μπορεί να βελτιώσει την γαστρεντερική ανεκτικότητα. Η μέγιστη
συνιστώμενη δόση υδροχλωρικής μετφορμίνης είναι 2 g την ημέρα,
χορηγούμενη σε 2 ή 3 δόσεις.
4.3. Αντενδείξεις
o Υπερευαισθησία στην μετφορμίνη ή σε κάποιο από τα
έκδοχα.
o Διαβητική κετοξέωση, διαβητικό προκώμα.
o Νεφρική ανεπάρκεια, ή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση
κρεατινίνης <60 ml/min).
o Οξείες καταστάσεις που μπορεί ενδεχομένως να
επηρεάσουν τη νεφρική λειτουργία όπως: αφυδάτωση,
βαριά λοίμωξη, Καταπληξία
o Οξεία, ή χρόνια πάθηση που μπορεί να προκαλέσει υποξία
των ιστών, όπως: καρδιακή, ή αναπνευστική ανεπάρκεια,
Πρόσφατο έμφραγμα μυοκαρδίου, Καταπληξία
o Ηπατική ανεπάρκεια, οξεία δηλητηρίαση με οινόπνευμα,
αλκοολισμός.
4.4. Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις
κατά την χρήση
Νεφρική λειτουργία:
Επειδή η μετφορμίνη απεκκρίνεται από τα νεφρά, θα πρέπει να
μετράται η κάθαρση κρεατινίνης (αυτό μπορεί να εκτιμηθεί από τα
επίπεδα της κρεατινίνης ορού χρησιμοποιώντας τη φόρμουλα Cockcroft-
Gault) πριν την έναρξη της θεραπείας και στην συνέχεια τακτικά:
τουλάχιστον μία φορά το χρόνο σε ασθενείς με φυσιολογική
νεφρική λειτουργία,
τουλάχιστον δυο έως τέσσερις φορές το χρόνο σε ασθενείς με
κάθαρση κρεατινίνης στο κατώτερο όριο του φυσιολογικού, και
σε ηλικιωμένους ασθενείς..
Η μειωμένη νεφρική λειτουργία στα ηλικιωμένα άτομα είναι συχνή
και ασυμπτωματική. Πρέπει να δίνεται μεγάλη προσοχή σε
καταστάσεις όπου η νεφρική λειτουργία μπορεί να διαταραχθεί (όπως
π.χ. όταν αρχίζει θεραπεία με αντιυπερτασικά ή διουρητικά ή στην
αρχή θεραπείας με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ).
Χορήγηση ιωδιούχου σκιαγραφικού μέσου:
Η ενδοαγγειακή χορήγηση ιωδιούχων σκιαγραφικών μέσων σε
ακτινολογικές μελέτες μπορεί να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια.
Αυτό μπορεί να προκαλέσει συσσώρευση μετφορμίνης και να εκθέσει
τους ασθενείς σε γαλακτική οξέωση. Η μετφορμίνη πρέπει να
διακόπτεται πριν, ή και κατά την διάρκεια της δοκιμής και να
επανεισάγεται μόνο 48 ώρες μετά τον έλεγχο, και μόνο αφότου έχει
επανεκτιμηθεί η νεφρική λειτουργία και έχει βρεθεί φυσιολογική (βλ.
παράγραφο 4.5).
Γαλακτική οξέωση
Η γαλακτική οξέωση είναι μία σπάνια, αλλά σοβαρή (υψηλή
θνησιμότητα ελλείψει άμεσης θεραπείας) μεταβολική επιπλοκή η
οποία μπορεί να επέλθει λόγω συσσώρευσης μετφορμίνης. Οι
αναφερθείσες περιπτώσεις γαλακτικής οξέωσης σε ασθενείς που
έπαιρναν μετφορμίνη έχουν συμβεί πρωταρχικά σε διαβητικούς
ασθενείς με σημαντική νεφρική ανεπάρκεια.
Η συχνότητα της γαλακτικής οξέωσης είναι δυνατόν και θα πρέπει
να μειώνεται με εκτίμηση και άλλων σχετιζόμενων παραγόντων
κινδύνου όπως ελλιπώς ελεγχόμενος διαβήτης, κέτωση,
παρατεταμένη νηστεία, υπερβολική λήψη οινοπνεύματος, ηπατική
ανεπάρκεια και οποιαδήποτε κατάσταση σχετίζεται με υποξία).
Διάγνωση:
Ο κίνδυνος γαλακτικής οξέωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε
περίπτωση εμφάνισης μη ειδικών συμπτωμάτων όπως μυικές
κράμπες με πεπτικές διαταραχές, όπως κοιλιαλγία και σοβαρή
αδυναμία.
Η γαλακτική οξέωση χαρακτηρίζεται από οξεωτική δύσπνοια,
κοιλιακό πόνο και υποθερμία που συνοδεύεται από κώμα.
Τα διαγνωστικά εργαστηριακά ευρήματα είναι μείωση του pH του
αίματος, επίπεδα γαλακτικού οξέος στο πλάσμα άνω των 5 mmol/l,
αυξημένο χάσμα ανιόντων και αυξημένη σχέση
γαλακτικών/πυροσταφυλικών αλάτων.
Σε περίπτωση υποξίας μεταβολικής οξέωσης, η μετφορμίνη πρέπει να
διακόπτεται και ο ασθενής να εισάγεται επειγόντως στο νοσοκομείο
(βλ. παράγραφο 4.9.