ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Glimepirid Teva 1 mg δισκία
Glimepirid Teva 2 mg δισκία
Glimepirid Teva 3 mg δισκία
Glimepirid Teva 4 mg δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 1 mg γλιμεπιρίδης.
Κάθε δισκίο περιέχει 2 mg γλιμεπιρίδης.
Κάθε δισκίο περιέχει 3 mg γλιμεπιρίδης.
Κάθε δισκίο περιέχει 4 mg γλιμεπιρίδης.
Έκδοχα
Κάθε δισκίο του 1 mg περιέχει 141,815 mg λακτόζη μονοϋδρική.
Κάθε δισκίο των 2 mg περιέχει 139,4 mg λακτόζη μονοϋδρική.
Κάθε δισκίο των 3 mg περιέχει 139,8 mg λακτόζη μονοϋδρική.
Κάθε δισκίο των 4 mg περιέχει 138,8 mg λακτόζη μονοϋδρική.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο
1 mg δισκία: Διάστικτα ροζ, στρόγγυλα δισκία, διχοτομούμενα και από τις δύο πλευρές. Η μία πλευρά
του δισκίου έχει τυπωμένο το «9» στη μία πλευρά της χαραγής και το «3» στην άλλη. Η άλλη πλευρά
του δισκίου έχει τυπωμένο το «72» από τη μία πλευρά της χαραγής και το «54» από την άλλη.
2 mg δισκία: Διάστικτα πράσινα, στρόγγυλα δισκία, διχοτομούμενα και από τις δύο πλευρές. Η μία
πλευρά του δισκίου έχει τυπωμένο το «9» στη μία πλευρά της χαραγής και το «3» στην άλλη. Η άλλη
πλευρά του δισκίου έχει τυπωμένο το «72» από τη μία πλευρά της χαραγής και το «55» από την άλλη.
3 mg δισκία: Ανοιχτά κίτρινα έως κίτρινα, στρόγγυλα δισκία, διχοτομούμενα και από τις δύο πλευρές.
Η μία από τις δύο πλευρές του δισκίου έχει τυπωμένο το «G» στη μία πλευρά της χαραγής και το «3»
στην άλλη.
4 mg δισκία: Διάστικτα γαλάζια, στρόγγυλα δισκία, διχοτομούμενα και από τις δύο πλευρές. Η μία
πλευρά του δισκίου έχει τυπωμένο το «9» στη μία πλευρά της χαραγής και το «3» στην άλλη. Η άλλη
πλευρά του δισκίου έχει τυπωμένο το «72» από τη μία πλευρά της χαραγής και το «56» από την άλλη.
Το δισκίο μπορεί να διχοτομηθεί σε δύο ίσα μέρη.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Η γλιμεπιρίδη ενδείκνυται για τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, όταν η δίαιτα, η
σωματική άσκηση και η απώλεια σωματικού βάρους δεν είναι από μόνες τους επαρκείς.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η βάση για την επιτυχή θεραπεία του διαβήτη είναι η σωστή δίαιτα, η τακτική σωματική άσκηση,
καθώς και οι έλεγχοι ρουτίνας αίματος και ούρων. Τα δισκία ή η ινσουλίνη δε μπορούν να
αντιρροπήσουν τη μη τήρηση της συνιστώμενης δίαιτας από τον ασθενή.
Η δοσολογία καθορίζεται από τα αποτελέσματα των προσδιορισμών της γλυκόζης στο αίμα και στα
1
ούρα.
Η δόση έναρξης είναι 1 mg γλιμεπιρίδης ημερησίως. Εάν επιτευχθεί καλός έλεγχος, αυτή η δοσολογία
πρέπει να χρησιμοποιηθεί για θεραπεία συντήρησης.
Για διαφορετικά δοσολογικά σχήματα, διατίθενται κατάλληλες περιεκτικότητες.
Εάν ο έλεγχος είναι μη ικανοποιητικός, η δοσολογία πρέπει να αυξηθεί σταδιακά, βασιζόμενη στον
γλυκαιμικό έλεγχο με ένα μεσοδιάστημα περίπου 1 έως 2 εβδομάδων ανάμεσα σε κάθε στάδιο, σε 2, 3
ή 4 mg γλιμεπιρίδης ημερησίως.
Η δοσολογία μεγαλύτερη από 4 mg γλιμεπιρίδης ημερησίως επιτυγχάνει καλύτερα αποτελέσματα μόνο
σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Η μέγιστη συνιστώμενη δόση είναι 6 mg γλιμεπιρίδης ημερησίως.
Σε ασθενείς οι οποίοι δεν έχουν ρυθμιστεί επαρκώς με τη μέγιστη ημερήσια δόση της μετφορμίνης,
μπορεί να γίνει έναρξη ταυτόχρονης αγωγής με γλιμεπιρίδη. Διατηρώντας σταθερή τη δόση της
μετφορμίνης, η θεραπεία με γλιμεπιρίδη ξεκινά με χαμηλή δόση και στη συνέχεια προσαρμόζεται
προς τα άνω στη μέγιστη ημερήσια δόση, ανάλογα με τα επιθυμητά επίπεδα του μεταβολικού ελέγχου.
Η συνδυασμένη αγωγή πρέπει να ξεκινά κάτω από στενή ιατρική παρακολούθηση.
Σε ασθενείς οι οποίοι δεν έχουν ρυθμιστεί επαρκώς με τη μέγιστη ημερήσια δόση γλιμεπιρίδης,
μπορεί να γίνει έναρξη ταυτόχρονης αγωγής με ινσουλίνη, εάν κρίνεται απαραίτητο. Διατηρώντας
σταθερή τη δόση της γλιμεπιρίδης, η θεραπεία με ινσουλίνη αρχίζει με χαμηλή δόση και
προσαρμόζεται προς τα άνω ανάλογα με τα απαιτούμενα επίπεδα του μεταβολικού ελέγχου. Η
συνδυασμένη αγωγή πρέπει να ξεκινά κάτω από στενή ιατρική παρακολούθηση.
Κανονικά η εφάπαξ ημερήσια δόση γλιμεπιρίδης είναι επαρκής. Συνιστάται η δόση αυτή να
λαμβάνεται λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια ενός πλήρους πρωινού ή –αν δεν λαμβάνεται αυτό- λίγο πριν
ή κατά τη διάρκεια του πρώτου κύριου γεύματος.
Αν παραλειφθεί μια δόση, αυτή δεν πρέπει να διορθωθεί αυξάνοντας την επόμενη δόση. Τα δισκία
πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα με κάποιο υγρό.
Σε περίπτωση που ο ασθενής εκδηλώσει υπογλυκαιμική αντίδραση μετά από (τη λήψη) 1 mg
γλιμεπιρίδης ημερησίως, αυτό υποδηλώνει ότι αυτός ο ασθενής μπορεί να ρυθμιστεί μόνο με δίαιτα.
Οι ανάγκες σε γλιμεπιρίδη μπορεί να μειωθούν κατά τη διάρκεια της θεραπείας, καθ’ όσον η βελτίωση
του διαβητικού ελέγχου σχετίζεται με υψηλότερη ευαισθησία στην ινσουλίνη. Προκειμένου να
αποφευχθεί η υπογλυκαιμία, πρέπει να εξεταστεί έγκαιρα το ενδεχόμενο μείωσης της δόσης ή
διακοπής της θεραπείας. Μπορεί να είναι απαραίτητη η μεταβολή της δοσολογίας, σε περίπτωση
μεταβολών του σωματικού βάρους ή του τρόπου ζωής του ασθενούς ή σε περίπτωση άλλων
παραγόντων οι οποίοι αυξάνουν τον κίνδυνο υπο- ή υπεργλυκαιμίας.
Μετάταξη από άλλους από του στόματος υπογλυκαιμικούς παράγοντες σε γλιμεπιρίδη:
Η μετάταξη από άλλους από του στόματος υπογλυκαιμικούς παράγοντες σε γλιμεπιρίδη είναι γενικώς
εφικτή. Κατά τη μετάταξη σε γλιμεπιρίδη, η περιεκτικότητα και η ημιπερίοδος ζωής του
προηγούμενου φαρμακευτικού προϊόντος πρέπει να ληφθεί υπόψη. Σε ορισμένες περιπτώσεις,
ειδικότερα με αντιδιαβητικά με μακρά ημιπερίοδο ζωής (π.χ. χλωροπροπαμίδη), συνιστάται μια
περίοδος διακοπής μερικών ημερών, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος υπογλυκαιμικών
αντιδράσεων λόγω αθροιστικής δράσης.
Η συνιστώμενη δόση έναρξης είναι 1 mg γλιμεπιρίδης ημερησίως. Βάσει της ανταπόκρισης, η
δοσολογία της γλιμεπιρίδης μπορεί να αυξηθεί σταδιακά, όπως υποδείχθηκε παραπάνω.
Μετάταξη από ινσουλίνη στη γλιμεπιρίδη:
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να ενδείκνυται μετάταξη σε γλιμεπιρίδη σε περιπτώσεις
διαβητικών ασθενών τύπου 2, οι οποίοι προηγουμένως είχαν ρυθμιστεί με ινσουλίνη.
Η μετάταξη αυτή πρέπει να γίνεται υπό στενή ιατρική παρακολούθηση.
Ασθενείς με νεφρική ή ηπατική δυσλειτουργία:
Βλέπε παράγραφο 4.3.
Παιδιατρικός πληθυσμός:
2
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία αναφορικά με τη χρήση της γλιμεπιρίδης σε ασθενείς ηλικίας
μικρότερης των 8 ετών. Για παιδιά, ηλικίας 8-17 ετών, υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία όσον αφορά
στη γλιμεπιρίδη ως μονοθεραπεία (βλέπε παραγράφους 5.1 και 5.2).
Τα στοιχεία που διατίθενται ως προς την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα είναι ανεπαρκή στον
παιδιατρικό πληθυσμό και γι’ αυτό δεν συνιστάται μια τέτοια χρήση.
Τρόπος χορήγησης
Από του στόματος χορήγηση
4.3 Αντενδείξεις
Η γλιμεπιρίδη αντενδείκνυται σε ασθενείς με τις παρακάτω παθήσεις:
- υπερευαισθησία στη γλιμεπιρίδη, σε άλλες σουλφονυλουρίες ή σουλφοναμίδες ή σε κάποιο από τα
έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
- ινσουλινο-εξαρτώμενο διαβήτη,
- διαβητικό κώμα,
- κετοξέωση,
- σοβαρές διαταραχές της νεφρικής ή ηπατικής λειτουργίας.
Σε περιπτώσεις σοβαρών διαταραχών της νεφρικής ή ηπατικής λειτουργίας, απαιτείται μετάταξη σε
ινσουλίνη.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η γλιμεπιρίδη πρέπει να λαμβάνεται λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια κάποιου γεύματος.
Όταν τα γεύματα λαμβάνονται ακανόνιστες ώρες ή όταν αυτά παραλείπονται, η αγωγή με γλιμεπιρίδη
μπορεί να οδηγήσει σε υπογλυκαιμία. Τα πιθανά συμπτώματα της υπογλυκαιμίας περιλαμβάνουν
κεφαλαλγία, εντονότατη πείνα, ναυτία, έμετο, κόπωση, υπνηλία, διαταραχές του ύπνου, ανησυχία,
επιθετικότητα, διαταραχή συγκέντρωσης, εγρήγορσης και χρόνου αντίδρασης, κατάθλιψη, σύγχυση,
διαταραχές λόγου και οπτικές διαταραχές, αφασία, τρόμο, πάρεση, αισθητηριακές διαταραχές, ζάλη,
αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης, απώλεια αυτοελέγχου, παραλήρημα, εγκεφαλικούς σπασμούς, υπνηλία
και απώλεια συνείδησης συμπεριλαμβανομένου μέχρι και του κώματος, ρηχή αναπνοή και
βραδυκαρδία. Επιπλέον, μπορεί να εμφανιστούν σημεία αδρενεργικής απορρύθμισης, όπως
εφίδρωση, υγρό δέρμα, άγχος, ταχυκαρδία, υπέρταση, αίσθημα παλμών, στηθάγχη και καρδιακές
αρρυθμίες.
Η κλινική εικόνα ενός σοβαρού υπογλυκαιμικού επεισοδίου μπορεί να ομοιάζει με αυτή του
εγκεφαλικού επεισοδίου.
Τα συμπτώματα μπορούν σχεδόν πάντα να ρυθμιστούν ταχέως με την άμεση λήψη υδατανθράκων
άχαρη). Τα τεχνητά γλυκαντικά δεν έχουν καμία δράση.
Είναι γνωστό από άλλες σουλφονυλουρίες ότι, παρά τα αρχικώς επιτυχή μέτρα αντιμετώπισης, είναι
δυνατόν να επανεμφανιστεί υπογλυκαιμία.
Σοβαρή υπογλυκαιμία ή παρατεταμένη υπογλυκαιμία, που αντιμετωπίστηκε προσωρινά μόνο με τη
συνήθη ποσότητα ζάχαρης, απαιτεί άμεση ιατρική αντιμετώπιση και περιστασιακά εισαγωγή σε
νοσοκομείο.
Παράγοντες που ευνοούν την υπογλυκαιμία περιλαμβάνουν:
- απροθυμία ή (πιο συχνά σε ηλικιωμένους ασθενείς) ανικανότητα του ασθενούς να
συνεργαστεί,
- υποσιτισμός, ακανόνιστες ώρες γευμάτων, ή παραλειπόμενα γεύματα ή περίοδοι νηστείας,
- αλλαγές στη δίαιτα,
- έλλειψη ισορροπίας μεταξύ σωματικής άσκησης και λήψης υδατανθράκων,
- κατανάλωση οινοπνεύματος, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με παραλειπόμενα γεύματα,
- διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας,
- σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία,
- υπερδοσολογία με γλιμεπιρίδη,
- συγκεκριμένες αστάθμητες διαταραχές του ενδοκρινικού συστήματος, που επηρεάζουν το
μεταβολισμό των υδατανθράκων ή την αντιρρόπηση της υπογλυκαιμίας (όπως για παράδειγμα
σε συγκεκριμένες διαταραχές της λειτουργίας του θυρεοειδούς και σε ανεπάρκεια του
πρόσθιου λοβού της υπόφυσης ή του φλοιού των επινεφριδίων),
3
- ταυτόχρονη χορήγηση συγκεκριμένων άλλων φαρμακευτικών προϊόντων (βλέπε παράγραφο
4.5).
Η θεραπεία με γλιμεπιρίδη απαιτεί τακτική παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα και στα
ούρα. Επιπλέον, συνιστάται προσδιορισμός του κλάσματος της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με γλιμεπιρίδη απαιτείται τακτική ηπατική και αιματολογική
παρακολούθηση (ειδικότερα των λευκοκυττάρων και των θρομβοκυττάρων).
Σε περιπτώσεις stress (π.χ. ατυχήματα, οξείες χειρουργικές επεμβάσεις, εμπύρετες λοιμώξεις, κ.λ.π.)
μπορεί να ενδείκνυται προσωρινή μετάταξη σε ινσουλίνη.
Δεν υπάρχει εμπειρία σχετικά με τη χρήση γλιμεπιρίδης σε ασθενείς με σοβαρή διαταραχή της
ηπατικής λειτουργίας ή σε ασθενείς υπό αιμοκάθαρση. Σε ασθενείς με σοβαρή διαταραχή της
νεφρικής ή ηπατικής λειτουργίας, ενδείκνυται μετάταξη σε ινσουλίνη.
Η θεραπεία των ασθενών με ανεπάρκεια της αφυδρογονάσης της 6-φωσφορικής γλυκόζης (G6PD) με
σουλφονυλουρίες μπορεί να οδηγήσει σε αιμολυτική αναιμία. Καθώς η γλιμεπιρίδη ανήκει στην
ομάδα των σουλφονυλουριών, πρέπει να επιδεικνύεται προσοχή σε ασθενείς με ανεπάρκεια G6PD και
πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο χρήσης εναλλακτικού παράγοντα, που δεν ανήκει στην ομάδα των
σουλφονυλουριών.
Τα δισκία γλιμεπιρίδης περιέχουν μονοϋδρική λακτόζη. Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα
δυσανεξίας στη γαλακτόζη, ανεπάρκεια της Lapp λακτάσης, ή δυσαπορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης,
δεν πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φαρμακευτικό προϊόν.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Όταν η γλιμεπιρίδη λαμβάνεται ταυτόχρονα με συγκεκριμένα άλλα φαρμακευτικά προϊόντα, μπορεί
να παρατηρηθούν τόσο ανεπιθύμητες αυξήσεις όσο και μειώσεις της υπογλυκαιμικής δράσης της
γλιμεπιρίδης. Για το λόγο αυτό, άλλα φαρμακευτικά προϊόντα πρέπει να λαμβάνονται μόνο εν γνώσει
(ή με συνταγή) του γιατρού.
Η γλιμεπιρίδη μεταβολίζεται από το κυτόχρωμα Ρ450 2C9 (CYP2C9). Είναι γνωστό ότι ο
μεταβολισμός της επηρεάζεται από συγχορήγηση επαγωγέων (π.χ. ριφαμπικίνη) ή αναστολέων (π.χ.
φλουκοναζόλη) του CYP2C9.
Αποτελέσματα από μια in vivo μελέτη αλληλεπίδρασης που έχει αναφερθεί στη βιβλιογραφία,
καταδεικνύουν ότι η επιφάνεια κάτω από την καμπύλη (AUC) της γλιμεπιρίδης αυξάνεται περίπου στο
διπλάσιο με τη φλουκοναζόλη, έναν από τους ισχυρότερους CYP2C9 αναστολείς.
Βασιζόμενοι στην εμπειρία με τη γλιμεπιρίδη και με άλλες σουλφονυλουρίες, πρέπει να αναφερθούν
οι παρακάτω αλληλεπιδράσεις.
Ενίσχυση της υπογλυκαιμικής δράσης και συνεπώς, σε ορισμένες περιπτώσεις υπογλυκαιμία, μπορεί
να εμφανιστεί όταν λαμβάνεται κάποιο από τα παρακάτω φαρμακευτικά προϊόντα, για παράδειγμα:
- φαινυλοβουταζόνη, αζαπροπαζόνη και οξυφαινοβουταζόνη
- ινσουλίνη και από του στόματος αντιδιαβητικά φαρμακευτικά προϊόντα, όπως μετφορμίνη
- σαλικυλικά και παρα-αμινο-σαλικυλικό οξύ
- αναβολικά στεροειδή και ορμόνες άρρενος
- χλωραμφαινικόλη
- ορισμένες σουλφοναμίδες μακράς δράσης
- τετρακυκλίνες
- αντιβιοτικά τύπου κινολόνης
- κλαριθρομυκίνη
- κουμαρινικά αντιπηκτικά
- disopyramide
- φενφλουραμίνη
- φιβράτες
- αναστολείς ΜΕΑ
4
- φλουοξετίνη
- αναστολείς ΜΑΟ
- αλλοπουρινόλη
- προβενεσίδη
- σουλφινπυραζόνη
- συμπαθολυτικά
- κυκλοφωσφαμίδη, τροφωσφαμίδη και ιφωσφαμίδη
- μικοναζόλη
- φλουκοναζόλη
- πεντοξυφυλλίνη (παρεντερικά σε υψηλές δόσεις)
- τριτοκουαλίνη
Εξασθένηση της υπογλυκαιμικής δράσης και συνεπώς αυξημένα επίπεδα γλυκόζης του αίματος,
μπορεί να εμφανιστεί όταν λαμβάνεται κάποιο από τα παρακάτω φαρμακευτικά προϊόντα, για
παράδειγμα:
- οιστρογόνα και προγεστογόνα,
- αλατοδιουρητικά, θειαζιδικά διουρητικά,
- διεγερτικοί παράγοντες θυρεοειδούς, γλυκοκορτικοειδή,
- παράγωγα φαινοθειαζίνης, χλωροπρομαζίνη,
- αδρεναλίνη και συμπαθομιμητικά,
- νικοτινικό οξύ (υψηλές δόσεις) και παράγωγα νικοτινικού οξέος,
- καθαρτικά (μετά από μακροχρόνια χρήση),
- φαινυτοΐνη, διαζοξείδιο
- γλυκαγόνη, βαρβιτουρικά και ριφαμπικίνη,
- ακεταζολαμίδιο.
Οι Η
2
ανταγωνιστές, οι βήτα αναστολείς, η κλονιδίνη και η ρεσερπίνη μπορεί να οδηγήσουν σε
ενίσχυση ή εξασθένηση της υπογλυκαιμικής δράσης.
Υπό τη επίδραση συμπαθολυτικών φαρμακευτικών προϊόντων, όπως βήτα αναστολείς, κλονιδίνη,
γουανεθιδίνη και ρεσερπίνη, τα σημεία της αδρενεργικής απορρύθμισης στην υπογλυκαιμία μπορεί να
μειωθούν ή να εκλείπουν.
Η λήψη οινοπνεύματος μπορεί να ενισχύσει ή να εξασθενήσει το υπογλυκαιμικό αποτέλεσμα της
γλιμεπιρίδης με απρόβλεπτο τρόπο.
Η γλιμεπιρίδη είναι δυνατόν είτε να ενισχύσει είτε να εξασθενήσει τις επιδράσεις των παραγώγων
κουμαρίνης.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Κίνδυνος σχετιζόμενος με το διαβήτη
Μη φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης αίματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σχετίζονται με
υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης συγγενών ανωμαλιών και περιγεννητικής θνησιμότητας. Συνεπώς,
το επίπεδο της γλυκόζης του αίματος πρέπει να παρακολουθείται στενά κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος τερατογένεσης. Η χρήση της ινσουλίνης
απαιτείται σε τέτοιες περιπτώσεις. Οι ασθενείς που προγραμματίζουν εγκυμοσύνη πρέπει να
ενημερώσουν το γιατρό τους.
Κίνδυνος σχετιζόμενος με τη γλιμεπιρίδη
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία από τη χρήση της γλιμεπιρίδης σε έγκυες γυναίκες. Μελέτες σε ζώα
κατέδειξαν τοξικότητα στην αναπαραγωγική ικανότητα, η οποία πιθανά σχετίζεται με τη
φαρμακολογική δράση (υπογλυκαιμία) της γλιμεπιρίδης (βλέπε παράγραφο 5.3).
Κατά συνέπεια, η γλιμεπιρίδη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Σε περίπτωση θεραπείας με γλιμεπιρίδη, αν η ασθενής προγραμματίζει να μείνει έγκυος ή αν
διαπιστωθεί εγκυμοσύνη, πρέπει να γίνει μετάταξη σε θεραπεία με ινσουλίνη το συντομότερο δυνατό.
Θηλασμός
Η απέκκριση στο μητρικό γάλα είναι άγνωστη. Η γλιμεπιρίδη απεκκρίνεται στο γάλα του αρουραίου.
Δεδομένου ότι άλλες σουλφονυλουρίες απεκκρίνονται στο μητρικό γάλα και επειδή υπάρχει ο
5
κίνδυνος υπογλυκαιμίας σε βρέφη που θηλάζουν, συνιστάται αποφυγή του θηλασμού κατά τη
διάρκεια της θεραπείας με γλιμεπιρίδη.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανών.
Η ικανότητα του ασθενούς για συγκέντρωση και αντίδραση μπορεί να επηρεαστεί ως αποτέλεσμα της
υπογλυκαιμίας ή της υπεργλυκαιμίας ή για παράδειγμα ως αποτέλεσμα οπτικής διαταραχής. Το
γεγονός αυτό μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο σε περιπτώσεις όπου αυτές οι ικανότητες είναι ιδιαίτερης
σημασίας (π.χ. οδήγηση αυτοκινήτου ή χειρισμός μηχανημάτων).
Οι ασθενείς πρέπει να καθοδηγούνται ώστε να λαμβάνουν προφυλάξεις, προκειμένου να αποφευχθεί η
υπογλυκαιμία όταν οδηγούν αυτοκίνητο. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε ασθενείς με μειωμένη ή
καθόλου αντίληψη των προειδοποιητικών σημείων υπογλυκαιμίας ή σε ασθενείς με συχνά επεισόδια
υπογλυκαιμίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να εξετάζεται αν η οδήγηση αυτοκινήτου ή ο
χειρισμός μηχανών είναι ενδεδειγμένος.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες αντιδράσεις από κλινικές έρευνες, βασίστηκαν στην εμπειρία με
γλιμεπιρίδη και άλλες σουλφονυλουρίες και αναφέρονται παρακάτω σύμφωνα με την κατάταξη ανά
οργανικό σύστημα και σε σειρά φθίνουσας εμφάνισης: πολύ συχνές (1/10), συχνές (1/100 έως
<1/10), όχι συχνές (1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες
(<1/10.000), μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Σπάνιες: θρομβοπενία, λευκοπενία, κοκκιοκυτταροπενία, ακοκκιοκυτταραιμία, ερυθροπενία,
αιμολυτική αναιμία και πανκυτταροπενία, οι οποίες είναι γενικά αναστρέψιμες μετά τη διακοπή του
φαρμάκου.
Μη γνωστές: σοβαρή θρομβοπενία με αριθμό αιμοπεταλίων λιγότερο από 10.000/μl και θρομβοπενική
πορφύρα
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα, ήπιες αντιδράσεις υπερευαισθησίας οι οποίες μπορεί
να εξελιχθούν σε σοβαρές αντιδράσεις με δύσπνοια, πτώση της αρτηριακής πίεσης και μερικές φορές
καταπληξία.
Μη γνωστές: Είναι πιθανή διασταυρούμενη αλλεργία με σουλφονυλουρίες, σουλφοναμίδες ή
συγγενείς ουσίες.
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Σπάνιες: υπογλυκαιμία
Αυτές οι υπογλυκαιμικές αντιδράσεις εμφανίζονται κατά κύριο λόγο αμέσως, μπορεί να είναι σοβαρές
και δεν είναι πάντα εύκολο να διορθωθούν. Η εμφάνιση τέτοιων αντιδράσεων εξαρτάται, όπως
εξάλλου ισχύει για άλλες υπογλυκαιμικές θεραπείες, από εξατομικευμένους παράγοντες, όπως οι
διαιτητικές συνήθειες και η δοσολογία, (βλέπε περισσότερα κάτω από την παράγραφο 4.4).
Οφθαλμικές διαταραχές
Μη γνωστές: Μπορεί να παρατηρηθούν παροδικές οπτικές διαταραχές, ιδιαίτερα κατά την έναρξη της
θεραπείας λόγω μεταβολών των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα.
Γαστρεντερικές διαταραχές
Πολύ σπάνιες: ναυτία, έμετος, διάρροια, επιγαστρική διάταση, κοιλιακή δυσανεξία και κοιλιακό
άλγος, οι οποίες σπάνια οδηγούν σε διακοπή της θεραπείας.
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Πολύ σπάνιες: μη φυσιολογική ηπατική λειτουργία (π.χ. με χολόσταση και ίκτερο), ηπατίτιδα και
ηπατική ανεπάρκεια.
Μη γνωστές: Ηπατικά ένζυμα αυξημένα.
6
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Μη γνωστές: Μπορεί να παρατηρηθούν αντιδράσεις υπερευαισθησίας του δέρματος όπως κνησμός,
εξάνθημα, κνίδωση και φωτοευαισθησία.
Παρακλινικές εξετάσεις
Πολύ σπάνιες: μείωση νατρίου στο αίμα.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας
του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης
οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της
υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες:
Ελλάδα
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Μετά από λήψη υπερβολικής δόσης, είναι δυνατόν να παρατηρηθεί υπογλυκαιμία, η οποία μπορεί να
διαρκέσει από 12 έως 72 ώρες και μπορεί να επανεμφανιστεί μετά την αρχική ανάρρωση. Τα
συμπτώματα μπορεί να μην παρουσιαστούν έως και 24 ώρες μετά τη λήψη. Γενικά, συνιστάται
παρακολούθηση σε νοσοκομείο. Μπορεί να παρατηρηθούν ναυτία, έμετος και επιγαστρικό άλγος. Η
υπογλυκαιμία μπορεί γενικά να συνοδεύεται από νευρολογικά συμπτώματα όπως ανησυχία, τρόμο,
οπτικές διαταραχές, προβλήματα συντονισμού, υπνηλία, κώμα και σπασμούς.
Διαχείριση
Η αντιμετώπιση συνίσταται κυρίως στην παρεμπόδιση της απορρόφησης της γλιμεπιρίδης με
πρόκληση εμέτου και ακολούθως στην πόση νερού ή λεμονάδας με ενεργό άνθρακα (προσροφητική
ουσία) και θειικό νάτριο (καθαρτικό). Σε περίπτωση που έχουν ληφθεί μεγάλες ποσότητες, ενδείκνυται
πλύση στομάχου ακολουθούμενη από θεραπεία με ενεργό άνθρακα και θειικό νάτριο. Σε περίπτωση
(σοβαρής) υπερδοσολογίας, ενδείκνυται εισαγωγή στο νοσοκομείο, σε μονάδα εντατικής θεραπείας.
Ξεκινήστε χορήγηση γλυκόζης όσο το δυνατόν ταχύτερα, εφόσον είναι αναγκαίο με bolus ενδοφλέβια
ένεση 50 ml από ένα διάλυμα 50% ακολουθούμενη από έγχυση διαλύματος 10% με αυστηρή
παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. Η περαιτέρω αντιμετώπιση πρέπει να είναι
συμπτωματική.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Ειδικότερα, όταν αντιμετωπίζεται θεραπευτικά η υπογλυκαιμία λόγω τυχαίας λήψης γλιμεπιρίδης σε
νεογνά και νεαρά παιδιά, η δόση της χορηγούμενης γλυκόζης πρέπει να ελέγχεται προσεκτικά ώστε να
αποφευχθεί η πιθανότητα πρόκλησης επικίνδυνης υπεργλυκαιμίας. Πρέπει να παρακολουθείται στενά
η γλυκόζη του αίματος.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Από του στόματος για μείωση της γλυκόζης του αίματος φάρμακα:
Σουλφοναμίδες, παράγωγα ουρίας.
Κωδικός ATC: A10B B12
Η γλιμεπιρίδη είναι μια από του στόματος δραστική υπογλυκαιμική ουσία που ανήκει στην ομάδα των
σουλφονυλουριών. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μη ινσουλινοεξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη.
7
Μηχανισμός δράσης
Η γλιμεπιρίδη δρα κυρίως με διέγερση της απελευθέρωσης ινσουλίνης από τα βήτα κύτταρα του
παγκρέατος. Όπως και με άλλες σουλφονυλουρίες, η δράση αυτή οφείλεται σε μια αύξηση της
απόκρισης των βήτα κυττάρων του παγκρέατος στο φυσιολογικό διεγέρτη της γλυκόζης. Επίσης, η
γλιμεπιρίδη φαίνεται να έχει έντονες εξωπαγκρεατικές δράσεις, οι οποίες ισχύουν και για τις άλλες
σουλφονυλουρίες.
Απελευθέρωση ινσουλίνης
Οι σουλφονυλουρίες ρυθμίζουν την έκκριση της ινσουλίνης κλείνοντας τον ΑΤΡ-ευαίσθητο δίαυλο
καλίου στη μεμβράνη των βήτα κυττάρων. Το κλείσιμο του διαύλου καλίου προκαλεί εκπόλωση των
βήτα κυττάρων και έχει σαν αποτέλεσμα - μέσω διάνοιξης των διαύλων ασβεστίου - την αυξημένη
εισροή ιόντων ασβεστίου στο κύτταρο.
Το γεγονός αυτό οδηγεί σε απελευθέρωση ινσουλίνης μέσω εξωκύττωσης.
Η γλιμεπιρίδη συνδέεται με υψηλό ποσοστό ανταλλαγής με μια πρωτεΐνη της μεμβράνης των βήτα
κυττάρων η οποία σχετίζεται με τον ΑΤΡ-ευαίσθητο δίαυλο καλίου, αλλά διαφέρει από το σύνηθες
σημείο σύνδεσης των σουλφονυλουριών.
Εξωπαγκρεατική δράση
Οι εξωπαγκρεατικές δράσεις συνίστανται για παράδειγμα στη βελτίωση της ευαισθησίας του
περιφερικού ιστού στην ινσουλίνη και στη μείωση της πρόσληψης ινσουλίνης από το ήπαρ.
Η πρόσληψη της γλυκόζης από το αίμα στον περιφερικό μυ και στους λιπώδεις ιστούς λαμβάνει χώρα
μέσω ειδικών πρωτεϊνών-μεταφορέων, οι οποίες εντοπίζονται στη μεμβράνη του κυττάρου. Η
μεταφορά της γλυκόζης σ’ αυτούς τους ιστούς είναι το στάδιο που περιορίζει το ρυθμό χρήσης της
γλυκόζης. Η γλιμεπιρίδη αυξάνει πολύ γρήγορα τον αριθμό των ενεργών μορίων-φορέων γλυκόζης
στις πλασματικές μεμβράνες των μυϊκών και λιπωδών κυττάρων στο πλάσμα, καταλήγοντας σε
διέγερση της πρόσληψης γλυκόζης.
Η γλιμεπιρίδη αυξάνει τη δραστικότητα της γλυκοσυλ-φωσφατιδυλο-ινοσιτολ-ειδικής φωσφολιπάσης
C, η οποία μπορεί να συσχετίζεται με την προκαλούμενη από το φάρμακο λιπογένεση και
γλυκογένεση σε απομονωμένα λιπώδη και μυϊκά κύτταρα. Η γλιμεπιρίδη αναστέλλει την παραγωγή
γλυκόζης στο ήπαρ, μέσω αύξησης της ενδοκυτταρικής συγκέντρωσης της 2,6 διφωσφορικής
φρουκτόζης, η οποία με τη σειρά της αναστέλλει τη γλυκονεογένεση.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Σε υγιή άτομα, η ελάχιστη αποτελεσματική από του στόματος δόση είναι περίπου 0,6 mg. H δράση
της γλιμεπιρίδης είναι δοσοεξαρτώμενη και αναπαραγώγιμη. Η φυσιολογική απόκριση σε έντονη
σωματική άσκηση, μείωση της έκκρισης ινσουλίνης, διατηρείται υπό τη γλιμεπιρίδη.
Δεν υπήρξε σημαντική διαφορά στη δράση ανεξάρτητα αν το φαρμακευτικό προϊόν χορηγήθηκε 30
λεπτά ή αμέσως πριν από κάποιο γεύμα. Σε διαβητικούς ασθενείς, ένας καλός μεταβολικός έλεγχος για
24 ώρες μπορεί να επιτευχθεί με μια εφάπαξ ημερήσια δόση.
Μολονότι ο υδροξυ-μεταβολίτης της γλιμεπιρίδης προκάλεσε μικρή αλλά σημαντική μείωση στη
γλυκόζη του ορού σε υγιή άτομα, στο μεταβολίτη αυτό αποδίδεται μικρό μόνο μέρος της συνολικής
δράσης.
Συνδυασμένη θεραπεία με μετφορμίνη
Σε μια μελέτη, οι ασθενείς που δεν ήταν επαρκώς ρυθμισμένοι με τη μέγιστη δόση μετφορμίνης,
παρουσίασαν βελτίωση του μεταβολικού ελέγχου κατά την ταυτόχρονη θεραπεία με γλιμεπιρίδη
συγκριτικά με τη μεμονωμένη θεραπεία με μετφορμίνη.
Συνδυασμένη θεραπεία με ινσουλίνη
Τα δεδομένα σχετικά με τη συνδυασμένη θεραπεία με ινσουλίνη είναι περιορισμένα. Σε ασθενείς που
δεν ήταν επαρκώς ρυθμισμένοι με τη μέγιστη δόση γλιμεπιρίδης, μπορεί να γίνει έναρξη
συνδυασμένης θεραπείας με ινσουλίνη. Σε δύο μελέτες, ο συνδυασμός επέφερε την ίδια βελτίωση στο
μεταβολικό έλεγχο όπως και η ινσουλίνη μεμονωμένη. Εντούτοις, απαιτήθηκε χαμηλότερη μέση δόση
ινσουλίνης στη συνδυασμένη θεραπεία.
8
Ειδικές κατηγορίες πληθυσμού:
Παιδιατρικός πληθυσμός:
Μια ελεγχόμενη κλινική μελέτη (χορήγηση γλιμεπιρίδης μέχρι 8 mg την ημέρα ή χορήγηση
μετφορμίνης μέχρι 2.000 mg ημερησίως), διάρκειας 24 εβδομάδων διεξήχθη σε 285 παιδιά (ηλικίας 8-
17 ετών) με διαβήτη τύπου 2. Τόσο με τη γλιμεπιρίδη όσο και με τη μετφορμίνη παρουσιάστηκε
σημαντική μείωση της HbA1c (γλιμεπιρίδη -0,95 (se 0,41), μετφορμίνη -1,39 (se 0,40)) έναντι των
αρχικών τιμών. Ωστόσο, η γλιμεπιρίδη δεν πέτυχε τα κριτήρια μη κατωτερότητας έναντι της
μετφορμίνης ως προς τη μέση μεταβολή της HbA1c έναντι των αρχικών τιμών. Η διαφορά από τις
θεραπείες ήταν 0,44% υπέρ της μετφορμίνης. Το ανώτατο όριο (1,05) του διαστήματος εμπιστοσύνης
95% για τη διαφορά δεν βρισκόταν κάτω από 0,3% του εύρους της μη κατωτερότητας.
Μετά από την αγωγή με γλιμεπιρίδη, δεν εντοπίστηκε κάποιο νέο θέμα ασφάλειας στα παιδιά σε
σύγκριση με τους ενήλικες ασθενείς που έχουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Δεν διατίθενται
μακροχρόνιας διάρκειας στοιχεία αναφορικά με την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια σε
παιδιατρικούς ασθενείς.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η βιοδιαθεσιμότητα της γλιμεπιρίδης μετά την από του στόματος χορήγηση είναι πλήρης. Η λήψη
τροφής δεν έχει καμιά σημαντική επίδραση στην απορρόφηση, απλά το ποσοστό απορρόφησης
μειώνεται ελαφρά. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις στον ορό (C
max
), επιτυγχάνονται περίπου 2,5 ώρες μετά
την από του στόματος λήψη (μέση τιμή 0,3 μg/ml μετά από πολλαπλές δόσεις των 4 mg ημερησίως)
και υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ δόσης και αμφότερων των C
max
και ΑUC (επιφάνεια κάτω από
την καμπύλη χρόνου/συγκέντρωσης).
Κατανομή
Η γλιμεπιρίδη έχει πολύ χαμηλό όγκο κατανομής (περίπου 8,8 λίτρα) που αντιστοιχεί αδρά στο χώρο
κατανομής της λευκωματίνης, υψηλή πρωτεϊνική σύνδεση (>99%) και χαμηλή κάθαρση (περίπου 48
ml/min). Σε ζώα, η γλιμεπιρίδη αποβάλλεται στο γάλα. Η γλιμεπιρίδη διέρχεται μέσω του πλακούντα.
Η δίοδος διαμέσω του αιματοεγκεφαλικού φραγμού είναι μικρή.
Βιομετατροπή και απομάκρυνση
Η μέση εππικρατέστερη ημιπερίοδος ζωής στον ορό, η οποία είναι σημαντική για τις συγκεντρώσεις
στον ορό σε καταστάσεις πολλαπλών δόσεων, είναι περίπου 5 έως 8 ώρες. Σε υψηλές δόσεις,
παρατηρήθηκαν ελαφρά μεγαλύτερες ημιπερίοδοι ζωής.
Μετά από εφάπαξ δόση ραδιοεπισημασμένης γλιμεπιρίδης, το 58% της ραδιενέργειας ανακτήθηκε
στα ούρα και το 35% στα κόπρανα. Δεν ανιχνεύτηκε αμετάβλητη ουσία στα ούρα. Δύο μεταβολίτες
της - που πιθανότατα προκύπτουν από το μεταβολισμό στο ήπαρ (το κυρίως ένζυμο είναι το CYP2C9)
– ταυτοποιήθηκαν τόσο στα ούρα όσο και στα κόπρανα: το υδροξυ παράγωγο και το καρβοξυ
παράγωγο. Μετά την από του στόματος χορήγηση της γλιμεπιρίδης, οι τελικές ημιπερίοδοι ζωής
αυτών των μεταβολιτών ήταν 3 έως 6 και 5 έως 6 ώρες, αντίστοιχα.
Η σύγκριση μεταξύ εφάπαξ και πολλαπλής εφάπαξ ημερήσιας δόσης δεν απεκάλυψε σημαντικές
διαφορές στη φαρμακοκινητική και η διαφορά μεταξύ ατόμων ήταν πολύ χαμηλή. Δεν παρατηρήθηκε
σημαντική συσσώρευση.
Ειδικές κατηγορίες πληθυσμού
Η φαρμακοκινητική σε άνδρες και γυναίκες ήταν παρόμοια, καθώς επίσης και μεταξύ νέων και
ηλικιωμένων (άνω των 65 ετών) ασθενών. Σε ασθενείς με χαμηλή κάθαρση κρεατινίνης,
παρατηρήθηκε τάση αύξησης της κάθαρσης γλιμεπιρίδης και μείωση των μέσων συγκεντρώσεων
στον ορό, η οποία πιθανότατα προκύπτει από την ταχύτερη απομάκρυνση λόγω χαμηλότερης
πρωτεϊνικής σύνδεσης. Η απομάκρυνση από τους νεφρούς των δύο μεταβολιτών ήταν μειωμένη.
Συνολικά δεν πρέπει να αναμένεται επιπρόσθετος κίνδυνος συσσώρευσης σε τέτοιους ασθενείς.
Η φαρμακοκινητική σε πέντε μη διαβητικούς ασθενείς μετά από εγχείρηση χοληφόρων ήταν παρόμοια
με αυτή υγιών ατόμων.
Παιδιατρικός πληθυσμός:
9
Σε μια μελέτη σε μη νήστεις, όπου διερευνήθηκε η φαρμακοκινητική, η ασφάλεια και η ανοχή μιας
εφάπαξ δόσης του 1 mg γλιμεπιρίδης σε 30 παιδιατρικούς ασθενείς (4 παιδιά ηλικίας 10-12 ετών και
26 παιδιά ηλικίας 12-17 ετών) με διαβήτη τύπου 2 φάνηκε ότι η μέση τιμή των AUC(0-last), Cmax
και t1/2 είναι παρόμοια με εκείνη που είχε παρατηρηθεί στους ενήλικες.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Οι παρατηρηθείσες προκλινικές δράσεις σημειώθηκαν σε εκθέσεις στο φάρμακο επαρκώς
υπερβαίνουσες τη μέγιστη ανθρώπινη έκθεση, υποδεικνύοντας έτσι τη μικρή σημασία στην κλινική
χρήση ή ότι οφείλονται στη φαρμακοδυναμική δράση (υπογλυκαιμία) της ουσίας. Αυτό το εύρημα
βασίζεται σε συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας επαναλαμβανόμενων
δόσεων, γονοτοξικότητας, καρκινογόνου δράσης και τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα.
Στις τελευταίες (συμπεριλαμβανομένων εμβρυοτοξικότητας, τερατογένεσης και τοξικότητας στην
ανάπτυξη) οι παρατηρηθείσες ανεπιθύμητες ενέργειες θεωρήθηκαν ως δευτερεύουσες των
υπογλυκαιμικών δράσεων που προκαλούνται από την ουσία στις μητέρες και τους απογόνους.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΈΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Όλες οι περιεκτικότητες
Λακτόζη μονοϋδρική
Άμυλο καρβοξυμεθυλιωμένο νατριούχο τύπος Α
Ποβιδόνη Κ-30
Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη
Μαγνήσιο στεατικό
1 mg δισκία: Σιδήρου οξείδιο ερυθρό (Ε172)
2 mg δισκία: Σιδήρου οξείδιο κίτρινο (Ε172)
Ινδικοκαρμίνιο αργιλούχος λάκκα (Ε132)
3 mg δισκία: Σιδήρου οξείδιο κίτρινο (Ε172)
4 mg δισκία: Ινδικοκαρμίνιο αργιλούχος λάκκα (Ε132)
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
1 mg δισκία: 18 μήνες
2 mg δισκία: 18 μήνες
3 mg δισκία: 2 χρόνια
4 mg δισκία: 2 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κυψέλες αλουμινίου PVC/PVdC.
Συσκευασίες: 20, 28, 30, 50, 60, 90, 120 και 200 δισκία
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ειδικές προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
TEVA Pharma B.V.
Computerweg 10, 3542 DR Utrecht
Ολλανδία
10
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
11