4.3. Αντενδείξεις
Ασθενείς που λαμβάνουν συστηματική αγωγή που επηρεάζει την ομοιοστασία του
ασβεστίου.
Ασθενείς με νεφρική ή ηπατική δυσλειτουργία.
Ασθενείς με υπερασβεστιαιμία και ασθενείς που είναι γνωστό ότι πάσχουν από
διαταραγμένο μεταβολισμό ασβεστίου. Η αλοιφή δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε
ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία σε κάποιο από τα συστατικά της.
4.4. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση:
Η αλοιφή μπορεί να εφαρμόζεται στο πρόσωπο με προσοχή, καθώς υπάρχει
αυξημένος κίνδυνος ερεθισμού της περιοχής αυτής. Θα πρέπει να αποφεύγεται η
επαφή με τα μάτια, Τα χέρια πρέπει να πλένονται καλά μετά την εφαρμογή της
αλοιφής, προκειμένου ν’ αποφεύγεται η ακούσια εφαρμογή σε άλλες μη
προσβεβλημένες περιοχές. Δεν θα πρέπει να καλύπτεται με αλοιφή περισσότερο
από το 35% της επιφάνειας του σώματος ημερησίως. Δεν θα πρέπει να
εφαρμόζονται περισσότερα από 30 γραμμάρια αλοιφής ημερησίως.
Λόγω της πιθανής επίδρασης στον μεταβολισμό του ασβεστίου, δεν πρέπει να
προστίθενται στην αλοιφή ουσίες που αυξάνουν την απορρόφησή της και η περιοχή
εφαρμογής της αλοιφής δεν πρέπει να καλύπτεται με αποφρακτικό επίδεσμο.
Αν το απαιτήσει τυχόν αντίδραση που να δείχνει ευαισθησία ή σοβαρό ερεθισμό,
πρέπει να συνιστάται στους ασθενείς να χρησιμοποιούν το φάρμακο λιγότερο
συχνά, να το διακόπτουν προσωρινά ή να σταματούν τελείως τη χρήση του.
Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη ευαισθησία των νεογέννητων έναντι των
ενηλίκων τρωκτικών στην τοξική δράση της καλσιτριόλης, πρέπει να αποφεύγεται η
εφαρμογή της αλοιφής καλσιτριόλης στα παιδιά (βλέπε παρ.4.2. Δοσολογία και
τρόπος χρήσης).
Παρόλο που δεν παρατηρήθηκε υπερασβεστιαιμία κατά τη διάρκεια κλινικών
μελετών με δόσεις αλοιφής μικρότερες των 30 g/ημέρα, υπάρχει κάποιος βαθμός
απορρόφησης καλσιτριόλης διαμέσου του δέρματος και επομένως η υπερβολική
χρήση της αλοιφής μπορεί να οδηγήσει σε συστηματικές ανεπιθύμητες ενέργειες,
όπως αύξηση των επιπέδων ασβεστίου στα ούρα και τον ορό.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τη χρήση της αλοιφής σε άλλες κλινικές
μορφές ψωρίασης (άλλες από την ψωρίαση κατά πλάκας) π.χ. οξεία στικτή
ψωρίαση, φλυκταινώδης ψωρίαση, ερυθροδερμική ψωρίαση και ταχέως
εξελισσόμενη ψωρίαση κατά πλάκας.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπιδράσεων :
2