Σε μελέτες φαρμακοκινητικής με υδροχλωροθειαζίδη, διγοξίνη, δακτυλίτιδα,
βαρφαρίνη, σιμετιδίνη και φαινοβαρβιτάλη δεν παρουσιάστηκε καμία σημαντική
αλληλεπίδραση μεταξύ των φαρμάκων (βλέπε 5.1 Κλινική Φαρμακολογία,
Αλληλεπιδράσεις Φαρμάκων).
Οι ισχυροί αναστολείς του κυτοχρώματος P450 3A4 και 2C9 δεν έχουν μελετηθεί
κλινικώς αλλά in vitro μελέτες δείχνουν σημαντική αναστολή του σχηματισμού του
δραστικού μεταβολίτη από αναστολείς P450 3A4 (κετοκοναζόλη, τρολεανδομυκίνη,
γεστοδένη) ή του P450 2C9 (σουλφοφαιναζόλη) και σχεδόν πλήρη αναστολή από το
συνδυασμό της σουλφοφαιναζόλης και κετοκοναζόλης. Οι φαρμακοδυναμικές
συνέπειες από την ταυτόχρονη χρήση του losartan potassium και αυτών των
αναστολέων δεν έχουν εξεταστεί.
Όπως και με άλλα φάρμακα τα οποία αναστέλλουν την Αγγεοτασίνη ΙΙ ή τις
επιδράσεις της, η συγχορήγηση καλιοσυντηρητικών διουρητικών (π.χ.
σπιρονολακτόνη, τριαμτερένη, αμιλορίδη), συμπληρωμάτων καλίου ή
υποκατάστατων αλάτων που περιέχουν κάλιο μπορεί να οδηγήσει σε αυξήσεις του
καλίου στο πλάσμα.
Όπως με άλλα αντιϋπερτασικά φάρμακα, το αντιϋπερτασικό αποτέλεσμα του losartan
potassium μπορεί να εξασθενίσει με ταυτόχρονη χορήγηση του μη στεροειδούς
αντιφλεγμονώδους φαρμάκου ινδομεθακίνη.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Εμβρυϊκή/ Νεογνική Νοσηρότητα και Θνησιμότητα
Φάρμακα που δρουν κατευθείαν στο σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης μπορεί να
προκαλέσουν εμβρυϊκή και νεογνική νοσηρότητα και θάνατο όταν χορηγούνται σε
έγκυες γυναίκες. Αρκετές τέτοιες περιπτώσεις χορήγησης έχουν αναφερθεί στην
παγκόσμια βιβλιογραφία σε ασθενείς οι οποίοι ελάμβαναν αναστολέα του
μετατρεπτικού ενζύμου, της αγγειοτασίνης. Μόλις διαπιστωθεί εγκυμοσύνη, το
LOSADRAC
θα πρέπει να διακόπτεται το συντομότερο δυνατό.
Στη χορήγηση φαρμάκων, που δρουν κατευθείαν στο σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης
κατά τη διάρκεια του δευτέρου και τρίτου τριμήνου της εγκυμοσύνης, έχουν αποδοθεί
εμβρυϊκές και νεογνικές βλάβες, συμπεριλαμβανομένων των: υπόταση, νεογνική
κρανιακή υποπλασία, ανουρία, αναστρέψιμη ή μη αναστρέψιμη νεφρική ανεπάρκεια
και θάνατος. Ολιγοϋδράμνιο έχει επίσης αναφερθεί, ενδεχομένως ως αποτέλεσμα της
μειωμένης νεφρικής λειτουργίας του εμβρύου. Το ολγοϋδράμνιο σε αυτήν την
περίπτωση έχει συνδεθεί με εμβρυϊκή σύμπτυξη σκελών, κρανιοεγκεφαλικές
παραμορφώσεις και υποπλασία στην ανάπτυξη των πνευμόνων. Έχει επίσης
αναφερθεί πρωιμότητα, επιβράδυνση της ενδομητρίου αύξησης και ανοικτός
αρτηριακός πόρος χωρίς ωστόσο να είναι διευκρινισμένο εάν για τα παραπάνω
σύμβαντα ευθύνεται η έκθεση στο φάρμακο.
Οι ανεπιθύμητες αυτές ενέργειες δεν εμφανίστηκαν όταν η ενδομήτρια έκθεση στο
φάρμακο περιορίστηκε στο πρώτο τρίμηνο.
Πρέπει επίσης να ενημερωθούν σχετικά και οι μητέρες, έμβρυα των οποίων
εκτίθενται σε ανταγωνιστή του υποδοχέα της αγγειοτασίνης ΙΙ κατά τη διάρκεια του
πρώτου μόνο τριμήνου.
Οι θεράποντες γιατροί πρέπει να διακόπτουν τη χορήγηση του LOSADRAC
όσο το
δυνατόν πιο σύντομα, οποτεδήποτε η ασθενής καταστεί έγκυος. Σπάνια (πιθανώς
λιγότερο συχνά από μία φορά στις χίλιες εγκυμοσύνες), δεν βρίσκεται εναλλακτική
θεραπεία σε ανταγωνιστή του υποδοχέα αγγειοτασίνης ΙΙ. Σε αυτές τις σπάνιες
4