αποτελέσματα ασφάλειας έδειξαν υψηλότερη συχνότητα αναφερόμενων
εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων στο 16,8% των ασθενών της ομάδας προσθήκης
του λιθίου και στο 6,6% της ομάδας προσθήκης του εικονικού φαρμάκου, η
πλειοψηφία των οποίων περιελάμβανε τρόμο, αναφερόμενο στο 15,6% των
ασθενών της ομάδας προσθήκης του λιθίου και στο 4,9% της ομάδας προσθήκης
του εικονικού φαρμάκου. Η συχνότητα της υπνηλίας ήταν υψηλότερη στην
ομάδα λήψης κουετιαπίνης παρατεταμένης αποδέσμευσης και λιθίου (12,7%) σε
σύγκριση με την ομάδα λήψης της κουετιαπίνης παρατεταμένης αποδέσμευσης
με το εικονικό φάρμακο (5,5%). Επιπλέον, υψηλότερο ποσοστό των ασθενών
που έλαβαν θεραπεία στην ομάδα προσθήκης του λιθίου (8,0%) είχαν αύξηση
του σωματικού βάρους (≥7%) στο τέλος της θεραπείας σε σύγκριση με τους
ασθενείς της ομάδας προσθήκης του εικονικού φαρμάκου (4,7%).
Πιο μακροχρόνιες μελέτες πρόληψης υποτροπών είχαν μια ανοιχτή περίοδο (που
κυμαινόταν από 4 έως 36 εβδομάδες) κατά τη διάρκεια της οποίας χορηγήθηκε
στους ασθενείς κουετιαπίνη, στη συνέχεια ακολούθησε μια τυχαιοποιημένη
περίοδος διακοπής κατά τη διάρκεια της οποίας οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν
σε κουετιαπίνη ή εικονικό φάρμακο. Για τους ασθενείς που τυχαιοποιήθηκαν σε
κουετιαπίνη, η μέση πρόσληψη βάρους κατά την ανοιχτή περίοδο ήταν 2,56 kg
και μέχρι την εβδομάδα 48 της τυχαιοποιημένης περιόδου, η μέση πρόσληψη
βάρους ήταν 3,22 kg σε σύγκριση με την αρχική τιμή της ανοιχτής περιόδου. Για
τους ασθενείς που τυχαιοποιήθηκαν σε εικονικό φάρμακο, η μέση πρόσληψη
βάρους κατά τη διάρκεια της ανοιχτής περιόδου ήταν 2,39 kg και μέχρι την
εβδομάδα 48 της τυχαιοποιημένης περιόδου η μέση πρόσληψη βάρους ήταν 0,89
kg, σε σύγκριση με την αρχική τιμή της ανοιχτής περιόδου.
Σε ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες σε ηλικιωμένους ασθενείς με
ψύχωση σχετιζόμενη με άνοια, η συχνότητα εμφάνισης των ανεπιθύμητων
συμβάντων από τα εγκεφαλικά αγγεία ανά 100 ανθρωποέτη, δεν ήταν
υψηλότερη στους ασθενείς που χορηγήθηκε κουετιαπίνη σε σχέση με αυτούς
στους οποίους χορηγήθηκε εικονικό φάρμακο.
Σε όλες τις βραχυχρόνιες μελέτες μονοθεραπείας ελεγχόμενες με εικονικό
φάρμακο, σε ασθενείς με αριθμό ουδετερόφιλων κατά την έναρξη ≥1,5 X 10
9
/L,
η συχνότητα εμφάνισης τουλάχιστον ενός περιστατικού σε μεταβολή του
αριθμού ουδετερόφιλων <1,5 X 10
9
/L ήταν 1,9% σε ασθενείς που χορηγήθηκε
κουετιαπίνη, σε σύγκριση με 1,5% σε ασθενείς που χορηγήθηκε εικονικό
φάρμακο. Η συχνότητα εμφάνισης των μεταβολών σε >0,5 - <1,0 x 10
9
/L ήταν η
ίδια (0,2%) σε ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε κουετιαπίνη συγκριτικά με
τους ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε εικονικό φάρμακο. Σε όλες τις
κλινικές μελέτες (ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο, ανοικτές, συγκριτικές με
δραστική ουσία, σε ασθενείς με αριθμό ουδετερόφιλων κατά την έναρξη ≥1,5 X
10
9
/L), η συχνότητα εμφάνισης τουλάχιστον ενός περιστατικού με μεταβολή του
αριθμού ουδετερόφιλων <1,5 x 10
9
/L ήταν 2,9% και με <0,5 x 10
9
/L ήταν 0,21%
σε ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε κουετιαπίνη.
H θεραπεία με κουετιαπίνη συσχετίσθηκε με δοσοεξαρτώμενες μειώσεις στα
επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών. Η συχνότητα εμφάνισης μεταβολών της
TSH ήταν 3,2 % για την κουετιαπίνη έναντι 2,7 % για το εικονικό φάρμακο. Η
συχνότητα εμφάνισης αμοιβαίων πιθανά κλινικά σημαντικών μεταβολών τόσο
της Τ3 όσο και της Τ4 και της TSH σε αυτές τις μελέτες ήταν σπάνια, και οι
αλλαγές που παρατηρήθηκαν στα επίπεδα των ορμονών του θυρεοειδούς δεν
συσχετίστηκαν με κλινικά συμπτώματα υποθυρεοειδισμού.
Η μείωση στην ολική και στην ελεύθερη T4 ήταν μέγιστη εντός των πρώτων έξι
εβδομάδων της θεραπείας με την κουετιαπίνη, χωρίς περαιτέρω μείωση κατά τη
25