ανθρακυκλίνες και αντιπροσωπεύει την αθροιστική δοσοπεριοριστική τοξικότητα του φαρμάκου.
Ο κίνδυνος ανάπτυξης ΣΚΑ αυξάνει ταχέως με αυξανόμενες συνολικές αθροιστικές δόσεις
επιρουβικίνης πάνω από 900 mg/m². Αυτή η αθροιστική δόση θα πρέπει να υπερβαίνεται μόνο με
εξαιρετική προσοχή (βλ. παράγραφο 5.1).
Παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας. Η καρδιακή λειτουργία θα πρέπει να αξιολογείται προτού
οι ασθενείς υποβληθούν σε θεραπεία με επιρουβικίνη και πρέπει να παρακολουθείται καθ’ όλη τη
διάρκεια της θεραπείας προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος πρόκλησης βαριάς καρδιακής
δυσλειτουργίας.
Ο κίνδυνος ενδέχεται να μειωθεί μέσω τακτικής παρακολούθησης του LVEF κατά την πορεία της
θεραπείας με άμεση διακοπή της επιρουβικίνης μόλις εμφανιστεί το πρώτο σημείο διαταραγμένης
λειτουργίας. Η κατάλληλη ποσοτική μέθοδος για επαναλαμβανόμενη αξιολόγηση της καρδιακής
λειτουργίας (εκτίμηση του LVEF) περιλαμβάνει πολυδιοδική ραδιοϊσοτοπική αγγειογραφία (MUGA)
ή με ηχοκαρδιογραφία (ECHO). Συνιστάται μια καρδιακή εκτίμηση βασικής γραμμής με ένα ΗΚΓ και
είτε μια απεικόνιση MUGA ή ένα ECHO, ιδιαίτερα σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου για
αυξημένη καρδιοτοξικότητα. Πρέπει να πραγματοποιείται επαναλαμβανόμενος προσδιορισμός του
LVEF με MUGA ή ECHO, ιδιαίτερα με υψηλότερες, αθροιστικές δόσεις ανθρακυκλινών. Η τεχνική
που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση πρέπει να είναι σταθερή σε όλη τη διάρκεια της
παρακολούθησης.
Δεδομένου του κινδύνου καρδιομυοπάθειας, αθροιστική δόση 900 mg/m² επιρουβικίνης θα πρέπει να
υπερβαίνεται μόνο με εξαιρετική προσοχή.
Η μυοκαρδιοπάθεια, η προκαλούμενη από τις ανθρακυκλίνες, σχετίζεται με την επίμονη μείωση της
τάσης QRS, παράταση πέραν των φυσιολογικών ορίων του συστολικού διαστήματος (PEP) και
μείωση του κλάσματος εξώθησης (LVEF). Αλλαγές στο ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ) μπορεί να
είναι ενδεικτικές μυοκαρδιοπάθειας προκαλούμενης από τις ανθρακυκλίνες, το ΗΚΓ όμως δεν
αποτελεί ευαίσθητη ή ειδική μέθοδο παρακολούθησης της καρδιοτοξικότητας της σχετιζόμενης με τις
ανθρακυκλίνες.
Οι παράγοντες κινδύνου για την καρδιοτοξικότητα περιλαμβάνουν ενεργή ή αδρανή καρδιαγγειακή
νόσο, προηγούμενη ή ταυτόχρονη ακτινοθεραπεία στην περικαρδιακή περιοχή/στην περιοχή του
μεσοθωρακίου, προηγούμενη θεραπεία με άλλες ανθρακυκλίνες ή ανθρασενεδιόνες, και ταυτόχρονη
χρήση άλλων φαρμάκων με την ικανότητα να καταστέλλουν την καρδιακή συσπαστικότητα ή
καρδιοτοξικά φάρμακα (π.χ. τραστουζουμάμπη) (βλ. παράγραφο 4.5).
Η παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυστηρή σε ασθενείς που
λαμβάνουν υψηλές αθροιστικές δόσεις και σε εκείνους με παράγοντες κινδύνου. Ωστόσο, η
καρδιοτοξικότητα με την επιρουβικίνη ενδέχεται να παρουσιαστεί σε χαμηλότερες αθροιστικές δόσεις
είτε υπάρχουν παρόντες παράγοντες καρδιακού κινδύνου είτε όχι.
Είναι πιθανό η τοξικότητα της επιρουβικίνης και άλλων ανθρακυκλινών ή ανθρασενεδιονών να είναι
προσθετική.
Αιματολογική τοξικότητα – Όπως και με άλλους κυτταροτοξικούς παράγοντες, η επιρουβικίνη μπορεί
να προκαλέσει μυελοκαταστολή. Τα αιματολογικά προφίλ θα πρέπει να αξιολογούνται τόσο πριν όσο
και κατά τη διάρκεια του κάθε κύκλου θεραπείας με επιρουβικίνη, συμπεριλαμβανομένων των
διαφορικών μετρήσεων των λευκοκυττάρων (WBC). Δοσοεξαρτώμενη, αναστρέψιμη λευκοπενία
ή/και κοκκιοκυτταροπενία (ουδετεροπενία) είναι η κυρίαρχη εκδήλωση αιματολογικής τοξικότητας
της επιρουβικίνης και είναι η πιο συχνή οξεία δοσοπεριοριστική τοξικότητα αυτού του φαρμάκου. Η
λευκοπενία και η ουδετεροπενία είναι γενικά πιο βαριές με σχήματα υψηλών δόσεων, και φτάνουν
στο ναδίρ στις περισσότερες περιπτώσεις μεταξύ της 10ης και της 14ης ημέρας μετά τη χορήγηση του
φαρμάκου. Αυτό είναι συνήθως παροδικό με τον αριθμό των WBC/ουδετερόφιλων να επιστρέφουν
στις φυσιολογικές τιμές στις περισσότερες περιπτώσεις μέχρι την 21η ημέρα. Ενδέχεται επίσης να
παρουσιαστεί θρομβοπενία και αναιμία. Οι κλινικές επιπτώσεις της βαριάς μυελοκαταστολής
περιλαμβάνουν πυρετό, λοίμωξη, σήψη/σηψαιμία, σηπτικό σοκ, αιμορραγία, υποξία ιστών, ή θάνατο.