τη χρήση νεφελοποιημένης τομπραμυκίνης. Η πρώτη δόση τομπραμυκίνης πρέπει να χορηγείται υπό ιατρική
επίβλεψη, με τη χρήση ενός βρογχοδιασταλτικού παράγοντα πριν τη νεφελοποίηση, εάν αυτός αποτελεί ήδη
μέρος του ισχύοντος θεραπευτικού σχήματος του ασθενούς. Ο FEV
1
(ταχέως εκπνεόμενος όγκος στο 1
δευτερόλεπτο) πρέπει να μετράται πριν και μετά τη νεφελοποίηση. Εάν υπάρχουν ενδείξεις παρουσίας
προκαλούμενου από τη θεραπεία βρογχόσπασμου σε έναν ασθενή, ο οποίος δεν λαμβάνει έναν
βρογχοδιασταλτικό παράγοντα, η θεραπεία πρέπει να επαναλαμβάνεται μία ακόμη φορά, με χρήση ενός
βρογχοδιασταλτικού παράγοντα. Η έναρξη βρογχόσπασμου επί χορήγησης βρογχοδιασταλτικής θεραπείας
μπορεί να υποδηλώνει την εμφάνιση αλλεργικής αντίδρασης. Εάν υπάρχει υποψία αλλεργικής αντίδρασης, η
χορήγηση τομπραμυκίνης πρέπει να διακόπτεται. Ο βρογχόσπασμος πρέπει να αντιμετωπίζεται με τη χρήση
μίας κλινικά κατάλληλης μεθόδου.
Νευρομυϊκές διαταραχές
Η τομπραμυκίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με μεγάλη προσοχή σε ασθενείς με νευρομυϊκές διαταραχές,
όπως ο παρκινσονισμός ή άλλες παθήσεις που χαρακτηρίζονται από μυασθένεια, συμπεριλαμβανομένης της
μυασθένειας gravis, καθώς οι αμινογλυκοσίδες μπορεί να επιδεινώσουν τη μυϊκή αδυναμία λόγω μίας
πιθανής, προσομοιάζουσας με εκείνη που προκαλεί το κουράριο, επίδρασης στη νευρομυϊκή λειτουργία.
Νεφροτοξικότητα
Αν και η εμφάνιση νεφροτοξικότητας έχει σχετιστεί με τη χορήγηση παρεντερικής θεραπείας με
αμινογλυκοσίδες, δεν υπήρξαν ενδείξεις νεφροτοξικότητας κατά τη διάρκεια των κλινικών μελετών με
τομπραμυκίνη. Ο παράγοντας πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με γνωστή ή
υποπτευόμενη νεφρική δυσλειτουργία, ενώ οι συγκεντρώσεις τομπραμυκίνης ορού πρέπει να
παρακολουθούνται, π.χ. πρέπει να διεξάγονται αναλύσεις των επιπέδων του φαρμάκου στον ορό μετά από
δύο ή τρεις δόσεις, ώστε η δοσολογία να μπορεί να ρυθμιστεί εάν είναι απαραίτητο, και επίσης σε
διαστήματα τριών έως τεσσάρων ημερών κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Σε περίπτωση μεταβαλλόμενης
νεφρικής λειτουργίας, πρέπει να μετρούνται συχνότερα τα επίπεδα του φαρμάκου στον ορό και να
ρυθμίζεται η δοσολογία ή τα διαστήματα μεταξύ των δόσεων. Οι ασθενείς με σοβαρή νεφρική βλάβη, δηλ.
κρεατινίνη ορού > 2 mg/dl (176,8 µmol/l) δεν συμπεριελήφθησαν σε κλινικές μελέτες.
Η ισχύουσα κλινική πρακτική συνιστά τον έλεγχο της νεφρικής λειτουργίας κατά την έναρξη της μελέτης.
Επιπροσθέτως, η νεφρική λειτουργία πρέπει να επανελέγχεται περιοδικά, μέσω τακτικής παρακολούθησης
των επιπέδων ουρίας και κρεατινίνης τουλάχιστον κάθε 6 πλήρεις θεραπευτικούς κύκλους με τομπραμυκίνη
(θεραπεία διάρκειας 180 ημερών με νεφελοποιημένη τομπραμυκίνη). Εάν υπάρχουν ενδείξεις
νεφροτοξικότητας, η θεραπεία με τομπραμυκίνη πρέπει να διακόπτεται έως ότου οι ελάχιστες
συγκεντρώσεις του φαρμάκου στον ορό μειωθούν κάτω από 1 μg/mL. Η θεραπεία με τομπραμυκίνη μπορεί
στη συνέχεια να ξεκινήσει εκ νέου ακολουθώντας τις ιατρικές συμβουλές. Οι ασθενείς που λαμβάνουν
συγχορηγούμενη παρεντερική θεραπεία με αμινογλυκοσίδες, πρέπει να παρακολουθούνται αυστηρά, λόγω
του κινδύνου εμφάνισης αθροιστικής τοξικότητας.
Η παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας είναι ιδιαιτέρως σημαντική σε ηλικιωμένους ασθενείς που
μπορεί να εμφανίζουν μειωμένη νεφρική λειτουργία, η οποία μπορεί να μην είναι έκδηλη στα αποτελέσματα
των διαγνωστικών ελέγχων ρουτίνας, όπως η ουρία αίματος ή η κρεατινίνη ορού. Ο προσδιορισμός της
κάθαρσης κρεατινίνης μπορεί να είναι χρήσιμος.
Πρέπει να πραγματοποιείται ανάλυση ούρων για αυξημένη απέκκριση λευκωμάτων, κυττάρων και
συσσωματωμάτων. Τα επίπεδα κρεατινίνης ορού ή της κάθαρσης της κρεατινίνης (προτιμάται έναντι της
ουρίας αίματος) πρέπει να μετρούνται περιοδικά.
Ωτοτοξικότητα
Ωτοτοξικότητα, η οποία εκδηλώνεται τόσο ως ακουστική (υποακουσία ή παθολογικά αποτελέσματα στην
ακοομετρία) όσο και ως αιθουσαία τοξικότητα (ίλιγγος, αταξία ή ζάλη), έχει αναφερθεί με τη χρήση
αμινογλυκοσιδών.
Κατά τη διάρκεια ελεγχόμενων κλινικών μελετών με τομπραμυκίνη, παρατηρήθηκαν μετρίου βαθμού και
αναστρέψιμη υποακουσία και ίλιγγος.
Σε μελέτες ανοιχτής αγωγής και μετά την κυκλοφορία του προϊόντος, ορισμένοι ασθενείς με ιστορικό
παρατεταμένης προηγούμενης ή συγχορηγούμενης χρήσης ενδοφλεβίων αμινογλυκοσιδών έχουν εμφανίσει
απώλεια της ακοής.
Ο γιατρός πρέπει να εξετάζει την πιθανότητα ότι οι αμινογλυκοσίδες μπορεί να προκαλούν αιθουσαία και
κοχλιακή τοξικότητα και πρέπει να αξιολογεί την ακουστική λειτουργία καθ’ όλη τη διάρκεια της
θεραπευτικής περιόδου με τομπραμυκίνη. Σε ασθενείς με κίνδυνο προδιάθεσης λόγω προηγούμενης
3/9