2.6. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης: Ενδοφλέβια χορήγηση: Σε περίπτωση που δεν είναι
εφικτή η από του στόματος χορήγηση του φαρμάκου, η Omeprazole χορηγείται
ενδοφλεβίως σε δόση 40 mg με βραδεία ενδοφλέβια ένεση (για περίοδο 2 ½ τουλάχιστον
λεπτών) ή με ενδοφλέβια έγχυση επί 20-30 λεπτά. Η ενδοφλέβια ένεση επιτυγχάνει άμεση
ελάττωση της ενδογαστρικής οξύτητας, με μέση μείωσή της σε 24ωρη βάση, της τάξης
περίπου του 90%. Για την παρασκευή του ενδοφλέβιου διαλύματος Omeprazole θα πρέπει
να χρησιμοποιείται μόνο ο περιεχόμενος στη συσκευασία διαλύτης και όχι άλλος. Μετά την
επανασύσταση, η ένεση πρέπει να γίνει με αργό ρυθμό για περίοδο 2 ½ τουλάχιστον
λεπτών και μέγιστο ρυθμό τα 4 ml ανά λεπτό. Το διάλυμα θα πρέπει να χορηγείται μέσα σε
4 ώρες από την παρασκευή του.
Πρόληψη εισρόφησης: Εάν για την προφύλαξη από εισρόφηση προτιμηθεί η ενδοφλέβια
χορήγηση, τότε η Omeprazole 40 mg ενέσιμη θα πρέπει να χορηγηθεί ενδοφλεβίως, 1 ώρα
πριν από την εγχείρηση. Αν η εγχείρηση καθυστερήσει για περισσότερες από 2 ώρες, τότε
θα πρέπει να γίνει μία επιπλέον ενδοφλέβια χορήγηση.
Χορήγηση σε νεφρική ανεπάρκεια: Σε νεφροπαθείς δεν χρειάζεται τροποποίηση της
δοσολογίας.
Χορήγηση σε ηπατική ανεπάρκεια: Επειδή η βιοδιαθεσιμότητα και ο χρόνος ημιζωής της
ομεπραζόλης στο πλάσμα αυξάνεται στους ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια, η ημερήσια
δόση των 20 mg είναι συνήθως επαρκής.
2.7. Υπερδοσολογία – Αντιμετώπιση: Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες για τα
αποτελέσματα από τη λήψη υπερβολικών δόσεων ομεπραζόλης στον άνθρωπο και κατά
συνέπεια δεν είναι δυνατόν να δοθούν ειδικές οδηγίες αντιμετώπισης. Εφ’ άπαξ δόσεις από
του στόματος μέχρι 160 mg και ολική ημερήσια δόση μέχρι 360 mg έχουν γίνει καλά
ανεκτές.
Τηλέφωνο Κέντρου Δηλητηριάσεων Αθηνών: 210 7793777.
2.8. Ανεπιθύμητες Ενέργειες: Η Omeprazole γίνεται καλά ανεκτή, και οι ανεπιθύμητες
ενέργειες είναι γενικώς ήπιες και αναστρέψιμες. Έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα συμβάντα
χωρίς πάντως στην πλειονότητα των περιπτώσεων να έχει τεκμηριωθεί σαφώς και με
συνέπεια σχέση αιτίου/αποτελέσματος.
Δέρμα: Σπάνια εξάνθημα, κνίδωση και/ή κνησμός. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις
φωτοευαισθησία, πολύμορφο ερύθημα, σύνδρομο Stevens-Johnson, τοξικό επιδερμική
νεκρόλυση (ΤΕΝ), αλωπεκία.
Μυοσκελετικό: Σε μεμονωμένες περιπτώσεις αρθαλγία, μυϊκή αδυναμία και μυαλγία.
Κεντρικό και Περιφερικό Νευρικό Σύστημα: Κεφαλαλγία. Σπάνια ζάλη, παραισθησίες,
υπνηλία, αϋπνία και ίλιγγος. Σε μεμονωμένα περιστατικά, αναστρέψιμη διανοητική
σύγχυση, διέγερση, επιθετικότητα, κατάθλιψη και ψευδαισθήσεις, ιδιαίτερα σε σοβαρά
πάσχοντες.
Γαστρεντερικό: Διάρροια, δυσκοιλιότητα, κοιλιακό άλγος, ναυτία/έμετος και μετεωρισμός.
Σε μεμονωμένες περιπτώσεις ξηροστομία, στοματίτιδα και γαστρεντερική καντιντίαση,
παγκρεατίτις.
Κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας θεραπείας, έχει αναφερθεί εμφάνιση γαστρικών
αδενικών πολυπόδων σε αυξημένη συχνότητα. Οι αλλαγές αυτές είναι καλοήθεις και
φαίνεται ότι είναι αναστρέψιμες με τη διακοπή της θεραπείας.
Ήπαρ: Σπάνια αύξηση των ηπατικών ενζύμων, με ή χωρίς αύξηση της χολερυθρίνης. Σε
μεμονωμένες περιπτώσεις εγκεφαλοπάθεια σε ασθενείς με προϋπάρχουσα βαριά ηπατική
νόσο, ηπατίτιδα με ή χωρίς ίκτερο, ηπατική ανεπάρκεια.
Ενδοκρινικό: Σε μεμονωμένα περιστατικά γυναικομαστία.
Αίμα: Σε μεμονωμένες περιπτώσεις λευκοπενία, θρομβοπενία, ακοκκιοκυτταραιμία και
πανκυτταροπενία.
Άλλα: Σπάνια κακουχία. Σε μεμονωμένα περιστατικά περιφερικό οίδημα, θάμβος οράσεως,
διαταραχές της γεύσης, ιδρώτες και υπονατριαιμία. Αντιδράσεις υπερευαισθησίας π.χ.
κνίδωση (urticaria) σπανίως και σε μεμονωμένες περιπτώσεις αγγειοοίδημα, πυρετός,
βρογχόσπασμος, διάμεσος νεφρίτις και αναφυλακτικό σοκ.
Σε μεμονωμένες περιπτώσεις ασθενών ευρισκομένων σε κρίσιμη κατάσταση, στους οποίους
χορηγήθηκε ομεπραζόλη ενδοφλεβίως, ειδικά σε υψηλές δόσεις, αναφέρθηκε μη
αναστρέψιμη βλάβη της όρασης, χωρίς όμως να εξακριβωθεί αιτιολογική συσχέτιση με το
φάρμακο.
Γι’ αυτό συνιστάται η από του στόματος χορήγηση του φαρμάκου, εκτός εάν η γενική
κατάσταση του ασθενή δεν το επιτρέπει.
Σε κλινικές μελέτες που χορηγήθηκαν διπλά ή τριπλά θεραπευτικά σχήματα για την
2