
Η χρήση της τεϊκοπλανίνης, ιδιαίτερα η μακροχρόνια, μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη
ανθεκτικών μικροοργανισμών. Είναι ουσιώδης η επαναλαμβανόμενη αξιολόγηση της
κατάστασης των ασθενών. Εάν συμβεί επιλοίμωξη κατά τη διάρκεια της θεραπείας, πρέπει να
ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.
Η τεϊκοπλανίνη δεν πρέπει να χορηγείται ενδοραχιαίως.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Λόγω της πιθανότητας εμφάνισης αυξημένων ανεπιθύμητων ενεργειών η τεϊκοπλανίνη
πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς που χρησιμοποιούν ταυτόχρονα ωτοτοξικά ή
νεφροτοξικά φάρμακα όπως αμινογλυκοσίδες, αμφοτερικίνη Β, κολιστίνη, σισπλατίνη,
κυκλοσπορίνη, φουροσεμίδη και εθακρυνικό οξύ.
4.6 Κύηση και γαλουχία
t Χρήση κατά την κύηση:
Η τεϊκοπλανίνη δεν πρέπει να χορηγείται κατά τη διάρκεια γνωστής ή ύποπτης εγκυμοσύνης,
εκτός εάν κατά την κρίση του ιατρού τα δυνητικά οφέλη μιας τέτοιας θεραπείας
αντισταθμίζουν τους δυνητικούς κινδύνους.
t Χρήση κατά τη γαλουχία:
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την απέκκριση της τεϊκοπλανίνης στο μητρικό γάλα.
Συνεπώς, η τεϊκοπλανίνη δεν πρέπει να χορηγείται κατά τη διάρκεια του θηλασμού, εκτός εάν
κατά την κρίση του ιατρού τα δυνητικά οφέλη μιας τέτοιας θεραπείας αντισταθμίζουν τους
δυνητικούς κινδύνους.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Δεν υπάρχουν πληροφορίες.
4.8 Ανεπιθύμητες Ενέργειες
Τοπικές αντιδράσεις: ερύθημα, τοπικός πόνος, θρομβοφλεβίτιδα, απόστημα στο σημείο της
ένεσης.
Υπερευαισθησία: εξάνθημα, κνησμός, πυρετός, ρίγη, βρογχόσπασμος, αναφυλακτικές
αντιδράσεις, αναφυλακτικό σοκ, κνίδωση, αγγειοοίδημα, σπάνιες περιπτώσεις
αποφολιδωτικής δερματίτιδας, τοξική επιδερμική νεκρόλυση, πολύμορφο ερύθημα
συμπεριλαμβανομένου του συνδρόμου Stevens – Johnson.
Σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες, μετά από ενδοφλέβια στάγδην έγχυση: ερύθημα ή έξαψη
στον κορμό, σε ασθενείς χωρίς ιστορικό προηγούμενης έκθεσης στην τεϊκοπλανίνη, τα οποία
δεν επαναλήφθηκαν σε επόμενη έκθεση στην τεϊκοπλανίνη όταν ο ρυθμός έγχυσης
επιβραδύνθηκε και/ή η συγκέντρωση μειώθηκε. Οι παραπάνω ανεπιθύμητες ενέργειες δεν
σχετίζονται με κάποια συγκεκριμένη συγκέντρωση ή ρυθμό έγχυσης.
Από το γαστρεντερικό: ναυτία, έμετος, διάρροια.
Από το αίμα: λευκοπενία, ουδετεροπενία, θρομβοκυτοπενία, ηωσινοφιλία,
θρομβοκυττάρωση, σε σπάνιες περιπτώσεις αναστρέψιμη ακοκκιοκυτταραιμία.
Από το ήπαρ: αύξηση των τρανσαμινασών και/ή της αλκαλικής φωσφατάσης του ορού.
Από τους νεφρούς: αύξηση της κρεατινίνης του ορού, νεφρική ανεπάρκεια.
Από το ΚΝΣ: ζάλη, κεφαλαλγία, σπασμοί σε ενδοαρτηριακή χρήση.
Από τα ώτα/λαβύρινθο: απώλεια της ακοής, ίλιγγος, διαταραχές του λαβυρίνθου.
Άλλες: επιλοιμώξεις (ανάπτυξη ανθεκτικών οργανισμών).