4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
H carbetocin προορίζεται για χρήση, μόνο σε καλά εξοπλισμένα, εξειδικευμένα
μαιευτήρια με έμπειρο και κατάλληλο προσωπικό.
Η χρήση carbetocin σε οποιοδήποτε στάδιο προ της εξόδου του νεογνού είναι
ακατάλληλη επειδή η μητροσυσπαστική δράση της διαρκεί για αρκετές ώρες
μετά από μία ταχεία εφάπαξ (bolus) ενδοφλέβια ένεση. Αυτό έρχεται σε ευθεία
αντίθεση με την ταχεία αναστολή της δράσης που παρατηρείται μετά από
διακοπή της έγχυσης ωκυτοκίνης.
Σε περίπτωση επίμονης μητρορραγίας μετά από χορήγηση carbetocin πρέπει να
προσδιορισθεί η αιτία. Πρέπει να δίνεται προσοχή σε αιτίες όπως κατακράτηση
τμημάτων του πλακούντα, ανεπαρκής κένωση ή αποκατάσταση της μήτρας ή
διαταραχές της πηκτικότητας του αίματος.
Η carbetocin προορίζεται μόνο για εφάπαξ χορήγηση. Πρέπει να χορηγείται
βραδέως, σε διάρκεια 1 λεπτού. Σε περίπτωση επίμονης υποτονικότητας ή
ατονίας της μήτρας και της επακόλουθης υπερβολικής αιμορραγίας, θα πρέπει
να εξετάζεται προσεκτικά πρόσθετη αγωγή με ωκυτοκίνη και/ή εργομητρίνη.
Δεν υπάρχουν δεδομένα για επιπλέον δόσεις carbetocin ή για τη χρήση
carbetocin σε επιμένουσα ατονία της μήτρας μετά από χορήγηση ωκυτοκίνης.
Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι η carbetocin παρουσιάζει ορισμένου βαθμού
αντιδιουρητική δράση (αγγειοσυσπαστική δράση: < 0,025 IU/φιαλίδιο) και
επομένως δεν μπορεί να αποκλεισθεί η πιθανότητα υπονατριαιμίας, ιδιαίτερα
σε ασθενείς που λαμβάνουν μεγάλους όγκους ενδοφλεβίων υγρών. Προκειμένου
να προληφθούν σπασμοί και κώμα, θα πρέπει να αναγνωρίζονται τα πρώιμα
συμπτώματα όπως υπνηλία, κατάπτωση και κεφαλαλγία.
Γενικά, η carbetocin θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή όταν
συνυπάρχουν ημικρανίες, άσθμα και καρδιαγγειακή νόσος ή οποιαδήποτε
κατάσταση όπου η ταχεία προσθήκη υγρών στο εξωκυττάριο υγρό μπορεί να
εκθέσει σε κίνδυνο ένα ήδη υπερφορτωμένο σύστημα. Η απόφαση για τη
χορήγηση carbetocin θα πρέπει να λαμβάνεται από τον γιατρό μετά από
προσεκτική στάθμιση του δυνητικού οφέλους που μπορεί να προκληθεί από την
carbetocin σε αυτές τις ιδιαίτερες περιπτώσεις.
Δεν έχουν γίνει ειδικές μελέτες στον σακχαρώδη διαβήτη της κύησης.
Δεν έχει αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα της carbetocin σε γυναίκες μετά
από κολπικό τοκετό.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Κατά τις κλινικές δοκιμές, η carbetocin χορηγήθηκε σε συνδυασμό με αρκετά
αναλγητικά, σπασμολυτικά και φάρμακα για την επισκληρίδιο ή νωτιαία
αναισθησία, χωρίς να εντοπισθούν φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις.
Δεν έχουν γίνει ειδικές μελέτες αλληλεπιδράσεων.
Επειδή η carbetocin σχετίζεται δομικά στενά με την ωκυτοκίνη, δεν μπορεί να
αποκλεισθούν περιστατικά αλληλεπιδράσεων που συνδέονται με την
ωκυτοκίνη:
3