ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
OXCARBAZEPINE/GENERICS 600 mg, επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 600mg οξυκαρβαζεπίνης.
Έκδοχο με γνωστές δράσεις:
Κάθε δισκίο των 600 mg περιέχει 4,92 mg λακτόζης μονοϋδρικής.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο, χρώματος ανοιχτού κίτρινου, επίμηκες,
με κανονικό κυρτό, το οποίο φέρει τα ανάγλυφα διακριτικά «ΟΧ|600» στη μία
όψη του και «G|G» στην άλλη όψη του. Το δισκίο φέρει μία εγκοπή, η οποία
χρησιμεύει για να διευκολύνει τη θραύση του δισκίου και την κατάποσή του
και όχι για το διαχωρισμό σε ίσες δόσεις.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
To OXCARBAZEPINE/GENERICS ενδείκνυται για τη θεραπεία των μερικών
επιληπτικών κρίσεων, οι οποίες μπορεί ή όχι να συνοδεύονται από
δευτερογενείς γενικευμένους τονικοκλωνικούς σπασμούς.
To OXCARBAZEPINE/GENERICS ενδείκνυται για χρήση ως μονοθεραπεία ή ως
συμπληρωματική θεραπευτική αγωγή σε ενήλικες και σε παιδιά ηλικίας 6 ετών
και άνω.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία:
Κατά τη μονοθεραπεία και τη συμπληρωματική θεραπευτική αγωγή, η έναρξη
της θεραπείας με οξυκαρβαζεπίνη γίνεται με μία κλινικά αποτελεσματική δόση
χορηγούμενη σε δύο διηρεμένες δόσεις. Η δόση μπορεί να αυξηθεί ανάλογα με
την κλινική ανταπόκριση του ασθενούς. Σε περίπτωση που η οξυκαρβαζεπίνη
αντικαθιστά κάποιο άλλο αντιεπιληπτικό φαρμακευτικό προϊόν, η δόση του
συγχορηγούμενου αντιεπιληπτικού φαρμακευτικού προϊόντος(ων) θα πρέπει να
μειώνεται βαθμιαία κατά την έναρξη της θεραπείας με οξυκαρβαζεπίνη. Κατά τη
συμπληρωματική θεραπευτική αγωγή, επειδή η συνολική ποσότητα των
αντιεπιληπτικών φαρμακευτικών προϊόντων που λαμβάνει ο ασθενής
αυξάνεται, ενδέχεται να απαιτηθεί να μειωθεί η δόση του συγχορηγούμενου
αντιεπιληπτικού φαρμακευτικού προϊόντος(ων) και/ή η δόση της
2
οξυκαρβαζεπίνης να αυξηθεί με βραδύτερο ρυθμό (βλ. παράγραφο 4.5).
Παρακολούθηση του θεραπευτικού δείκτη του φαρμάκου
Το θεραπευτικό αποτέλεσμα της οξυκαρβαζεπίνης πρωταρχικός οφείλεται στον
ενεργό μεταβολίτη 10- μονοϋδροξυ (MHD) παράγωγο της οξυκαρβαζεπίνης (βλ.
παράγραφο 5).
Η παρακολούθηση των επιπέδων της οξυκαρβαζεπίνης ή του ΜΗD στο πλάσμα
δεν είναι συνήθως δικαιολογημένη. Ωστόσο, μπορεί να φανεί χρήσιμη σε
περιπτώσεις όπου μια μεταβολή της κάθαρσης του MHD αναμένεται (βλ.
παράγραφο 4.4). Σε τέτοιες περιπτώσεις, η δόση της οξυκαρβαζεπίνης μπορεί να
ρυθμιστεί (βάση των επιπέδων στο πλάσμα που μετρήθηκαν 2-4 ώρες μετά τη
δόση) ώστε να διατηρηθούν τα μέγιστα επίπεδα MHD στο πλάσμα < 35 mg/L.
Ενήλικες
Μονοθεραπεία
Συνιστώμενη δόση έναρξης
Η έναρξη της θεραπευτικής αγωγής με το OXCARBAZEPINE/GENERICS θα
πρέπει να γίνεται με μία δόση των 600 mg/ημέρα (8 - 10 mg/kg/ημέρα)
χορηγούμενα σε 2 διηρημένες δόσεις.
Δόση συντήρησης
Σε περίπτωση που υπάρχει κλινική ένδειξη, η δόση δύναται να αυξάνεται κατά
600 mg/ημέρα το ανώτατο σε χρονικό διάστημα μίας περίπου εβδομάδας από
την έναρξη της δοσολογίας προκειμένου να επιτευχθεί η επιθυμητή κλινική
ανταπόκριση. Η θεραπευτική δράση παρατηρείται σε δόσεις που κυμαίνονται
μεταξύ 600 mg/ημέρα και 2400 mg/ημέρα.
Μέσα από ελεγχόμενες κλινικές μελέτες μονοθεραπείας σε ασθενείς που δεν
λάμβαναν την περίοδο εκείνη αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά προϊόντα η δόση
των 1200 mg/ημέρα καταδείχθηκε ως αποτελεσματική. Ωστόσο, δόση ίση με
2400 mg/ημέρα καταδείχθηκε ως αποτελεσματική στους περισσότερο
ανθεκτικούς στη θεραπεία ασθενείς, στους οποίους έγινε μετάβαση από τη
θεραπεία με άλλα αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά προϊόντα στη μονοθεραπεία με
οξυκαρβαζεπίνη.
Μέγιστη συνιστώμενη δόση
Κάτω από ελεγχόμενες νοσοκομειακές συνθήκες, επιτεύχθηκαν αυξήσεις της
δόσης έως 2400 mg/ημέρα σε διάστημα 48 ωρών.
Συμπληρωματική θεραπευτική αγωγή
Συνιστώμενη δόση έναρξης
Η έναρξη της θεραπευτικής αγωγής με το OXCARBAZEPINE/GENERICS θα
πρέπει να γίνεται με μία δόση 600 mg/ημέρα (8 - 10 mg/kg/ημέρα) χορηγούμενα
σε 2 διηρημένες δόσεις.
Δόση συντήρησης
Σε περίπτωση που υπάρχει κλινική ένδειξη, η δόση δύναται να αυξηθεί κατά
600 mg/ημέρα το ανώτατο μέσα σε χρονικό διάστημα μίας περίπου εβδομάδας
από την έναρξη της δοσολογίας προκειμένου να επιτευχθεί η επιθυμητή κλινική
ανταπόκριση. Η θεραπευτική ανταπόκριση παρατηρείται σε δόσεις που
κυμαίνονται μεταξύ 600 mg/ημέρα και 2400 mg/ημέρα.
Μέγιστη συνιστώμενη δόση
3
Ημερήσιες δόσεις που κυμάνθηκαν μεταξύ 600 και 2400 mg/ημέρα έχουν
δειχθεί ως αποτελεσματικές σε μία ελεγχόμενη, με συμπληρωματική θεραπεία
κλινική μελέτη, αν και στους περισσότερους ασθενείς η δόση των 2400
mg/ημέρα δεν μπόρεσε να γίνει ανεκτή χωρίς να χρειαστεί να ελαττωθεί η δόση
των συγχορηγούμενων αντιεπιληπτικών φαρμακευτικών προϊόντων, κυρίως
λόγω ανεπιθύμητων συμβάντων που σχετίζονται με το ΚΝΣ. Ημερήσιες δόσεις
που υπερβαίνουν τα 2400 mg/ημέρα δεν έχουν μελετηθεί συστηματικά σε
κλινικές μελέτες.
Υπερήλικες(65 ετών και άνω)
Στους ηλικιωμένους ασθενείς δεν υπάρχουν ειδικές δοσολογικές συστάσεις,
επειδή οι θεραπευτικές δόσεις ρυθμίζονται εξατομικευμένα. Αναπροσαρμογή
των δόσεων συνίσταται σε ηλικιωμένους ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
(κάθαρση κρεατινίνης <30 ml/min) (βλ. «Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία»).
Απαιτείται στενή παρακολούθηση των επιπέδων νατρίου για τους ασθενείς που
διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης υπονατριαιμίας, (βλ. παράγραφο 4.4).
Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία
Δεν είναι απαραίτητη η αναπροσαρμογή της δοσολογίας σε ασθενείς με ηπατική
δυσλειτουργία ήπιου έως μέτριου βαθμού. Η οξυκαρβαζεπίνη δεν έχει μελετηθεί
στους ασθενείς με σοβαρού βαθμού ηπατική δυσλειτουργία, συνεπώς, θα πρέπει
να επιδεικνύεται προσοχή κατά τη δοσολόγηση ασθενών με σοβαρού βαθμού
ηπατική δυσλειτουργία (βλ. παράγραφο 5.2).
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Στους ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης κάτω
από 30 ml/min) η έναρξη της θεραπευτικής αγωγής με οξυκαρβαζεπίνη θα πρέπει
να γίνεται με τη μισή ποσότητα της συνήθους εναρκτήριας δόσης (300
mg/ημέρα) και η δόση να αυξάνεται, σε χρονικά διαστήματα τουλάχιστον μίας
εβδομάδας, προκειμένου να επιτευχθεί η επιθυμητή κλινική ανταπόκριση (βλ.
παράγραφο 5.2).
Για την αύξηση της δόσης στους ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια ενδέχεται να
απαιτηθεί περισσότερο επισταμένη παρακολούθηση.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Συνιστώμενη δόση έναρξης
Κατά τη μονοθεραπεία και τη συμπληρωματική θεραπεία, η έναρξη της
θεραπευτικής αγωγής με οξυκαρβαζεπίνη θα πρέπει να γίνεται με μία δόση των
8 - 10 mg/kg/ημέρα χορηγούμενη σε δύο διηρημένες δόσεις.
Δόση συντήρησης
Κατά τη διάρκεια μελετών συμπληρωματικής θεραπείας, μια δόση συντήρησης
30-46 mg/kg/ημέρα, που επιτεύχθηκε μέσα σε διάστημα 2 εβδομάδων, δείχνει να
είναι αποτελεσματική και καλά ανεκτή από τους παιδιατρικούς ασθενείς. Η
θεραπευτική δράση παρατηρείται όταν λαμβάνεται μία διάμεση δόση
συντήρησης περί τα 30 mg/kg/ημέρα.
Μέγιστη συνιστώμενη δόση
Σε περίπτωση που υπάρχει κλινική ένδειξη, η δόση δύναται να αυξάνεται το
ανώτατο κατά 10 mg/kg/ημέρα ανά χρονικά διαστήματα μίας περίπου
4
εβδομάδας από την έναρξη της δοσολογίας, έως τη δόση των 46 mg/kg/ημέρα το
ανώτατο, προκειμένου να επιτευχθεί η επιθυμητή κλινική ανταπόκριση (βλ.
παράγραφο 5.2).
Η χρήση της οξυκαρβαζεπίνης συνιστάται στα παιδιά ηλικίας 6 ετών και άνω.
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα έχουν αξιολογηθεί μέσα από
ελεγχόμενες κλινικές μελέτες που περιελάμβαναν περί τα 230 παιδιά ηλικίας
κάτω των 6 ετών (ηλικίας μέχρι 1 μηνός). Η οξυκαρβαζεπίνη δε συνιστάται σε
παιδιά ηλικίας κάτω των 6 ετών, επειδή η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα
δεν έχουν καταδειχθεί επαρκώς.
Όλες οι παραπάνω δοσολογικές συστάσεις (για τους ενήλικες, τους
ηλικιωμένους και τα παιδιά) βασίζονται σε δόσεις που έχουν μελετηθεί κατά τη
διάρκεια κλινικών μελετών που έχουν διεξαχθεί για όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Μπορεί, ωστόσο, να εξετασθεί η ενδεχόμενη χρήση χαμηλότερων εναρκτήριων
δόσεων όπου ενδείκνυται.
Τρόπος χορήγησης
Από στόματος χρήση.
Το OXCARBAZEPINE/GENERICS μπορεί να ληφθεί με ή χωρίς τη συνοδεία
τροφής.
Τα δισκία φέρουν εγκοπή και μπορούν να σπάσουν στη μέση προκειμένου να
διευκολυνθεί η κατάποση του δισκίου από τον ασθενή. Για τα παιδιά, στα οποία
η κατάποση των δισκίων δεν είναι εφικτή ή όπου η απαιτούμενη δόση ενδέχεται
να μην μπορεί να χορηγηθεί με τη χρήση δισκίων, είναι διαθέσιμες άλλες
φαρμακοτεχνικές μορφές που περιέχουν οξυκαρβαζεπίνη.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Υπερευαισθησία
Έχουν αναφερθεί Κατηγορίας Ι (άμεσες) αντιδράσεις υπερευαισθησίας
συμπεριλαμβανομένων εξανθήματος, κνησμού, κνίδωσης, αγγειοοιδήματος και
αναφυλαξίας κατά την περίοδο μετά από την κυκλοφορία του φαρμάκου. Έχουν
αναφερθεί περιστατικά αναφυλαξίας και αγγειοοιδήματος που αφορούν στο
λάρυγγα, στη γλωττίδα, στα χείλη και στα βλέφαρα σε ασθενείς μετά από την
πρώτη ή τις μετέπειτα δόσεις της οξυκαρβαζεπίνης. Σε περίπτωση που κάποιος
ασθενής εμφανίσει αντιδράσεις αυτού του τύπου έπειτα από θεραπεία με
OXCARBAZEPINE/GENERICS, το φάρμακο θα πρέπει να διακόπτεται και θα
πρέπει να ξεκινά μια εναλλακτική θεραπευτική αγωγή.
Οι ασθενείς που έχουν εκδηλώσει αντιδράσεις υπερευαισθησίας στην
καρβαμαζεπίνη θα πρέπει να ενημερώνονται για το γεγονός πως περί το 25 - 30
% των ασθενών αυτών ενδέχεται να εμφανίσουν αντιδράσεις υπερευαισθησίας
(π.χ. σοβαρού βαθμού δερματικές αντιδράσεις) με τη λήψη της οξυκαρβαζεπίνης
(βλ. παράγραφο 4.8).
5
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας, συμπεριλαμβανομένων πολυοργανικών
αντιδράσεων υπερευαισθησίας, ενδέχεται επίσης να σημειωθούν σε ασθενείς
που δεν έχουν ιστορικό υπερευαισθησίας στην καρβαμαζεπίνη. Οι αντιδράσεις
αυτής της κατηγορίας μπορεί να έχουν επίδραση στο δέρμα, στο ήπαρ, στο
αιμοποιητικό και στο λεμφικό σύστημα ή σε άλλα όργανα, είτε μεμονωμένα είτε
ως σύνολο στα πλαίσια μίας συστηματικής αντίδρασης (βλ. παράγραφο 4.8).
Γενικά, σε περίπτωση που σημειωθούν σημεία και συμπτώματα τα οποία είναι
ενδεικτικά αντιδράσεων υπερευαισθησίας, η οξυκαρβαζεπίνη θα πρέπει να
αποσύρεται άμεσα.
Δερματικές επιδράσεις
Πολύ σπάνια, έχουν αναφερθεί σοβαρού βαθμού δερματικές αντιδράσεις,
συσχετιζόμενες με τη χρήση της οξυκαρβαζεπίνης, οι οποίες περιλαμβάνουν
σύνδρομο Stevens - Johnson, τοξική επιδερμική νεκρόλυση (σύνδρομο Lyell’s)
και πολύμορφο ερύθημα. Οι ασθενείς με σοβαρού βαθμού δερματικές
αντιδράσεις μπορεί να χρειαστούν ενδονοσοκομειακή περίθαλψη, επειδή οι
καταστάσεις αυτές μπορεί να είναι απειλητικές για τη ζωή και σε πολύ σπάνιες
περιπτώσεις να αποβούν μοιραίες. Περιπτώσεις σχετιζόμενες με τη λήψη
οξυκαρβαζεπίνης έχουν σημειωθεί τόσο σε παιδιά όσο και σε ενήλικες. Ο
διάμεσος χρόνος για την έναρξη τους ήταν 19 ημέρες. Κατά την επαναπρόκληση
της θεραπευτικής αγωγής με οξυκαρβαζεπίνη, αναφέρθηκαν ορισμένες
μεμονωμένες περιπτώσεις υποτροπής της σοβαρού βαθμού δερματικής
αντίδρασης. Οι ασθενείς που εμφανίζουν μία δερματική αντίδραση με τη λήψη
οξυκαρβαζεπίνης θα πρέπει να αξιολογούνται άμεσα και η οξυκαρβαζεπίνη να
αποσύρεται αμέσως, εκτός και αν είναι σαφές πως το εξάνθημα δε σχετίζεται
με τη λήψη του φαρμάκου. Σε περίπτωση που αποσύρεται η θεραπευτική αγωγή,
θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο αντικατάστασης της
οξυκαρβαζεπίνης με κάποια άλλη αντιεπιληπτική φαρμακευτική θεραπεία
προκειμένου να αποφευχθούν οι επιληπτικοί σπασμοί λόγω απόσυρσης. Δε θα
πρέπει να γίνεται επανέναρξη της θεραπευτικής αγωγής με οξυκαρβαζεπίνη
στους ασθενείς που διέκοψαν την αγωγή λόγω αντίδρασης υπερευαισθησίας
(βλ. παράγραφο 4.3).
Αλληλόμορφο
HLA
-
B
*1502 σε πληθυσμούς ατόμων κινεζικής Χαν, Ταϊλανδικής
και Ασιατικής προέλευσης
Η παρουσία του αλληλόμορφου HLA-B*1502 σε άτομα κινεζικής Χαν και
ταϊλανδικής προέλευσης έχει φανεί ότι σχετίζεται έντονα με τον κίνδυνο
ανάπτυξης της σοβαρής δερματικής αντίδρασης γνωστής ως σύνδρομο Stevens-
Johnson (SJS) όταν τους χορηγείται καρβαμαζεπίνη. Επειδή η χημική δομή της
οξυκαρβαζεπίνης είναι παρόμοια με εκείνη της καρβαμαζεπίνης, είναι πιθανό οι
ασθενείς που είναι θετικοί στο HLAB*1502 να διατρέχουν επίσης κίνδυνο
εμφάνισης SJS έπειτα από τη θεραπεία με την οξυκαρβαζεπίνη. Βάσει ορισμένων
δεδομένων η συσχέτιση αυτή υπάρχει για την οξυκαρβαζεπίνη. Ο επιπολασμός
του φορέα HLA-B*1502 είναι περίπου 10% στους πληθυσμούς ατόμων κινεζικής
Χαν και ταϊλανδικής καταγωγής. Όπου είναι εφικτό, αυτά τα άτομα θα πρέπει
να εξετάζονται για αυτό το αλληλόμορφο πριν από την έναρξη της θεραπείας με
καρβαμαζεπίνη ή άλλη χημικά σχετιζόμενη δραστική ουσία. Σε περίπτωση που
οι ασθενείς αυτής της καταγωγής βρεθούν θετικοί για το αλληλόμορφο HLA
B*1502, μπορεί να εξεταστεί η πιθανή χρήση της οξυκαρβαζεπίνης εάν κριθεί
πως τα οφέλη υπερτερούν των πιθανών κινδύνων.
Λόγω του επιπολασμού αυτού του αλληλόμορφου σε άλλους ασιατικούς
πληθυσμούς (π.χ. πάνω από 15% στις Φιλιππίνες και στην Μαλαισία), μπορεί
να εξεταστεί το ενδεχόμενο υποβολής των πληθυσμών που διατρέχουν κίνδυνο
σε γενετικό έλεγχο για τυχόν ύπαρξη του HLAB*1502.
6
Ο επιπολασμός του αλληλόμορφου HLA-B*1502 είναι αμελητέος σε πληθυσμούς
π.χ. ευρωπαϊκής, αφρικανικής, ισπανικής καταγωγής και σε Ιάπωνες και
Κορεάτες (< 1%).
Οι συχνότητες των αλληλόμορφων σχετίζονται με το ποσοστό των
χρωμοσωμάτων σε ένα πληθυσμό που φέρει ένα συγκεκριμένο αλληλόμορφο.
Δεδομένου ότι ένα άτομο φέρει 2 αντίγραφα του κάθε χρωμοσώματος, και
δεδομένου ότι ακόμα και το ένα αντίγραφο του HLA-B* 1502 αλληλόμορφου
είναι αρκετό για να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης σύνδρομου Stevens-
Johnson, το ποσοστό των ασθενών που βρίσκεται σε κίνδυνο είναι κοντά στο
διπλάσιο της συχνότητας του αλληλόμορφου.
Αλληλόμορφο
HLA
-
A
*3101 – Πληθυσμοί ατόμων ευρωπαϊκής καταγωγής και
Ιαπώνων
Υπάρχουν κάποια στοιχεία που υποδηλώνουν πως το HLA-A*3101 συνδέεται με
αυξημένο κίνδυνο δερματικών ανεπιθύμητων φαρμακευτικών ενεργειών λόγω
της καρβαμαζεπίνης συμπεριλαμβανομένων SJS, TEN, φαρμακευτικού
εξανθήματος με ηωσινοφιλία
(DRESS), ή λιγότερο σοβαρής οξείας γενικευμένης εξανθηματικής φλυκταίνωσης
(AGEP) και κηλιδοβλατιδώδους εξανθήματος σε άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής
και σε Ιάπωνες.
Η συχνότητα εμφάνισης του αλληλόμορφου HLA-A*3101 ποικίλει ευρέως μεταξύ
των πληθυσμών των διαφόρων εθνικοτήτων. Το αλληλόμορφο HLA-A*3101 έχει
επιπολασμό 2 έως 5% στους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς και περίπου 10% στον
ιαπωνικό πληθυσμό.
Η ύπαρξη του αλληλόμορφου HLA-A*3101 μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο
δερματικών αντιδράσεων λόγω της καρβαμαζεπίνης (στην πλειονότητά τους
λιγότερο σοβαρές) από 5,0% στο γενικό πληθυσμό σε 26,0% στα άτομα
ευρωπαϊκής καταγωγής, ενώ η απουσία του μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο από
5,0% σε 3,8%.
Αλληλόμορφο
HLA
-
A
*3101 – Πληθυσμοί ατόμων άλλης καταγωγής
Η συχνότητα αυτού του αλληλόμορφου υπολογίζεται να είναι μικρότερη από 5%
στην πλειονότητα του πληθυσμού των Αυστραλών, των Ασιάτων, των
Αφρικανών και των Βόρειο Αμερικανών, με μερικές εξαιρέσεις στα πλαίσια 5 με
12%. Συχνότητα μεγαλύτερη του 15% έχει υπολογιστεί σε μερικές ομάδες
εθνοτήτων στην Νότια Αμερική (Αργεντινή και Βραζιλία), στη Βόρεια Αμερική
(US Navajo και Sioux, και Μέξικο Sonora Seri) και στη Νότια Ινδία (Tamil Nadu) και
μεταξύ 10% και 15% σε άλλες γηγενείς εθνικότητες στις προαναφερθείσες
περιοχές.
Οι συχνότητες των αλληλόμορφων σχετίζονται με το ποσοστό των
χρωμοσωμάτων σε ένα πληθυσμό που φέρει ένα συγκεκριμένο αλληλόμορφο.
Δεδομένου ότι ένα άτομο φέρει 2 αντίγραφα του κάθε χρωμοσώματος, και
δεδομένου ότι ακόμα και το ένα αντίγραφο του HLA-B* 1502 αλληλόμορφου
είναι αρκετό για να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης σύνδρομου Stevens-
Johnson, το ποσοστό των ασθενών που βρίσκεται σε κίνδυνο είναι κοντά στο
διπλάσιο της συχνότητας του αλληλόμορφου.
Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα που να τεκμηριώνουν σύσταση για έλεγχο για
HLA-A*3101 πριν την έναρξη της θεραπείας με καρβαμαζεπίνη ή με χημικά
σχετιζόμενες ενώσεις.
7
Σε περίπτωση που οι ασθενείς ευρωπαϊκής καταγωγής ή ιαπωνικής προέλευσης
έχει διαπιστωθεί ότι είναι θετικοί για το αλληλόμορφο HLA-A*3101, μπορεί να
εξεταστεί η πιθανή χρήση της καρβαμαζεπίνης ή χημικά σχετιζόμενων ενώσεων
εάν κριθεί πως τα οφέλη υπερτερούν των πιθανών κινδύνων.
Περιορισμός του γενετικού ελέγχου
Τα αποτελέσματα ενός γενετικού ελέγχου δεν θα πρέπει ποτέ να αντικαθιστούν
μια κατάλληλη κλινική επαγρύπνηση και διαχείριση των ασθενών. Πολλοί
Ασιάτες ασθενείς θετικοί στο HLA-B* 1502, οι οποίοι έχουν λάβει αγωγή με
οξυκαρβαζεπίνη, δεν θα αναπτύξουν σύνδρομο Stevens-Johnson (SJS)/τοξικής
επιδερμικής νεκρόλυσης (ΤΕΝ), ενώ ασθενείς αρνητικοί στο HLA B* 1502
οποιασδήποτε εθνότητας είναι πιθανόν να αναπτύξουν (SJS)/ (ΤΕΝ). Το ίδιο
ισχύει και για το HLA-A*3101, που φέρει μεγάλη πιθανότητα να προκαλέσει
ανάπτυξη SJS, TEN, DRESS, AGEP ή κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα. Η ανάπτυξη
αυτών των σοβαρών δερματικών ανεπιθύμητων αντιδράσεων και η
συσχετιζόμενη με αυτές νοσηρότητα, λόγω άλλων πιθανών παραγόντων, όπως η
ΑΕD δόση, η συμμόρφωση του ασθενούς, τα τυχόν συγχορηγούμενα φάρμακα, τα
συνοδά νοσήματα και ο βαθμός δερματολογικής παρακολούθησης του ασθενούς
δεν έχουν μελετηθεί.
Πληροφορίες για τους επαγγελματίες υγείας
Σε περίπτωση που διενεργείτε εξετάσεις εντοπισμού του αλληλόμορφου HLA-
B*1502, συνίσταται γονοτυπική ‘HLA-B*1502’ υψηλής ανάλυσης. Οι εξετάσεις
είναι θετικές είτε ένα είτε δύο HLA-B* 1502 αλληλόμορφα εντοπιστούν και
αρνητικές σε περίπτωση που κανένα HLA-B* 1502 αλληλόμορφο δεν εντοπιστεί.
Αντίστοιχα, σε περίπτωση που διενεργείτε εξετάσεις εντοπισμού του
αλληλόμορφου HLA-A*3101, συνίσταται γονοτυπική ‘HLA-A*3101’ υψηλής
ανάλυσης. Οι εξετάσεις είναι θετικές είτε ένα είτε δύο HLA-A*3101
αλληλόμορφα εντοπιστούν και αρνητικές σε περίπτωση που κανένα HLA-A*3101
αλληλόμορφο δεν εντοπιστεί.
Κίνδυνος επιδείνωσης επιληπτικών κρίσεων
Κίνδυνος επιδείνωσης των επιληπτικών κρίσεων έχει αναφερθεί με την
οξυκαρβαζεπίνη. Ο κίνδυνος αυτός παρατηρείται ιδιαίτερα στα παιδιά, αλλά
είναι πιθανό να εμφανιστεί και στους ενήλικους. Σε περίπτωση επιδείνωσης
των επιληπτικών κρίσεων, η χρήση της οξυκαρβαζεπίνης θα πρέπει να διακοπεί.
Υπονατριαιμία
Σε ποσοστό περίπου 2,7 % των ασθενών που έλαβαν τη θεραπευτική αγωγή με
οξυκαρβαζεπίνη σημειώθηκαν επίπεδα νατρίου στον ορό κάτω από 125 mmol/l,
γεγονός το οποίο συνήθως δεν συνοδευόταν από συμπτώματα και για το οποίο
δεν απαιτήθηκε να αναπροσαρμοσθεί η θεραπευτική αγωγή. Η εμπειρία μέσα
από τις κλινικές μελέτες δείχνει πως τα επίπεδα του νατρίου στον ορό
επέστρεφαν προς το φυσιολογικό, όταν γίνονταν μείωση της δόσης της
οξυκαρβαζεπίνης, διακοπή του φαρμάκου ή όταν ο ασθενής λάμβανε
συντηρητική θεραπεία (π.χ. περιορισμένη πρόσληψη υγρών). Στους ασθενείς με
προϋπάρχουσες νεφρικές καταστάσεις οι οποίες σχετίζονται με χαμηλά επίπεδα
νατρίου (πχ σύνδρομο απρόσφορης έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης ADH) ή
στους ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονη θεραπευτική αγωγή με
8
φαρμακευτικά προϊόντα που ελαττώνουν το νάτριο (π.χ. διουρητικά,
δεσμοπρεσσίνη) καθώς και ΜΣΑΦ (π.χ. ινδομεθακίνη), τα επίπεδα του νατρίου
στον ορό θα πρέπει να μετρώνται πριν από την έναρξη της θεραπείας. Στη
συνέχεια, τα επίπεδα του νατρίου στον ορό θα πρέπει να μετρώνται μετά από
δύο περίπου εβδομάδες και έκτοτε σε διαστήματα του ενός μηνός για τους
πρώτους τρεις μήνες κατά τη διάρκεια της θεραπείας, ή ανάλογα με την κλινική
ανάγκη του ασθενούς. Οι παραπάνω παράγοντες κινδύνου ενδέχεται να είναι
ιδιαίτερα σημαντικοί για τους ηλικιωμένους ασθενείς. Για τους ασθενείς που
βρίσκονται κάτω από θεραπευτική αγωγή με οξυκαρβαζεπίνη και στους οποίους
γίνεται έναρξη θεραπείας με φαρμακευτικά προϊόντα που μειώνουν το νάτριο, η
προσέγγιση σε ό,τι αφορά τον έλεγχο του νατρίου θα πρέπει να είναι η ίδια.
Κατά κανόνα, στην περίπτωση που σημειωθούν κλινικά συμπτώματα που είναι
ενδεικτικά υπονατριαιμίας κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής με
οξυκαρβαζεπίνη (βλ. παράγραφο 4.8), θα πρέπει να εξετάζεται η ενδεχόμενη
ανάγκη μέτρησης του νατρίου του ορού. Σε άλλους ασθενείς, η αξιολόγηση του
νατρίου στον ορό μπορεί να γίνεται στα πλαίσια των τακτικών εργαστηριακών
τους εξετάσεων.
Σε όλους τους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και με κάποια δευτερογενή
καρδιακή βλάβη θα πρέπει να γίνεται τακτικός έλεγχος του σωματικού τους
βάρους προκειμένου να προσδιοριστεί αν έχει σημειωθεί παρακράτηση υγρών.
Σε περίπτωση παρακράτησης υγρών ή επιδείνωσης της κατάστασης της
καρδιάς, θα πρέπει να ελέγχονται τα επίπεδα του νατρίου στον ορό. Εάν
παρατηρηθεί υπονατριαιμία, ο περιορισμός της λήψης ύδατος αποτελεί ένα
σημαντικό αντισταθμιστικό μέτρο. Καθώς η οξυκαρβαζεπίνη ενδέχεται, σε πολύ
σπάνιες περιπτώσεις, να οδηγήσει σε μείωση της καρδιακής αγωγιμότητας,
συνιστάται η επισταμένη παρακολούθηση των ασθενών με προϋπάρχουσες
διαταραχές της αγωγιμότητας (π.χ. κολποκοιλιακός αποκλεισμός, αρρυθμία).
Υποθυρεοειδισμός
Ο υποθυρεοειδισμός είναι ανεπιθύμητη ενέργεια της οξυκαρβαζεπίνης (με ‘μη
γνωστή’ συχνότητα, βλ. παράγραφο 4,8). Δεδομένης της σημαντικότητας των
θυρεοειδών ορμονών στην ανάπτυξη των παιδιών μετά τη γέννησή τους,
συνίσταται η παρακολούθηση της θυρεοειδικής λειτουργίας στους
παιδιατρικούς ασθενείς κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής με
OXCARBAZEPINE/GENERICS.
Ηπατική λειτουργία
Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις έχει αναφερθεί ηπατίτιδα, η οποία στην
πλειοψηφία των περιπτώσεων είχε ευνοϊκή έκβαση. Εάν υπάρχει υποψία
κάποιου ηπατικού συμβάματος, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αξιολόγηση
της ηπατικής λειτουργίας και η διακοπή της οξυκαρβαζεπίνης. Προσοχή θα
πρέπει να επιδεικνύεται κατά την διάρκεια της αγωγής ασθενών που πάσχουν
από σοβαρής μορφής υπατική δυσλειτουργία (βλ. παραγράφους 4,2 και 5,2).
Νεφρική λειτουργία
Σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης μικρότερη
από 30 mL/min), προσοχή θα πρέπει να επιδεικνύεται κατά τη διάρκεια
θεραπείας με οξυκαρβαζεπίνη, ιδιαίτερα σε σχέση με την δόση έναρξης και
μέχρι την τιτλοποίηση της δόσης. Θα πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα
στο πλάσμα της MHD (βλ. παραγράφους 4,2 και 5,2).
Αιματολογικές επιδράσεις
Σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με οξυκαρβαζεπίνη έχουν ληφθεί πολύ
σπάνιες αναφορές ακοκκιοκυτταραιμίας, απλαστικής αναιμίας και
πανκυτταροπενίας κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά την κυκλοφορία του
φαρμάκου (βλ. παράγραφο 4.8).
9
Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο διακοπής του φαρμάκου, εάν
προκύψουν στοιχεία σοβαρής καταστολής του μυελού των οστών.
Αυτοκτονική συμπεριφορά
Σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με αντιεπιληπτικούς παράγοντες για
διάφορες ενδείξεις, έχει αναφερθεί αυτοκτονικός ιδεασμός και αυτοκτονική
συμπεριφορά. Η μετα-ανάλυση τυχαιοποιημένων, ελεγχόμενων με εικονικό
φάρμακο μελετών αντιεπιληπτικών φαρμάκων έχει επίσης καταδείξει μία μικρή
αύξηση του κινδύνου αυτοκτονικού ιδεασμού και αυτοκτονικής συμπεριφοράς.
Ο μηχανισμός αυτού του κινδύνου δεν είναι γνωστός και τα διαθέσιμα
δεδομένα δεν αποκλείουν την πιθανότητα αυξημένου κινδύνου για την
οξυκαρβαζεπίνη.
Για το λόγο αυτό οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία
αυτοκτονικού ιδεασμού και αυτοκτονικής συμπεριφοράς και θα πρέπει να
εξετάζεται η χορήγηση της κατάλληλης θεραπείας. Θα πρέπει να συστήνεται
στους ασθενείς (και στους φροντιστές των ασθενών) να αναζητούν ιατρική
συμβουλή σε περίπτωση που ανακύψουν σημεία αυτοκτονικού ιδεασμού ή
αυτοκτονικής συμπεριφοράς.
Ορμονικά αντισυλληπτικά
Οι θήλεις ασθενείς που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία θα πρέπει να
προειδοποιούνται για το γεγονός πως η ταυτόχρονη χρήση της οξυκαρβαζεπίνης
μαζί με ορμονικά αντισυλληπτικά μπορεί να καταστήσει αυτό το είδος των
αντισυλληπτικών αναποτελεσματικό (βλ. παράγραφο 4.5). Κατά τη χρήση του
OXCARBAZEPINE/GENERICS συνιστάται η λήψη επιπρόσθετων μη ορμονικών
μορφών αντισύλληψης.
Οινόπνευμα
Θα πρέπει να δίδεται προσοχή σε περίπτωση που γίνεται χρήση οινοπνεύματος
σε συνδυασμό με τη θεραπευτική αγωγή της οξυκαρβαζεπίνης, λόγω πιθανής
αθροιστικής κατασταλτικής δράσης.
Απόσυρση
Όπως ισχύει για όλα τα αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά προϊόντα, η απόσυρση
του OXCARBAZEPINE/GENERICS θα πρέπει να γίνεται σταδιακά προκειμένου
να ελαχιστοποιηθεί το ενδεχόμενο να αυξηθεί η συχνότητα των επιληπτικών
σπασμών.
Παρακολούθηση των επιπέδων στο πλάσμα
Αν και οι συσχετίσεις, μεταξύ δοσολογίας και επιπέδων της οξυκαρβαζεπίνης
στο πλάσμα και μεταξύ των επιπέδων του πλάσματος και κλινικής
αποτελεσματικότητας ή ανεκτικότητας, είναι μάλλον ασήμαντες, η
παρακολούθηση των επιπέδων στο πλάσμα είναι χρήσιμη στις παρακάτω
περιπτώσεις, με σκοπό την απόκλιση της μη συμμόρφωσης ή στις περιπτώσεις
όπου μια αλλαγή στην κάθαρση της MHD είναι αναμενόμενη :
Αλλαγές στη νεφρική λειτουργία (βλ. νεφρική δυσλειτουργία στην
παράγραφο 4,2)
Εγκυμοσύνη (βλ. παράγραφο 4,6 και 5)
Συγχορήγηση φαρμάκων που δρουν ως επαγωγείς των ηπατικών ενζύμων.
Έκδοχα
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λακτόζη. Ασθενείς με σπάνια
κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, ανεπάρκειας Lapp
10
λακτάσης ή δυσαπορρόφησης γλυκόζης - γαλακτόζης δε θα πρέπει να
λαμβάνουν αυτό το φαρμακευτικό προϊόν.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Ενζυμική επαγωγή
Η οξυκαρβαζεπίνη και ο φαρμακολογικά ενεργός μεταβολίτης της (το
μονοϋδρόξυ - παράγωγο, MHD), είναι ασθενείς επαγωγείς
in vitro
και
in vivo
των ενζύμων CYP3A4 και CYP3A5 του κυτοχρώματος P450, τα οποία είναι
υπεύθυνα για το μεταβολισμό ενός πολύ μεγάλου αριθμού φαρμάκων, για
παράδειγμα, ανοσοκατασταλτικών (π.χ. κυκλοσπορίνης, τακρόλιμους), από του
στόματος αντισυλληπτικών (βλ. παρακάτω) και κάποιων άλλων
αντιεπιληπτικών φαρμακευτικών προϊόντων (π.χ. καρβαμαζεπίνη), γεγονός που
έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της συγκέντρωσης αυτών των φαρμακευτικών
προϊόντων στο πλάσμα (βλ. τον παρακάτω συγκεντρωτικό πίνακα με τα
αποτελέσματα των αλληλεπιδράσεων με άλλα αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά
προϊόντα).
In vitro
, η οξυκαρβαζεπίνη και το MHD είναι ασθενείς επαγωγείς των UDP -
γλυκουρονύλ - τρανσφερασών (δράσεις πάνω σε συγκεκριμένα ένζυμα αυτής
της οικογένειας δεν είναι γνωστές). Ως εκ τούτου,
in vivo
η οξυκαρβαζεπίνη και
το MHD μπορεί να έχουν μία μικρή επαγωγική δράση στο μεταβολισμό
φαρμακευτικών προϊόντων, τα οποία αποβάλλονται κυρίως με σύζευξη μέσω
των UDP - γλυκουρονύλ - τρανσφερασών. Κατά την έναρξη της θεραπείας με
οξυκαρβαζεπίνη ή όταν γίνεται μετατροπή της δόσης, ενδέχεται να χρειαστεί να
παρέλθουν 2 έως 3 εβδομάδες έως ότου επιτευχθεί το νέο επίπεδο επαγωγής.
Στην περίπτωση της διακοπής της θεραπευτικής αγωγής της οξυκαρβαζεπίνης,
ενδέχεται να χρειαστεί να μειωθεί η δόση των συγχορηγούμενων
φαρμακευτικών αγωγών και η απόφαση θα πρέπει να λαμβάνεται με βάση την
παρακολούθηση της κλινικής κατάστασης και/ή των επιπέδων στο πλάσμα. Η
επαγωγή ενδέχεται να μειωθεί βαθμιαία σε χρονικό διάστημα 2 έως 3
εβδομάδων μετά τη διακοπή της θεραπευτικής αγωγής.
Ορμονικά αντισυλληπτικά
: Η οξυκαρβαζεπίνη έχει δειχθεί πως επηρεάζει τα
δύο συστατικά, την αιθυνυλοιστραδιόλη (ΕΕ) και τη λεβονογεστρέλη (LNG),
ενός από του στόματος αντισυλληπτικού. Οι μέσες τιμές της AUC, της ΕΕ και
της LNG μειώθηκαν κατά 48 - 52 % και 32 - 52 % αντίστοιχα. Κατά συνέπεια, η
ταυτόχρονη χρήση οξυκαρβαζεπίνης με ορμονικά αντισυλληπτικά ενδέχεται να
καταστήσει αυτού του τύπου τα αντισυλληπτικά αναποτελεσματικά (βλ.
παράγραφο 4.4). Θα πρέπει να γίνεται χρήση κάποιας άλλης αξιόπιστης
αντισυλληπτικής μεθόδου.
Ενζυμική αναστολή
Η οξυκαρβαζεπίνη και το MHD αναστέλλουν το CYP2C19. Κατά συνέπεια, κατά
τη συγχορήγηση υψηλών δόσεων οξυκαρβαζεπίνης μαζί με φαρμακευτικά
προϊόντα, τα οποία μεταβολίζονται ως επί το πλείστον από το CYP2C19 (π.χ.
φαινυτοΐνη), θα μπορούσαν ενδεχομένως να σημειωθούν αλληλεπιδράσεις. Τα
επίπεδα της φαινυτοΐνης στο πλάσμα αυξήθηκαν έως 40 % όταν χορηγήθηκε
οξυκαρβαζεπίνη σε δόσεις πάνω από 1.200 mg/ημέρα (βλ. τον παρακάτω πίνακα
όπου αναγράφονται συγκεντρωτικά τα αποτελέσματα της συγχορήγησης με
άλλα αντισπασμωδικά). Στην περίπτωση αυτή, ενδέχεται να χρειαστεί να
μειωθεί η συγχορηγούμενη φαινυτοΐνη (βλ. παράγραφο 4.2).
11
Αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά προϊόντα
Οι δυνητικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ οξυκαρβαζεπίνης και άλλων
αντιεπιληπτικών φαρμακευτικών προϊόντων αξιολογήθηκαν μέσα από κλινικές
μελέτες. Η επίδραση των αλληλεπιδράσεων αυτών στη μέση τιμή των AUC και
των C
min
περιγράφονται περιληπτικά στον παρακάτω πίνακα.
Περίληψη των αλληλεπιδράσεων των αντιεπιληπτικών φαρμακευτικών
προϊόντων με οξυκαρβαζεπίνη.
Συγχορηγούμενο
αντιεπιληπτικό
φαρμακευτικό προϊόν
Επίδραση της
οξυκαρβαζεπίνης στη
συγκέντρωση του
αντιεπιληπτικού
φαρμακευτικού
προϊόντος
Επίδραση του
αντιεπιληπτικού
φαρμακευτικού
προϊόντος στη
συγκέντρωση του MHD
Καρβαμαζεπίνη 0 - 22 % μείωση (30 %
αύξηση του εποξειδίου
της καρβαμαζεπίνης)
40 % μείωση
Κλοβαζάμη Δεν έχει μελετηθεί Καμία επίδραση
Φελβαμάτη Δεν έχει μελετηθεί Καμία επίδραση
Λαμοτριγίνη Καμία επίδραση Καμία επίδραση
Φαινοβαρβιτάλη 14 - 15 % αύξηση 30 - 31 % μείωση
Φαινυτοΐνη 0 - 40 % αύξηση 29 - 35 % μείωση
Βαλπροϊκό οξύ Καμία επίδραση 0 - 18 % μείωση
Οι ισχυροί επαγωγείς των ενζύμων του κυτοχρώματος Ρ450 (δηλ. η
καρβαμαζεπίνη, η φαινυτοΐνη και η φαινοβαρβιτάλη) έχει δειχθεί πως μειώνουν
τα επίπεδα του MHD στο πλάσμα (29 - 40 %) στους ενήλικες, στα δε παιδιά
ηλικίας 4 έως 12 ετών, η κάθαρση του MHD αυξήθηκε κατά περίπου 35 % όταν
τους χορηγήθηκε κάποιο από τα τρία ενζυμικά επαγωγικά αντιεπιληπτικά
φαρμακευτικά προϊόντα συγκριτικά με τη μονοθεραπεία. Η ταυτόχρονη
θεραπευτική αγωγή οξυκαρβαζεπίνης και λαμοτριγίνης έχει συσχετισθεί με
αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ανεπιθύμητων συμβαμάτων (ναυτία, υπνηλία,
ζάλη και κεφαλαλγία). Στην περίπτωση που ένα ή περισσότερα αντιεπιληπτικά
φαρμακευτικά προϊόντα χορηγούνται ταυτόχρονα με οξυκαρβαζεπίνη, θα πρέπει
να λαμβάνεται υπόψη η προσεκτική ρύθμιση της δόσης και/ή η παρακολούθηση
των συγκεντρώσεων του πλάσματος σε εξατομικευμένη βάση, ιδιαίτερα στην
περίπτωση των παιδιατρικών ασθενών οι οποίοι λαμβάνουν ταυτόχρονα
θεραπευτική αγωγή λαμοτριγίνης.
Με τη λήψη οξυκαρβαζεπίνης δεν έχει παρατηρηθεί φαινόμενο αυτοεπαγωγής.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα
Η σιμετιδίνη, η ερυθρομυκίνη, η βιλοξαζίνη, η βαρφαρίνη και η
δεξτροπροποξυφένη δεν είχαν επίδραση στη φαρμακοκινητική του MHD.
Βάσει της δομικής συγγένειας της οξυκαρβαζεπίνης και των τρικυκλικών
αντικαταθλιπτικών, θεωρητικά είναι πιθανό να σημειωθεί αλληλεπίδραση
μεταξύ της οξυκαρβαζεπίνης και των αναστολέων ΜΑΟ.
Κατά τη διάρκεια κλινικών μελετών στις οποίες συμπεριλήφθηκαν ασθενείς που
ελάμβαναν θεραπευτική αγωγή με τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά δεν
παρατηρήθηκαν κλινικώς σχετιζόμενες αλληλεπιδράσεις.
12
Ο συνδυασμός του λιθίου και της οξυκαρβαζεπίνης θα μπορούσε δυνητικώς να
προκαλέσει αυξημένη νευροτοξικότητα.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία και λαμβάνουν μέτρα
αντισύλληψης
Η λήψη του OXCARBAZEPINE/GENERICS πιθανόν να οδηγήσει σε αποτυχία
του θεραπευτικού αποτελέσματος των από του στόματος αντισυλληπτικών
φαρμάκων, που περιέχουν εθινυλο-εστραδιόλη (ΕΕ) και λεβονορ-γεστρελη (LNG)
(βλ. παραγράφους 4,4 και 4,5). Οι γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική
ηλικία, θα πρέπει να συμβουλεύονται να χρησιμοποιούν ιδιαίτερα
αποτελεσματικές μεθόδους αντισύλληψης (κατά προτίμηση μη ορμονικές πχ
ενδομήτρια εμφυτεύματα) κατά τη διάρκεια θεραπείας με οξυκαρβαζεπίνη.
Κύηση
Κίνδυνος που σχετίζεται γενικά με την επιληψία και τα
αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά προϊόντα:
Στον πληθυσμό που έλαβε την αγωγή, σημειώθηκε αύξηση των δυσμορφιών με
τη λήψη πολυθεραπείας, ιδιαίτερα εάν η πολυθεραπεία περιέχει βαλπροϊκό.
Επιπρόσθετα, στην περίπτωση που η αντιεπιληπτική φαρμακευτική αγωγή είναι
αποτελεσματική, αυτή δε θα πρέπει να διακόπτεται, επειδή η επιδείνωση της
νόσου έχει δυσμενείς συνέπειες τόσο για τη μητέρα όσο και για το έμβρυο.
Κίνδυνος που σχετίζεται με την οξυκαρβαζεπίνη:
Υπάρχει μια μέτρια ποσότητα δεδομένων από έγκυες γυναίκες (300-1000
εκβάσεις κυήσεων). Ωστόσο, τα δεδομένα που συσχετίζουν τη λήψη
οξυκαρβαζεπίνης με συγγενείς δυσπλασίες είναι περιορισμένα. Δεν υπάρχει
αύξηση στο συνολικό αριθμό δυσπλασιών από τη χρήση οξυκαρβαζεπίνης, σε
σύγκριση με το ποσοστό που παρατηρείται στο γενικό πλυθησμό (2-3%).
Παρόλα αυτά, σε αυτήν την ποσότητα δεδομένων , ένας μέτριος κίνδυνος
τερατογένεσης δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα:
- Στην περίπτωση που οι γυναίκες που λαμβάνουν θεραπευτική αγωγή με
οξυκαρβαζεπίνη μείνουν έγκυες ή προγραμματίζουν εγκυμοσύνη, η χρήση
αυτού του προϊόντος θα πρέπει να επαναξιολογείται με προσοχή. Θα
πρέπει να χορηγούνται οι ελάχιστες αποτελεσματικές δόσεις, και να
προτιμάται η μονοθεραπεία όπου αυτό είναι δυνατό, τουλάχιστον κατά τη
διάρκεια των τριών πρώτων μηνών της κύησης.
- Κατά τη διάρκεια της κύησης, στην περίπτωση που η αντιεπιληπτική
φαρμακευτική αγωγή με οξυκαρβαζεπίνη είναι αποτελεσματική, αυτή δε
θα πρέπει να διακόπτεται, επειδή η επιδείνωση της νόσου έχει δυσμενείς
συνέπειες τόσο για τη μητέρα όσο και για το έμβρυο.
Παρακολούθηση και πρόληψη:
Η λήψη κάποιων αντιεπιληπτικών φαρμακευτικών προϊόντων μπορεί να
συντελέσει στην εμφάνιση έλλειψης φυλλικού οξέος, γεγονός που αποτελεί
αίτιο που πιθανώς συνεισφέρει στην εμφάνιση κάποιας ανωμαλίας στο έμβρυο.
Συνιστάται η λήψη συμπληρωμάτων φυλλικού οξέος πριν και κατά τη διάρκεια
της κύησης. Επειδή η αποτελεσματικότητα αυτών των συμπληρωμάτων δεν έχει
αποδειχθεί, μπορεί να προταθεί μία ειδική προγεννητική διάγνωση ακόμη και σε
13
εκείνες τις γυναίκες που λαμβάνουν κάποια συμπληρωματική αγωγή φυλλικού
οξέος.
Τα δεδομένα που έχουν προκύψει από ένα περιορισμένο αριθμό γυναικών
υποδηλώνουν πως τα επίπεδα του δραστικού μεταβολίτη της οξυκαρβαζεπίνης,
10-μονοϋδρόξυ παραγώγου (MHD), στο πλάσμα ενδέχεται να μειωθούν
βαθμιαία κατά την κύηση. Συνιστάται η προσεκτική παρακολούθηση της
κλινικής ανταπόκρισης σε γυναίκες που λαμβάνουν θεραπεία με
οξυκαρβαζεπίνη κατά τη διάρκεια της κύησης προκειμένου να διασφαλισθεί η
διατήρηση του αποτελεσματικού ελέγχου των σπασμών. Θα πρέπει να
εξετάζεται ο προσδιορισμός των μεταβολών της συγκέντρωσης του MHD στο
πλάσμα. Εάν αυξήθηκαν οι δόσεις κατά τη διάρκεια της κύησης, μπορεί επίσης
να εξεταστεί το ενδεχόμενο παρακολούθησης των επιπέδων του MHD στο
πλάσμα μετά τον τοκετό.
Στο νεογνό:
Έχουν αναφερθεί αιμορραγικές διαταραχές στα νεογέννητα με τη λήψη
αντιεπιληπτικών φαρμάκων που λειτουργούν ως ηπατικοί επαγωγείς. Ως
προληπτικό μέτρο, θα πρέπει να χορηγείται βιταμίνη Κ
1
στη μητέρα κατά τη
διάρκεια των λίγων τελευταίων εβδομάδων της κύησης καθώς και στο νεογνό.
Θηλασμός
Η οξυκαρβαζεπίνη και ο δραστικός της μεταβολίτης (MHD) εκκρίνονται στο
ανθρώπινο μητρικό γάλα. Και για τις δύο ουσίες ο λόγος της συγκέντρωσης στο
γάλα ως προς τη συγκέντρωση στο πλάσμα βρέθηκε ίσος προς 0,5. Η επίδραση
στο βρέφος που εκτίθεται στην οξυκαρβαζεπίνη μέσω αυτής της οδού δεν είναι
γνωστή. Κατά συνέπεια, δε θα πρέπει να γίνεται χρήση του
OXCARBAZEPINE/GENERICS κατά τη διάρκεια του θηλασμού.
Γονιμότητα
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για την ανθρώπινη αναπαραγωγή. Στους
επιμύες, η χρήση οξυκαρβαζεπίνης δεν είχε καμία επίδραση στη γονιμότητα.
Επιδράσεις στις παραμέτρους αναπαραγωγής σε θηλυκούς επιμύες,
παρατηρήθηκαν για την MHD σε δόσεις αντίστοιχες με αυτές που
χρησιμοποιήθηκαν σε ανθρώπους (βλ. παράγραφο 5,3).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Ανεπιθύμητες ενέργειες όπως ζάλη, υπνηλία,αταξία, διπλωπία, θολή όραση,
οπτικές διαταραχές, υπονατριαιμία και μειωμένο επίπεδο συνείδησης
αναφέρθηκαν με τη χρήση οξυκαρβαζεπίνης (για την πλήρη λίστα ΑΕ βλ.
παράγραφο 4.8), ιδιαίτερα κατά την έναρξη της θεραπείας ή σε συνάρτηση με
τις ρυθμίσεις δοσολογίας (πιο συχνά κατά τη διάρκεια της φάσης
τιτλοποίησης).
Επομένως, οι ασθενείς θα πρέπει να επιδεικνύουν προσοχή όταν οδηγούν
αυτοκίνητο ή χειρίζονται μηχανήματα.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφαλείας
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν αναφερθεί συχνότερα είναι η υπνηλία, η
14
κεφαλαλγία, η ζάλη, η διπλωπία, η ναυτία, ο έμετος και η κόπωση, οι οποίες
σημειώθηκαν σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 10 % των ασθενών.
Το προφίλ των ανεπιθύμητων ενεργειών ανά οργανικό σύστημα είναι δομημένο
βάσει των ανεπιθύμητων συμβάντων (ΑΣ), τα οποία αξιολογήθηκαν ως
σχετιζόμενα με την οξυκαρβαζεπίνη μέσα από κλινικές μελέτες. Επίσης,
λήφθηκαν υπόψη κλινικώς σημαντικές αναφορές ανεπιθύμητων ενεργειών, οι
οποίες προέκυψαν μέσα από προγράμματα που πραγματοποιήθηκαν στους
ασθενείς επί ονομαστικής βάσης και από εμπειρία μετά από την κυκλοφορία του
φαρμάκου.
Πίνακας ανεπιθύμητων ενεργειών
Εκτίμηση συχνοτήτων*: - πολύ συχνές: ≥1/10, συχνές: ≥1/100 - < 1/10, όχι
συχνές: ≥ 1/1.000 - <1/100, σπάνιες ≥ 1/10.000 - < 1/1.000, πολύ σπάνιες: <
1/10.000, μη γνωστές: δεν μπορούν να εκτιμηθούν από τα διαθέσιμα δεδομένα
Εντός κάθε κατάταξης οργανικού συστήματος, οι ανεπιθύμητες ενέργειες του
φαρμάκου παρατίθενται κατά συχνότητα, με πρώτες τις πιο συχνά
εμφανιζόμενες αντιδράσεις. Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι
ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά σοβαρότητας.
Διαταραχές του αιμοποιητικού
και του του λεμφικού
συστήματος
Όχι συχνές:
Πολύ σπάνιες:
Μη γνωστές:
Λευκοπενία
Θρομβοπενία
Μυελοκαταστολή, απλαστική αναιμία,
ακοκκιοκυτταραιμία, πανκυτταροπενία,
ουδετεροπενία.
15
Διαταραχές του ανοσοποιητικού
συστήματος
Πολύ σπάνιες:
Μη γνωστές:
Υπερευαισθησία
#
Αναφυλακτικές αντιδράσεις,
Διαταραχές του ενδοκρινικού
Συστήματος
Μη γνωστές:
Υποθυρεοειδισμός
Διαταραχές του μεταβολισμού
και της θρέψης
Συχνές:
Πολύ σπάνιες:
Μη γνωστές
Υπονατριαιμία
Υπονατριαιμία σχετιζόμενη με σημεία
και
συμπτώματα όπως σπασμοί, εγκεφαλοπάθεια,
μειωμένο επίπεδο συνείδησης,
σύγχυση,
(βλ. επίσης Διαταραχές του νευρικού συστήματος
για περαιτέρω ανεπιθύμητες ενέργειες),
διαταραχές
στην όραση (π.χ. θάμβος όρασης),
υποθυρεοειδισμός, έμετος, ναυτία†.
Σύνδρομο απρόσφορης έκκρισης αντιδιουρητικής
ορμόνης (ADH), με ενδείξεις και συμπτώματα
λήθαργου, ναυτίας, ζάλη, ελαττωμένη
ωσμωτικότητα
ορού (αίματος), έμετος, κεφαλαλγία, κατάσταση
σύγχυσης ή άλλα νευρολογικά σημεία και
συμπτώματα
Ψυχιατρικές διαταραχές
Συχνές:
Διέγερση (π.χ. νευρικότητα), ασταθές συναίσθημα,
συγχυτική κατάσταση, κατάθλιψη, απάθεια,
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Πολύ συχνές:
Συχνές:
Υπνηλία, κεφαλαλγία, ζάλη.
Αταξία, τρόμος, νυσταγμός, διαταραχές στην
συγκέντρωση, αμνησία.
Διαταραχές λόγου (περιλαμβανομένης
16
Μη γνωστές: δυσαρθρίας);
πιο συχνά κατά τη διάρκεια τιτλοποίησης δόσης
της οξυκαρβαζεπίνης
Οφθαλμικές διαταραχές
Πολύ συχνές:
Συχνές:
Διπλωπία
Θάμβος όρασης, διαταραχές της όρασης.
Διαταραχές του ωτός και του
λαβυρίνθου
Συχνές:
Ίλιγγος.
Καρδιακές διαταραχές
Πολύ σπάνιες:
Κολποκοιλιακός αποκλεισμός αρρυθμία,
Αγγειακές διαταραχές
Μη γνωστές:
Υπέρταση
Διαταραχές του γαστρεντερικού
συστήματος
Πολύ συχνές:
Συχνές:
Πολύ σπάνιες:
Έμετος, ναυτία,
Διάρροια, κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότητα,.
Παγκρεατίτιδα και/ή αύξηση λιπάσης και/ή
αμυλάσης.
Διαταραχές του ήπατος και των
χοληφόρων
Πολύ σπάνιες:
Ηπατίτιδα.
Διαταραχές του δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Συχνές:
Όχι συχνές:
Πολύ σπάνιες:
Μη γνωστές:
Εξάνθημα, αλωπεκία, ακμή
Κνίδωση.
Σσύνδρομο Stevens - Johnson, τοξική επιδερμική
νεκρόλυση (σύνδρομο Lyell’s),
αγγειοοίδημα,
πολύμορφο ερύθημα (βλ. παράγραφο 4.4).
Φαρμακευτικό εξάνθημα με ηωσινοφιλία και
συστημικά συμπτώματα (σύνδρομο DRESS)**,
Οξεία γενικευμένη εξανθηματική φλυκταίνωση
(AGEP)**
Διαταραχές του μυοσκελετικού
συστήματος και του συνδετικού
ιστού
Πολύ σπάνιες:
Μη γνωστές:
Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος.
Υπάρχουν αναφορές μείωσης της οστικής
πυκνότητας, οστεοπενία, οστεοπόρωση και
κατάγματα σε ασθενείς που βρίσκονται σε
μακρόχρονη θεραπεία με οξυκαρβαζεπίνη. Ο
μηχανισμός με τον οποίο η οξυκαρβαζεπίνη
17
επιδρά στο μεταβολισμό των οστών δεν έχει
εξακριβωθεί.
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού χορήγησης
Πολύ συχνές:
Συχνές:
Κόπωση
Εξασθένηση
Παρακλινικές εξετάσεις
Όχι συχνές:
Μη γνωστές:
Αύξηση ηπατικών ενζύμων, αύξηση αλκαλικής
φωσφατάσης στο αίμα
Μείωση στα επίπεδα της Τ4 (με ασαφή κλινική
σημασία)
Τραυματισμός, δηλητηρίαση και
επιπλοκές χειρισμών
Μη γνωστές:
Πτώση
*
Με βάση την κατάταξη συχνοτήτων CIOMS III
† Κατά τη διάρκεια της χρήσης της οξυκαρβαζεπίνης, σε πολύ σπάνιες
περιπτώσεις ενδέχεται να εμφανιστεί σε κλινικώς σημαντικό βαθμό
υπονατριαιμία (νάτριο < 125 mmol/l). Γενικά σημειώθηκε κατά τη διάρκεια των
3 πρώτων μηνών της θεραπευτικής αγωγής με οξυκαρβαζεπίνη, αν και υπήρχαν
ασθενείς οι οποίοι πρωτοεμφάνισαν επίπεδα νατρίου στον ορό < 125 mmol/l
αφού είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από 1 έτος μετά από την
έναρξη της θεραπευτικής αγωγής (βλ. παράγραφο 4.4).
**Ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκου από αυθόρμητες αναφορές και
βιβλιογραφικά περιστατικά (μη γνωστής συχνότητας): Οι ακόλουθες
ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου προέκυψαν από εμπειρία μετά από την
κυκλοφορία της οξυκαρβαζεπίνης μέσω αυθόρμητων αναφορών περιστατικών
και βιβλιογραφικών αναφορών περιστατικών. Επειδή αυτές οι αντιδράσεις
αναφέρθηκαν οικειοθελώς από έναν πληθυσμό ακαθόριστου μεγέθους, δεν είναι
δυνατόν να εκτιμηθεί με αξιοπιστία η συχνότητά τους και για το λόγο αυτό
ταξινομούνται ως «μη γνωστής» συχνότητας.
#Υπερευαισθησία (συμπεριλαμβανομένης πολυοργανικής υπερευαισθησίας) με
χαρακτηριστικά όπως εξάνθημα, πυρετό. Μπορεί να επηρεάζονται και άλλα
όργανα ή συστήματα όπως το αιμοποιητικό και το λεμφικό σύστημα (π.χ.
ηωσινοφιλία, θρομβοπενία, λευκοπενία, λεμφαδενοπάθεια, σπληνομεγαλία), το
ήπαρ (π.χ. ηπατίτιδα, μη φυσιολογικές τιμές εξετάσεων ηπατικής λειτουργίας,),
οι μύες και οι αρθρώσεις (π.χ. οίδημα άρθρωσης, μυαλγία, αρθραλγία), το
νευρικό σύστημα (π.χ. ηπατική εγκεφαλοπάθεια), οι νεφροί (π.χ. νεφρική
ανεπάρκεια, διάμεση νεφρίτιδα, πρωτεϊνουρία), οι πνεύμονες (π.χ. πνευμονικό
οίδημα, άσθμα, βρογχόσπασμος, διάμεση πνευμονοπάθεια, δύσπνοια),
αγγειοοίδημα.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
18
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς: Εθνικός Οργανισμός
Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562 Χολαργός, Αθήνα. Τηλ: + 30 21
32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
4.9 Υπερδοσολογία
Έχουν αναφερθεί μεμονωμένες περιπτώσεις υπερδοσολογίας. Η μέγιστη
ληφθείσα δόση ήταν περί τα 48.000 mg.
Σημεία και συμπτώματα:
Διαταραχές του ισοζυγίου των ηλεκτρολυτών και των υγρών: υπονατριαιμία.
Διαταραχές οράσεως: διπλωπία, μύση, θολή όραση.
Γαστρεντερικές διαταραχές: ναυτία, έμετος, γαστρεντερική υπερκινητικότητα.
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης: κόπωση.
Εργαστηριακές εξετάσεις: καταστολή της αναπνευστικής λειτουργίας,
επιμήκυνση του διαστήματος QT.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος: υπνηλία, ζάλη, αταξία και νυσταγμός,
μυϊκός τρόμος, διαταραχές του συντονισμού των κινήσεων (μη φυσιολογικός
συντονισμός), μυϊκοί σπασμοί, κεφαλαλγία, κώμα, απώλεια συνείδησης,
δυσκινησία.
Ψυχιατρικές διαταραχές: επιθετικότητα, διέγερση, κατάσταση σύγχυσης.
Αγγειακές διαταραχές: υπόταση.
Διαταραχές του αναπνευστικού, του θώρακα και του μεσοθωρακίου: δύσπνοια.
Αντιμετώπιση:
Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο. Κατά την ένδειξη, θα πρέπει να χορηγείται
συμπτωματική και υποστηρικτική αγωγή. Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η
απομάκρυνση του φαρμακευτικού προϊόντος με πλύση στομάχου και/ή η
αδρανοποίησή του με χορήγηση ενεργού άνθρακα.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιεπιληπτικά, Παράγωγα καρβοξαμιδίου
Κωδικός ATC
:
N03A F 02
Μηχανισμός δράσης
Η φαρμακολογική δράση της οξυκαρβαζεπίνης ασκείται ως επί το πλείστον
μέσω του μεταβολίτη (MHD) (βλ. παράγραφο 5.2). Ο μηχανισμός δράσης της
οξυκαρβαζεπίνης και του MHD θεωρείται πως είναι ως επί το πλείστον
βασισμένος στον αποκλεισμό των τασοεξαρτώμενων διαύλων νατρίου, γεγονός
που έχει ως αποτέλεσμα τη σταθεροποίηση των υπερδιεγερμένων μεμβρανών
των νευρώνων, την αναστολή της επαναλαμβανόμενης διέγερσης των νευρώνων
και τη μείωση της έναρξης των νευρικών ώσεων στην περιοχή των συνάψεων.
Επιπρόσθετα, η αυξημένη αγωγιμότητα του καλίου και η ρυθμιστική δράση επί
των ενεργοποιούμενων με υψηλή τάση διαύλων ασβεστίου μπορεί επίσης να
19
συνεισφέρουν στην αντισπασμωδική δράση. Δεν έχουν βρεθεί σημαντικές
αλληλεπιδράσεις με τους νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου ή με ρυθμιστικές
περιοχές των υποδοχέων.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Στα ζώα, η οξυκαρβαζεπίνη και ο ενεργός της μεταβολίτης (MHD) είναι ισχυρά
και αποτελεσματικά αντισπασμωδικά. Στα τρωκτικά, παρείχαν προστασία
έναντι των γενικευμένων τονικοκλωνικών και, σε μικρότερο βαθμό, κλωνικών
επιληπτικών σπασμών, και απέτρεψαν τελείως ή μείωσαν τη συχνότητα των
χρονίως υποτροπιαζόντων μερικών επιληπτικών σπασμών στους πιθήκους
Rhesus με εμφυτεύματα αλουμινίου. Δεν παρατηρήθηκε ανοχή (δηλαδή μείωση
της αντισπασμωδικής δράσης) έναντι των τονικοκλωνικών επιληπτικών
σπασμών όταν ποντικοί και αρουραίοι έλαβαν την αγωγή της οξυκαρβαζεπίνης
ή του MHD καθημερινά για 5 ημέρες ή 4 εβδομάδες, αντίστοιχα.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Μετά την από του στόματος χορήγηση της οξυκαρβαζεπίνης, η οξυκαρβαζεπίνη
απορροφάται πλήρως και μεταβολίζεται εκτενώς προς τον φαρμακολογικώς
ενεργό μεταβολίτη της (MHD).
Μετά από τη χορήγηση μονήρους δόσης ίσης με 600 mg οκυκαρβαζεπίνης σε
υγιείς άρρενες εθελοντές υπό συνθήκες νηστείας, η μέση τιμή της C
max
για το
MHD ήταν 34 μmol/l, με αντίστοιχο διάμεσο t
max
ίσο με 4,5 ώρες.
Κατά τη διάρκεια μίας μελέτης ισοζυγίου μάζας στον άνθρωπο, μόνο ένα 2 %
της συνολικής ραδιενέργειας του πλάσματος οφείλονταν στην αμετάβλητη
οξυκαρβαζεπίνη, περί το 70 % οφείλονταν στο MHD και το υπόλοιπο αποδόθηκε
σε μικρές ποσότητες δευτερευόντων μεταβολιτών, οι οποίοι αποβλήθηκαν
ταχέως.
Η τροφή δεν έχει επίδραση στην ταχύτητα και την έκταση της απορρόφησης της
οξυκαρβαζεπίνης, κατά συνέπεια, το OXCARBAZEPINE/GENERICS μπορεί να
ληφθεί συνοδεία ή όχι τροφής.
Κατανομή
Ο φαινόμενος όγκος κατανομής του MHD είναι 49 λίτρα.
Περί το 40 % του MHD, είναι συνδεδεμένο με τις πρωτεΐνες του ορού, ως επί το
πλείστον με τη λευκωματίνη. Η σύνδεση εντός του θεραπευτικώς σχετιζόμενου
εύρους ήταν ανεξάρτητη από τη συγκέντρωση στον ορό. Η οξυκαρβαζεπίνη και
το MHD δε συνδέονται με την α1 - οξυ - γλυκοπρωτεΐνη.
Η οξυκαρβαζεπίνη και το MHD διαπερνούν τον πλακούντα. Σε μία περίπτωση,
οι συγκεντρώσεις του MHD στο πλάσμα ήταν παρόμοιες στη μητέρα και στο
νεογνό.
Βιομετασχηματισμός
Στο ήπαρ, η οξυκαρβαζεπίνη ανάγεται ταχέως από τα κυτοσολικά ένζυμα προς
MHD, το οποίο είναι ως επί το πλείστον υπεύθυνο για τη φαρμακολογική δράση
της οξυκαρβαζεπίνης. Το MHD μεταβολίζεται περαιτέρω μέσω σύζευξης με το
20
γλυκουρονικό οξύ. Πολύ μικρές ποσότητες (το 4 % της δόσης) οξειδώνονται
προς τον φαρμακολογικώς ανενεργό μεταβολίτη (10,11 - διυδρόξυ παράγωγο,
DHD).
Αποβολή
Η κάθαρση της οξυκαρβαζεπίνης από τον οργανισμό γίνεται ως επί το πλείστον
με τη μορφή μεταβολιτών οι οποίοι εκκρίνονται κυρίως από τους νεφρούς.
Περισσότερο από το 95 % της δόσης εμφανίζεται στα ούρα, με λιγότερο από 1 %
στη μορφή αμετάβλητης οξυκαρβαζεπίνης. Η απέκκριση από τα κόπρανα
αντιστοιχεί σε λιγότερο από 4 % της χορηγούμενης δόσης. Περί το 80 % της
δόσης εκκρίνεται στα ούρα με τη μορφή είτε γλυκουρονικών μεταβολιτών του
MHD (49 %) ή ως αμετάβλητο MHD (27 %), ενώ ο ανενεργός DHD μεταβολίτης
αντιστοιχεί στο περίπου 3 % και οι συζυγείς ενώσεις της οξυκαρβαζεπίνης
αντιστοιχούν στο 13 % της δόσης.
Η οξυκαρβαζεπίνη αποβάλλεται ταχέως από το πλάσμα με τις φαινόμενες τιμές
ημίσειας ζωής να κυμαίνονται μεταξύ 1,3 και 2,3 ώρες. Αντίθετα, ο μέσος όρος
του φαινόμενου χρόνου ημίσειας ζωής του MHD στο πλάσμα ήταν 9,3 ± 1,8
ώρες.
Γραμμικότητα και δοσολογική αναλογία
Οι συγκεντρώσεις του MHD στο πλάσμα στη σταθερή κατάσταση
επιτυγχάνονται στους ασθενείς εντός 2 - 3 ημερών όταν η οξυκαρβαζεπίνη
χορηγείται δύο φορές την ημέρα. Στη σταθερή κατάσταση, η φαρμακοκινητική
του MHD είναι γραμμική και εμφανίζει δοσολογική αναλογία κατά το
δοσολογικό εύρος των 300 έως 2.400 mg/ημέρα.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία
Η φαρμακοκινητική και ο μεταβολισμός της οξυκαρβαζεπίνης και του MHD
αξιολογήθηκαν σε υγιείς εθελοντές και σε άτομα με μειωμένη ηπατική
λειτουργία μετά από τη χορήγηση μίας μονήρους από του στόματος δόσης ίσης
με 900 mg. Η φαρμακοκινητική της οξυκαρβαζεπίνης και του MHD δεν
επηρεάστηκαν από την ύπαρξη ηπατικής δυσλειτουργίας ήπιου έως μετρίου
βαθμού. Η οξυκαρβαζεπίνη δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με σοβαρού βαθμού
ηπατική δυσλειτουργία.
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Υπάρχει μία γραμμική συσχέτιση μεταξύ της κάθαρσης της κρεατινίνης και της
νεφρικής κάθαρσης του MHD. Όταν η οξυκαρβαζεπίνη χορηγείται με τη μορφή
μίας μονήρους δόσης ίσης με 300 mg, σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
(κάθαρση κρεατινίνης < 30 mL/min), ο χρόνος ημίσειας ζωής της αποβολής του
MHD παρατείνεται κατά 60 - 90 % (16 έως 19 ώρες) με την AUC να αυξάνεται
κατά το διπλάσιο σε σύγκριση με τους ενήλικες που έχουν φυσιολογική νεφρική
λειτουργία (10 ώρες).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η φαρμακοκινητική της οξυκαρβαζεπίνης αξιολογήθηκε μέσα από κλινικές
μελέτες σε παιδιατρικούς ασθενείς, οι οποίοι έλαβαν οξυκαρβαζεπίνη σε δόσεις
που κυμάνθηκαν από 10 - 60 mg/kg/ημέρα. Με την αύξηση της ηλικίας και του
21
βάρους, η αναπροσαρμογή της κάθαρσης του MHD ως προς το σωματικό βάρος
μειώνεται πλησιάζοντας εκείνη των ενηλίκων. Η μέση κάθαρση στα παιδιά
ηλικίας 4 έως 12 ετών, αναπροσαρμοσμένη ως προς το σωματικό βάρος, είναι
περίπου 40 % υψηλότερη από εκείνη των ενηλίκων. Συνεπώς, η έκθεση των
παιδιών αυτών στο MHD αναμένεται να αντιστοιχεί περίπου στα δύο τρίτα
εκείνης των ενηλίκων όταν τους χορηγείται παρόμοια, αναπροσαρμοσμένη ως
προς το σωματικό βάρος, δόση. Με την αύξηση του σωματικού βάρους, για τους
ασθενείς ηλικίας 13 ετών και άνω, η αναπροσαρμοσμένη ως προς το σωματικό
βάρος κάθαρση του MHD αναμένεται να φθάνει εκείνη των ενηλίκων.
Κύηση
Τα δεδομένα που έχουν προκύψει από ένα περιορισμένο αριθμό γυναικών
υποδηλώνουν πως τα επίπεδα του MHD στο πλάσμα ενδέχεται να μειωθούν
βαθμιαία κατά την κύηση (βλ. παράγραφο 4.6).
Υπερήλικες
Μετά από τη χορήγηση μονήρους (300 mg) και πολλαπλών δόσεων (600
mg/ημέρα) οξυκαρβαζεπίνης σε ηλικιωμένους εθελοντές (ηλικίας 60 - 82 ετών),
οι μέγιστες συγκεντρώσεις και τιμές της AUC του MHD στο πλάσμα ήταν 30 %
- 60 % υψηλότερες συγκριτικά με τους νεότερους εθελοντές (ηλικίας 18 - 32
ετών). Η σύγκριση της κάθαρσης της κρεατινίνης μεταξύ των νεότερων και των
ηλικιωμένων εθελοντών υποδεικνύουν πως η διαφορά οφείλονταν σε ηλικιακά
σχετιζόμενη μείωση της κάθαρσης της κρεατινίνης. Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες
δοσολογικές συστάσεις επειδή τα θεραπευτικά επίπεδα των δόσεων
προσαρμόζονται σε ατομική βάση.
Φύλο
Δεν έχουν παρατηρηθεί φαρμακοκινητικές διαφορές που σχετίζονται με το φύλο
στα παιδιά, στους ενήλικες ή στους ηλικιωμένους.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα προκλινικά δεδομένα δεν έχουν καταδείξει κάποιον ιδιαίτερο κίνδυνο για
τον άνθρωπο βάσει των μελετών φαρμακολογικής ασφάλειας και
γονοτοξικότητας οι οποίες διεξάχθηκαν με την οξυκαρβαζεπίνη και τον
φαρμακολογικώς ενεργό μεταβολίτη της, το μονοϋδρόξυ παράγωγο (MHD).
Στοιχεία για τη νεφροτοξικότητα έχουν προκύψει μέσα από μελέτες
τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων που έγιναν σε αρουραίους αλλά όχι
μέσα από μελέτες σε σκύλους ή σε ποντικούς.
Ανοσοτοξικότητα
Οι ανοσοδιεγερτικές δοκιμασίες που διεξάχθηκαν στους ποντικούς κατέδειξαν
πως το MHD (και σε μικρότερο βαθμό η οξυκαρβαζεπίνη) μπορεί να
προκαλέσουν επιβραδυνόμενη υπερευαισθησία.
Μεταλλαξιογένεση
Σε μία in vitro Ames δοκιμασία, η οξυκαρβαζεπίνη αύξησε τη συχνότητα των
μεταλλάξεων, απουσία μεταβολικής ενεργοποίησης ενός από τα πέντε
βακτηριακά στελέχη. Η οξυκαρβαζεπίνη και το MHD προκαλούν αυξήσεις των
χρωμοσωμικών μεταλλάξεων και/ή της πολυπολοειδίας σε in vitro δοκιμασία που
22
πραγματοποιήθηκε σε κύτταρα ωοθηκών Κινέζικου χάμστερ, απουσία
μεταβολικής ενεργοποίησης. Το MHD ήταν αρνητικό στην Ames δοκιμασία και
δεν παρατηρήθηκε καμία μεταλλαξιογόνος ή μιτωτική δραστηριότητα, είτε με
χρήση οξυκαρβαζεπίνης είτε του MHD σε V79 κύτταρα Κινέζικου χάμστερ σε in
vitro δοκιμασία. Τόσο η οξυκαρβαζεπίνη όσο και το MHD έδωσαν και τα δύο
αρνητικά αποτελέσματα τόσο για μιτωτική όσο και για ανευπλοειδική
δραστηριότητα (σχηματισμού μικροπυρήνων) σε μία in vivo δοκιμασία σε
κύτταρα επιμύων του μυελού των οστών τους.
Αναπαραγωγική τοξικότητα
Στους επιμύες, η γονιμότητα και των δύο φύλλων δεν επηρεάστηκε από τη
χρήση οξυκαρβαζεπίνης, με από του στόματος δόσεις έως και 150 mg/kg/ημέρα,
στις οποίες δεν τέθηκαν περιθώρια ασφαλείας. Η διακοπή του οίστρου στον
εμμηνορροϊκό κύκλο, μείωση του αριθμού των ωχρών σωματίων, εμφυτεύσεις
και ζωντανά έμβρυα παρατηρήθηκαν στα θηλυκά κατά τη χρήση του MHD, σε
δόσεις αντίστοιχες με τις ανθρώπινες (βλ. παράγραφο 4,6).
Σε πρότυπες μελέτες τοξικότητας της αναπαραγωγής σε τρωκτικά και
κονίκλους έχουν καταδειχθεί επιδράσεις όπως αύξηση της συχνότητας της
εμβρυικής θνησιμότητας και/ή σε κάποιο βαθμό επιβράδυνση στην προγεννητική
και/ή στη μεταγεννητική ανάπτυξη του νεογνού, κατά τη χρήση τοξικών για τη
μητέρα επιπέδων δόσης. Σε μία από τις οκτώ μελέτες εμβρυοτοξικότητας οι
οποίες διενεργήθηκαν είτε με την οξυκαρβαζεπίνη είτε με τον MHD, σημειώθηκε
αύξηση των εμβρυικών δυσμορφιών στους επιμύες, σε δόσεις, οι οποίες
προκάλεσαν επίσης τοξικότητα στη μητέρα (βλ. παράγραφο 4.6).
Καρκινογένεση
Κατά τις μελέτες καρκινογένεσης, στα ζώα που έλαβαν τη φαρμακευτική
αγωγή, προκλήθηκαν όγκοι στο ήπαρ (σε αρουραίους και σε ποντικούς), όγκοι
στους όρχεις και κοκκιοκυτταρικοί όγκοι στο θηλυκό γεννητικό σύστημα
(επιμύες). Το πιθανότερο είναι πως η εμφάνιση των ηπατικών όγκων
αποτελούσε συνέπεια της επαγωγής των ηπατικών μικροσωμικών ενζύμων, ένα
επαγωγικό φαινόμενο, το οποίο, αν και δεν μπορεί να αποκλεισθεί, είναι
ασθενές ή απουσιάζει στους ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με
οξυκαρβαζεπίνη. Οι όγκοι των όρχεων ενδέχεται να έχουν προκληθεί λόγω των
αυξημένων συγκεντρώσεων της ωχρινοτρόπου ορμόνης. Επειδή στον άνθρωπο
δεν απαντάται η αύξηση αυτή, οι παραπάνω όγκοι θεωρούνται πως δεν έχουν
κλινική συσχέτιση. Κατά τη μελέτη καρκινογένεσης με το MHD στους επιμύες,
σημειώθηκε μία δοσοεξαρτώμενη αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης των
κοκκιοκυτταρικών όγκων στο θηλυκό γεννητικό σύστημα (στον τράχηλο και
στον κόλπο). Οι επιδράσεις αυτές σημειώθηκαν σε επίπεδα έκθεσης τα οποία
ήταν συγκρίσιμα με την αναμενόμενη έκθεση σε κλινικό επίπεδο. Ο μηχανισμός
ανάπτυξης των όγκων αυτών δεν έχει πλήρως διαλευκανθεί, αλλά θα μπορούσε
να έχει σχέση με αυξημένα επίπεδα εστραδιόλης ιδιαίτερα στους επιμύες. Για
το λόγο αυτό, η κλινική συσχέτιση των όγκων αυτών δεν έχει διευκρινιστεί.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας δισκίου:
Κροσποβιδόνη
Υπρομελλόζη
Κυτταρίνη μικροκρυσταλλική
23
Πυριτίου οξείδιο, κολλοειδές, άνυδρο
Μαγνήσιο στεατικό
Επικάλυψη δισκίου:
Σιδήρου οξείδιο μέλαν (Ε172)
Υπρομελλόζη
Λακτόζη μονοϋδρική
Πολυαιθυλενογλυκόλη 4000
Σιδήρου οξείδιο ερυθρό (Ε172)
Τιτανίου διοξείδιο (Ε171)
Σιδήρου οξείδιο κίτρινο (Ε172)
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
30 μήνες
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 30ºC.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Διαφανείς κυψέλες (blisters) από PVC - PVdC / αλουμίνιο
Μεγέθη συσκευασίας των 10, 20, 30, 50, 60, 100, 200 επικαλυμμένων με λεπτό
υμένιο δισκίων
Περιέκτες δισκίων από πολυπροπυλένιο, οι οποίοι φέρουν ανθεκτικά πώματα
από πολυαιθυλένιο και προαιρετικώς πληρωτικό μέσο από πολυαιθυλένιο.
Μεγέθη συσκευασίας των 100, 200, 500 επικαλυμμένων με λεπτό υμένιο
δισκίων
Μπορεί να μη κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση για απόρριψη.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Δικαιούχος Προϊόντος:
Generics [UK] Ltd trading as Mylan, Station Close, Potters Bar Hertfordshire, EN61 TL, Αγγλία
Κάτοχος Άδειας Κυκλοφορίας για την Ελλάδα:
Generics Pharma Hellas ΕΠΕ, Λ. Βουλιαγμένης 577
Α
, Αργυρούπολη 164 51, Αθήνα,
Τηλ: 210-9936410
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
54918/10-07-2013
24
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
31-10-2008 / 10-07-2013
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
25