Πολύ υψηλές εφάπαξ δόσεις της epirubicin μπορούν να προκαλέσουν οξεία εκφύλιση του
μυοκαρδίου μέσα σε 24 ώρες και βαριά μυελοκαταστολή μέσα σε 10 έως 14 ημέρες. Έχουν
παρατηρηθεί τοξικά αποτελέσματα στο γαστρεντερικό σύστημα (κυρίως βλεννογονίτις).
Η αγωγή θα πρέπει να έχει στόχο την υποστήριξη των ζωτικών λειτουργιών του οργανισμού
κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν μέτρα όπως
μεταγγίσεις αίματος και ειδική νοσηλεία σε αποστειρωμένη απομόνωση. Καθυστερημένη
καρδιακή ανεπάρκεια παρατηρήθηκε με τις ανθρακυκλίνες μέχρι και 6 μήνες μετά την
υπερδοσολογία. Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά και να τους
παρέχεται η κατάλληλη αγωγή μόλις εμφανισθούν σημεία καρδιακής ανεπάρκειας.
Τηλ. Κέντρου Δηλητηριάσεων: 210-77 93 777
2.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Μυελοτοξικότητα / Αιματολογική τοξικότητα
H δοσοεξαρτώμενη, αναστρέψιμη λευκοπενία και / ή κοκκιοκυτταροπενία (ουδετεροπενία)
αποτελεί την κυριότερη εκδήλωση της μυελοτοξικότητας / αιματολογικής τοξικότητας της
epirubicin και αντιπροσωπεύει την οξεία δοσοπεριοριστική τοξικότητα του φαρμάκου αυτού.
Η λευκοπενία είναι συνήθως πιο σοβαρή μετά τη χορήγηση σχημάτων με υψηλές δόσεις.
Κάτω από τις συνθήκες αυτές μπορεί να απαιτηθεί κατάλληλη υποστήριξη του μυελού (π.χ
αρχέγονα κύτταρα περιφερικού αίματος ή αυξητικοί παράγοντες). Μπορεί επίσης να
παρατηρηθεί θρομβοκυτταροπενία και αναιμία.
Τα κλινικά επακόλουθα της μυελοτοξικότητας / αιματολογικής τοξικότητας από epirubicin
μπορεί να περιλαμβάνουν πυρετό, λοιμώξεις, σήψη / σηψαιμία, σηπτικό σοκ, αιμορραγίες,
υποξία των ιστών ή θάνατο. Θα πρέπει να χορηγούνται αντιβιοτικά ενδοφλεβίως όταν
παρατηρηθεί εμπύρετη ουδετεροπενία.
Η εμφάνιση δευτερογενούς οξείας μυελογενούς λευχαιμίας, με ή χωρίς προλευχαιμική φάση,
έχει αναφερθεί σπάνια σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ταυτόχρονη θεραπεία με epirubicin
σε συνδυασμό με αντινεοπλασματικούς παράγοντες που καταστρέφουν το DNA ή σε
ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε εντατική θεραπεία με φάρμακα του είδους αυτού. Οι
λευχαιμίες αυτές μπορεί να έχουν βραχεία λανθάνουσα περίοδο (1-3 ετών).
Καρδιοτοξικότητα
Η καρδιοτοξικότητα που προκαλείται από ανθρακυκλίνες μπορεί να εμφανισθεί με πρώιμες
(οξείες) ή καθυστερημένες εκδηλώσεις. Η πρώιμη καρδιοτοξικότητα της epirubicin
αποτελείται κυρίως από κολπική ταχυκαρδία και / ή ανωμαλίες στο ΗΚΓ, π.χ. μη ειδικές
αλλαγές στο κύμα ST-T, ωστόσο έχουν αναφερθεί και ταχυαρρυθμίες όπως πρόωρες
κοιλιακές συστολές, κοιλιακή ταχυκαρδία, βραδυκαρδία, καθώς και αποκλεισμός του
κολποκοιλιακού δεματίου του His. Με την εξαίρεση της κακοήθους καρδιακής δυσρυθμίας,
τα αποτελέσματα αυτά δεν αποτελούν συνήθως ένδειξη μεταγενέστερης ανάπτυξης
καθυστερημένης καρδιοτοξικότητας, σπάνια είναι κλινικής σημασίας και σε γενικές γραμμές
δεν θεωρούνται ένδειξη για τη διακοπή της θεραπείας με epirubicin. Η καθυστερημένη
καρδιοτοξικότητα απεικονίζεται από χαρακτηριστική καρδιομυοπάθεια η οποία εκδηλώνεται
κλινικά με συμπτώματα / ενδείξεις κοιλιακής δυσλειτουργίας / συμφορητικής καρδιακής
ανεπάρκειας [όπως δύσπνοια, πνευμονικό οίδημα, κατωφερές οίδημα (π.χ στα σφυρά),
ηπατομεγαλία, ασκίτης, έκχυση στον υπεζωκότα, καλπαστικός ρυθμός]. Η τοξικότητα αυτή
φαίνεται να εξαρτάται από την αθροιστική δόση της epirubicin και αντιπροσωπεύει την
αθροιστική δοσοπεριοριστική τοξικότητα του φαρμάκου. Σε έναν αριθμό μελετών
αξιολογήθηκε ότι ο κίνδυνος ανάπτυξης αποφρακτικής καρδιακής νόσου, σε απουσία άλλων
καρδιακών παραγόντων κινδύνου, αυξάνεται απότομα όταν η αθροιστική δόση της epirubicin
φθάσει τα 900-1000 mg/m
2
. Ωστόσο, όταν υπάρχει επιπρόσθετος κίνδυνος για ανάπτυξη
καρδιοτοξικότητας (π.χ ενεργός ή λανθάνουσα καρδιαγγειακή νόσος, προηγούμενη
ακτινοθεραπεία, προηγούμενη / ταυτόχρονη χρήση άλλων καρδιοτοξικών φαρμάκων) η
καρδιοτοξικότητα μπορεί να εμφανισθεί σε χαμηλότερες αθροιστικές δόσεις. Η
καθυστερημένη καρδιοτοξικότητα αναπτύσσεται κυρίως κατά τη διάρκεια της αγωγής με
epirubicin και μέχρι και δύο - τρεις μήνες μετά, ωστόσο έχουν αναφερθεί και αργοπορημένα
συμβάντα (αρκετούς μήνες μέχρι χρόνια μετά την αποπεράτωση της αγωγής). Σοβαρή