παραλήρημα, σπασμοί, ζάλη και κοιλιακή αρρυθμία μπορεί να
εμφανισθούν, αλλά μπορεί να ξεκινήσουν ύπουλα και να αγνοηθούν.
Στην πλειονότητα των προσβεβλημένων ασθενών, η υπομαγνησιαιμία
βελτιώθηκε μετά την αντικατάσταση του μαγνησίου και τη διακοπή του
αναστολέα αντλίας πρωτονίων.
Για τους ασθενείς που αναμένεται να έχουν παρατεταμένη θεραπεία ή
που λαμβάνουν αναστολείς αντλίας πρωτονίων με διγοξίνη ή φάρμακα
που μπορεί να προκαλέσουν υπομαγνησιαιμία (π.χ. διουρητικά), οι
επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να εξετάζουν την πιθανότητα μέτρησης
των επιπέδων μαγνησίου πριν την έναρξη της θεραπείας με αναστολείς
αντλίας πρωτονίων και περιοδικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, ιδίως αν χρησιμοποιηθούν σε
υψηλές δόσεις και για μεγάλα χρονικά διαστήματα (>1 έτους), μπορεί
να αυξήσουν ελαφρώς τον κίνδυνο κατάγματος ισχίου, καρπού και
σπονδυλικής στήλης, κυρίως σε ηλικιωμένους ή παρουσία άλλων
καταγεγραμμένων παραγόντων κινδύνου. Οι μελέτες παρατήρησης
δείχνουν ότι οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων μπορεί να αυξήσουν
τον συνολικό κίνδυνο κατάγματος κατά 10-40%. Μέρος αυτής της
αύξησης μπορεί να οφείλεται σε άλλους παράγοντες κινδύνου. Ασθενείς
σε κίνδυνο οστεοπόρωσης πρέπει να λαμβάνουν μέριμνα, σύμφωνα με
τις ισχύουσες κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες και θα πρέπει να έχουν
επαρκή πρόσληψη της βιταμίνης D και ασβεστίου.
Υποξύς δερματικός ερυθηματώδης λύκος (ΥΔΕΛ)
Οι αναστολείς αντλίας πρωτονίων σχετίζονται με πολύ σπάνια
περιστατικά υποξέος δερματικού ερυθηματώδους λύκου. Εάν
παρατηρηθούν βλάβες, ιδίως σε περιοχές του δέρματος που εκτίθενται
στον ήλιο, συνοδευόμενες από αρθραλγία, ο ασθενής πρέπει να
αναζητήσει άμεσα ιατρική βοήθεια και οι επαγγελματίες του τομέα της
υγείας πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο διακοπής της χορήγησης του
Flusal. Η εμφάνιση υποξέος δερματικού ερυθηματώδους λύκου μετά από
τη χορήγηση ενός αναστολέα αντλίας πρωτονίων ενδέχεται να αυξάνει
τον κίνδυνο υποξέος δερματικού ερυθηματώδους λύκου με άλλους
αναστολείς αντλίας πρωτονίων.
Επίδραση στις εργαστηριακές εξετάσεις
Το αυξημένο επίπεδο χρωμογρανίνης Α (CgA) μπορεί να επηρεάσει τις
εξετάσεις για νευροενδοκρινικούς όγκους. Για να αποφευχθεί αυτή η
επιρροή, θα πρέπει, η θεραπεία με ομεπραζόλη, να σταματά
τουλάχιστον 5 ημέρες πριν από τις CgA μετρήσεις (βλέπε παράγραφο
5.1). Εάν οι τιμές της CgA και της γαστρίνης δεν επανέλθουν εντός του
εύρους των τιμών αναφοράς μετά την αρχική μέτρηση, οι μετρήσεις
πρέπει να επαναληφθούν 14 ημέρες μετά τη διακοπή της χρήσης
αναστολέα αντλίας πρωτονίων.
Μερικά παιδιά με χρόνιες παθήσεις μπορεί να χρειαστούν μακροχρόνια
θεραπεία παρόλο που δεν ενδείκνυται.
Η θεραπεία με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων μπορεί να οδηγήσει
σε ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης γαστρεντερικών λοιμώξεων
όπως από Salmonella και
Campylobacter
και σε νοσηλευόμενους ασθενείς
πιθανώς επίσης από Clostridium difficile. (βλέπε παράγραφο 5.1).