ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣΗΣ: ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΗ
Epimedac 2 mg/ml ενέσιμο διάλυμα
Υδροχλωρική επιρουβικίνη
Διαβάστε προσεκτικά ολόκληρο το φύλλο οδηγιών χρήσης προτού σας χορηγηθεί αυτό το
φάρμακο.
· Φυλάξτε αυτό το φύλλο οδηγιών χρήσης. Ίσως χρειαστεί να το διαβάσετε ξανά.
· Εάν έχετε περαιτέρω απορίες, ρωτήστε το γιατρό ή το φαρμακοποιό σας.
· Η συνταγή για αυτό το φάρμακο χορηγήθηκε για σας. Δεν πρέπει να δώσετε το φάρμακο σε
άλλους. Μπορεί να τους προκαλέσει βλάβη, ακόμα και όταν τα συμπτώματά τους είναι ίδια με
τα δικά σας.
· Εάν κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια γίνεται σοβαρή, ή αν παρατηρήσετε κάποια ανεπιθύμητη
ενέργεια που δεν αναφέρεται στο παρόν φύλλο οδηγιών, παρακαλείσθε να ενημερώσετε το
γιατρό ή φαρμακοποιό σας.
Το παρόν φύλλο οδηγιών περιέχει:
1. Τι είναι το Epimedac και ποια είναι η χρήση του
2. Τι πρέπει να γνωρίζετε προτού σας χορηγηθεί το Epimedac
3. Πώς χορηγείται το Epimedac
4. Πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες
5. Πώς να φυλάσσεται το Epimedac
6. Λοιπές πληροφορίες
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ EPIMEDAC ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ
Η υδροχλωρική επιρουβικίνη – η δραστική ουσία του Epimedac – ανήκει στην ομάδα δραστικών
ουσιών γνωστή ως ανθρακυκλίνες. Αυτές οι κυτταροτοξικές δραστικές ουσίες χρησιμοποιούνται στη
θεραπεία του καρκίνου.
Το Epimedac χρησιμοποιείται στη θεραπεία του
· καρκίνου του μαστού,
· προχωρημένου καρκίνου της ωοθήκης,
· καρκίνου στο στομάχι,
· μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα (ειδική μορφή του καρκίνου του πνεύμονα),
· επιφανειακού ή εντοπισμένου καρκίνου της ουροδόχου κύστης.
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΠΡΟΤΟΎ ΣΑΣ ΧΟΡΗΓΗΘΕΙ ΤΟ EPIMEDAC
Δεν θα σας χορηγηθεί το Epimedac:
· σε περίπτωση αλλεργίας (υπερευαισθησίας) στην υδροχλωρική επιρουβικίνη ή σε οποιοδήποτε
άλλο συστατικό του Epimedac ή σε οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο φάρμακο που ανήκει σε μια
ομάδα φαρμάκων που ονομάζονται ανθρακυκλίνες (π.χ. δοξορουβικίνη και δαουνορουβικίνη).
σε περίπτωση αλλεργίας (υπερευαισθησίας) σε οποιοδήποτε φάρμακο ανήκει σε μια ομάδα φαρμάκων
που ονομάζονται ανθρασενεδιόνες (φάρμακα που επίσης χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του
καρκίνου).
· σε περίπτωση που έχετε επιμένουσα αναστολή της παραγωγής λευκών αιμοσφαιρίων στο μυελό
των οστών λόγω προηγούμενης θεραπείας με άλλα κυτταροτοξικά φαρμακευτικά προϊόντα ή
ακτινοθεραπείας.
· σε περίπτωση που σας χορηγήθηκαν μέγιστες δόσεις επιρουβικίνης ή άλλων ανθρακυκλινών
(π.χ. δοξορουβικίνη και δαουνορουβικίνη) και ανθρασενεδιονών (άλλα φάρμακα που
χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του καρκίνου).
· σε περίπτωση έχετε τώρα ή είχατε στο παρελθόν καρδιακά προβλήματα, (π.χ. διαταραχές
καρδιακού ρυθμού, μειωμένη καρδιακή λειτουργία, καρδιακή προσβολή, διαταραχή του
καρδιακού μυός, οξεία φλεγμονή της καρδιάς, ασταθή στηθάγχη).
σε περίπτωση που έχετε βαριά ηπατικά προβλήματα.
· σε περίπτωση που υποφέρετε από συστηματική λοίμωξη.
· σε περίπτωση που θηλάζετε.
Για χρήση στην ουροδόχο κύστη, δεν θα σας χορηγηθεί το Epimedac:
· σε περίπτωση που έχετε λοίμωξη του ουροποιητικού.
· σε περίπτωση που ο όγκος έχει διεισδύσει στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης.
· σε περίπτωση που υπάρχουν προβλήματα σχετικά με την εισαγωγή καθετήρα στην ουροδόχο
κύστη.
· σε περίπτωση που υποφέρετε από φλεγμονή της ουροδόχου κύστης.
σε περίπτωση που έχετε αίμα στα ούρα σας.
σε περίπτωση που έχετε συσταλθείσα κύστη
σε περίπτωση που παραμένει μεγάλος όγκος ούρων στην κύστη σας αφότου προσπαθήσετε να την
αδειάσετε.
Προσέξτε ιδιαίτερα (ρωτήστε τον γιατρό σας):
· σε περίπτωση που οι νεφροί ή το συκώτι σας δεν λειτουργούν όπως πρέπει.
· εάν παρατηρήσετε αίσθημα δυσφορίας κοντά ή πάνω στο σημείο της ένεσης κατά την έγχυση
(πιθανότητα διαρροής στους γύρω ιστούς).
· σε περίπτωση μείωσης του αριθμού των λευκών και ερυθρών αιμοσφαιρίων και των
αιμοπεταλίων.
· σε περίπτωση που έχετε στοματίτιδα ή βλεννογονίτιδα (επώδυνα χείλη ή έλκη στο στόμα).
· σε περίπτωση που υποβληθήκατε προηγουμένως σε ακτινοθεραπεία του μαστού ή λάβατε
φάρμακα που μπορεί να είχαν ανεπιθύμητες ενέργειες για την καρδιά σας.
· σε περίπτωση που σας χορηγήθηκε προσφάτως εμβολιασμός ή θέλετε να εμβολιασθείτε.
Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του Epimedac στα παιδιά δεν έχει διαπιστωθεί.
Λήψη άλλων φαρμάκων
Παρακαλείσθε να ενημερώσετε τον γιατρό ή τον φαρμακοποιό σας εάν παίρνετε ή έχετε πάρει
πρόσφατα άλλα φάρμακα, ακόμα και αυτά που δεν σας έχουν χορηγηθεί με συνταγή.
Κύηση και θηλασμός
Η υδροχλωρική επιρουβικίνη – η δραστική ουσία του Epimedac – μπορεί να προκαλέσει ελλείμματα
κατά τη γέννηση, και έχει επομένως σημασία να πείτε στον γιατρό σας αν νομίζετε ότι είστε έγκυος.
Δεν πρέπει να χρησιμοποιήσετε το Epimedac κατά την εγκυμοσύνη εκτός αν αυτό ενδείκνυται σαφώς
από τον γιατρό σας. Πρέπει να αποφεύγετε να μείνετε έγκυος ενώ είτε παίρνετε εσείς είτε παίρνει ο
σύντροφός σας Epimedac. Εάν μείνετε έγκυος κατά τη διάρκεια της θεραπείας με το Epimedac,
συνιστάται γενετική συμβουλευτική.
Άντρες που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν στο μέλλον πρέπει να επιδιώξουν συμβουλές όσον αφορά τη
διατήρηση σπέρματος πριν την έναρξη της θεραπείας με το Epimedac.
Θα πρέπει να διακόψετε τον θηλασμό πριν από τη θεραπεία με το Epimedac και κατά τη διάρκειά της.
Ζητήστε τη συμβουλή του γιατρού σας προτού πάρετε οποιοδήποτε φάρμακο.
Οδήγηση και χειρισμός μηχανών
Το Epimedac μπορεί να προκαλέσει ναυτία και εμετό, που μπορεί να επηρεάσουν προσωρινά την
ικανότητά σας στην οδήγηση και τον χειρισμό μηχανών.
Σημαντικές πληροφορίες σχετικά με ορισμένα συστατικά του Epimedac
Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν περιέχει 0,154 mmol (ή 3,54 mg) νατρίου ανά ml του ενέσιμου
διαλύματος. Τα διαφορετικά μεγέθη συσκευασίας του Epimedac περιέχουν τις παρακάτω ποσότητες
νατρίου:
Φιαλίδιο 5 ml: 0,77 mmol (ή 17,7 mg)
Φιαλίδιο 10 ml: 1,54 mmol (ή 35,4 mg)
Φιαλίδιο 25 ml: 3,85 mmol (ή 88,5 mg)
Φιαλίδιο 50 ml: 7,70 mmol (ή 177,0 mg)
Φιαλίδιο 100 ml: 15,40 mmol (ή 354,0 mg)
Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από ασθενείς σε δίαιτα ελεγχόμενου νατρίου.
ΠΩΣ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΤΟ EPIMEDAC
Το Epimedac θα σας χορηγηθεί μόνο υπό την επίβλεψη γιατρού που ειδικεύεται σε αυτού του είδους
τη θεραπεία. Πριν από τη θεραπεία με το Epimedac και κατά τη διάρκειά της, ο γιατρός σας θα
ελέγξει διάφορες εργαστηριακές παραμέτρους (π.χ. τον αριθμό αιμοσφαιρίων, το επίπεδο ουρικού
οξέος στο αίμα, την ηπατική λειτουργία) και θα παρακολουθεί προσεκτικά την καρδιακή σας
λειτουργία. Η παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας θα συνεχιστεί για μερικές εβδομάδες μετά
τη λήξη της θεραπείας με το Epimedac.
Οι δόσεις του Epimedac εξαρτώνται από τη συγκεκριμένη πάθηση για την οποία υποβάλλεστε σε
θεραπεία, την ανταπόκρισή σας στη θεραπεία και άλλα φάρμακα που παίρνετε.
Η δόση του Epimedac βασίζεται πάνω στην επιφάνεια του σώματός σας. Υπολογίζεται από το ύψος
και το βάρος σας.
Η συνηθισμένη δόση του Epimedac είναι 60 – 90 mg ανά τετρ. μέτρο επιφάνειας σώματος.
Χορηγείται ως ενδοφλέβια ένεση, δηλ. μέσα σε αιμοφόρο αγγείο, σε διάστημα τριών έως πέντε
λεπτών. Η ένεση χορηγείται κάθε τρεις εβδομάδες.
Στη θεραπεία του μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα, χορηγείται υψηλότερη δόση 120 mg ανά
τετρ. μέτρο επιφάνειας σώματος. Χορηγείται με ένεση μέσα σε φλέβα για διάστημα τριών έως πέντε
λεπτών ή ως έγχυση (ορός) για έως 30 λεπτά, κάθε τρεις εβδομάδες.
Για τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού, ο γιατρός σας θα αποφασίσει όσον αφορά τις δόσεις και το
σχήμα χορήγησης.
Οι δόσεις μειώνονται αν έχετε χαμηλό επίπεδο λευκών αιμοσφαιρίων και αιμοπεταλίων, αν έχετε
ηπατικά ή νεφρικά προβλήματα, ή αν το φαρμακευτικό προϊόν χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με
άλλα κυτταροτοξικά φαρμακευτικά προϊόντα.
Το Epimedac μπορεί επίσης να χορηγείται απευθείας μέσα στην ουροδόχο κύστη στη θεραπεία του
επιφανειακού καρκίνου της ουροδόχου κύστης ή στην πρόληψη των υποτροπών μετά από χειρουργική
επέμβαση στην ουροδόχο κύστη για την αφαίρεση του καρκίνου. Οι δόσεις εξαρτώνται από το είδος
του καρκίνου της ουροδόχου κύστης.
Προς αποφυγή της υπέρμετρης αραίωσης του Epimedac με τα ούρα, συμβουλεύεστε να μην πίνετε για
12 ώρες πριν τη θεραπεία.
Η γενική σας κατάσταση θα παρακολουθείτε στενά πριν, κατά τη διάρκεια της θεραπείας με το
Epimedac καθώς επίσης και μετά τη λήξη της.
Εάν σας χορηγηθεί μεγαλύτερη δόση του Epimedac από την κανονική
Σε περίπτωση που σας δοθεί μεγαλύτερη δόση του Epimedac από αυτήν που απαιτείται, θα
παρακολουθούνται ιδιαίτερα ο αριθμός αιμοσφαιρίων και η καρδιακή σας λειτουργία. Οι
ανεπιθύμητες ενέργειες που θα σημειωθούν μπορεί να είναι πιο σοβαρές.
4. ΠΙΘΑΝΕΣ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Όπως όλα τα φάρμακα, έτσι και το Epimedac μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες αν και
δεν παρουσιάζονται σε όλους τους ανθρώπους.
Παρακαλείσθε να ενημερώσετε αμέσως τον γιατρό σας αν παρατηρήσετε οποιαδήποτε ανεπιθύμητη
ενέργεια και να συζητήσετε μαζί του τυχόν περαιτέρω ενέργειες.
Εάν κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια γίνεται σοβαρή, ή αν παρατηρήσετε κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια
που δεν αναφέρεται στο παρόν φύλλο οδηγιών, παρακαλείσθε να ενημερώσετε το γιατρό ή
φαρμακοποιό σας.
Το Epimedac μπορεί να προκαλέσει κόκκινο χρωματισμό των ούρων για μια δυο μέρες μετά τη
χορήγηση. Αυτό είναι κανονικό και δεν πρέπει να σας ανησυχήσει.
Συχνότητα:
Πολύ συχνές (περισσότεροι από 1 σε 10 ασθενείς)
Συχνές (περισσότεροι από 1 σε 100 ασθενείς, αλλά λιγότεροι από 1 σε 10 ασθενείς)
Όχι συχνές (περισσότεροι από 1 σε 1.000 ασθενείς, αλλά λιγότεροι από 1 σε 100 ασθενείς)
Σπάνιες (περισσότεροι από 1 σε 10.000 ασθενείς, αλλά λιγότεροι από 1 σε 1.000 ασθενείς)
Πολύ σπάνιες (λιγότεροι από 1 σε 10.000 ασθενείς)
Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα)
Πολύ συχνές:
Αναστολή της παραγωγής αιμοσφαιρίων στον μυελό των οστών (μυελοκαταστολή), μειωμένος
αριθμός λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοπενία), μειωμένος αριθμός μιας ειδικής μορφής λευκών
αιμοσφαιρίων (κοκκιοκυτταροπενία και ουδετεροπενία), μειωμένος αριθμός των ερυθρών
αιμοσφαιρίων (αναιμία) και χαμηλός αριθμός ορισμένων λευκών αιμοσφαιρίων συνοδευόμενος
από πυρετό (εμπύρετος ουδετεροπενία)
Τριχόπτωση, συνήθως αναστρέψιμη
Ερυθρός χρωματισμός των ούρων για 1 έως 2 ημέρες μετά τη χορήγηση
Συχνές:
Λοίμωξη
Απώλεια όρεξης/ανορεξία, αφυδάτωση
Εξάψεις
Φλεγμονή βλεννογόνου (βλεννογονίτιδα), φλεγμονή του οισοφάγου, φλεγμονή μέσα στο στόμα
(στοματίτιδα), έμετος, υδαρή κόπρανα ή κενώσεις (διάρροια), ναυτία, που μπορεί να
καταλήξουν σε απώλεια της όρεξης και κοιλιακό πόνο
Κοκκίνισμα κατά μήκος της φλέβας (ερύθημα στο σημείο έγχυσης)
Φλεγμονή της ουροδόχου κύστης (χημική κυστίτιδα), μερικές φορές με αίμα στα ούρα, έχει
παρατηρηθεί μετά από χορήγηση μέσα στην ουροδόχο κύστη
Όχι συχνές:
Μειωμένος αριθμός αιμοπεταλίων (θρομβοπενία)
Φλεγμονή φλέβας (φλεβίτιδα), φλεβική φλεγμονή σχετιζόμενη με θρόμβο αίματος
(θρομβοφλεβίτιδα)
Σπάνιες:
Ορισμένοι τύποι καρκίνου του αίματος (οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία, οξεία μυελογενής
λευχαιμία).
Βαριά αλλεργική αντίδραση (αναφυλαξία) περιλαμβάνοντας αντίδραση τύπου αλλεργίας
(αναφυλακτικές/αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις) με ή χωρίς καταπληξία περιλαμβάνοντας
δερματικό εξάνθημα, κνησμό, πυρετό και ρίγη, αλλεργικές αντιδράσεις μετά τη χορήγηση του
φαρμάκου εντός της κύστης.
Αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος στο αίμα.
Ζάλη.
Διαταραγμένη καρδιακή λειτουργία (συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια) η οποία μπορεί να
οδηγήσει σε δυσκολία στην αναπνοή (δύσπνοια), συσσώρευση υγρού στα πόδια (οίδημα),
διόγκωση του ήπατος, συσσώρευση υγρού στην κοιλιακή κοιλότητα (ασκίτης), συσσώρευση
υγρού στους πνεύμονες (πνευμονικό οίδημα), συσσώρευση υγρού μεταξύ του θώρακα και του
πνεύμονα (πλευριτικό εξίδρωμα) ή τρίτος καρδιακός ήχος (καλπαστικός ρυθμός).
Τοξικές επιδράσεις στην καρδιά όπως ανωμαλίες στο ΗΚΓ, διαφορετικές μορφές ακανόνιστου
καρδιακού παλμού (αρρυθμίες) ή νόσος των καρδιακών μυών (μυοκαρδιοπάθεια), απειλητικός
για τη ζωή ακανόνιστος καρδιακός παλμός (κοιλιακή ταχυκαρδία), αργός καρδιακός ρυθμός,
ελάττωμα στο ηλεκτρικό σύστημα μετάδοσης της καρδιάς (κολποκοιλιακός αποκλεισμός,
σκελικός αποκλεισμός).
Κνίδωση.
Απουσία εμμηνορρυσίας, έλλειψη σπερματοζωαρίων στο σπέρμα.
Αίσθημα δυσφορίας (κακουχία), αίσθημα αδυναμίας (εξασθένιση), πυρετός, ρίγη.
Αλλαγές στο επίπεδο ορισμένων ηπατικών ενζύμων (που ονομάζονται τρανσαμινάσες).
Μη γνωστές:
Σηπτικό σοκ, συστηματική λοίμωξη (σήψη), λοίμωξη στους πνεύμονες (πνευμονία).
Αιμορραγία και ανεπαρκής παροχή οξυγόνου στους ιστούς ενδέχεται να προκύψει ως
αποτέλεσμα αναστολής της παραγωγής αιμοσφαιρίων στον μυελό των οστών
(μυελοκαταστολή).
Επιπεφυκίτιδα, λοίμωξη του κερατοειδούς του οφθαλμού (κερατίτιδα).
Καταπληξία, απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από αποκολλώμενο θρόμβο αίματος
(θρομβοεμβολή) μεταξύ των οποίων απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από αποκολλώμενο θρόμβο
στους πνεύμονες (πνευμονική εμβολή).
Τοπική τοξικότητα, εξάνθημα, κνησμός, δερματικές μεταβολές, ερυθρότητα του δέρματος
(ερύθημα), εξάψεις, υπερμελάγχρωση του δέρματος και των νυχιών, αυξημένη ευαισθησία στο
φως (φωτοευαισθησία), αυξημένη ευαισθησία σε ακτινοβολημένο δέρμα (αντίδραση
αναμνηστικής ακτινοβολίας).
Αλλαγές στην καρδιακή λειτουργία χωρίς συμπτώματα (ασυμπτωματικές πτώσεις στο κλάσμα
εξώθησης της αριστερής κοιλίας).
5. ΠΩΣ ΝΑ ΦΥΛΑΣΣΕΤΑΙ ΤΟ EPIMEDAC
Φυλάσσετε σε ψυγείο (2 °C – 8 °C).
Φυλάσσετε το φιαλίδιο στο εξωτερικό κουτί για να προστατεύεται από το φως.
Να φυλάσσεται σε μέρη που δεν το φθάνουν και δεν το βλέπουν τα παιδιά.
Να μη χρησιμοποιείτε το Epimedac μετά την ημερομηνία λήξης που αναφέρεται στο φιαλίδιο και στις
ετικέτες στο κουτί μετά το ΛΗΞΗ. Η ημερομηνία αυτή αναφέρεται στη διάρκεια ζωής του προϊόντος
που δεν έχει ακόμα ανοιχτεί και είναι η τελευταία ημέρα αυτού του μήνα.
6. ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Τι περιέχει το Epimedac
Η δραστική ουσία είναι η υδροχλωρική επιρουβικίνη.
Τα άλλα συστατικά είναι χλωριούχο νάτριο, υδροχλωρικό οξύ και ενέσιμο νερό.
1 ml διαλύματος περιέχει 2 mg υδροχλωρική επιρουβικίνη.
Ένα φιαλίδιο 5 ml (10 ml, 25 ml, 50 ml, 100 ml) περιέχει 10 mg (20 mg, 50 mg, 100 mg, 200 mg)
υδροχλωρική επιρουβικίνη.
Εμφάνιση του Epimedac και περιεχόμενο της συσκευασίας
Το Epimedac είναι διαυγές κόκκινου χρώματος διάλυμα.
Προμηθεύεται ως ένα φιαλίδιο.
Κάτοχος αδείας κυκλοφορία: Παραγωγός:
medac medac
Gesellschaft für klinische Gesellschaft für klinische
Spezialpräparate mbH Spezialpräparate mbH
Fehlandtstr. 3 Fehlandtstr. 3
20354 Hamburg 20354 Hamburg
Γερμανία Γερμανία
Τηλ.: +49 4103 8006-0 Τηλ.: +49 4103 8006-0
Fax: +49 4103 8006-100 Fax: +49 4103 8006-100
Εγκαταστάσεις παραγωγής:
Theaterstr. 6
22880 Wedel
Γερμανία
Τηλ.: +49 4103 8006-0
Fax: +49 4103 8006-100
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν έχει εγκριθεί στα Κράτη Μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού
Χώρου (ΕΟΧ) με τις ακόλουθες ονομασίες:
Αυστρία Epimedac 2 mg/ml Injektionslösung
Γερμανία Epimedac 2 mg/ml Injektionslösung
Δανία Epirubicin ”medac” 2 mg/ml injektionsvæske, opløsning
Ελλάδα Epimedac 2 mg/ml ενέσιμο διάλυμα
Ηνωμένο Βασίλειο Epirubicin hydrochloride 2 mg/ml solution for injection
Ισπανία Epimedac 2 mg/ml solución inyectable
Νορβηγία Epirubicin medac 2 mg/ml injeksjonsvæske, oppløsning
Ουγγαρία Epimedac 2 mg/ml oldatos injekció
Πολωνία Epimedac 2 mg/ml roztwór do wstrzykiwań
Πορτογαλία Epirrubicina medac 2 mg/ml solução injectável
Σλοβακία Epimedac 2 mg/ml injekčný roztok
Σλοβενία Epimedac 2 mg/ml raztopina za injiciranje
Τσεχική Δημοκρατία Epimedac 2 mg/ml injekční roztok
Φινλανδία Epirubicin medac 2 mg/ml injektioneste, liuos
Epirubicin medac 2 mg/ml injektionsvätska, lösning
Το παρόν φύλλο οδηγιών χρήσης εγκρίθηκε για τελευταία φορά στις 05/2008.
Τρόπος διάθεσης
Για νοσοκομειακή χρήση.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Οι πληροφορίες που ακολουθούν απευθύνονται μόνο σε γιατρούς ή επαγγελματίες του τομέα
υγειονομικής περίθαλψης:
Το Epimedac μπορεί να αραιωθεί περαιτέρω σε διάλυμα γλυκόζης 5 % ή σε διάλυμα χλωριούχου
νατρίου 0,9 % και χορηγείται ως ενδοφλέβια έγχυση. Το διάλυμα για έγχυση πρέπει να ετοιμάζεται
αμέσως πριν τη χρήση.
Το διάλυμα για έγχυση δεν περιέχει συντηρητικά και οποιοδήποτε μέρος του φιαλιδίου που δεν έχει
χρησιμοποιηθεί πρέπει να απορριφθεί αμέσως σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές
διατάξεις.
Ασυμβατότητες
Πρέπει να αποφεύγεται εκτεταμένη επαφή του φαρμακευτικού προϊόντος με οποιοδήποτε διάλυμα με
αλκαλικό pH (συμπεριλαμβανομένου και διαλύματος δισανθρακικού νατρίου). Το αποτέλεσμα θα
είναι υδρόλυση (διάσπαση) της δραστικής ουσίας. Πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο τα διαλυτικά
μέσα που αναφέρονται στην παρακάτω παράγραφο.
Έχει αναφερθεί φυσική ασυμβατότητα του φαρμακευτικού προϊόντος με την ηπαρίνη.
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα εκτός
αυτών που αναφέρονται στην παρακάτω παράγραφο.
Εν χρήση σταθερότητα
Το Epimedac μπορεί να αραιωθεί περαιτέρω, υπό άσηπτες συνθήκες, σε διάλυμα γλυκόζης 5 % ή σε
διάλυμα χλωριούχου νατρίου 0,9 % και να χορηγείται ως ενδοφλέβια έγχυση. Η εν χρήση χημική και
φυσική σταθερότητα έχει επιδειχθεί για 48 ώρες σε 25 ºC σε απουσία φωτός.
Όμως, από τη μικροβιολογική άποψη, το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως. Αν δεν
χρησιμοποιηθεί αμέσως, ο εν χρήση χρόνος φύλαξης και οι συνθήκες πριν τη χρήση του, αποτελούν
ευθύνη του χρήστη και συνήθως δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τις 24 ώρες σε θερμοκρασία 2 έως
8 ºC, εκτός εάν η αραίωση έλαβε χώρα σε ελεγχόμενες και επικυρωμένες άσηπτες συνθήκες.
Κατευθυντήριες γραμμές για τον ασφαλή χειρισμό και απόρριψη αντινεοπλασματικών
παραγόντων
1. Εάν πρόκειται να ετοιμαστεί διάλυμα για έγχυση, αυτό θα πρέπει να γίνει από εκπαιδευμένο
προσωπικό υπό άσηπτες συνθήκες.
2. Η ετοιμασία διαλύματος για έγχυση θα πρέπει να γίνεται σε ειδική άσηπτη περιοχή.
3. Θα πρέπει να χρησιμοποιούνται επαρκή γάντια μιας χρήσης, γυαλιά, μπλούζα και μάσκα.
4. Θα πρέπει να λαμβάνονται προφυλάξεις ώστε να αποφεύγεται η τυχαία επαφή του
φαρμακευτικού προϊόντος με τα μάτια. Σε περίπτωση επαφής με τα μάτια, πλένετέ τα με
μεγάλες ποσότητες νερού ή/και διάλυμα 0,9 % χλωριούχου νατρίου. Στη συνέχεια ζητήστε τη
συμβουλή γιατρού.
5. Σε περίπτωση επαφής με το δέρμα, πλένετε καλά την περιοχή επαφής με νερό και σαπούνι ή με
διάλυμα δισανθρακικού νατρίου. Όμως, μην τρίβετε το δέρμα με βούρτσα. Πάντοτε πλένετε τα
χέρια αφού βγάλετε τα γάντια.
6. Τυχόν έκχυση ή διαρροή πρέπει να αντιμετωπίζεται με αραιωμένο διάλυμα υποχλωριώδους
νατρίου (1 % διαθέσιμο χλώριο), κατά προτίμηση με μούσκεμα και στη συνέχεια νερό. Όλα τα
υλικά καθαρισμού πρέπει να απορρίπτονται σύμφωνα με τις παρακάτω οδηγίες.
7. Μέλη του προσωπικού που εγκυμονούν δεν πρέπει να χειρίζονται το κυτταροτοξικό σκεύασμα.
8. Χρειάζεται προσοχή και να λαμβάνονται προφυλάξεις κατά την απόρριψη των διάφορων
αντικειμένων (σύριγγες, βελόνες, κλπ) που χρησιμοποιούνται κατά την ανασύσταση ή-και την
αραίωση κυτταροτοξικών φαρμακευτικών προϊόντων. Κάθε μη χρησιμοποιηθέν προϊόν ή
υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.