σελίδα 10
(βλ. παράγραφο 4.4) και επαγωγείς, αλλά επίσης κι άλλες δραστικές ουσίες
(βλ. παρακάτω), μπορούν να οδηγήσουν σε αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-
φαρμάκου με τη μιδαζολάμη.
Καθώς η μιδαζολάμη εμφανίζει έντονο φαινόμενο πρώτης διόδου, η
παρεντερικά χορηγούμενη μιδαζολάμη θεωρητικά θα επηρεάζεται λιγότερο από
μεταβολικές αλληλεπιδράσεις και οι κλινικά σημαντικές συνέπειες θα είναι
περιορισμένες.
Ιτρακοναζόλη, φλουκοναζόλη και κετοκοναζόλη
Η συγχορήγηση από του στόματος μιδαζολάμης και ορισμένων
αντιμυκητιασικών αζολών (ιτρακοναζόλη, φλουκοναζόλη, κετοκοναζόλη)
αύξησε σημαντικά τα επίπεδα της μιδαζολάμης στο πλάσμα και παρέτεινε το
χρόνο ημιζωής αποβολής, οδηγώντας σε σημαντική έκπτωση των δοκιμασιών
ψυχικής καταστολής. Οι χρόνοι ημιζωής αποβολής αυξήθηκαν περίπου από 3
σε 8 ώρες.
Όταν χορηγήθηκε μεμονωμένη δόση εφόδου μιδαζολάμης για βραχυπρόθεσμη
καταστολή, η επίδραση της μιδαζολάμης δεν ενισχύθηκε ή παρατάθηκε σε
κλινικά σημαντικό βαθμό από την ιτρακοναζόλη και επομένως δεν απαιτείται
μείωση της δόσης. Η χορήγηση, ωστόσο, υψηλών δόσεων ή εγχύσεων μεγάλης
διάρκειας μιδαζολάμης σε ασθενείς που λαμβάνουν ιτρακοναζόλη,
φλουκοναζόλη ή κετοκοναζόλη π.χ. κατά τη διάρκεια αγωγής εντατικής
θεραπείας μπορεί να οδηγήσει σε παρατεταμένες υπνωτικές επιδράσεις,
πιθανή καθυστερημένη ανάνηψη και πιθανή αναπνευστική καταστολή, και
επομένως απαιτούνται προσαρμογές της δόσης.
Βεραπαμίλη και διλτιαζέμη
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες in
vivo μελέτες αλληλεπίδρασης με ενδοφλέβια
μιδαζολάμη και βεραπαμίλη ή διλτιαζέμη.
Εντούτοις, όπως αναμενόταν, οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της από του
στόματος χορηγούμενης μιδαζολάμης ποίκιλλαν κατά τρόπο κλινικά
σημαντικό όταν συνδυάστηκαν με αυτούς τους αναστολείς διαύλων
ασβεστίου, ιδιαίτερα με διπλασιασμό σχεδόν του χρόνου ημιζωής και του
μέγιστου επιπέδου στο πλάσμα, οδηγώντας σε ιδιαίτερα μειωμένη απόδοση σε
δοκιμασίες συντονισμού και γνωστικών λειτουργιών, ενώ επέφεραν βαθιά
καταστολή. Όταν χρησιμοποιείται από του στόματος μιδαζολάμη, συνιστάται
συνήθως προσαρμογή της δόσης. Εάν και δεν αναμένεται κλινικά σημαντική
αλληλεπίδραση με τη μιδαζολάμη όταν χρησιμοποιείται για βραχυπρόθεσμη
καταστολή, απαιτείται προσοχή εάν η ενδοφλέβια μιδαζολάμη χορηγείται
ταυτόχρονα με βεραπαμίλη ή διλτιαζέμη.
Μακρολιδικά αντιβιοτικά:
Ερυθρομυκίνη και κλαριθρομυκίνη
Η συγχορήγηση από του στόματος μιδαζολάμης και ερυθρομυκίνης ή
κλαριθρομυκίνης αύξησε σημαντικά το ΑUC (εμβαδόν κάτω από την καμπύλη)
της μιδαζολάμης κατά τέσσερις φορές περίπου και υπερδιπλασίασε το χρόνο
ημιζωής αποβολής της μιδαζολάμης, ανάλογα με τη μελέτη. Εκσεσημασμένες
μεταβολές παρατηρήθηκαν σε ψυχοκινητικές δοκιμασίες και συνιστάται
προσαρμογή των δόσεων της μιδαζολάμης, εάν χορηγείται από το στόμα, λόγω
σημαντικής καθυστέρησης της ανάνηψης.
Όταν δόθηκαν μεμονωμένες δόσεις εφόδου μιδαζολάμης για βραχυπρόθεσμη
καταστολή, η επίδραση της μιδαζολάμης δεν ενισχύθηκε ούτε παρατάθηκε σε
κλινικά σημαντικό βαθμό από την ερυθρομυκίνη, εάν και καταγράφηκε
σημαντική μείωση της κάθαρσης πλάσματος. Απαιτείται προσοχή εάν η
ενδοφλέβια μιδαζολάμη χορηγείται ταυτόχρονα με ερυθρομυκίνη ή
κλαριθρομυκίνη. Δεν έχει φανεί κλινικά σημαντικά αλληλεπίδραση με τη
μιδαζολάμη και άλλα μακρολιδικά αντιβιοτικά.