γυναίκες που θηλάζουν. Η γαλουχία πρέπει να διακοπεί πριν τη λήψη ιτρακοναζόλης.
2.4.2. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων: Δεν έχουν
παρατηρηθεί επιδράσεις.
2.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες: Φάρμακα που επηρεάζουν τον
μεταβολισμό της ιτρακοναζόλης: Η ιτρακοναζόλη μεταβολίζεται κυρίως μέσω του
κυτοχρώματος CYP3A4. Έχουν διενεργηθεί μελέτες αλληλεπίδρασης με ριφαμπικίνη,
ριφαμπουτίνη και φαινοτοϊνη, που είναι ισχυροί ενζυμικοί επαγωγείς του CYP3A4. Καθώς
η βιοδιαθεσιμότητα της ιτρακοναζόλης και της υδροξυ-ιτρακοναζόληςμειώθηκε στις
μελέτες αυτές, σε τέτοια έκταση που η αποτελεσματικότητα μπορεί να μειωθεί
σημαντικά, δεν συνίσταται ο συνδυασμός με αυτούς τους επαγωγείς ενζύμων. Δεν είναι
διαθέσιμα τυπικά δεδομένα μελέτης για άλλους επαγωγείς ενζύμων, όπως η
καρβαμαζεπίνη, η φαινοβαρβιτάλη και η ισονιαζίδη αλλά πρέπει να αναμένονται
παρόμοιες δράσεις. Ισχυροί αναστολείς του CYP3A4 μπορούν να αυξήσουν τη
βιοδιαθεσιμότητα της ιτρακοναζόλης. Παραδείγματα είναι: ριτοναβίρη, ινδιναβίρη,
κλαριθρομυκίνη και ερυθρομυκίνη. Επίδραση της ιτρακοναζόλης στον μεταβολισμό
άλλων φαρμάκων: Η ιτρακοναζόλη μπορεί να αναστείλει τον μεταβολισμό φαρμάκων που
μεταβολίζονται από την οικογένεια του κυτοχρώματος 3Α. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μία
αύξηση ή/και παράταση των δράσεών τους, περιλαμβανομένων και των ανεπιθυμήτων
ενεργειών. Μετά την διακοπή της θεραπείας, τα επίπεδα ιτρακοναζόλης στο πλάσμα
μειώνονται βαθμιαία, ανάλογα με τη δόση και τη διάρκεια της θεραπείας (βλ.
«Φαρμακοκινητικές ιδιότητες»). Αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν όταν αξιολογείται η
ανασταλτική δράση της ιτρακοναζόλης σε συγχορηγούμενα φάρμακα. Φάρμακα που
αντενδείκνυνται με ιτρακοναζόλη: Τερφεναδίνη, αστεμιζόλη, μιζολαστίνη, σιζαπρίδη,
δοφετιλίδη, κινιδίνη ή πιμοζίδη αντενδείκνυνται με το Itraconazole I.V., αφού η
συγχορήγησή τους μπορεί να προκαλέσει αυξημένα επίπεδα στο πλάσμα των ουσιών
αυτών και σαν αποτέλεσμα να εμφανισθεί επιμήκυνση τυο διαστήματος QT και σπανίως,
να εμφανισθεί torsades de pointes. Συγχορήγηση αναστολέων της HMG-CoA
αναγωγάσης μεταβολιζόμενων από το CYP3A4, όπως η συμβαστατίνη, λοβαστατίνη και
ατορβαστατίνη, τριαζολάμης και από του στόματος μιδαζολάμης αντενδείκνυται με το
Itraconazole I.V. Πρέπει να δίδεται προσοχή κατά την συγχορήγηση ιτρακοναζόλης με
αναστολείς των διαύλων ασβεστίου. Πέραν των πιθανών φαρμακοκινητικών
αλληλεπιδράσεων στις οποίες υπεισέρχεται το μεταβολίζον το φάρμακο ένζυμο CYP3A4,
οι αναστολείς των διαύλων ασβεστίου μπορούν να έχουν αρνητική ινότροπη δράση που
μπορεί να επιπροστεθεί σε αυτήν της ιτρακοναζόλης. Φάρμακα των οποίων τα επίπεδα
στο πλάσμα, οι δράσεις ή οι ανεπιθύμητες ενέργειες πρέπει να παρακολουθούνται. Η
δοσολογία τους, αν συγχορηγούνται με ιτρακοναζόλη, πρέπει να μειώνεται αν είναι
απαραίτητο: Από του στόματος χορηγούμενα αντιπηκτικά. Κατά του HIV-Αναστολείς
πρωτεάσης όπως ριτοναβίρη, ινδιναβίρη, σαγκουιναβίρη. Ορισμένοι αντινεοπλασματικοί
παράγοντες όπως αλκαλοειδή της Vinca, βουσουλφάνη, δοσεταξέλη και τριμετρεξάτη.
Ορισμένοι αναστολείς της HMG-CoA αναγωγάσης μεταβολιζόμενοι από το CYP3A4,όπως
η σεριβιστατίνη (βλ. επίσης φάρμακα που αντενδείκνυται με ιτρακοναζόλη).
Μεταβολιζόμενοι από το CYP3A4 αναστολείς διαύλων ασβεστίου όπως διυδροπυριδίνες
και βεραπαμίλη. Ορισμένοι ανοσοκατασταλτικοί παράγοντες: κυκλοσπορίνη,
τακρόλιμους, ραπαμυκίνη (επίσης γνωστή ως sirolimus) Άλλα: διγοξίνη, καρβαμαζεπίνη,
βουσπιρόνη, αλφεντανίλη, αλπραζολάμη, βροτιζολάμη, μιδαζολάμη χορηγούμενη
ενδοφλέβια, ριφαβουτίνη, μεθυλπρεδνιζολόνη, εβαστίνη και ρεβοξετίνη. Η σημασία της
αύξησης της συγκέντρωσης και η κλινική σχέση αυτών των αλλαγών κατά την διάρκεια
συγχορήγησης με ιτρακοναζόλη παραμένουν προς τεκμηρίωση. Δεν έχει παρατηρηθεί
αλληλεπίδραση ιτρακοναζόλης με ΑΖΤ (ζιδοβουδίνη) και φλουβαστατίνη. Δεν
παρατηρήθηκαν επαγωγικές δράσεις της ιτρακοναζόλης στον μεταβολισμό της
αιθινυλοοιστραδιόλης και της νορεθιστερόνης. Επίδραση στη σύνδεση με τις
πρωτεϊνες: Μελέτες in vitro έχουν δείξει ότι δεν υπάρχουν αλληλεπιδράσεις στη
σύνδεση με τις πρωτεϊνες του πλάσματος μεταξύ ιτρακοναζόλης και ιμιπραμίνης,
προπρανολόλης, διαζεπάμης, σιμετιδίνης, ινδομεθακίνης, τολβουτμίδης και
σουλφαμεθαζίνης.
2.6. Δοσολογία: Το Itraconazole I.V. δίδεται κατά τις πρώτες δύο ημέρες σε δόση εφόδου
δύο φορές την ημέρα, ακολουθούμενη από μία εφάπαξ ημερήσια δόση. Ημέρες 1 και 2