σε λίγο νερό και το εναιώρημα που προκύπτει, το οποίο θα πρέπει να
παρασκευάζεται την ώρα εκείνη που χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί, θα πρέπει να
δίδεται με ακόμη λίγη ποσότητα κάποιου υγρού.
Η θεραπευτική αγωγή συνήθως χορηγείται δια βίου στην περίπτωση που δίδεται ως
υποκατάσταση σε υποθυρεοειδισμό και μετά από μερική ή ολική θυρεοειδεκτομή
καθώς και όταν χορηγείται ως προφύλαξη υποτροπής μετά από αφαίρεση
ευθυρεοειδικής βρογχοκήλης. Στον υπερθυρεοειδισμό, μετά από την επίτευξη της
ευθυρεοειδικής κατάστασης, ενδείκνυται να ακολουθείται ταυτόχρονη θεραπεία για
τη χρονική περίοδο που χορηγείται το αντιθυρεοειδικό φάρμακο.
Στην περίπτωση της καλοήθους ευθυρεοειδικής βρογχοκήλης, η απαιτούμενη χρονική
διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής είναι 6 μήνες έως 2 έτη. Εάν μέσα στο παραπάνω
χρονικό διάστημα η φαρμακευτική αγωγή αποδειχθεί ανεπαρκής, θα πρέπει να
ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο της χειρουργικής επέμβασης ή της θεραπείας της
βρογχοκήλης με ραδιενεργό ιώδιο.
4.3 Αντενδείξεις
- Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
- Επινεφριδική ανεπάρκεια που δεν έχει υποβληθεί σε θεραπεία, υποφυσιακή
ανεπάρκεια που δεν έχει υποβληθεί σε θεραπεία και θυρεοτοξίκωση που δεν έχει
υποβληθεί σε θεραπεία.
- Δε θα πρέπει να ξεκινά θεραπεία με το Euthyrox σε περίπτωση οξέος
εμφράγματος του μυοκαρδίου, οξείας μυοκαρδίτιδας και οξείας πανκαρδίτιδας.
- Δεν ενδείκνυται η συνδυασμένη θεραπευτική αγωγή της λεβοθυροξίνης με
κάποιον αντιθυρεοειδικό παράγοντα για την αντιμετώπιση του
υπερθυρεοειδισμού κατά τη διάρκεια της κύησης (βλ. παράγραφο 4.6).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Πριν από την έναρξη της θεραπευτικής αγωγής με θυρεοειδικές ορμόνες ή πριν από
τη διεξαγωγή δοκιμασίας καταστολής θυρεοειδούς, θα πρέπει να αποκλείεται η
ύπαρξη των παρακάτω νόσων ή παθολογικών καταστάσεων ή αυτές να έχουν πρώτα
αντιμετωπισθεί θεραπευτικά: στεφανιαία ανεπάρκεια, στηθάγχη, αρτηριοσκλήρυνση,
υπέρταση, υποφυσιακή και επινεφριδική ανεπάρκεια. Θα πρέπει επίσης να
αποκλείεται ή να θεραπεύεται πριν από την έναρξη θεραπευτικής αγωγής με
θυρεοειδικές ορμόνες η ενδεχόμενη αυτονομία του θυρεοειδούς.
Όταν ξεκινάει η θεραπεία με λεβοθυροξίνη σε ασθενείς με κίνδυνο ψυχωτικών
διαταραχών, συνιστάται να ξεκινούν με χαμηλή δόση λεβοθυροξίνης και να
αυξάνουν τη δόση βαθμιαία στην αρχή της θεραπείας. Συνιστάται η παρακολούθηση
των ασθενών. Εάν εμφανιστούν σημεία ψυχωτικών διαταραχών, θα πρέπει να
εξετάζεται η προσαρμογή της δόσης της λεβοθυροξίνης.
Η εμφάνιση ακόμη και μικρού βαθμού υπερθυρεοειδισμού λόγω φαρμακευτικής
αγωγής θα πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς με στεφανιαία ανεπάρκεια, με
καρδιακή ανεπάρκεια ή με ταχυαρρυθμίες. Κατά συνέπεια θα πρέπει να
πραγματοποιούνται συχνοί έλεγχοι των θυρεοειδικών παραμέτρων σε αυτές τις
περιπτώσεις.
Σε περίπτωση δευτεροπαθούς υποθυρεοειδισμού, θα πρέπει να προσδιορίζονται τα
αίτιά του πριν από τη χορήγηση θεραπείας υποκατάστασης και εφόσον απαιτείται θα
πρέπει να ξεκινά και θεραπευτική αγωγή υποκατάστασης μίας αντιρροπούμενης
επινεφριδικής ανεπάρκειας.
6