομαδιαίο σχήμα, η χορήγηση του Irinotecan hydrochloride πυκνό διάλυμα για παρασκευή
διαλύματος προς έγχυση σε 80 mg/m² ακολουθείται από έγχυση φυλλινικού οξέος (500 mg/m² με
ενδοφλέβια έγχυση 2 ωρών) και κατόπιν από 5-φθοριοουρακίλη (2300 mg/m² ως 24-ωρη ενδοφλέβια
έγχυση) επί 6 εβδομάδες.
Στη δοκιμή της θεραπείας συνδυασμού με τα 2 σχήματα που περιγράφηκαν παραπάνω, η
αποτελεσματικότητα του Irinotecan hydrochloride πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς
έγχυση αξιολογήθηκε σε 198 ασθενείς υπό θεραπεία:
Συνδυασμένα σχήματα
(n=198)
Εβδομαδιαίο σχήμα
(n=50)
Σχήμα κάθε 2 εβδομάδες
(n=148)
Ιρινοτεκάνη
+5FU/FA
5FU/FA
Ιρινοτεκάνη
+5FU/FA
5FU/FA
Ιρινοτεκάνη
+5FU/FA
5FU/FA
Ποσοστό ανταπόκρισης
(%)
40,8 * 23,1 * 51,2 * 28,6 * 37,5 * 21,6 *
Τιμή p p<0,001 p=0,045 p=0,005
Διάμεσος χρόνος έως την
εξέλιξη (μήνες)
6,7 4,4 7,2 6,5 6,5 3,7
Τιμή p p<0,001 ΜΣ p=0,001
Διάμεση διάρκεια
ανταπόκρισης (μήνες)
9,3 8,8 8,9 6,7 9,3 9,5
Τιμή p ΜΣ p=0,043 ΜΣ
Διάμεση διάρκεια
ανταπόκρισης και
σταθεροποίησης (μήνες)
8,6 6,2 8,3 6,7 8,5 5,6
Τιμή p p<0,001 ΜΣ p=0,003
11
Διάμεσος χρόνος έως την
αποτυχία της θεραπείας
(μήνες)
5,3 3,8 5,4 5,0 5,1 3,0
Τιμή p p=0,0014 ΜΣ p<0,001
Διάμεση επιβίωση
(μήνες)
16,8 14,0 19,2 14,1 1,6 13,0
Τιμή p p=0,028 ΜΣ p=0,041
5FU: 5-φθοριοουρακίλη ΜΣ: Μη Σημαντικό
FA: φυλλινικό οξύ *: Ανάλυση σύμφωνα με τον πληθυσμό του πρωτοκόλλου
Στο εβδομαδιαίο σχήμα, η συχνότητα εμφάνισης σοβαρής διάρροιας ήταν 44,4% στους ασθενείς υπό
θεραπεία με Irinotecan hydrochloride πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση σε
συνδυασμό με 5FU/FA και 25,6% στους ασθενείς υπό θεραπεία με 5FU/FA μόνο. Η συχνότητα
εμφάνισης σοβαρής ουδετεροπενίας (αριθμός ουδετερόφιλων < 500 κύτταρα/mm³) ήταν 5,8% στους
ασθενείς υπό θεραπεία με Irinotecan πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση σε
συνδυασμό με 5FU/FA και 2,4% στους ασθενείς υπό θεραπεία με 5FU/FA μόνο.
Επιπρόσθετα, ο διάμεσος χρόνος έως τη σαφή επιδείνωση της κατάστασης ικανότητας ήταν
σημαντικά μεγαλύτερος στην ομάδα συνδυασμού με ιρινοτεκάνη απ’ ότι στην ομάδα 5FU/FA μόνο
(p=0,046).
Στη μελέτη αυτή φάσης III η ποιότητα ζωής αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας το ερωτηματολόγιο
EORTC QLQ-C30. Ο χρόνος έως τη σαφή επιδείνωση παρατηρείτο σταθερά αργότερα στις ομάδες
της ιρινοτεκάνης. Η εξέλιξη της Γενικής Κατάστασης Υγείας/Ποιότητας Ζωής ήταν ελαφρά καλύτερη
στην ομάδα συνδυασμού με ιρινοτεκάνη αν και όχι σημαντικά
.
γεγονός που καταδεικνύει ότι η
αποτελεσματικότητα της ιρινοτεκάνης σε συνδυασμό μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να επηρεάζεται η
ποιότητα ζωής.
Σε συνδυασμό με μπεβασιζουμάμπη:
Η μπεβασιζουμάμπη σε συνδυασμό με CAMPTO/5FU/FA ως θεραπεία πρώτης γραμής στο
μεταστατικό καρκίνωμα του παχέος εντέρου ή του ορθού αξιολογήθηκε σε μια τυχαιοποιημένη, διπλά
τυφλή κλινική δοκιμή φάσης III με ομάδα ελέγχου που λάμβανε δραστική ουσία (Μελέτη
AVF2107g). Η προσθήκη μπεβασιζουμάμπης στο συνδυασμό CAMPTO/5FU/FA οδήγησε σε
στατιστικά σημαντική αύξηση της ολικής επιβίωσης. Το κλινικό όφελος, όπως μετρήθηκε από τη
συνολική επιβίωση, παρατηρήθηκε σε όλες τις προκαθορισμένες υποομάδες ασθενών,
συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προσδιορίζονταν από την ηλικία, το φύλο, την κατάσταση
ικανότητας, τον εντοπισμό θέση του πρωτογενούς όγκου, τον αριθμό των εμπλεκομένων οργάνων και
τη διάρκεια της μεταστατικής νόσου. Ανατρέξατε επίσης στην περίληψη των χαρακτηριστικών του
προϊόντος για τη μπεβασιζουμάμπη. Τα δεδομένα αποτελεσματικότητας της μελέτης AVF2107g
συνοψίζονται στον ακόλουθο πίνακα:
AVF2107g
Σκέλος 1
IRINOTECAN/5FU/FA
+ Εικονικό φάρμακο
Σκέλος 2
IRINOTECAN/5FU/FA
+ Avastin
α
Αριθμός ασθενών 411 402
Συνολική επιβίωση
Διάμεσος χρόνος (μήνες) 156 20,3
95% Διάστημα Εμπιστοσύνης (CI) 14,29 – 16,99 18,46 – 24,18
Λόγος κινδύνου
β
0,660
Τιμή p 0,00004
Επιβίωση απουσία εξέλιξης
Διάμεσος χρόνος (μήνες) 6,2 10,6
Λόγος κινδύνου 0,54
Τιμή p <0,0001
Συνολικό ποσοστό ανταπόκρισης
Ποσοστό (%) 34,8 44,8
95% CI 30,2 – 39,6 39,9 – 49,8
Τιμή p 0,0036
Διάρκεια ανταπόκρισης
Διάμεσος χρόνος (μήνες) 7,1 10,4
Ποσοστό 25–75 (μήνες) 4,7 – 11,8 6,7 – 15,0
α
5 mg/kg κάθε 2 εβδομάδες.
β
σε σχέση με το σκέλος ελέγχου.
Φαρμακοκινητικά/Φαρμακοδυναμικά δεδομένα
Η ένταση των κύριων τοξικοτήτων που εμφανίστηκαν με το Irinotecan hydrochloride πυκνό διάλυμα
για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση (π.χ. λευκοουδετεροπενία και διάρροια) σχετίζεται με την
έκθεση (AUC) στο μητρικό φάρμακο και στο μεταβολίτη SN-38. Στη μονοθεραπεία παρατηρήθηκαν
σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ αιματολογικής τοξικότητας (μείωση των λευκοκυττάρων και των
ουδετερόφιλων στο κατώτατο σημείο) ή της έντασης της διάρροιας και των τιμών AUC αμφοτέρων
της ιρινοτεκάνης και του μεταβολίτη SN-38.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Σε μία μελέτη φάσης I σε 60 ασθενείς με δοσολογικό σχήμα ενδοφλέβιας έγχυσης 30 λεπτών, 100 έως
750 mg/m² κάθε τρεις εβδομάδες, η ιρινοτεκάνη εμφάνισε διφασικό ή τριφασικό προφίλ
απομάκρυνσης. Η μέση απομάκρυνση από το πλάσμα ήταν 15 L/h/m² και ο όγκος κατανομής στη
σταθεροποιημένη κατάσταση (Vss): 157 L/m². Ο μέσος χρόνος ημιζωής στο πλάσμα για την πρώτη
φάση του τριφασικού προτύπου ήταν 12 λεπτά, της δεύτερης φάσης 2,5 ώρες και ο χρόνος ημιζωής
της τελικής φάσης ήταν 14,2 ώρες. Το SN-38 εμφάνισε διφασικό προφίλ απομάκρυνσης με μέσο
τελικό χρόνο απομάκρυνσης ημιζωής 13,8 ώρες. Στο τέλος της έγχυσης, στη συνιστώμενη δόση των
350 mg/m², οι μέσες μέγιστες συγκεντρώσεις ιρινοτεκάνης και SN-38 στο πλάσμα ήταν 7,7 µg/ml και
56 ng/ml, αντίστοιχα, και οι μέσες τιμές της επιφάνειας κάτω από την καμπύλη (AUC) ήταν 34
µg.h/ml και 451 ng.h/ml, αντίστοιχα. Για το SN-38 παρατηρείται γενικά υψηλή διακύμανση μεταξύ
των ατόμων στις φαρμακοκινητικές παραμέτρους.
Μια ανάλυση πληθυσμού για τη φαρμακοκινητική της ιρινοτεκάνης έχει πραγματοποιηθεί σε 148
ασθενείς με μεταστατικό ορθοκολικό καρκίνο, οι οποίοι είχαν λάβει αγωγή με διάφορα σχήματα και
σε διαφορετικές δόσεις σε δοκιμές φάσης II. Οι φαρμακοκινητικές παράμετροι που υπολογίστηκαν με
ένα πρότυπο τριών διαμερισμάτων ήταν παρόμοιες με εκείνες που παρατηρήθηκαν σε μελέτες φάσης
I. Σε όλες τις μελέτες έχει καταδειχθεί ότι η έκθεση στην ιρινοτεκάνη (CPT-11) και στο SN-38
αυξάνουν αναλογικά με τη χορηγηθείσα δόση CPT-11
.
οι φαρμακοκινητικές τους ιδιότητες είναι
ανεξάρτητες από τον αριθμό των προηγούμενων κύκλων και του σχήματος χορήγησης.
In vitro, η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος για την ιρινοτεκάνη και το SN-38 ήταν περίπου
65% και 95% αντίστοιχα.
Μελέτες ισοζυγίου μάζας και μεταβολισμού με φάρμακο ραδιοεπισημασμένο με
14
C έχουν δείξει ότι
περισσότερο από 50% μιας ενδοφλεβίως χορηγούμενης δόσης ιρινοτεκάνης απεκκρίνεται ως
αναλλοίωτο φάρμακο, με 33% στα κόπρανα κυρίως μέσω της χολής και 22% στα ούρα.
Δυο μεταβολικές οδοί ευθύνονται έκαστη για τουλάχιστον 12% της δόσης:
Η υδρόλυση από καρβοξυλεστεράση σε δραστικό μεταβολίτη SN-38, το SN-38 απομακρύνεται
κυρίως μέσω γλυκουρονοδίωσης και περαιτέρω μέσω χολικής και νεφρικής απέκκρισης
(λιγότερο από 0,5% της δόσης ιρινοτεκάνης). Το γλυκουρονίδιο του SN-38 πιθανώς υδρολύεται
ακολούθως στο έντερο.
Οι οξειδώσεις εξαρτώμενες από τα ένζυμα του κυτοχρώματος P450 3A που οδηγούν σε άνοιγμα του
εξωτερικού δακτυλίου πιπεριδίνης με σχηματισμό APC (παράγωγο αμινοπεντανοϊκού οξέος)
και NPC (πρωτογενές αμινο-παράγωγο) (βλέπε παράγραφο 4.5).
Η αναλλοίωτη ιρινοτεκάνη είναι η κύρια ουσία στο πλάσμα, ακολουθούμενη από το APC, το
γλυκουρονίδιο του SN-38 και το SN-38. Μόνο το SN-38 έχει σημαντική κυτταροτοξική
δραστικότητα.
Η κάθαρση της ιρινοτεκάνης μειώνεται κατά περίπου 40% στους ασθενείς με χολερυθριναιμία μεταξύ
13
1,5 και 3 φορές το ανώτατο όριο του φυσιολογικού. Στους ασθενείς αυτούς μια δόση ιρινοτεκάνης
200 mg/m² οδηγεί σε έκθεση στο φάρμακο στο πλάσμα συγκρίσιμη με εκείνη που παρατηρείται με τα
350 mg/m² σε καρκινοπαθείς με φυσιολογικές ηπατικές παραμέτρους.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η ιρινοτεκάνη και το SN-38 έχουν δείξει ότι είναι μεταλλαξιογόνα στην in vitro δοκιμασία
χρωματοσωματικής ανωμαλίας σε κύτταρα ωοθηκών κινεζικού κρικητού (CHO) καθώς και στην in
vivo δοκιμασία μικροπυρήνων σε ποντίκια. Ωστόσο έχουν δείξει ότι στερούνται οποιουδήποτε
μεταλλαξιογόνου δυναμικού στη δοκιμασία Ames.
Σε αρουραίους υπό αγωγή άπαξ εβδομαδιαίως επί 13 εβδομάδες με τη μέγιστη δόση των 150 mg/m²
(η οποία είναι λιγότερο από το ήμισυ της συνιστώμενης δόσης για τον άνθρωπο), δεν αναφέρθηκαν
όγκοι σχετιζόμενοι με τη αγωγή 91 εβδομάδες μετά το τέλος της αγωγής.
Έχουν διεξαχθεί μελέτες τοξικότητας άπαξ και επαναλαμβανόμενων δόσεων με την υδροχλωρική
ιρινοτεκάνη σε ποντίκια, αρουραίους και σκύλους. Οι κύριες τοξικές δράσεις παρατηρήθηκαν στο
αιμοποιητικό και το λεμφικό σύστημα. Στους σκύλους, αναφέρθηκε όψιμη διάρροια σχετιζόμενη με
ατροφία και εστιακή νέκρωση του βλεννογόνου του γαστρεντερικού σωλήνα. Στο σκύλο
παρατηρήθηκε επίσης αλωπεκία.
Η σοβαρότητα αυτών των επιδράσεων ήταν δοσοεξαρτώμενη και αναστρέψιμη.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Σορβιτόλη
Γαλακτικό οξύ
Νατρίου υδροξείδιο και υδροχλωρικό οξύ
Ύδωρ για ενέσιμα
6.2 Ασυμβατότητες
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα εκτός
αυτών που αναφέρονται στο λήμμα 6.6.
6.3 Διάρκεια ζωής
Η διάρκεια ζωής των φιαλιδίων που δεν έχουν ανοιχθεί είναι 2 χρόνια.
Το Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση πρέπει να αραιώνεται
αμέσως μετά το άνοιγμα.
Η χημική και φυσική σταθερότητα έχει καταδειχθεί μετά από αραίωση σε διάλυμα χλωριούχου
νατρίου 0,9% ή σε διάλυμα δεξτρόζης 5% για 24 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου ή σε περίπτωση
αραίωσης με διάλυμα δεξτρόζης 5% και για 48 ώρες μεταξύ 2°-8°C.
Το προϊόν, από μικροβιολογικής άποψης, πρέπει να χρησιμοποιηθεί άμεσα. Εάν δεν χρησιμοποιηθεί
άμεσα, οι χρόνοι διατήρησης κατά τη χρήση και οι συνθήκες που προηγούνται της χρήσης αποτελούν
ευθύνη του χρήστη και κανονικά δεν πρέπει να ξεπερνούν τις 24 ώρες στους 2 έως 8°C, εκτός εάν η
αραίωση έλαβε χώρα σε ελεγχόμενες και πιστοποιημένα άσηπτες συνθήκες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσετε το φιαλίδιο στο εξωτερικό κουτί για να προστατεύεται από το φως.
Για τις συνθήκες διατήρησης του αραιωθέντος φαρμακευτικού προϊόντος βλ. παράγραφο 6.3.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Irinotecan Teva 40 mg/2 ml πυκνό διάλυμα :
Ένα σκουρόχρωμο γυάλινο φιαλίδιο των 2 ml ή 5 ml, με επικαλυμμένο πώμα εισχώρησης από
καουτσούκ βρωμοβουτυλίου και σφράγισμα αλουμινίου επικαλυμμένο με κόκκινο πώμα από
πολυπροπυλένιο.
Irinotecan Teva 100 mg/5 ml πυκνό διάλυμα :
Ένα σκουρόχρωμο γυάλινο φιαλίδιο των 5 ml ή 8 ml, με επικαλυμμένο πώμα εισχώρησης από
καουτσούκ βρωμοβουτυλίου και σφράγισμα αλουμινίου επικαλυμμένο με μπλε πώμα από
πολυπροπυλένιο.
Irinotecan Teva 300 mg/15 ml πυκνό διάλυμα :
Ένα σκουρόχρωμο γυάλινο φιαλίδιο των 20R, με επικαλυμμένο πώμα εισχώρησης από καουτσούκ
βρωμοβουτυλίου και σφράγισμα αλουμινίου επικαλυμμένο με κίτρινο πώμα από πολυπροπυλένιο.
Irinotecan Teva 500 mg/25 ml πυκνό διάλυμα :
Ένα σκουρόχρωμο γυάλινο φιαλίδιο των 25R ή 37 ml, με επικαλυμμένο πώμα εισχώρησης από
καουτσούκ βρωμοβουτυλίου και σφράγισμα αλουμινίου επικαλυμμένο με κίτρινο πώμα από
πολυπροπυλένιο.
Μεγέθη συσκευασίας: 1 ή 5 φιαλίδια ανά χάρτινο κουτί
Τα φιαλίδια ενδέχεται να είναι περικαλυμμένα με προστατευτικά περιβλήματα.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Όπως με άλλους αντινεοπλασματικούς παράγοντες, η προετοιμασία και ο χειρισμός του Irinotecan
Teva πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση πρέπει να γίνονται προσεκτικά.
Απαιτείται η χρήση γυαλιών, μάσκας και γαντιών. Οι έγκυες γυναίκες δεν πρέπει να χειρίζονται
κυταροτοξικά.
Εάν το Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα ή διάλυμα προς έγχυση έλθει σε επαφή με το δέρμα, πλύντε
αμέσως και σχολαστικά με σαπούνι και νερό. Εάν το Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα ή διάλυμα προς
έγχυση έλθει σε επαφή με τους βλεννογόνους, πλύντε αμέσως με νερό.
Προετοιμασία για τη χορήγηση μέσω ενδοφλέβιας έγχυσης:
Όπως με οποιοδήποτε άλλο ενέσιμο φάρμακο, ΤΟ IRINOTECAN TEVA ΠΥΚΝΟ ΔΙΑΛΥΜΑ
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΡΑΙΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΡΟΠΟ ΑΣΗΠΤΟ (βλέπε παράγραφο 6.3).
Εάν παρατηρηθεί κάποιο ίζημα στα φιαλίδια ή μετά την αραίωση, το προϊόν πρέπει να απορριφθεί
σύμφωνα με τις καθιερωμένες διαδικασίες για τους κυτταροστατικούς παράγοντες.
Αναρροφήσατε με τρόπο άσηπτο την απαιτούμενη ποσότητα Irinotecan Teva πυκνό διάλυμα από το
φιαλίδιο με μια βαθμονομημένη σύριγγα και ενέσατε σε ένα σάκο ή φιάλη έγχυσης των 250 ml που
περιέχει είτε διάλυμα χλωριούχου νατρίου 0,9% ή διάλυμα δεξτρόζης 5%. Το διάλυμα για έγχυση
πρέπει κατόπιν να αναμιχθεί πλήρως μέσω περιστροφής με το χέρι.
Απόρριψη:
Όλα τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την αραίωση και τη χορήγηση πρέπει να απορριφθούν
σύμφωνα με τις νοσοκομειακές καθιερωμένες διαδικασίες που εφαρμόζονται στους κυτταροτοξικούς
παράγοντες.
15
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
TEVA Pharma B.V.
Computerweg 10, 3542 DR Utrecht
Ολλανδία
Τηλ.: +(31) 346 290 200
Fax: +31 (0) 346 290 299
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
44812/4-7-08
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Πρώτη έγκριση: 4-7-08
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ