μεταβολίζονται αναλόγως με τις ανάγκες του οργανισμού. Πολλές νόσοι στις οποίες
ενδείκνυται η χορήγηση παρεντερικής σίτισης, συνοδεύονται από μείωση
γλουταμίνης την οποία εξουδετερώνει το θεραπευτικό σχήμα περιέχον έγχυση
γλουταμίνης.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Το L-αλανύλ-L-γλουταμίνη διασπάται ταχέως μετά την έγχυση σε αλανίνη και
γλουταμίνη. Στον άνθρωπο, έχει προσδιορισθεί ότι ο χρόνος ημίσειας ζωής
κυμαίνεται από 2,4 έως 3,8 λεπτά (σε τελική νεφρική ανεπάρκεια 4,2 λεπτά) και η
κάθαρση στο πλάσμα μεταξύ 1,6 και 2,7 l/λεπτό. Η εξαφάνιση του διπεπτιδίου
συνοδευόταν από ίσου αριθμού γραμμομορίων αύξηση των αντίστοιχων ελεύθερων
αμινοξέων. Η υδρόλυση πιθανόν λαμβάνει χώρα αποκλειστικά στον εξωκυτταρικό
χώρο. Η νεφρική αποβολή της L-αλανύλ-L-γλουταμίνης υπό σταθερή έγχυση είναι
κάτω του 5% και επομένως παραμένει ίδια με εκείνη των εγχεόμενων αμινοξέων.
5.3 Προκλινικά δεδομένα σχετικά με την ασφάλεια (τοξικολογικά στοιχεία)
Οξεία και υποχρόνια τοξικότητα: Μια σειρά δοκιμασιών διάρκειας 1 έως 7 ημερών
για τη διερεύνηση της δόσης έγιναν σε αρουραίους και σκύλους. Στους αρουραίους,
έγχυση 50 ml / kg βάρους σώματος, διαλύματος 10%, 15%, 20% και 30% N (2)-L-
αλανύλ-L-γλουταμίνης για 4 ώρες / ημέρα προκάλεσε τονικούς σπασμούς,
αυξημένη αναπνευστική συχνότητα και θάνατο. Έγχυση 50 ml / kg βάρους
σώματος ενός διαλύματος 10% (5g L-αλανύλ-L-γλουταμίνης / kg βάρους σώματος)
προκάλεσε νέκρωση στην περιοχή της έγχυσης, μείωση του σωματικού βάρους και
κιτρίνισμα των νεφρών στους αρουραίους (6 ώρες / ημέρα), και παροδική αύξηση
του καρδιακού παλμού στους σκύλους (8 ώρες / ημέρα).
Διερεύνηση διεξήχθη σε σκύλους (8 ώρες / ημέρα) και σε αρουραίους (6 ώρες /
ημέρα) με 0,5 και 1,5 g L-αλανύλ-L-γλουταμίνη / kg βάρους σώματος ημερησίως,
με ενδοφλέβια χορήγηση για 13 εβδομάδες και 4,5 g L-αλανύλ-L-γλουταμίνη / kg
βάρους σώματος ημερησίως, με ενδοφλέβια χορήγηση για 6 εβδομάδες. Στους
σκύλους, παρατηρήθηκαν έμετοι. Με την υψηλή δόση παρατηρήθηκαν τονικοί ή
τονικοκλονικοί σπασμοί, αυξημένη παραγωγή σιέλου, αταξία, καταστολή και
πλάγια θέση.
Μεταλλαξιογόνος και ογκογόνος δυνατότητα: Δοκιμασίες in vitro και in vivo δεν
έδειξαν μεταλλαξιογόνο δυνατότητα.
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες για τη διερεύνηση της ογκογόνου δυνατότητας.
Καρκονογόνος δράση δεν αναμένεται.
Τοξικότητα στην αναπαραγωγή: Σε μελέτες με ζώα, δεν παρατηρήθηκαν
ενδείξεις τερατογένεσης ή άλλων εμβρυοτοξικών και περιμεταγεννητικών βλαβών
με δόσεις έως 1,6 g L-αλανύλ-L-γλουταμίνη / kg βάρους σώματος ημερησίως.
Τοπική ανοχή: Μετά από επανειλημμένες ενδοφλέβιες εγχύσεις L-αλανύλ-L-
γλουταμίνης (διάλυμα 5 και 10%) για 13 εβδομάδες, εμφανίστηκαν αντιδράσεις
δυσανεξίας στα σημεία έγχυσης (οιδήματα, αποχρωματισμοί, νεκρώσεις) στους
4