σελίδα 1
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΌΝΤΟΣ
Midazolam B. Braun 1 mg/ml Ενέσιμο διάλυμα/διάλυμα για έγχυση ή ορθικό
διάλυμα
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
1 ml διαλύματος περιέχει 1mg μιδαζολάμης
ως 1,112 mg υδροχλωρικής μιδαζολάμης
Κάθε φύσιγγα με 5 ml διαλύματος περιέχει 5 mg μιδαζολάμης
ως 5,560 mg υδροχλωρικής μιδαζολάμης
Κάθε φιάλη με 50 ml διαλύματος περιέχει 50 mg μιδαζολάμης
ως 55,60 mg υδροχλωρική μιδαζολάμη
Κάθε φιάλη με 100 ml διαλύματος περιέχει 100 mg μιδαζολάμης
ως 111,2 mg υδροχλωρική μιδαζολάμη
Έκδοχα με γνωστές δράσεις: νάτριο 3,5 mg/ml
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΉ
Ενέσιμο διάλυμα/διάλυμα για έγχυση ή ορθικό διάλυμα.
Ένα διαυγές, άχρωμο, υδατικό διάλυμα
(pH 2,9 – 3,7)
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Midazolam B. Braun είναι ένα υπνωτικό φαρμακευτικό προϊόν βραχείας
διάρκειας, το οποίο ενδείκνυται για:
Σε ενηλίκους
ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ πριν και κατά τη διάρκεια διαγνωστικών ή
θεραπευτικών διαδικασιών με ή χωρίς τοπική αναισθησία
ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ
Προνάρκωση πριν την εισαγωγή στην αναισθησία,
Εισαγωγή στην αναισθησία,
Ως κατασταλτικό συστατικό σε συνδυασμένη αναισθησία.
ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΣΕ ΜΟΝΑΔΕΣ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ
σελίδα 2
Σε παιδιά
ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ πριν και κατά τη διάρκεια διαγνωστικών και
θεραπευτικών διαδικασιών με ή χωρίς τοπική αναισθησία
ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ
Προνάρκωση πριν την εισαγωγή στην αναισθησία
ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΣΕ ΜΟΝΑΔΕΣ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
ΤΥΠΙΚΗ ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Η μιδαζολάμη είναι ένας ισχυρός κατασταλτικός παράγοντας που απαιτεί
τιτλοδότηση και αργή χορήγηση. Η τιτλοδότηση συνιστάται επισταμένως για
την επίτευξη του επιθυμητού επιπέδου καταστολής σύμφωνα με τις κλινικές
ανάγκες, τη φυσική κατάσταση, την ηλικία και τη συγχορηγούμενη
φαρμακευτική αγωγή. Σε ενηλίκους άνω των 60 ετών, σε εξασθενημένους ή
χρόνιους ασθενείς και σε παιδιατρικούς ασθενείς, η δόση πρέπει να
καθορίζεται με προσοχή, ενώ πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικοί
παράγοντες κινδύνου για κάθε ασθενή. Στον παρακάτω πίνακα παρατίθενται
οι τυπικές δοσολογίες. Πρόσθετες λεπτομέρειες παρέχονται στο κείμενο κάτω
από τον πίνακα.
Ένδειξη
Ενήλικοι <60 ετών
Ενήλικοι ≥60 ετών
/ εξασθενημένοι ή
χρόνιοι ασθενείς
Παιδιατρικοί
ασθενείς
Ενσυνείδητη
καταστολή
ενδοφλεβίως
Αρχική δόση: 2 – 2,5
mg
Δόσεις τιτλοδότησης:
1 mg
Συνολική δόση: 3,5 –
7,5 mg
ενδοφλεβίως
Αρχική δόση: 0,5 – 1
mg
Δόσεις τιτλοδότησης:
0,5 – 1 mg
Συνολική δόση: < 3,5
mg
ενδοφλεβίως σε
ασθενείς 6 μηνών
– 5 ετών
Αρχική δόση: 0,05 –
0,1 mg/kg
Συνολική δόση: <6
mg
ενδοφλεβίως σε
ασθενείς 6 – 12
ετών
Αρχική δόση: 0,025 –
0,05 mg/kg
Συνολική δόση: < 10
mg
ορθικά σε
ασθενείς > 6
μηνών
0,3 – 0,5 mg/kg
ενδομυϊκά σε
ασθενείς 1 – 15
ετών
0,05 – 0,15mg/kg
Προνάρκωση
αναισθησίας
ενδομυϊκά
0,07 – 0,1 mg/kg
ενδομυϊκά
0,025 – 0,05 mg/kg
ορθικά σε
ασθενείς >6
μηνών
0,3 – 0,5 mg/kg
ενδομυϊκά σε
ασθενείς 1 – 15
σελίδα 3
ετών
0,08 – 0,2 mg/kg
Εισαγωγή στην
αναισθησία
ενδοφλεβίως
0,15 – 0,2 mg/kg
(0,3 – 0,35 χωρίς
προνάρκωση)
ενδοφλεβίως
0,1 – 0,2 mg/kg
(0,15 – 0,3 χωρίς
προνάρκωση)
Κατασταλτικό
συστατικό σε
συνδυασμένη
αναισθησία
ενδοφλεβίως
περιοδικές δόσεις των
0,03 – 0,1 mg/kg ή
συνεχής έγχυση 0,03 –
0,1 mg/kg/h
ενδοφλεβίως
χαμηλότερες δόσεις
από αυτές που
συνιστούνται για
τους ενηλίκους < 60
ετών
Καταστολή σε ΜΕΘ
ενδοφλεβίως
Δόση εφόδου: 0,03 – 0,3 mg/kg σε
προσαυξήσεις του 1 – 2,5 mg
Δόση συντήρησης: 0,03 – 0,2 mg/kg/h
ενδοφλεβίως
σε
νεογνά
<32
εβδομάδων κύησης
0,03 mg/kg/h
ενδοφλεβίως
σε νεογνά >32
εβδομάδων και
βρέφη έως 6
μηνών
0,06 mg/kg/h
Ενδοφλεβίως σε
ασθενείς >6
μηνών
Δόση εφόδου: 0,05 –
0,2 mg/kg
Δόση συντήρησης:
0,06 – 0,12 mg/kg/h
ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ
Για την ενσυνείδητη καταστολή πριν από διαγνωστική ή χειρουργική
επέμβαση, η μιδαζολάμη χορηγείται ενδοφλεβίως. Η δόση πρέπει να
εξατομικεύεται και να τιτλοδοτείται, και δεν θα πρέπει να χορηγείται ως
ταχεία ένεση ή ως εφάπαξ ένεση εφόδου (bolus). Η έναρξη της καταστολής
μπορεί να ποικίλει από ασθενή σε ασθενή, ανάλογα με την φυσική κατάσταση
του ασθενούς και τις λεπτομερείς συνθήκες της δοσολόγησης .χ. ταχύτητα
χορήγησης, ποσότητα δόσης). Εάν είναι αναγκαίο, μπορούν να χορηγηθούν
επιπλέον δόσεις σύμφωνα με τις εξατομικευμένες ανάγκες. Η δράση ξεκινά
περίπου 2 λεπτά μετά την ένεση. Το μέγιστο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται σε
περίπου 5 έως 10 λεπτά.
Ενήλικοι
Η ενδοφλέβια έγχυση μιδαζολάμης πρέπει να γίνεται αργά με ρυθμό 1 mg ανά
30 δευτερόλεπτα περίπου. Σε ενηλίκους κάτω των 60 ετών, η αρχική δόση
είναι 2 έως 2,5 mg χορηγούμενη 5 έως 10 λεπτά πριν την έναρξη της
διαδικασίας. Επιπλέον δόσεις του 1 mg μπορούν να χορηγηθούν, σύμφωνα με
τις ανάγκες. Η μέση συνολική δόση έχει βρεθεί πως κυμαίνεται μεταξύ 3,5 και
7,5 mg. Συνήθως δεν απαιτείται συνολική δόση μεγαλύτερη από 5 mg. Σε
ενηλίκους άνω των 60 ετών, εξασθενημένους ή χρόνιους ασθενείς ξεκινήστε
χορηγώντας δόση 0,5 έως 1 mg. Επιπλέον δόσεις του 0,5 έως 1 mg μπορούν να
χορηγηθούν, σύμφωνα με τις ανάγκες. Συνήθως δεν απαιτείται συνολική δόση
μεγαλύτερη από 3,5 mg.
σελίδα 4
Παιδιατρικοί ασθενείς
Ενδοφλέβια χορήγηση: Η μιδαζολάμη θα πρέπει να τιτλοδοτείται αργά έως το
επιθυμητό κλινικό αποτέλεσμα. Η αρχική δόση μιδαζολάμης θα πρέπει να
χορηγείται σε διάστημα 2 έως 3 λεπτών. Θα πρέπει να περιμένετε επιπλέον 2
έως 5 λεπτά για να αξιολογήσετε πλήρως το κατασταλτικό αποτέλεσμα
προτού ξεκινήσετε μια διαδικασία ή επαναλάβετε μία δόση. Εάν απαιτείται
περαιτέρω καταστολή, η τιτλοδότηση θα πρέπει να συνεχιστεί με μικρές
προσαυξήσεις ώσπου να επιτευχθεί το ενδεδειγμένο επίπεδο καταστολής.
Βρέφη και μικρά παιδιά κάτω των 5 ετών ίσως χρειαστούν σημαντικά
μεγαλύτερες δόσεις (mg/kg) απ’ ό,τι μεγαλύτερα παιδιά και έφηβοι.
Παιδιατρικοί ασθενείς ηλικίας κάτω των 6 μηνών: οι παιδιατρικοί
ασθενείς κάτω των 6 μηνών είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην απόφραξη
αεροφόρων οδών και την υπόπνοια. Για το λόγο αυτό δεν συνιστάται η
χρήση στην ενσυνείδητη καταστολή για βρέφη ηλικίας κάτω των 6 μηνών.
Παιδιατρικοί ασθενείς ηλικίας 6 μηνών έως 5 ετών: αρχική δόση 0,05 έως
0,1 mg/kg. Ενδεχομένως να χρειαστεί συνολική δόση έως και 0,6 mg/kg για
την επίτευξη του επιθυμητού τελικού σημείου. Η συνολική δόση δεν πρέπει
ωστόσο να υπερβεί τα 6 mg. Η παρατεταμένη καταστολή και ο κίνδυνος
υπόπνοιας μπορεί να σχετίζονται με τις υψηλότερες δόσεις.
Παιδιατρικοί ασθενείς ηλικίας 6 έως 12 ετών: αρχική δόση 0,025 έως 0,05
mg/kg. Ίσως χρειαστεί συνολική δόση έως και 0,4 mg/kg με μέγιστο τα
10 mg. Η παρατεταμένη καταστολή και ο κίνδυνος υπόπνοιας μπορεί να
σχετίζονται με τις υψηλότερες δόσεις.
Παιδιατρικοί ασθενείς ηλικίας 12 έως 16 ετών: θα πρέπει να
δοσολογούνται όπως οι ενήλικοι.
Ορθική χορήγηση: Η συνολική δόση της μιδαζολάμης κυμαίνεται συνήθως
μεταξύ 0,3 και 0,5 mg/kg. Η ορθική χορήγηση του διαλύματος της φύσιγγας
πραγματοποιείται με πλαστικό εξάρτημα χορήγησης που στερεώνεται στο άκρο
της σύριγγας. Εάν ο προς χορήγηση όγκος είναι υπερβολικά μικρός, μπορεί να
προστεθεί νερό έως το συνολικό όγκο των 10 ml. Η συνολική δόση θα πρέπει
να χορηγείται εφάπαξ. Θα πρέπει να αποφεύγεται η επαναλαμβανόμενη ορθική
χορήγηση. Δεν συνιστάται η χρήση σε βρέφη ηλικίας κάτω των 6 μηνών, διότι
τα διαθέσιμα δεδομένα γι' αυτόν τον πληθυσμό είναι περιορισμένα.
Ενδομυϊκή χορήγηση: Οι χρησιμοποιούμενες δόσεις κυμαίνονται μεταξύ 0,05
και 0,15 mg/kg. Συνήθως δεν απαιτείται συνολική δόση μεγαλύτερη από 10,0
mg. Αυτή η οδός πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Θα πρέπει να προτιμάται η ορθική χορήγηση, διότι η ενδομυϊκή ένεση είναι
επώδυνη.
Σε παιδιατρικούς ασθενείς με σωματικό βάρος κάτω των 15 kg, δεν
συνιστώνται διαλύματα μιδαζολάμης με συγκεντρώσεις άνω του 1 mg/ml.
Υψηλότερες συγκεντρώσεις θα πρέπει να αραιώνονται σε 1 mg/ml.
ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ
ΠΡΟΝΑΡΚΩΣΗ
Η προνάρκωση με μιδαζολάμη χορηγούμενη λίγο πριν από μία διαδικασία
επιφέρει καταστολή (επαγωγή υπνηλίας και ανακούφιση από την αγωνία) και
σελίδα 5
προεγχειρητική εξασθένιση της μνήμης. Η μιδαζολάμη μπορεί επίσης να
χορηγηθεί σε συνδυασμό με αντιχολινεργικά. Για αυτήν την ένδειξη, η
μιδαζολάμη θα πρέπει να χορηγείται ενδομυϊκά, βαθιά σε μεγάλη μυϊκή μάζα,
20 έως 60 λεπτά πριν από την εισαγωγή στην αναισθησία), ή κατά προτίμηση
μέσω της ορθικής οδού σε παιδιά (βλ. παρακάτω). Επιβάλλεται η ενδεδειγμένη
παρακολούθηση του ασθενούς μετά τη χορήγηση προνάρκωσης, λόγω των
διαφορών της ευαισθησίας από άτομο σε άτομο και του ενδεχομένου
εμφάνισης συμπτωμάτων υπερδοσολογίας.
Ενήλικοι
Για την προεγχειρητική καταστολή και την εξασθένιση της μνήμης των
προεγχειρητικών συμβάντων, η συνιστώμενη δόση για ενηλίκους με Φυσική
Κατάσταση Ι & ΙΙ κατά ASA και ηλικία κάτω των 60 ετών, είναι 0,07 έως 0,1
mg/kg χορηγούμενη ενδομυϊκά. Η δόση πρέπει να μειώνεται και να
εξατομικεύεται όταν η μιδαζολάμη χορηγείται σε ενηλίκους ηλικίας άνω των
60 ετών, εξασθενημένους ή χρόνιους ασθενείς. Συνιστάται δόση 0,025 έως
0,05 mg/kg χορηγούμενη ενδομυϊκά. Η συνήθης δόση είναι 2 έως 3 mg.
Παιδιατρικοί ασθενείς
Ορθική χορήγηση: Η συνολική δόση μιδαζολάμης, η οποία συνήθως κυμαίνεται
μεταξύ 0,3 και 0,5 mg/kg θα πρέπει να χορηγείται 15 έως 30 λεπτά πριν από
την εισαγωγή στην αναισθησία. Η ορθική χορήγηση του διαλύματος της
φύσιγγας πραγματοποιείται με πλαστικό εξάρτημα χορήγησης που
στερεώνεται στο άκρο της σύριγγας. Εάν ο προς χορήγηση όγκος είναι
υπερβολικά μικρός, μπορεί να προστεθεί νερό έως το συνολικό όγκο των 10 ml.
Ενδομυϊκή χορήγηση: Καθώς η ενδομυϊκή ένεση είναι επώδυνη, η οδός αυτή θα
πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Θα πρέπει να
προτιμάται η ορθική χορήγηση. Εντούτοις, δόση μιδαζολάμης σε εύρος μεταξύ
0,08 και 0,2 mg/kg χορηγούμενη ενδομυϊκά, έχει φανεί πως είναι
αποτελεσματική και ασφαλής. Σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας μεταξύ 1
και 15 ετών απαιτούνται αναλογικά υψηλότερες δόσεις απ’ ό,τι σε ενηλίκους
σε σχέση με το σωματικό βάρος.
Η χρήση σε βρέφη ηλικίας κάτω των 6 μηνών δεν συνιστάται διότι τα
διαθέσιμα δεδομένα είναι περιορισμένα.
Σε παιδιατρικούς ασθενείς με σωματικό βάρος κάτω των 15 kg, δεν
συνιστώνται διαλύματα μιδαζολάμης με συγκεντρώσεις άνω του 1 mg/ml.
Υψηλότερες συγκεντρώσεις θα πρέπει να αραιώνονται σε 1 mg/ml.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ενήλικοι
Εάν η μιδαζολάμη χρησιμοποιείται για την εισαγωγή στην αναισθησία πριν
από τη χορήγηση άλλων αναισθητικών παραγόντων, η εξατομικευμένη
απόκριση ποικίλλει. Η δόση θα πρέπει να τιτλοδοτείται έως το απαιτούμενο
αποτέλεσμα σύμφωνα με την ηλικία και την κλινική κατάσταση του ασθενούς.
Όταν η μιδαζολάμη χρησιμοποιείται πριν ή σε συνδυασμό με άλλους
ενδοφλέβιους ή εισπνεόμενους παράγοντες για την εισαγωγή στην
αναισθησία, η αρχική δόση κάθε παράγοντα πρέπει να ελαττώνεται
σημαντικά. Το επιθυμητό επίπεδο αναισθησίας επιτυγχάνεται με σταδιακή
τιτλοδότηση. Η ενδοφλέβια δόση εισαγωγής της μιδαζολάμης θα πρέπει να
χορηγείται αργά με προσαυξήσεις. Κάθε προσαύξηση που δεν υπερβαίνει τα 5
σελίδα 6
mg θα πρέπει να ενίεται σε διάστημα 20 έως 30 δευτερόλεπτων, με
διαλείμματα 2 λεπτών ανάμεσα σε διαδοχικές προσαυξήσεις.
Σε ενηλίκους ηλικίας κάτω των 60 ετών, αρκεί συνήθως μία ενδοφλέβια
δόση 0,15 έως 0,2 mg/kg. Σε μη προναρκωμένους ασθενείς κάτω των 60
ετών, η δόση μπορεί να είναι υψηλότερη (0,3 έως 0,35 mg/kg ενδοφλεβίως).
Εάν απαιτείται για την ολοκλήρωση της εισαγωγής, μπορούν να
χρησιμοποιηθούν προσαυξήσεις περίπου 25% της αρχικής δόσης του
ασθενούς. Εναλλακτικά η εισαγωγή μπορεί να ολοκληρωθεί με
εισπνεόμενα αναισθητικά. Σε ανθεκτικά περιστατικά, μπορεί να
χρησιμοποιηθεί συνολική δόση εισαγωγής έως 0,6 mg/kg, αλλά οι
μεγαλύτερες δόσεις μπορεί να παρατείνουν την ανάνηψη.
Σε ενήλικες ηλικίας άνω των 60 ετών, εξασθενημένους ή χρόνιους
ασθενείς, η δόση είναι 0,1 έως 0,2 mg/kg χορηγούμενη ενδοφλεβίως. Οι μη
προναρκωμένοι ασθενείς ηλικίας άνω των 60 ετών χρειάζονται συνήθως
περισσότερη μιδαζολάμη για την εισαγωγή. Συνιστάται αρχική δόση 0,15
έως 0,3 mg/kg. Οι μη προναρκωμένοι ασθενείς με βαριά συστηματική νόσο ή
άλλη εξασθένιση χρειάζονται συνήθως λιγότερη μιδαζολάμη για την
εισαγωγή. Συνήθως αρκεί μία αρχική δόση 0,15 έως 0,25 mg/kg.
ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΗ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ
Ενήλικοι
Η μιδαζολάμη μπορεί να χορηγηθεί ως κατασταλτικό συστατικό σε
συνδυασμένη αναισθησία είτε με επιπλέον περιοδικές, μικρές ενδοφλέβιες
δόσεις (εύρος μεταξύ 0,03 και 0,1 mg/kg) είτε με συνεχή έγχυση ενδοφλέβιας
μιδαζολάμης (εύρος μεταξύ 0,03 και 0,1 mg/kg/h) συνήθως σε συνδυασμό με
αναλγητικά. Η δόση και τα μεσοδιαστήματα μεταξύ των δόσεων ποικίλλουν
ανάλογα με την αντίδραση του εκάστοτε ασθενούς.
Σε ενηλίκους 60 ετών και άνω, εξασθενημένους ή χρόνιους ασθενείς,
απαιτούνται χαμηλότερες δόσεις συντήρησης.
ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΣΕ ΜΟΝΑΔΕΣ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ
Το επιθυμητό επίπεδο καταστολής επιτυγχάνεται με σταδιακή τιτλοδότηση της
μιδαζολάμης, ακολουθούμενης είτε από συνεχή έγχυση είτε από περιοδικές
δόσεις εφόδου, σύμφωνα με τις κλινικές ανάγκες, τη φυσική κατάσταση, την
ηλικία και τη συγχορηγούμενη φαρμακευτική αγωγή (βλ. παράγραφο 4.5).
Ενήλικοι
Ενδοφλέβια δόση εφόδου: 0,03 έως 0,3 mg/kg θα πρέπει να χορηγούνται αργά
σε προσαυξήσεις. Κάθε προσαύξηση 1 έως 2,5 mg θα πρέπει να ενίεται σε
διάστημα 20 έως 30 δευτερολέπτων, με διαλείμματα 2 λεπτών μεταξύ
διαδοχικών προσαυξήσεων. Σε ασθενείς με υπογκαιμία, αγγειοσύσπαση ή
υποθερμία, η δόση εφόδου πρέπει να ελαττώνεται ή να παραλείπεται. Όταν η
μιδαζολάμη χορηγείται μαζί με ισχυρά αναλγητικά, τα αναλγητικά πρέπει να
χορηγούνται πρώτα έτσι ώστε οι κατασταλτικές επιδράσεις της μιδαζολάμης
να μπορούν να τιτλοδοτούνται με ασφάλεια επιπλέον της καταστολής που
προκάλεσε το αναλγητικό.
Ενδοφλέβια δόση συντήρησης: Οι δόσεις μπορούν να κυμαίνονται μεταξύ 0,03
και 0,2 mg/kg/h. Σε ασθενείς με υπογκαιμία, αγγειοσύσπαση ή υποθερμία, η
σελίδα 7
δόση συντήρησης πρέπει να ελαττώνεται. Το επίπεδο καταστολής πρέπει να
αξιολογείται τακτικά. Στο πλαίσιο της μακροπρόθεσμης καταστολής, μπορεί
να αναπτυχθεί ανοχή και η δόση ίσως χρειαστεί να αυξηθεί.
Παιδιατρικοί ασθενείς άνω των 6 μηνών
Σε διασωληνωμένους και μηχανικά αεριζόμενους παιδιατρικούς ασθενείς, θα
πρέπει να χορηγείται αργά ενδοφλέβια δόση εφόδου 0,05 έως 0,2 mg/kg, σε
διάστημα τουλάχιστον 2 έως 3 λεπτών για την επίτευξη του επιθυμητού
κλινικού αποτελέσματος. Η μιδαζολάμη δεν πρέπει να χορηγείται ως ταχεία
ενδοφλέβια δόση. Η δόση εφόδου ακολουθείται από συνεχή ενδοφλέβια έγχυση
με ρυθμό 0,06 έως 0,12 mg/kg/h (1 έως 2 μικρογραμμάρια/kg/min). Ο ρυθμός
έγχυσης μπορεί να αυξηθεί ή να ελαττωθεί (γενικά κατά 25% του αρχικού ή
ακόλουθου ρυθμού έγχυσης) όπως απαιτείται, ή μπορεί να χορηγηθούν
συμπληρωματικές ενδοφλέβιες δόσεις μιδαζολάμης για την αύξηση ή
διατήρηση του επιθυμητού αποτελέσματος.
Κατά την έναρξη έγχυσης με μιδαζολάμη σε αιμοδυναμικά κατεσταλμένους
ασθενείς, η συνήθης δόση εφόδου θα πρέπει να τιτλοδοτείται σε μικρές
προσαυξήσεις ενώ ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται ως προς
αιμοδυναμική αστάθεια, π.χ. υπόταση. Οι συγκεκριμένοι ασθενείς είναι επίσης
ευάλωτοι στις κατασταλτικές επιδράσεις της μιδαζολάμης στην αναπνοή και
απαιτούν προσεκτική παρακολούθηση του ρυθμού αναπνοής και του κορεσμού
οξυγόνου.
Νεογνά και βρέφη ηλικίας έως 6 μηνών
Η μιδαζολάμη θα πρέπει να χορηγείται ως συνεχής ενδοφλέβια έγχυση,
ξεκινώντας με 0,03 mg/kg/h (0,5 μικρογραμμάρια/kg/min) σε νεογνά με ηλικία
κύησης < 32 εβδομάδων ή 0,06 mg/kg/h (1 μικρογραμμάριο/kg/min) σε νεογνά με
ηλικία κύησης > 32 εβδομάδων και βρέφη έως και 6 μηνών.
Οι ενδοφλέβιες δόσεις εφόδου δεν συνιστώνται σε πρόωρα νεογνά, νεογνά και
βρέφη έως και 6 μηνών, αντίθετα η έγχυση μπορεί να ρέει ταχύτερα κατά τη
διάρκεια των πρώτων ωρών με σκοπό την επίτευξη θεραπευτικών επιπέδων
στο πλάσμα. Ο ρυθμός έγχυσης θα πρέπει να επαναξιολογείται προσεκτικά και
συχνά, ιδιαίτερα μετά τις πρώτες 24 ώρες, έτσι ώστε να χορηγείται η
χαμηλότερη δυνατή αποτελεσματική δόση και να μειώνεται η πιθανότητα
συσσώρευσης του φαρμάκου.
Απαιτείται προσεκτική παρακολούθηση του ρυθμού αναπνοής και του
κορεσμού οξυγόνου.
Σε πρόωρα νεογνά, νεογνά και παιδιατρικούς ασθενείς με σωματικό βάρος
κάτω των 15 kg, δεν συνιστώνται διαλύματα μιδαζολάμης με συγκεντρώσεις
άνω του 1 mg/ml. Υψηλότερες συγκεντρώσεις θα πρέπει να αραιώνονται στο 1
mg/ml.
4.3 Αντενδείξεις
υπερευαισθησία στη μιδαζολάμη, τις βενζοδιαζεπίνες ή σε κάποιο από τα
έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1
ενσυνείδητη καταστολή σε ασθενείς με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια ή
οξεία αναπνευστική καταστολή
σελίδα 8
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η μιδαζολάμη θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο όταν υπάρχουν διαθέσιμες
οι κατάλληλες για την ηλικία και το μέγεθος εγκαταστάσεις ανάνηψης, καθώς
η ενδοφλέβια χορήγηση μιδαζολάμης μπορεί να καταστείλει τη
συσταλτικότητα του μυοκαρδίου και να προκαλέσει άπνοια. Σε σπάνιες
περιπτώσεις έχουν συμβεί σοβαρά καρδιοαναπνευστικά ανεπιθύμητα
συμβάντα. Αυτά περιλάμβαναν αναπνευστική καταστολή, άπνοια,
αναπνευστική ανακοπή και/ή καρδιακή ανακοπή. Τέτοια απειλητικά για τη ζωή
συμβάντα είναι πιθανότερο να εμφανιστούν όταν η ένεση χορηγείται
υπερβολικά γρήγορα ή όταν χορηγείται υψηλή δοσολογία. Παιδιατρικοί
ασθενείς ηλικίας κάτω των 6 μηνών είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε απόφραξη
αεροφόρων οδών και υπόπνοια και επομένως επιβάλλεται η τιτλοδότηση με
μικρές προσαυξήσεις έως το κλινικό αποτέλεσμα και προσεκτική
παρακολούθηση του ρυθμού αναπνοής και του κορεσμού οξυγόνου.
Όταν η μιδαζολάμη χρησιμοποιείται για προνάρκωση, επιβάλλεται η
ενδεδειγμένη παρακολούθηση του ασθενούς μετά τη χορήγηση, καθώς η
ευαισθησία διαφέρει από ασθενή σε ασθενή και μπορούν να εμφανιστούν
συμπτώματα υπερδοσολογίας.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται κατά τη χορήγηση μιδαζολάμης σε ασθενείς
υψηλού κινδύνου:
ενήλικοι άνω των 60 ετών
χρόνιοι ασθενείς ή εξασθενημένοι ασθενείς, π.χ.
ασθενείς με χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια,
ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, έκπτωση της ηπατικής
λειτουργίας ή έκπτωση της καρδιακής λειτουργίας,
παιδιατρικοί ασθενείς, ιδιαίτερα εκείνοι με καρδιαγγειακή αστάθεια.
Αυτοί οι ασθενείς υψηλού κινδύνου απαιτούν χαμηλότερες δοσολογίες (βλ.
παράγραφο 4.2) και θα πρέπει να παρακολουθούνται συνεχώς για πρώιμα
σημεία μεταβολής των ζωτικών λειτουργιών.
Οι βενζοδιαζεπίνες θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με
ιστορικό αλκοολισμού ή κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών.
Όπως και με κάθε ουσία με ιδιότητες καταστολής του κεντρικού νευρικού
συστήματος (ΚΝΣ) και/ή μυοχαλαρωτικές ιδιότητες, θα πρέπει να λαμβάνεται
ιδιαίτερη μέριμνα κατά τη χορήγηση μιδαζολάμης σε ασθενή με βαριά
μυασθένεια.
Ανοχή
Έχει αναφερθεί μερική απώλεια της δραστικότητας όταν η μιδαζολάμη
χρησιμοποιήθηκε για μακροπρόθεσμη καταστολή σε μονάδες εντατικής
θεραπείας (ΜΕΘ).
Εξάρτηση
Όταν η μιδαζολάμη χρησιμοποιείται για μακροπρόθεσμη καταστολή στη ΜΕΘ,
θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο ανάπτυξης φυσικής εξάρτησης
από τη μιδαζολάμη. Ο κίνδυνος εξάρτησης αυξάνεται με τη δόση και τη
διάρκεια της θεραπείας.
Συμπτώματα στέρησης
Κατά τη διάρκεια παρατεταμένης αγωγής με μιδαζολάμη στη ΜΕΘ, μπορεί να
αναπτυχθεί φυσική εξάρτηση. Επομένως, ο απότομος τερματισμός της αγωγής
θα συνοδευτεί από συμπτώματα στέρησης. Μπορούν να εμφανιστούν τα
σελίδα 9
ακόλουθα συμπτώματα: κεφαλαλγίες, μυαλγίες, άγχος, ένταση, ανησυχία,
σύγχυση, ευερεθιστότητα, αντιδραστική αϋπνία, μεταβολές της διάθεσης,
παραισθήσεις και σπασμοί. Καθώς ο κίνδυνος εμφάνισης συμπτωμάτων
στέρησης είναι μεγαλύτερος μετά από απότομη διακοπή της αγωγής,
συνιστάται η σταδιακή ελάττωση των δόσεων.
Αμνησία
Η μιδαζολάμη προκαλεί προδρομική αμνησία (αυτή η επίδραση είναι συχνά
ιδιαίτερα επιθυμητή σε καταστάσεις όπως πριν και κατά τη διάρκεια
χειρουργικών και διαγνωστικών διαδικασιών), η διάρκεια της οποίας
σχετίζεται άμεσα με τη χορηγηθείσα δόση. Η παρατεταμένη αμνησία μπορεί να
επιφέρει προβλήματα σε εξωτερικούς ασθενείς, οι οποίοι έχουν
προγραμματιστεί για έξοδο από το νοσοκομείο μετά την επέμβαση. Μετά από
παρεντερική χορήγηση μιδαζολάμης, οι ασθενείς θα πρέπει να λαμβάνουν
εξιτήριο από το νοσοκομείο ή το ιατρείο μόνο εφόσον συνοδεύονται από
συνοδό.
Παράδοξες αντιδράσεις
Παράδοξες αντιδράσεις όπως διέγερση, ακούσιες κινήσεις
(συμπεριλαμβανομένων τονικών/κλονικών σπασμών και μυϊκού τρόμου),
υπερκινητικότητα, εχθρότητα, αντίδραση οργής, επιθετικότητα, παροξυσμικός
ενθουσιασμός και επίθεση έχουν αναφερθεί μαζί με τη μιδαζολάμη. Αυτές οι
αντιδράσεις μπορούν να συμβούν με υψηλές δόσεις και/ή όταν η ένεση
χορηγείται ταχέως. Η υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης αυτών των
αντιδράσεων έχει αναφερθεί σε παιδιά και ηλικιωμένους.
Καθυστερημένη αποβολή της μιδαζολάμης
Η αποβολή της μιδαζολάμης μπορεί να μεταβληθεί σε ασθενείς που λαμβάνουν
ουσίες που αναστέλλουν ή επάγουν το CYP3A4 (βλ. παράγραφο 4.5).
Η αποβολή της μιδαζολάμης μπορεί επίσης να είναι καθυστερημένη σε
ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία, χαμηλή καρδιακή παροχή και σε νεογνά
(βλ. παράγραφο 5.2).
Πρόωρα νεογνά και νεογνά
Λόγω αυξημένου κινδύνου άπνοιας, συνιστάται εξαιρετική προσοχή κατά την
καταστολή πρόωρων νεογνών και πρώην πρόωρων ασθενών. Απαιτείται
προσεκτική παρακολούθηση του ρυθμού αναπνοής και του κορεσμού οξυγόνου.
Η ταχεία ένεση θα πρέπει να αποφεύγεται στον πληθυσμό των νεογνών.
Τα νεογνά έχουν μειωμένη και/ή ανώριμη λειτουργία οργάνων και είναι επίσης
ευάλωτα στις εκσεσημασμένες και/ή παρατεταμένες επιδράσεις της
μιδαζολάμης στην αναπνοή.
Έχουν αναφερθεί ανεπιθύμητα αιμοδυναμικά συμβάντα σε παιδιατρικούς
ασθενείς με καρδιαγγειακή αστάθεια. Η ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση θα
πρέπει να αποφεύγεται σε αυτόν τον πληθυσμό.
Το Midazolam B. Braun 1 mg/ml Ενέσιμο διάλυμα περιέχει 3,5 mg νατρίου ανά
χιλιοστόλιτρο. Το γεγονός αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη
χορήγηση μεγαλύτερων ποσοτήτων του διαλύματος (π.χ. περισσότερο από 6,4
ml που αντιστοιχούν σε περισσότερο από 1 mmol νατρίου) σε ασθενείς με
δίαιτα ελεγχόμενου νατρίου.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Ο μεταβολισμός της μιδαζολάμης μεσολαβείται σχεδόν αποκλειστικά από το
ισοένζυμο CYP3A4 του κυτοχρώματος P450 (CYP450). Αναστολείς του CYP3A4
σελίδα 10
(βλ. παράγραφο 4.4) και επαγωγείς, αλλά επίσης κι άλλες δραστικές ουσίες
(βλ. παρακάτω), μπορούν να οδηγήσουν σε αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-
φαρμάκου με τη μιδαζολάμη.
Καθώς η μιδαζολάμη εμφανίζει έντονο φαινόμενο πρώτης διόδου, η
παρεντερικά χορηγούμενη μιδαζολάμη θεωρητικά θα επηρεάζεται λιγότερο από
μεταβολικές αλληλεπιδράσεις και οι κλινικά σημαντικές συνέπειες θα είναι
περιορισμένες.
Ιτρακοναζόλη, φλουκοναζόλη και κετοκοναζόλη
Η συγχορήγηση από του στόματος μιδαζολάμης και ορισμένων
αντιμυκητιασικών αζολών (ιτρακοναζόλη, φλουκοναζόλη, κετοκοναζόλη)
αύξησε σημαντικά τα επίπεδα της μιδαζολάμης στο πλάσμα και παρέτεινε το
χρόνο ημιζωής αποβολής, οδηγώντας σε σημαντική έκπτωση των δοκιμασιών
ψυχικής καταστολής. Οι χρόνοι ημιζωής αποβολής αυξήθηκαν περίπου από 3
σε 8 ώρες.
Όταν χορηγήθηκε μεμονωμένη δόση εφόδου μιδαζολάμης για βραχυπρόθεσμη
καταστολή, η επίδραση της μιδαζολάμης δεν ενισχύθηκε ή παρατάθηκε σε
κλινικά σημαντικό βαθμό από την ιτρακοναζόλη και επομένως δεν απαιτείται
μείωση της δόσης. Η χορήγηση, ωστόσο, υψηλών δόσεων ή εγχύσεων μεγάλης
διάρκειας μιδαζολάμης σε ασθενείς που λαμβάνουν ιτρακοναζόλη,
φλουκοναζόλη ή κετοκοναζόλη π.χ. κατά τη διάρκεια αγωγής εντατικής
θεραπείας μπορεί να οδηγήσει σε παρατεταμένες υπνωτικές επιδράσεις,
πιθανή καθυστερημένη ανάνηψη και πιθανή αναπνευστική καταστολή, και
επομένως απαιτούνται προσαρμογές της δόσης.
Βεραπαμίλη και διλτιαζέμη
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες in
vivo μελέτες αλληλεπίδρασης με ενδοφλέβια
μιδαζολάμη και βεραπαμίλη ή διλτιαζέμη.
Εντούτοις, όπως αναμενόταν, οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της από του
στόματος χορηγούμενης μιδαζολάμης ποίκιλλαν κατά τρόπο κλινικά
σημαντικό όταν συνδυάστηκαν με αυτούς τους αναστολείς διαύλων
ασβεστίου, ιδιαίτερα με διπλασιασμό σχεδόν του χρόνου ημιζωής και του
μέγιστου επιπέδου στο πλάσμα, οδηγώντας σε ιδιαίτερα μειωμένη απόδοση σε
δοκιμασίες συντονισμού και γνωστικών λειτουργιών, ενώ επέφεραν βαθιά
καταστολή. Όταν χρησιμοποιείται από του στόματος μιδαζολάμη, συνιστάται
συνήθως προσαρμογή της δόσης. Εάν και δεν αναμένεται κλινικά σημαντική
αλληλεπίδραση με τη μιδαζολάμη όταν χρησιμοποιείται για βραχυπρόθεσμη
καταστολή, απαιτείται προσοχή εάν η ενδοφλέβια μιδαζολάμη χορηγείται
ταυτόχρονα με βεραπαμίλη ή διλτιαζέμη.
Μακρολιδικά αντιβιοτικά:
Ερυθρομυκίνη και κλαριθρομυκίνη
Η συγχορήγηση από του στόματος μιδαζολάμης και ερυθρομυκίνης ή
κλαριθρομυκίνης αύξησε σημαντικά το ΑUC (εμβαδόν κάτω από την καμπύλη)
της μιδαζολάμης κατά τέσσερις φορές περίπου και υπερδιπλασίασε το χρόνο
ημιζωής αποβολής της μιδαζολάμης, ανάλογα με τη μελέτη. Εκσεσημασμένες
μεταβολές παρατηρήθηκαν σε ψυχοκινητικές δοκιμασίες και συνιστάται
προσαρμογή των δόσεων της μιδαζολάμης, εάν χορηγείται από το στόμα, λόγω
σημαντικής καθυστέρησης της ανάνηψης.
Όταν δόθηκαν μεμονωμένες δόσεις εφόδου μιδαζολάμης για βραχυπρόθεσμη
καταστολή, η επίδραση της μιδαζολάμης δεν ενισχύθηκε ούτε παρατάθηκε σε
κλινικά σημαντικό βαθμό από την ερυθρομυκίνη, εάν και καταγράφηκε
σημαντική μείωση της κάθαρσης πλάσματος. Απαιτείται προσοχή εάν η
ενδοφλέβια μιδαζολάμη χορηγείται ταυτόχρονα με ερυθρομυκίνη ή
κλαριθρομυκίνη. Δεν έχει φανεί κλινικά σημαντικά αλληλεπίδραση με τη
μιδαζολάμη και άλλα μακρολιδικά αντιβιοτικά.
σελίδα 11
Σιμετιδίνη και ρανιτιδίνη
Η συγχορήγηση σιμετιδίνης (σε δόσεις 800 mg/ημέρα ή υψηλότερες) και
ενδοφλέβιας μιδαζολάμης αύξησε ελαφρά τη συγκέντρωση σταθεροποιημένης
κατάστασης της μιδαζολάμης στο πλάσμα, κάτι που θα μπορούσε ίσως να
οδηγήσει σε καθυστερημένη ανάνηψη, ενώ η συγχορήγηση ρανιτιδίνης δεν είχε
καμία επίδραση. Η σιμετιδίνη και η ρανιτιδίνη δεν επηρέασαν τις
φαρμακοκινητικές ιδιότητες της από του στόματος χορηγούμενης
μιδαζολάμης. Αυτά τα δεδομένα υποδεικνύουν πως η ενδοφλέβια μιδαζολάμη
μπορεί να χορηγείται μαζί με συνήθεις δόσεις σιμετιδίνης (δηλ. 400 mg/ημέρα)
και ρανιτιδίνης χωρίς προσαρμογή της δοσολογίας.
Σακουιναβίρη
Η συγχορήγηση μίας μεμονωμένης ενδοφλέβιας δόσης 0,05 mg/kg μιδαζολάμης
μετά από 3 ή 5 ημέρες χορήγησης σακουιναβίρης (1200 mg τρις ημερησίως) σε
12 υγιείς εθελοντές, μείωσε την κάθαρση μιδαζολάμης κατά 56 % και αύξησε
το χρόνο ημιζωής αποβολής από 4,1 σε 9,5 ώρες. Μόνον οι υποκειμενικές
επιδράσεις της μιδαζολάμης (οπτικές αναλογικές κλίμακες με το στοιχείο
«γενική επίδραση φαρμάκου») ενισχύθηκαν από τη σακουιναβίρη.
Επομένως μπορεί να χορηγηθεί μία μεμονωμένη δόση εφόδου ενδοφλέβιας
μιδαζολάμης σε συνδυασμό με σακουιναβίρη. Παρόλ’αυτά, κατά τη διάρκεια
παρατεταμένης έγχυσης μιδαζολάμης συνιστάται μείωση της συνολικής δόσης
για την αποφυγή καθυστερημένης ανάνηψης (βλ. παράγραφο 4.4).
Άλλοι αναστολείς πρωτεάσης: ριτοναβίρη, ινδιναβίρη, νελφιναβίρη και
αμπρεναβίρη
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες in
vivo μελέτες αλληλεπίδρασης μεταξύ ενδοφλέβιας
μιδαζολάμης και άλλων αναστολέων πρωτεάσης. Λαμβάνοντας υπόψη το
γεγονός πως η σακουιναβίρη έχει την ασθενέστερη ισχύ αναστολής του
CYP3A4 από όλους τους αναστολείς πρωτεάσης, η μιδαζολάμη θα πρέπει να
μειώνεται συστηματικά κατά τη διάρκεια παρατεταμένης έγχυσης, όταν
χορηγείται σε συνδυασμό με αναστολείς πρωτεάσης εκτός από τη
σακουιναβίρη.
Κατασταλτικά του ΚΝΣ
Άλλες κατασταλτικές δραστικές ουσίες μπορούν να ενισχύσουν τις επιδράσεις
της μιδαζολάμης.
Οι φαρμακολογικές κατηγορίες των κατασταλτικών του ΚΝΣ περιλαμβάνουν
τα οπιοειδή (όταν χρησιμοποιούνται ως αναλγητικά, αντιβηχικά ή ως θεραπεία
υποκατάστασης), τα αντιψυχωσικά, άλλες βενζοδιαζεπίνες χρησιμοποιούμενες
ως αγχολυτικά ή υπνωτικά, τη φαινοβαρβιτάλη, τα ηρεμιστικά
αντικαταθλιπτικά, τα αντιισταμινικά και τις αντιυπερτασικές ουσίες με
κεντρική δράση.
Όταν η μιδαζολάμη συνδυάζεται με άλλες κατασταλτικές δραστικές ουσίες θα
πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πρόσθετη καταστολή.
Επιπλέον θα πρέπει να παρακολουθείται ιδιαίτερα η πρόσθετη αύξηση της
αναπνευστικής καταστολής σε περίπτωση ταυτόχρονης αγωγής με οπιοειδή,
φαινοβαρβιτάλη ή βενζοδιαζεπίνες.
Η αλκοόλη μπορεί να ενισχύσει έντονα το κατασταλτικό αποτέλεσμα της
μιδαζολάμης. Η πρόσληψη αλκοόλης θα πρέπει να αποφεύγεται αυστηρά σε
περίπτωση χορήγησης μιδαζολάμης.
Βαλσαμόχορτο
Η μακροχρόνια χρήση φυτικών φαρμακευτικών προϊόντων που περιέχουν
βαλσαμόχορτο
(
Hypericum
perforatum
)
οδηγεί σε μείωση της συγκέντρωσης
μιδαζολάμης στο πλάσμα μέσω εκλεκτικής επαγωγής του CYP3A4. Αυτό μπορεί
να μειώσει τη θεραπευτική δραστικότητα της μιδαζολάμης. Αυτό το φαινόμενο
σελίδα 12
είναι σημαντικά ασθενέστερο απ’ ό,τι μετά από του στόματος χορήγηση
μιδαζολάμης.
Άλλες αλληλεπιδράσεις
Η ενδοφλέβια χορήγηση μιδαζολάμης μειώνει την ελάχιστη κυψελιδική
συγκέντρωση (MAC) εισπνεόμενων αναισθητικών που απαιτούνται για τη
γενική αναισθησία.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Δεν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα δεδομένα για τη μιδαζολάμη, ώστε να
αξιολογηθεί η ασφάλειά της κατά την κύηση. Μελέτες σε ζώα δεν κατέδειξαν
τερατογόνο δράση, αλλά παρατηρήθηκε εμβρυοτοξικότητα όπως και με άλλες
βενζοδιαζεπίνες. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με κυήσεις με
έκθεση στη μιδαζολάμη κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων τριμήνων της
κύησης.
Η χορήγηση υψηλών δόσεων της μιδαζολάμης κατά το τελευταίο τρίμηνο της
κύησης, κατά τον τοκετό ή όταν χρησιμοποιείται ως παράγοντας εισαγωγής
στην αναισθησία για καισαρική τομή, έχει αναφερθεί πως προκαλεί
ανεπιθύμητες ενέργειες στη μητέρα και στο έμβρυο (κίνδυνος εισπνοής στη
μητέρα, ανωμαλίες του εμβρυϊκού καρδιακού ρυθμού, υποτονία, εξασθένιση
της ικανότητας θηλασμού, υποθερμία και αναπνευστική καταστολή στο
νεογνό).
Επιπλέον, νεογνά που γεννήθηκαν από μητέρες που λάμβαναν χρόνια
βενζοδιαζεπίνες κατά τα τελευταία στάδια της κύησης μπορούν να έχουν
αναπτύξει φυσική εξάρτηση και ενδεχομένως διατρέχουν κάποιον κίνδυνο
εκδήλωσης συμπτωμάτων στέρησης στη μεταγεννητική περίοδο.
Ως εκ τούτου, η μιδαζολάμη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια
της κύησης εκτός και εάν είναι απολύτως απαραίτητο. Είναι προτιμότερο να
αποφεύγεται η χρήση της για καισαρική τομή.
Ο κίνδυνος για το νεογνό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε περίπτωση
χορήγησης της μιδαζολάμης για οποιαδήποτε χειρουργική επέμβαση κοντά
στην ημερομηνία τοκετού.
Η μιδαζολάμη απεκκρίνεται σε μικρές ποσότητες στο μητρικό γάλα. Οι
θηλάζουσες μητέρες θα πρέπει να ενημερώνονται ώστε να διακόπτουν το
θηλασμό για 24 ώρες μετά από τη χορήγηση μιδαζολάμης.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Η καταστολή, η αμνησία, η μειωμένη προσοχή και η μειωμένη μυϊκή
λειτουργία μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα οδήγησης ή
χειρισμού μηχανών. Πριν από τη χορήγηση μιδαζολάμης, ο ασθενής θα πρέπει
να προειδοποιείται να μην οδηγήσει όχημα και να μη χειριστεί μηχάνημα
ώσπου να συνέλθει πλήρως. Ο ιατρός θα πρέπει να αποφασίσει πότε μπορούν
να ξαναρχίσουν αυτές οι δραστηριότητες. Συνιστάται η συνοδεία του
ασθενούς για την επιστροφή του στην οικία μετά την έξοδο από το
νοσοκομείο.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες ταξινομούνται σύμφωνα με τη συχνότητά τους με
χρήση της ακόλουθης συνθήκης:
σελίδα 13
Πολύ συχνές (≥1/10)
Συχνές (≥1/100 έως (<1/10)
Όχι συχνές (≥1/1.000 έως (<1/100)
Σπάνιες (≥1/10.000 έως (<1/1.000)
Πολύ σπάνιες (<1/10.000)
Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί (πολύ σπάνια) κατά
την ένεση μιδαζολάμης:
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Γενικευμένες αντιδράσεις υπερευαισθησίας: δερματικές αντιδράσεις,
καρδιαγγειακές αντιδράσεις, βρογχόσπασμος, αναφυλακτικό σοκ.
Ψυχιατρικές διαταραχές
Σύγχυση, ευφορία, παραισθήσεις
Παράδοξες αντιδράσεις όπως ανησυχία, υπερκινητικότητα, εχθρότητα,
αντίδραση οργής, επιθετικότητα, παροξυσμικός ενθουσιασμός και επίθεση
έχουν αναφερθεί, ιδιαίτερα σε παιδιά και ηλικιωμένους.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Υπνηλία και παρατεταμένη καταστολή, μειωμένη εγρήγορση, κόπωση,
κεφαλαλγία, ζάλη, αταξία, μετεγχειρητική καταστολή, προδρομική αμνησία, η
διάρκεια της οποία σχετίζεται άμεσα με τη χορηγημένη δόση. Η προδρομική
αμνησία μπορεί να συνεχιστεί ακόμη και κατά την ολοκλήρωση της
διαδικασίας και σε μεμονωμένες περιπτώσεις έχει αναφερθεί παρατεταμένη
αμνησία.
Σπασμοί έχουν αναφερθεί συχνότερα σε πρόωρα νεογνά και νεογνά.
Η χρήση μιδαζολάμης – ακόμη και σε θεραπευτικές δόσεις – μπορεί να
οδηγήσει στην ανάπτυξη φυσικής εξάρτησης μετά από παρατεταμένη
ενδοφλέβια χορήγηση, και η απότομη διακοπή μπορεί να συνοδευτεί από
συμπτώματα στέρησης συμπεριλαμβανομένων των σπασμών στέρησης.
Παράδοξες αντιδράσεις όπως ακούσιες κινήσεις (συμπεριλαμβανομένων
τονικών/κλονικών κινήσεων και μυϊκού τρόμου) έχουν αναφερθεί, ιδιαίτερα σε
παιδιά και ηλικιωμένους.
Καρδιακές διαταραχές
Βαριές καρδιακές ανεπιθύμητες ενέργειες: καρδιακή ανακοπή, μεταβολές του
καρδιακού ρυθμού
Αγγειακές διαταραχές
Υπόταση, αγγειοδιασταλτικές επιδράσεις
σελίδα 14
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωράκιου
Βαριές αναπνευστικές ανεπιθύμητες ενέργειες: αναπνευστική καταστολή,
άπνοια, αναπνευστική ανακοπή, δύσπνοια, λαρυγγόσπασμος
Απειλητικά για τη ζωή καρδιακά, αγγειακά και αναπνευστικά συμβάντα έχουν
μεγαλύτερες πιθανότητες να συμβούν σε ενηλίκους άνω των 60 ετών και σε
εκείνους με προϋπάρχουσα αναπνευστική ανεπάρκεια ή έκπτωση της
καρδιακής λειτουργίας, ιδιαίτερα όταν η ένεση χορηγείται υπερβολικά
γρήγορα ή όταν χορηγείται υψηλή δοσολογία (βλ. παράγραφο 4.4).
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Ναυτία, έμετος, λόξιγκας, δυσκοιλιότητα, ξηροστομία.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Δερματικό εξάνθημα, κνιδωτική αντίδραση, κνησμός.
Καταστάσεις της οδού χορήγησης
Ερύθημα και πόνος στη θέση της ένεσης, θρομβοφλεβίτιδα, θρόμβωση.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς που αναγράφεται στο
Παράρτημα V*.
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα της υπερδοσολογίας είναι κυρίως μία ενίσχυση των
φαρμακολογικών επιδράσεων: υπνηλία, διανοητική σύγχυση, λήθαργος και
μυϊκή χάλαση ή παράδοξη διέγερση. Πιο σοβαρά συμπτώματα είναι η απώλεια
αντανακλαστικών, η υπόταση, η καρδιοαναπνευστική καταστολή, η άπνοια
και το κώμα.
Θεραπεία
Στις περισσότερες περιπτώσεις απαιτείται μόνο παρακολούθηση των ζωτικών
λειτουργιών. Κατά την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας, θα πρέπει να
δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στις αναπνευστικές και καρδιαγγειακές λειτουργίες
στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Ο ανταγωνιστής των βενζοδιαζεπινών
φλουμαζενίλη ενδείκνυται σε περίπτωση βαριάς δηλητηρίασης συνοδευόμενης
από κώμα ή αναπνευστική καταστολή. Χρειάζεται προσοχή κατά τη χρήση της
φλουμαζενίλης σε περίπτωση μεικτής υπερδοσολογίας φαρμάκων και σε
ασθενείς με επιληψία που έχει ήδη αντιμετωπιστεί με βενζοδιαζεπίνες. Η
φλουμαζενίλη δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς που λαμβάνουν
σελίδα 15
τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά ή επιληπτογόνα φαρμακευτικά προϊόντα, καθώς
και σε ασθενείς με ηλεκτροκαρδιογραφικές (ΗΚΓ) ανωμαλίες (παράταση QRS ή
QT).
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία : Υπνωτικά και κατασταλτικά – παράγωγα
βενζοδιαζεπινών,
κωδικός ATC: N05C D08.
Η μιδαζολάμη είναι ένα παράγωγο της ομάδας των ιμιδαζοβενζοδιαζεπινών. Η
ελεύθερη βάση είναι μία λιπόφιλη ουσία με χαμηλή διαλυτότητα στο νερό.
Το βασικό άζωτο στη θέση 2 του συστήματος δακτυλίων των
ιμιδαζοβενζοδιαζεπινών επιτρέπει στη δραστική ουσία της μιδαζολάμης να
σχηματίζει υδατοδιαλυτά άλατα με οξέα. Αυτά δημιουργούν ένα σταθερό και
καλά ανεκτό ενέσιμο διάλυμα.
Η φαρμακολογική δράση της μιδαζολάμης χαρακτηρίζεται από μικρή διάρκεια
λόγω του ταχέως μεταβολικού μετασχηματισμού. Η μιδαζολάμη έχει
κατασταλτική και υπναγωγό δράση σημαντικής έντασης. Χαρακτηρίζεται
επίσης από αγχολυτική, σπασμολυτική και μυοχαλαρωτική δράση. Μετά την
ενδομυϊκή ή ενδοφλέβια χορήγηση παρουσιάζεται προδρομική αμνησία μικρής
διάρκειας (ο ασθενής δεν θυμάται γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια
της μέγιστης δραστικότητας της ουσίας).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση μετά από ενδομυϊκή ένεση
Η απορρόφηση της μιδαζολάμης από το μυϊκό ιστό είναι ταχεία και πλήρης. Οι
μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα επιτυγχάνονται εντός 30 λεπτών. Η
απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα μετά από ενδομυϊκή ένεση υπερβαίνει το 90 %.
Απορρόφηση μετά από ορθική χορήγηση
Η μιδαζολάμη απορροφάται ταχέως μετά από ορθική χορήγηση. Η μέγιστη
συγκέντρωση στο πλάσμα επιτυγχάνεται σε 30 λεπτά περίπου. Η απόλυτη
βιοδιαθεσιμότητα είναι περίπου 50%.
Κατανομή
Όταν η μιδαζολάμη ενίεται ενδοφλεβίως, η καμπύλη συγκέντρωσης
πλάσματος-χρόνου δείχνει μία ή δύο σαφείς φάσεις κατανομής. Ο όγκος
κατανομής σε σταθεροποιημένη κατάσταση είναι 0,7-1,2 1/kg. Το 96 – 98 % της
μιδαζολάμης προσδένεται σε πρωτεΐνες του πλάσματος. Το κύριο κλάσμα της
πρόσδεσης σε πρωτεΐνες πλάσματος οφείλεται στη λευκωματίνη. Η είσοδος
μιδαζολάμης στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό είναι αργή και ασήμαντη. Στους
ανθρώπους έχει φανεί πως η μιδαζολάμη διαπερνά τον πλακούντα αργά και
εισέρχεται στην κυκλοφορία του εμβρύου. Μικρές ποσότητες μιδαζολάμης
ανευρίσκονται στο ανθρώπινο γάλα.
Μεταβολισμός
Η μιδαζολάμη αποβάλλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου με βιομετασχηματισμό. Το
κλάσμα της δόσης που εξάγεται από το ήπαρ εκτιμάται πως είναι 30 – 60 %. Η
μιδαζολάμη υδροξυλιώνεται από το ισοένζυμο 3Α4 του κυτοχρώματος P450
και ο κύριος μεταβολίτης στα ούρα και στο πλάσμα είναι η άλφα-
σελίδα 16
υδροξυμιδαζολάμη. Οι συγκεντρώσεις της άλφα-υδροξυμιδαζολάμης στο
πλάσμα είναι το 12 % εκείνων της πρόδρομης ένωσης. Η άλφα-
υδροξυμιδαζολάμη είναι φαρμακολογικά ενεργή αλλά συμβάλλει ελάχιστα
μόνο (περίπου 10%) στις επιδράσεις της ενδοφλέβιας μιδαζολάμης.
Αποβολή
Σε υγιείς εθελοντές, ο χρόνος ημιζωής αποβολής της μιδαζολάμης κυμαίνεται
μεταξύ 1,5 και 2,5 ωρών. Η κάθαρση πλάσματος κυμαίνεται στο εύρος 300 –
500 ml/min. Η μιδαζολάμη αποβάλλεται κυρίως μέσω της νεφρικής οδού (60 –
80 % της ενεθείσας δόσης) και ανακτάται ως συζευγμένη με γλυκουρονικό οξύ
άλφα-υδροξυμιδαζολάμη. Λιγότερο από 1% της δόσης ανακτάται στα ούρα ως
αμετάβλητο φάρμακο. Ο χρόνος ημιζωής αποβολής της άλφα-
υδροξυμιδαζολάμης είναι μικρότερος της 1 ώρας. Όταν η μιδαζολάμη
χορηγείται με ενδοφλέβια έγχυση, οι φαρμακοκινητικές ιδιότητές αποβολής
της δεν διαφέρουν από αυτές που ακολουθούν την ένεση εφόδου.
Φαρμακοκινητικές ιδιότητες σε ειδικούς πληθυσμούς
Ηλικιωμένοι
Σε ενηλίκους ηλικίας άνω των 60 ετών, ο χρόνος ημιζωής αποβολής μπορεί να
παραταθεί έως και τέσσερις φορές.
Παιδιά
Ο ρυθμός ορθικής απορρόφησης στα παιδιά είναι παρόμοιος με αυτόν των
ενηλίκων αλλά η βιοδιαθεσιμότητα είναι χαμηλότερη (5 – 18%).Ο χρόνος
ημιζωής αποβολής μετά από ενδοφλέβια και ορθική χορήγηση είναι μικρότερος
σε παιδιά ηλικίας 3 – 10 ετών (1 – 1,5) σε σύγκριση με εκείνον των ενηλίκων.
Η διαφορά είναι συμβατή με την αυξημένη μεταβολική κάθαρση σε παιδιά.
Νεογνά
Στα νεογνά ο χρόνος ημιζωής αποβολής κυμαίνεται κατά μέσο όρο μεταξύ 6
και 12 ωρών, πιθανώς λόγω της ανωριμότητας του ήπατος. Η κάθαρση είναι
μειωμένη (βλ. παράγραφο 4.4).
Παχύσαρκοι
Ο μέσος χρόνος ημιζωής είναι μεγαλύτερος σε παχύσαρκους απ’ ό,τι σε μη
παχύσαρκους ασθενείς (5,9 έναντι 2,3 ωρών). Αυτό οφείλεται σε αύξηση
περίπου 50% του όγκου κατανομής, διορθωμένου για το συνολικό βάρος
σώματος. Η κάθαρση δεν διαφέρει σημαντικά μεταξύ παχύσαρκων και μη
παχύσαρκων ασθενών.
Ασθενείς με έκπτωση της ηπατικής λειτουργίας
Ο χρόνος ημιζωής σε κιρρωτικούς ασθενείς μπορεί να είναι μεγαλύτερος και η
κάθαρση μικρότερη απ’ ό,τι σε υγιείς εθελοντές (βλ. παράγραφο 4.4).
Ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας
Ο χρόνος ημιζωής αποβολής σε ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια είναι
παρόμοιος με εκείνον υγιών εθελοντών.
Βαρέως πάσχοντες ασθενείς
Ο χρόνος ημιζωής της μιδαζολάμης παρατείνεται έως και έξι φορές σε βαρέως
πάσχοντες ασθενείς.
Ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια
Ο χρόνος ημιζωής αποβολής παρατείνεται σε ασθενείς με συμφορητική
καρδιακή ανεπάρκεια σε σύγκριση με αυτόν υγιών ατόμων (βλ. παράγραφο
4.4).
σελίδα 17
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
μ μ Τα η κλινικά δεδο ένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο
μ μ μ μ , ε βάση τις συ βατικές ελέτες φαρ ακολογικής ασφάλειας τοξικότητας
μ μ , , μ επαναλα βανό ενων δόσεων γονοτοξικότητας ενδεχό ενης καρκινογόνου
, .δράσης τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Χλωριούχο νάτριο,
υδροχλωρικό οξύ 10 %,
ενέσιμο ύδωρ.
6.2 Ασυμβατότητες
Το Midazolam B. Braun μπορεί να είναι ασύμβατο με αλκαλικά παρεντερικά
παρασκευάσματα, συμπεριλαμβανομένων διαλυμάτων παρεντερικής σίτισης
με αλκαλικό pH.
Η μιδαζολάμη δεν πρέπει να αναμειγνύεται με διαλύματα που περιέχουν
διαλύματα διττανθρακικών ή άλλα αλκαλικά διαλύματα, αμινογλυκοσίδες,
αμοξικιλλίνη, αμινοφυλλίνη, φωσφορικά άλατα ή φαινοθειαζίνες λόγω
χημικής ασυμβατότητας και δημιουργίας ιζήματος.
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αραιώνεται σε διαλύματα
δεξτράνης.
Δεν πρέπει να αραιώνεται σε άλλα διαλύματα εκτός από εκείνα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.6.
Ασυμβατότητα παρασκευασμάτων μιδαζολάμης με ενέσιμα παρασκευάσματα
των ακόλουθων δραστικών ουσιών έχει αναφερθεί στη βιβλιογραφία:
ακικλοβίρη ιμιπενέμη
λευκωματίνη νατριούχος μεζλοκιλλίνη
αλτεπλάση (ανθρώπινος ενεργοποιητής
πλασμινογόνου)
νατριούχος ομεπραζόλη
νατριούχος αμοξικιλλίνη νατριούχος φαινοβαρβιτόνη
νατριούχος ακεταζολαμίδη νατριούχος φαινυτοΐνη
βουμετανίδη ενανθική περφεναζίνη
δισόξινη φωσφορική-21-δεξαμεθαζόνη κανρενοϊκό κάλιο
διαζεπάμη υδροχλωρική ρανιτιδίνη
διμενυδρινάτη νατριούχος υδροκορτιζόνη-21-μονόξινη
σουκινική
δινατριούχος μεθοτρεξάτη νατριούχος σουλμπακτάμη /
νατριούχος αμπικιλλίνη
ενοξιμόνη θεοφυλλίνη
οξική φλεκαϊνίδη νατριούχος θειοπεντάλη
φθοριοουρακίλη τριμεθοπρίμη/σουλφαμεθοξαζόλη
φυλλικό οξύ τρομεταμόλη
νατριούχος φοσκαρνέτη ουροκινάση
νατριούχος φουροσεμίδη
σελίδα 18
6.3 Διάρκεια ζωής
Διάρκεια ζωής του φαρμακευτικού προϊόντος στη συσκευασία
πώλησης
Φύσιγγες γυαλιού: 3 χρόνια
Φύσιγγες πολυαιθυλενίου: 2 χρόνια
Φιάλη πολυαιθυλενίου: 3 χρόνια
Διάρκεια ζωής μετά το άνοιγμα
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί αμέσως μετά το
άνοιγμα.
Διάρκεια ζωής μετά την αραίωση σύμφωνα με τις οδηγίες
Η χημική και φυσική σταθερότητα σε χρήση έχει καταδειχθεί για 24 ώρες σε
θερμοκρασία δωματίου και για 3 ημέρες στους 5 °C.
Από μικροβιολογικής άποψης, οι αραιώσεις θα πρέπει να χρησιμοποιούνται
αμέσως μετά την παρασκευή τους. Εάν δεν χρησιμοποιηθούν αμέσως, οι
χρόνοι φύλαξης σε χρήση και οι συνθήκες πριν από τη χρήση αποτελούν
ευθύνη του χρήστη και κανονικά δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τις 24 ώρες
στους 2 έως 8 °C, εκτός και αν η αραίωση πραγματοποιήθηκε σε ελεγχόμενες
και επικυρωμένες συνθήκες ασηψίας.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25 °C.
Διατηρείτε τους περίεκτες στο εξωτερικό κουτί για να προστατεύονται από το
φως.
Για τις συνθήκες διατήρησης μετά το άνοιγμα και την αραίωση του
φαρμακευτικού προϊόντος, βλ. παράγραφο 6.3.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Φύσιγγες άχρωμου γυαλιού τύπου I.,
περιεχόμενα: 5 ml, Μεγέθη συσκευασίας: Συσκευασίες των 10 φυσίγγων
Φύσιγγες διαφανούς πολυαιθυλενίου (πολυαιθυλένιο χαμηλής πυκνότητας,
LDPE),
περιεχόμενα: 5 ml, Μεγέθη συσκευασίας: Συσκευασίες των 4, 10 ή 20
φυσίγγων
Διάφανες φιαλές πολυαιθυλενίου (χαμηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο,
LDPE), περιέχουν: 50 ml και 100 ml, Μεγέθη συσκευασίας: Συσκευασίες των
10 φιαλών.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Οι περιέκτες Midazolam B. Braun προορίζονται για μία χρήση μόνο. Βλ.
παράγραφο 6.3 για τη διάρκεια ζωής μετά το άνοιγμα ή την αραίωση.
σελίδα 19
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να
μ μ απορρίπτεται σύ φωνα ε τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
Το διάλυμα θα πρέπει να επιθεωρείται οπτικά πριν από τη χρήση. Να
χρησιμοποιείται μόνο εάν το διάλυμα είναι διαυγές, άχρωμο και χωρίς ορατά
σωματίδια.
Το Midazolam B. Braun μπορεί να αραιωθεί σε διάλυμα χλωριούχου νατρίου 9
mg/ml (0,9 %), διάλυμα 5 % γλυκόζης, διάλυμα Ringers και διάλυμα Hartmanns,
έως την επίτευξη συγκέντρωσης 15 mg μιδαζολάμης ανά 100 – 1.000 ml
διαλύματος έγχυσης.
7. Δ ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
B. Braun Melsungen AG
Carl-Braun-Strasse 1
34212 Melsungen, Γερμανία
Ταχυδρομική διεύθυνση:
34209 Melsungen, Γερμανία
Τηλέφωνο: +49/5661/71-0
Φαξ: +49/5661/71-4567
YΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΒΙΟΣΕΡ ΑΕ
9
ο
χλμ. Τρικάλών – Λάρισας
42100 Ταξιάρχες Τρικάλων
8. ( ) Δ ΑΡΙΘΜΟΣ ΟΙ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
56001/30.8.2007
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: 30.8.2007
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης: 06.12.2012
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
01.2014