ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Alendronate/Generics, 70 mg Δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 70 mg αλενδρονικού οξέος, ως νατριούχο αλενδρονάτη.
Έκδοχο με γνωστές δράσεις: Λακτόζη μονοϋδρική
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο.
Λευκό, αμφίκυρτο δισκίο, το οποίο φέρει ανάγλυφα τα διακριτικά “AD 70” στη μία
πλευρά και “G” στην άλλη πλευρά.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Θεραπεία της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης.
Η αλενδρονάτη ελαττώνει τον κίνδυνο καταγμάτων της σπονδυλικής στήλης και του
ισχίου.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η συνιστώμενη δοσολογία είναι ένα δισκίο των 70 mg μία φορά την εβδομάδα. Η
βέλτιστη διάρκεια της θεραπείας με διφωσφονικά για την οστεοπόρωση δεν έχει
τεκμηριωθεί. Η ανάγκη για συνέχιση της θεραπείας θα πρέπει να επανεκτιμάται
περιοδικά με βάση τα οφέλη και τους πιθανούς κινδύνους του Alendronate/Generics
για κάθε ασθενή ξεχωριστά, ιδιαίτερα μετά από 5 ή περισσότερα χρόνια χρήσης.
Τρόπος χορήγησης
Για να επιτραπεί η επαρκής απορρόφηση της αλενδρονάτης:
1
Το Alendronate/Generics πρέπει να λαμβάνεται τουλάχιστον 30 λεπτά πριν από το
πρώτο γεύμα, ρόφημα, ή φαρμακευτικό προϊόν της ημέρας, μόνο με κοινό νερό
βρύσης. Άλλα ποτά (συμπεριλαμβανομένου και του μεταλλικού νερού), τα τρόφιμα
και ορισμένα φαρμακευτικά προϊόντα είναι πιθανό να μειώσουν την απορρόφηση
της αλενδρονάτης (βλ. παράγραφο 4.5).
Για να διευκολυνθεί η μετάβαση στο στομάχι και να μειωθεί έτσι το ενδεχόμενο
ερεθισμού/ ανεπιθύμητων ενεργειών τοπικά και στον οισοφάγο (βλ. παράγραφο 4.4):
Το Alendronate/Generics πρέπει να λαμβάνεται μόνο κατά το πρωινό ξύπνημα
μαζί με ένα γεμάτο ποτήρι νερό (όχι λιγότερο από 200 ml ή 7 fl.oz.).
Οι ασθενείς πρέπει να καταπίνουν μόνο ολόκληρο το Alendronate/Generics. Οι
ασθενείς δεν πρέπει να θρυμματίζουν ή να μασούν το δισκίο ή να το αφήνουν να
διαλυθεί μέσα στο στόμα τους επειδή είναι δυνατόν να δημιουργηθεί
στοματοφαρυγγική εξέλκωση.
Οι ασθενείς δεν πρέπει να ξαπλώνουν έως ότου πάρουν το πρώτο γεύμα της
ημέρας, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται 30 λεπτά τουλάχιστον μετά τη λήψη του
δισκίου.
Οι ασθενείς δεν πρέπει να ξαπλώνουν μέσα στα πρώτα 30 λεπτά μετά τη λήψη του
Alendronate/Generics.
Το Alendronate/Generics δεν πρέπει να λαμβάνεται κατά την ώρα του βραδινού
ύπνου ή πριν την πρωινή έγερση. Εάν η διατροφή είναι ανεπαρκής, οι ασθενείς
πρέπει να λαμβάνουν κάποιο συμπλήρωμα ασβεστίου και βιταμίνης D (βλ.
παράγραφο 4.4.).
. Ηλικιωμένοι ασθενείς:
Δεν έχει δειχθεί ηλικιακά σχετιζόμενη διαφοροποίηση αναφορικά με την εικόνα
αποτελεσματικότητας και ασφάλειας της αλενδρονάτης κατά τις κλινικές μελέτες.
Για το λόγο αυτό, δεν απαιτείται αναπροσαρμογή της δόσης στους ηλικιωμένους
ασθενείς.
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία:
Δεν απαιτείται αναπροσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με ρυθμό σπειραματικής
διήθησης (GFR) μεγαλύτερο από 35 ml/min. Λόγω έλλειψης εμπειρίας, η
αλενδρονάτη δε συνιστάται σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια σε περίπτωση που
το GFR είναι μικρότερο από 35 ml/min.
Παιδιατρικός πληθυσμός:
Δε συνιστάται η χρήση της νατριούχου αλενδρονάτης σε παιδιά ηλικίας κάτω των
18 ετών λόγω ανεπαρκών στοιχείων για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα
σε καταστάσεις που συνδέονται με παιδιατρική οστεοπόρωση (βλ. επίσης
παράγραφο 5.1).
2
Η χρήση της αλενδρoνάτης για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης από
γλυκοκορτικοειδή δεν έχει διερευνηθεί.
4.3 Αντενδείξεις
Παθολογικές καταστάσεις του οισοφάγου και άλλοι παράγοντες που επιβραδύνουν
την κένωση του οισοφάγου, όπως στένωση ή αχαλασία
Αδυναμία παραμονής στη ίσια θέση, σε όρθια ή καθιστή στάση, για τουλάχιστον
30 λεπτά.
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται
στην παράγραφο 6.1.
Υπασβεστιαιμία.
Βλ. επίσης παράγραφο 4.4
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η αλενδρονάτη μπορεί να προκαλέσει τοπικό ερεθισμό του βλεννογόνου του
ανώτερου γαστρεντερικού συστήματος. Λόγω κινδύνου επιδείνωσης της
προϋπάρχουσας νόσου, θα πρέπει να δίνεται προσοχή κατά τη χορήγηση της
αλενδρονάτης σε ασθενείς με ενεργά προβλήματα του ανώτερου γαστρεντερικού,
όπως δυσφαγία, νόσο του οισοφάγου, γαστρίτιδα, δωδεκαδακτυλίτιδα, έλκη ή
πρόσφατο ιστορικό (εντός του τελευταίου έτους) σοβαρής γαστρεντερικής νόσου
όπως πεπτικό έλκος ή ενεργή γαστρεντερική αιμορραγία ή χειρουργικές επεμβάσεις
του ανώτερου γαστρεντερικού συστήματος εκτός από πυλωροπλαστική (βλ.
παράγραφο 4.3).
Σε ασθενείς με γνωστό οισοφάγο Barret, οι γιατροί που συνταγογραφούν αυτό το
φάρμακο θα πρέπει να εξετάζουν τα οφέλη και τους πιθανούς κινδύνους της
αλενδρονάτης σε εξατομικευμένη βάση για κάθε ασθενή.
Σε ασθενείς που έλαβαν αγωγή αλενδρονάτης, αναφέρθηκαν αντιδράσεις από τον
οισοφάγο (οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις ήταν σοβαρές και απαιτήθηκε εισαγωγή
στο νοσοκομείο), όπως οισοφαγίτιδα, οισοφαγικά έλκη και οισοφαγικές διαβρώσεις,
που σε σπάνιες περιπτώσεις ακολουθήθηκαν από οισοφαγική στένωση. Συνεπώς, ο
θεράπων ιατρός θα πρέπει να είναι προσεκτικός ως προς τον εντοπισμό
οποιουδήποτε σημείου ή συμπτώματος ενδεικτικού πιθανής οισοφαγικής
αντίδρασης και θα πρέπει να συστήνεται στους ασθενείς να διακόπτουν τη θεραπεία
με την αλενδρονάτη και να συμβουλεύονται τον ιατρό τους εάν εμφανίσουν
συμπτώματα οισοφαγικού ερεθισμού όπως δυσφαγία, άλγος κατά την κατάποση ή
οπισθοστερνικό άλγος, νέο ή επιδεινωθέν αίσθημα καύσου.
Ο κίνδυνος για σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες από τον οισοφάγο δείχνει να είναι
αυξημένος σε ασθενείς που δεν λαμβάνουν την αλενδρονάτη με το
συνταγογραφούμενο τρόπο και/ή συνεχίζουν να λαμβάνουν την αλενδρονάτη αφού
έχουν εμφανίσει συμπτώματα ενδεικτικά οισοφαγικού ερεθισμού. Είναι πολύ
3
σημαντικό ο ασθενής να λαμβάνει πλήρεις δοσολογικές οδηγίες και να τις κατανοεί
(βλ. παράγραφο 4.2). Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται πως ο κίνδυνος
προβλημάτων από τον οισοφάγο μπορεί να αυξηθεί όταν δεν ακολουθούν αυτές τις
οδηγίες.
Παρόλο που κατά τη διάρκεια εκτεταμένων κλινικών δοκιμών, δεν παρατηρήθηκε
αυξημένος κίνδυνος, υπήρξαν σπάνιες περιπτώσεις αναφορών (μετά την
κυκλοφορία του φαρμάκου), στομαχικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών, μερικές εκ
των οποίων ήταν σοβαρές και είχαν επιπλοκές.
Σε ασθενείς με καρκίνο που ακουλούθησαν κάποια θεραπευτική αγωγή,
συμπεριλαμβανομένων των διφωσφονικών τα οποία χορηγούνταν κυρίως
ενδοφλέβια, έχει αναφερθεί οστεονέκρωση των γνάθων, η οποία γενικά
συσχετίζεται με εξαγωγή οδόντος και/ή τοπική λοίμωξη (συμπεριλαμβανομένης της
οστεομυελίτιδας). Πολλοί από τους ασθενείς αυτούς ελάμβαναν ταυτόχρονα
χημειοθεραπεία και κορτικοστεροειδή. Η οστεονέκρωση των γνάθων αναφέρθηκε
επίσης και σε ασθενείς με οστεοπόρωση που ελάμβαναν από του στόματος
διφωσφονικά.
Οι ακόλουθοι παράγοντες κινδύνου πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν κατά την
εξατομικευμένη αξιολόγηση του κινδύνου εμφάνισης οστεονέκρωσης των γνάθων:
περιεκτικότητα του διφωσφονικού (η μεγαλύτερη για το ζολενδρονικό οξύ),
η οδός χορήγησης (βλ. παραπάνω) και η αθροιστική δόση
καρκίνος, χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία, κορτικοστεροειδή, κάπνισμα.
ιστορικό οδοντικής νόσου, μη ικανοποιητική στοματική υγιεινή,
περιοδοντική νόσος, επεμβατικοί οδοντιατρικοί χειρισμοί και οδοντοστοιχίες
με κακή εφαρμογή
Στους ασθενείς με μη ικανοποιητική στοματική υγεία, θα πρέπει να λαμβάνεται
υπόψη η οδοντική εξέταση συνοδευόμενη από την κατάλληλη προληπτική
οδοντιατρική πριν από την έναρξη θεραπευτικής αγωγής με από του στόματος
διφωσφονικά.
Εάν αυτό είναι δυνατό, οι ασθενείς αυτοί θα πρέπει να αποφεύγουν τις
οδοντιατρικές επεμβάσεις κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Σε ασθενείς που
εμφανίζουν οστεονέκρωση των γνάθων κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής
με διφωσφονικά, η οδοντιατρική επέμβαση μπορεί να επιδεινώσει αυτή την
κατάσταση. Για την περίπτωση ασθενών στους οποίους καθίσταται αναγκαία κάποια
οδοντιατρική επέμβαση, δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα που να υποδεικνύουν
εάν η διακοπή της αγωγής των διφωσφονικών ελαττώνει τον κίνδυνο να σημειωθεί
οστεονέκρωση των γνάθων. Ο χειρισμός της κατάστασης των ασθενών πρέπει να
καθοδηγείται εξατομικευμένα από την αξιολόγηση της κλινικής τους κατάστασης
από τον θεράποντα ιατρό, με βάση την αποτίμηση του οφέλους/κινδύνου.
Κατά τη διάρκεια θεραπείας με διφωσφονικά, όλοι οι ασθενείς πρέπει να
προτρέπονται στο να διατηρούν καλή στοματική υγιεινή, να κάνουν οδοντιατρικούς
4
ελέγχους ρουτίνας, και να αναφέρουν οποιαδήποτε συμπτώματα από το στόμα όπως
κινητικότητα δοντιών, άλγος, ή διόγκωση.
Έχει αναφερθεί πόνος στα οστά, στις αρθρώσεις και / ή στους μυς σε ασθενείς οι
οποίοι έπαιρναν διφωσφονικά. Από την εμπειρία μετά την κυκλοφορία του
φαρμάκου, αυτά τα συμπτώματα σπάνια ήταν σοβαρά και/ή προκάλεσαν κινητική
ανικανότητα (βλ. παράγραφο 4.8). Ο χρόνος μέχρι την έναρξη των συμπτωμάτων
κυμάνθηκε από μια ημέρα έως αρκετούς μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας. Οι
περισσότεροι ασθενείς είχαν ανακούφιση των συμπτωμάτων μετά την παύση της
θεραπείας. Μια υπο-ομάδα είχε υποτροπή των συμπτωμάτων όταν
επαναχορηγήθηκε το ίδιο φάρμακο ή άλλο διφωσφονικό.
Άτυπα κατάγματα του μηριαίου οστού
Άτυπα υποτροχαντήρια κατάγματα και κατάγματα της διάφυσης του μηριαίου έχουν
αναφερθεί με θεραπεία με διφωσφονικά, κυρίως σε ασθενείς που λαμβάνουν
μακροχρόνια θεραπεία για την οστεοπόρωση. Αυτά τα εγκάρσια ή μικρά λοξά
κατάγματα μπορούν να συμβούν οπουδήποτε κατά μήκος του μηριαίου οστού, από
ακριβώς κάτω από τον ελάσσονα τροχαντήρα μέχρι και ακριβώς επάνω από το
υπερκονδύλιο κύρτωμα. Αυτά τα κατάγματα συμβαίνουν μετά από μικρό ή καθόλου
τραυματισμό και μερικοί ασθενείς βιώνουν πόνο στο μηρό ή στη βουβωνική χώρα,
που συνδέεται συχνά με απεικονιστικά ευρήματα των καταγμάτων κόπωσης,
εβδομάδες ή και μήνες πριν παρουσιάσουν πλήρες κάταγμα μηριαίου. Τα κατάγματα
είναι συχνά αμφοτερόπλευρα, ως εκ τούτου το αντίπλευρο μηριαίο οστούν πρέπει
να εξεταστεί σε ασθενείς που έλαβαν διφωσφονικά και που έχουν υποστεί κάταγμα
του μηριαίου άξονα. Πτωχή επούλωση των καταγμάτων αυτών έχει επίσης
αναφερθεί. Η διακοπή των διφωσφονικών σε ασθενείς που υπάρχει υποψία ότι
έχουν άτυπο κάταγμα μηριαίου θα πρέπει να εκτιμηθεί εν αναμονή της αξιολόγησης
του ασθενούς, με βάση την εξατομικευμένη αξιολόγηση του κινδύνου/ οφέλους.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με διφωσφονικά οι ασθενείς πρέπει να
συμβουλεύονται ώστε να αναφέρουν οποιοδήποτε πόνο στο μηρό, στο ισχίο ή στη
βουβωνική χώρα και κάθε ασθενής που παρουσιάζει αυτά τα συμπτώματα πρέπει να
αξιολογείται για ατελές κάταγμα του μηριαίου.
Κατά την εμπειρία μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου, υπήρξαν σπάνιες αναφορές
σοβαρών δερματικών αντιδράσεων συμπεριλαμβανομένου του συνδρόμου Stevens-
Johnson και της τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης.
Αν οι ασθενείς παραλείψουν να λάβουν μία δόση Alendronate/Generics, θα πρέπει
να τους συστήνεται να λάβουν ένα δισκίο το πρωί αφού το θυμηθούν. Δε θα πρέπει
να πάρουν δύο δισκία την ίδιαημέρα, αλλά να συνεχίσουν τη λήψη ενός δισκίου την
εβδομάδα, όπως είχε αρχικά προγραμματισθεί την ημέρα της επιλογής τους.
Η αλενδρονάτη δεν συνιστάται για ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια αν ο GFR είναι
μικρότερος από 35 ml/min (βλ. παράγραφο 4.2).
Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη άλλα αίτια εμφάνισης οστεοπόρωσης εκτός της
5
έλλειψης οιστρογόνων και της προχωρημένης ηλικίας.
Η υπασβεστιαιμία θα πρέπει να διορθωθεί πριν την έναρξη θεραπείας με
αλενδρονάτη (βλ. παράγραφο 4.3). Άλλες διαταραχές που επηρεάζουν το
μεταβολισμό των μετάλλων (όπως έλλειψη βιταμίνης D και υποπαραθυρεοειδισμός)
θα πρέπει επίσης να έχουν αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά. Οι ασθενείς με αυτές τις
διαταραχές, θα πρέπει να παρακολουθούνται ως προς το ασβέστιο του ορού και για
πιθανά συμπτώματα υπασβεστιαιμίας κατά τη διάρκεια της θεραπείας με το
Alendronate/Generics.
Λόγω της θετικής επίδρασης της αλενδρονάτης στην αύξηση της επιμετάλλωσης
των οστών, μπορεί να εμφανισθεί μείωση του ασβεστίου του ορού και των
φωσφορικών του ορού, ιδιαίτερα σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με
γλυκοκορτικοειδή, στους οποίους η απορρόφηση του ασβεστίου ενδέχεται να είναι
μειωμένη. Αυτή είναι συνήθως μικρή και ασυμπτωματική. Εντούτοις, σε σπάνιες
περιπτώσεις, έχει αναφερθεί συμπτωματική υπασβεστιαιμία, η οποία ήταν
περιστασιακά σοβαρού βαθμού και εμφανίζονταν συχνά σε ασθενείς με
προδιαθεσικές καταστάσεις (π.χ. υποπαραθυρεοειδισμό, έλλειψη βιταμίνης D και
δυσαπορρόφηση ασβεστίου).
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εξασφαλίζεται πως η πρόσληψη ασβεστίου και
βιταμίνης D στους ασθενείς που λαμβάνουν γλυκοκορτικοειδή είναι επαρκής.
Έκδοχα
Αυτό το φάρμακο περιέχει λακτόζη. Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα
δυσανεξίας στη γαλακτόζη, ανεπάρκειας Lapp λακτάσης ή δυσαπορρόφησης
γλυκόζης-γαλακτόζης δεν πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Αν ληφθούν ταυτόχρονα, είναι πιθανόν οι τροφές και τα ποτά
(συμπεριλαμβανομένου του μεταλλικού νερού), τα συμπληρώματα ασβεστίου, τα
αντιόξινα και μερικά από του στόματος φάρμακα να επηρεάσουν την απορρόφηση
της αλενδρονάτης. Για το λόγο αυτό, οι ασθενείς θα πρέπει να περιμένουν επί
τουλάχιστον 30 λεπτά μετά τη λήψη της αλενδρονάτης, προτού να λάβουν
οποιοδήποτε άλλο από του στόματος φάρμακο (βλ. παραγράφους 4.2 και 5.2).
Δεν αναμένονται άλλες κλινικώς σημαντικές αλληλεπιδράσεις με φαρμακευτικά
προϊόντα. Ορισμένες ασθενείς σε κλινικές μελέτες έλαβαν οιστρογόνα
(ενδοκολπικά, διαδερμικά ή από του στόματος) ταυτόχρονα με αλενδρονάτη. Δεν
διαπιστώθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες που θα μπορούσαν να συσχετισθούν με τη
συνδυασμένη αγωγή.
Επειδή η χρήση των ΜΣΑΦ συσχετίζεται με γαστρεντερικό ερεθισμό, συνιστάται
προσοχή κατά την ταυτόχρονη λήψη με την αλενδρονάτη.
Μολονότι δεν έχουν διεξαχθεί ειδικές μελέτες αλληλεπίδρασης, η αλενδρονάτη
6
συγχορηγήθηκε σε κλινικές μελέτες με ευρύ φάσμα συχνώς συνταγογραφούμενων
φαρμάκων χωρίς να εμφανιστούν σημεία δυσμενούς κλινικής αλληλεπίδρασης.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Η αλενδρονάτη δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της κύησης. Τα
στοιχεία αναφορικά με τη χρήση αλενδρονάτης σε εγκύους γυναίκες είναι
ανεπαρκή. Οι μελέτες στα ζώα δεν υποδηλώνουν άμεσες βλαπτικές επιδράσεις σε
σχέση με την κύηση, την εμβρυονική/εμβρυική ανάπτυξη ή την μεταγεννητική
ανάπτυξη. Όταν χορηγήθηκε αλενδρονάτη σε αρουραίους κατά την κύηση,
προκλήθηκε δυστοκία σχετιζόμενη με υπασβεστιαιμία (βλ. παράγραφο 5.3).
Θηλασμός
Δεν είναι γνωστό αν η αλενδρονάτη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο μητρικό γάλα. Η
αλενδρονάτη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται από θηλάζουσες γυναίκες.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Ωστόσο, ορισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες που
αναφέρθηκαν με το Alendronate/Generics μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα
ορισμένων ασθενών στην οδήγηση και το χειρισμό μηχανών. Οι ατομικές
ανταποκρίσεις στο Alendronate/Generics μπορεί να ποκίλλουν (βλ. παράγραφο 4.8).
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Σε μία μελέτη ενός έτους σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με οστεοπόρωση η
συνολική εικόνα ασφαλείας της νατριούχου αλενδρονάτης στη δόση 70 mg μία
φορά την εβδομάδα (n=519) ήταν παρόμοια με την εικόνα ασφαλείας της
αλενδρονάτης στη δόση 10 mg/ημέρα (n=370).
Σε δύο σχεδόν ταυτόσημα σχεδιασμένες, διάρκειας τριών ετών μελέτες σε
μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες (αλενδρονάτη 10 mg: n=196, εικονικό φάρμακο:
n=397), η συνολική εικόνα ασφαλείας της αλενδρονάτης στη δόση 10 mg/ημέρα
ήταν παρόμοια με του εικονικού φαρμάκου.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν από τους ερευνητές, ως ενδεχομένως,
πιθανώς ή μετά βεβαιότητος σχετιζόμενες με το φάρμακο παρουσιάζονται
παρακάτω εφόσον η συχνότητα εμφάνισής τους ήταν ≥ 1% σε κάποια από τις
ομάδες θεραπείας στη μελέτη ενός έτους, ή ≥ 1% σε ασθενείς που έλαβαν
αλενδρονάτη στη δόση των 10 mg / ημέρα και μεγαλύτερη από τη συχνότητα
εμφάνισης στους ασθενείς που έλαβαν το εικονικό φάρμακο κατά τη διάρκεια των
μελετών διάρκειας τριών ετών:
Μελέτη ενός έτους Μελέτες τριών ετών
Αλενδρονάτη
μία
Αλενδρονάτη
10 mg/ημέρα
Αλενδρονάτη
10 mg/ημέρα
Εικονικό
φάρμακο
7
φορά/εβδομάδα
70 mg (n=519)
%
(n=370)
%
(n=196)
%
(n=397)
%
Γαστρεντερικές
κοιλιακό άλγος 3,7 3,0 6,6 4,8
δυσπεψία 2,7 2,2 3,6 3,5
παλινδρόμηση
οξέων
1,9 2,4 2,0 4,3
ναυτία 1,9 2,4 3,6 4,0
διάταση
κοιλίας
1,0 1,4 1,0 0,8
δυσκοιλιότητα 0,8 1,6 3,1 1,8
διάρροια 0,6 0,5 3,1 1,8
δυσφαγία 0,4 0,5 1,0 0,0
μετεωρισμός 0,4 1,6 2,6 0,5
γαστρίτις 0,2 1,1 0,5 1,3
γαστρικό έλκος 0,0 1,1 0,0 0,0
οισοφαγικό
έλκος
0,0 0,0 1,5 0,0
Μυοσκελετικές
μυοσκελετικό
άλγος (οστό,
μυς ή άρθρωση)
2,9 3,2 4,1 2,5
μυϊκές κράμπες 0,2 1,1 0,0 1,0
Νευρολογικές
κεφαλαλγία 0,4 0,3 2,6 1,5
Επίσης έχουν αναφερθεί οι παρακάτω ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη διάρκεια
κλινικών δοκιμών και/ή μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου:
[Πολύ συχνές (≥1/10), Συχνές (≥ 1/100 , < 1/10), Όχι συχνές (≥ 1/1.000 , < 1/100),
Σπάνιες (≥ 1/10.000 , < 1/1.000), Πολύ σπάνιες (< 1/10.000)]
Διαταραχές του ανοσοποιητικού
συστήματος:
Σπάνιες: αντιδράσεις υπερευαισθησίας
συμπεριλαμβανομένης της κνίδωσης και του
αγγειοοιδήματος
Διαταραχές του μεταβολισμού και της
θρέψης:
Σπάνιες: συμπτωματική υπασβεστιαιμία, συχνά
σε συσχετισμό με προδιαθεσικές καταστάσεις
§
.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος: Συχνές: κεφαλαλγία, ζάλη
Όχι συχνές: δυσγευσία
Οφθαλμικές διαταραχές: Όχι συχνές: φλεγμονή οφθαλμού (ραγοειδίτιδα,
σκληρίτιδα, επισκληρίτιδα)
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου: Συχνές: ίλιγγος
Διαταραχές του γαστρεντερικού
συστήματος:
Συχνές: κοιλιακό άλγος, δυσπεψία,
δυσκοιλιότητα, διάρροια, μετεωρισμός,
οισοφαγικό έλκος*, δυσφαγία*, διάταση
κοιλίας, παλινδρόμηση οξέος.
Όχι συχνές: ναυτία, έμετος, γαστρίτιδα,
οισοφαγίτιδα*, οισοφαγικές διαβρώσεις*,
8
μέλαινα
Σπάνιες: οισοφαγική στένωση*,
στοματοφαρυγγική εξέλκωση*, ΔΕΑ (διάτρηση,
έλκη, αιμορραγία) ανώτερου γαστρεντερικού
§
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου
ιστού:
Συχνές: αλωπεκία
, κνησμός
Όχι συχνές: εξάνθημα, ερύθημα
Σπάνιες: εξάνθημα με φωτοευαισθησία,
σοβαρές δερματικές αντιδράσεις,
συμπεριλαμβανομένου συνδρόμου Stevens-
Johnson και τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος
και του συνδετικού ιστού:
Πολύ συχνές: μυοσκελετικός πόνος (οστού,
μυός ή άρθρωσης) ο οποίος μερικές φορές είναι
έντονος
†§
Συχνές: οίδημα άρθρωσης
Σπάνιες: οστεονέκρωση της γνάθου
‡§
, άτυπα
υποτροχαντήρια κατάγματα και κατάγματα της
διάφυσης του μηριαίου (ανεπιθύμητη ενέργεια
της κατηγορίας των διφωσφονικών
,
§
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της
οδού χορήγησης:
Συχνές: εξασθένιση
, περιφερικό οίδημα
Όχι συχνές: παροδικά συμπτώματα όπως αυτά
της ανταπόκρισης οξείας φάσης (μυαλγία,
αίσθημα κακουχίας, και σπάνια πυρετός),
τυπικά σε συσχετισμό με την έναρξη της
θεραπείας
§
Βλ. παράγραφο 4.4
Η συχνότητα στις Κλινικές μελέτες ήταν παρόμοια στην ομάδα με το φάρμακο και με το
εικονικό φάρμακο.
*Βλ. παραγράφους 4.2 και 4.4
Αυτή η ανεπιθύμητη ενέργεια ταυτοποιήθηκε μέσω της παρακολούθησης μετά την
κυκλοφορία. Η συχνότητα ως σπάνια εκτιμήθηκε βάσει των σχετικών κλινικών δοκιμών.
Διαπιστώθηκε κατά την εμπειρία μετά από την κυκλοφορία.
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Η από του στόματος υπερδοσολογία μπορεί να προκαλέσει υπασβεστιαιμία,
υποφωσφαταιμία και ανεπιθύμητα συμβάντα από το ανώτερο γαστρεντερικό όπως
στομαχική διαταραχή, αίσθημα καύσου, οισοφαγίτιδα, γαστρίτιδα ή έλκος.
Αντιμετώπιση
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες ειδικές πληροφορίες για την αντιμετώπιση της
υπερδοσολογίας με αλενδρονάτη. Θα πρέπει να χορηγείται γάλα ή αντιόξινα ώστε
να δεσμευθεί η αλενδρονάτη. Λόγω του κινδύνου οισοφαγικού ερεθισμού, δε θα
πρέπει να προκαλείται έμετος και η ασθενής θα πρέπει να παραμένει σε εντελώς
ίσια θέση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
9
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Κωδικός ATC: M05BA04
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Διφωσφονικά για τη θεραπεία παθήσεων των
οστών.
Μηχανισμός δράσης
Η δραστική ουσία του Alendronate/Generics, η τριϋδρική νατριούχος αλενδρονάτη,
είναι ένα διφωσφονικό το οποίο αναστέλλει την οστική απορρόφηση στους
οστεοκλάστες χωρίς να έχει άμεση επίδραση στο σχηματισμό του οστού.
Προκλινικές μελέτες έχουν δείξει κύρια εντόπιση της αλενδρονάτης στις θέσεις
ενεργού απορρόφησης. Η δράση των οστεοκλαστών αναστέλλεται, όμως o
σχηματισμός και η πρόσδεση των οστεοκλαστών δεν επηρεάζεται. Το οστό που
σχηματίζεται κατά τη θεραπεία με αλενδρονάτη έχει φυσιολογική δομή.
Θεραπεία της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης
Η οστεοπόρωση ορίζεται ως οστική πυκνότητα (bone mineral density, BMD) της
σπονδυλικής στήλης ή του ισχίου κατά 2,5 μονάδες τυπικής απόκλισης (SD) κάτω
από τη μέση τιμή ενός φυσιολογικού πληθυσμού νέων ατόμων ή ως ένα
προηγούμενο κάταγμα λόγω ευθραυστότητας του οστού, ανεξάρτητα από την BMD.
Η θεραπευτική ισοδυναμία της αλενδρονάτης σε δόση 70 mg μία φορά την
εβδομάδα (n=519) και της αλενδρονάτης σε δόση 10 mg ημερησίως (n=370)
καταδείχθηκε σε μία πολυκεντρική μελέτη διάρκειας ενός έτους σε
μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με οστεοπόρωση. Η μέση αύξηση από το αρχικό
επίπεδο της BMD της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης ήταν μετά από ένα
χρόνο 5,1% (95% διάστημα εμπιστοσύνης (CI): 4,8, 5,4%) στην ομάδα που έλαβε
70 mg και 5,4% (95% CI: 5,0, 5,8%) στην ομάδα που έλαβε 10 mg. Η μέση αύξηση
της BMD στις ομάδες θεραπείας των 70 mg μία φορά την εβδομάδα και 10 mg μία
φορά την ημέρα ήταν 2,3% και 2,9%, αντίστοιχα, στον αυχένα του μηριαίου οστού
και 2,9% και 3,1%, αντίστοιχα, στο ολικό ισχίο. Οι δύο θεραπευτικές ομάδες ήταν
επίσης παρόμοιες όσον αφορά στις αυξήσεις της οστικής πυκνότητας σε άλλα
σημεία του σκελετού.
Η επίδραση της αλενδρονάτης στη BMD και στην επίπτωση των καταγμάτων
διερευνήθηκε σε δύο, ταυτόσημου σχεδιασμού, μελέτες αρχικής επίδρασης (n=994)
καθώς και στη μελέτη «Fracture Intervention Trial» (FIT: n=6.459).
Στις μελέτες αρχικής επίδρασης, οι αυξήσεις της BMD με την αλενδρονάτη 10 mg
ημερησίως σε σχέση με το εικονικό φάρμακο στα τρία χρόνια ήταν 8,8%, 5,9% και
7,8%, αντίστοιχα, στη σπονδυλική στήλη, στον αυχένα του μηριαίου και στον
τροχαντήρα. Η ολική BMD σώματος επίσης αυξήθηκε σημαντικά. Υπήρξε 48%
μείωση (αλενδρονάτη 3,2% έναντι εικονικού φαρμάκου 6,2%) στην αναλογία των
ασθενών που ελάμβαναν αλενδρονάτη και εμφάνισαν ένα ή περισσότερα
σπονδυλικά κατάγματα σε σύγκριση με τους ασθενείς που έλαβαν το εικονικό
φάρμακο. Κατά τις διετείς επεκτάσεις αυτών των μελετών, η BMD στη σπονδυλική
10
στήλη και τον τροχαντήρα συνέχισε να αυξάνει. Η BMD στον αυχένα του μηριαίου
και στο σύνολο του σώματος διατηρήθηκε.
Η μελέτη FIT περιελάμβανε δύο ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες
αλενδρονάτης (5 mg ημερησίως για δύο έτη και 10 mg ημερησίως για ένα ή για δύο
επιπλέον έτη).
FIT 1: Μία μελέτη διαρκείας τριών ετών με 2.027 ασθενείς οι οποίοι είχαν εξ’
αρχής ένα τουλάχιστον σπονδυλικό (συμπιεστικό) κάταγμα. Σε αυτή τη μελέτη
η άπαξ ημερήσια χορήγηση αλενδρονάτης μείωσε τη συχνότητα εμφάνισης ≥ 1
νέων σπονδυλικών καταγμάτων κατά 47% (αλενδρονάτη 7,9% έναντι του
εικονικού φαρμάκου 15,0%). Επιπρόσθετα, στατιστικά σημαντική μείωση
επιβεβαιώθηκε αναφορικά με τη συχνότητα εμφάνισης των καταγμάτων ισχίου
(1,1% έναντι 2,2%, μείωση κατά 51%).
FIT 2: Μία μελέτη διαρκείας τεσσάρων ετών με 4.432 ασθενείς με χαμηλή
οστική μάζα, αλλά χωρίς σπονδυλικό κάταγμα κατά την αρχή της μελέτης. Σε
αυτή τη μελέτη, ανάλυση μιας υποομάδας οστεοπορωτικών γυναικών (37% του
συνολικού πληθυσμού, οι οποίες είχαν οστεοπόρωση, σύμφωνα με τον ορισμό
που δόθηκε παραπάνω) κατέδειξε σημαντική διαφορά στη συχνότητα των
καταγμάτων ισχίου (αλενδρονάτη 1,0% έναντι εικονικού φαρμάκου 2,2%,
μείωση κατά 56%) και στη συχνότητα ≥ 1 σπονδυλικού κατάγματος (2,9%
έναντι 5,8%, μείωση κατά 50%).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η νατριούχος αλενδρονάτη έχει μελετηθεί σε μικρό αριθμό ασθενών ηλικίας κάτω
των 18 ετών με ατελή οστεογένεση (osteogenesis imperfecta). Δεν υπάρχουν επαρκή
αποτελέσματα που να υποστηρίζουν τη χρήση της νατριούχου αλενδρονάτης σε
παιδιατρικούς ασθενείς με ατελή οστεογένεση.
Ευρήματα εργαστηριακών ελέγχων
Σε κλινικές μελέτες, ασυμπτωματική, ήπια και παροδική μείωση των επιπέδων
ασβεστίου και φωσφορικών στον ορό παρατηρήθηκε περίπου σε 18% και 10%,
αντίστοιχα, των ασθενών που ελάμβαναν αλενδρονάτη 10 mg/ημερησίως έναντι
περίπου σε 12% και 3% αυτών που ελάμβαναν εικονικό φάρμακο. Ωστόσο, οι
επιπτώσεις των μειώσεων των επιπέδων του ασβεστίου στον ορό σε < 8,0 mg/dl (2,0
mmol/l) και των φωσφορικών στον ορό σε ≤ 2,0 mg/dl (0,65 mmol/l) στον ορό ήταν
παρόμοιες και στις δύο ομάδες θεραπείας.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες.
Απορρόφηση :
Συγκρινόμενη με μία ενδοφλέβια δόση αναφοράς, η μέση από του στόματος
βιοδιαθεσιμότητα της αλενδρονάτης στις γυναίκες ήταν 0,64% για δόσεις που
κυμάνθηκαν από 5 - 70 mg χορηγούμενα μετά από νηστεία μίας νύχτας και δύο
ώρες πριν από ένα κανονικό πρωινό. Η βιοδιαθεσιμότητα μειώθηκε σε περίπου
11
0,46% και 0,39% όταν η αλενδρονάτη χορηγήθηκε μία ή μισή ώρα πριν από ένα
κανονικό πρωινό. Στις μελέτες οστεοπόρωσης η αλενδρονάτη ήταν αποτελεσματική
όταν χορηγούνταν τουλάχιστον 30 λεπτά πριν από το πρώτο γεύμα ή ποτό της
ημέρας.
Η βιοδιαθεσιμότητα ήταν αμελητέα ανεξάρτητα από το αν η αλενδρονάτη δόθηκε
μαζί ή έως δύο ώρες μετά από ένα κανονικό πρωινό. Ο καφές ή ο χυμός
πορτοκαλιού μείωσε τη βιοδιαθεσιμότητα κατά περίπου 60%.
Σε υγιείς εθελοντές, η από του στόματος πρεδνιζόνη (20 mg τρεις φορές ημερησίως
επί πέντε ημέρες) δεν άλλαξε τη βιοδιαθεσιμότητα της αλενδρονάτης σε κλινικά
σημαντικό βαθμό (μέση αύξηση που κυμάνθηκε από 20% - 44%).
Κατανομή:
Οι μελέτες σε αρουραίους δείχνουν ότι μετά από ενδοφλέβια χορήγηση 1mg/kg, η
αλενδρονάτη κατανέμεται αρχικά στους μαλακούς ιστούς, αλλά στη συνέχεια
ανακατανέμεται ταχέως στο σκελετό ή απεκκρίνεται στα ούρα. Στον άνθρωπο, ο
μέσος όγκος κατανομής στη σταθερή κατάσταση, εκτός των οστών, είναι
τουλάχιστον 28 λίτρα. Η συγκέντρωση του φαρμακευτικού προϊόντος στο πλάσμα
μετά τη χορήγηση θεραπευτικών από του στόματος δόσεων είναι κάτω από το
ανιχνεύσιμο όριο (<5 ng/ml). Στον άνθρωπο, η πρόσδεση με τις πρωτεΐνες του
πλάσματος είναι περίπου 78%.
Βιομετατροπή:
Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η αλενδρονάτη μεταβολίζεται στα ζώα ή στον άνθρωπο.
Αποβολή:
Μετά από μία μονήρη ενδοφλέβια δόση [
14
C] αλενδρονάτης, το 50% περίπου της
ραδιενέργειας εκκρίθηκε στα ούρα μέσα σε 72 ώρες. Πολύ λίγη ή καθόλου
ραδιενέργεια ανακτήθηκε στα κόπρανα. Μετά τη χορήγηση μονήρους ενδοφλέβιας
δόσης 10 mg, η νεφρική κάθαρση ήταν 71 ml/min, και η συστηματική κάθαρση δεν
ξεπέρασε τα 200 ml/min. Μέσα σε έξι ώρες μετά από την ενδοφλέβια χορήγηση, η
συγκέντρωση στο πλάσμα μειώθηκε περισσότερο από 95%. Βάσει της βραδείας
απελευθέρωσης της αλενδρονάτης από τον σκελετό, η ημίσεια ζωή στον άνθρωπο
εκτιμάται > 10 έτη. Στους αρουραίους, η αλενδρονάτη δεν απεκκρίνεται μέσω των
συστημάτων μεταφοράς οξέων ή βάσεων των νεφρών, και έτσι στον άνθρωπο δεν
αναμένεται να εμπλέκεται στην απέκκριση άλλων φαρμάκων μέσω των συστημάτων
αυτών.
Χαρακτηριστικά των ασθενών:
Οι προκλινικές μελέτες δείχνουν ότι το φαρμακευτικό προϊόν που δεν επικάθεται
στα οστά, εκκρίνεται ταχέως στα ούρα. Μετά από χρόνια δοσολόγηση σωρευτικών
ενδοφλέβιων δόσεων έως και 35 mg/kg σε ζώα, δεν καταδείχθηκε κορεσμός της
πρόσληψης από τα οστά. Όπως συμβαίνει με τα ζώα, είναι πιθανό η αποβολή της
αλενδρονάτης μέσω των νεφρών να είναι ελαττωμένη στους ασθενείς με νεφρική
ανεπάρκεια. Ωστόσο, δεν είναι διαθέσιμα σχετικά κλινικά δεδομένα. Κατά συνέπεια,
στα άτομα με μειωμένη νεφρική λειτουργία θα μπορούσε να αναμένεται μεγαλύτερη
12
συσσώρευση αλενδρονάτης στα οστά (βλ. παράγραφο 4.2).
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Προκλινικά δεδομένα με βάση συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας,
τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονοτοξικότητας και δυναμικού
καρκινογένεσης δεν έχουν καταδείξει κάποιο ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο. Οι
μελέτες σε αρουραίους κατέδειξαν πως η αγωγή αλενδρονάτης κατά την κύηση
συσχετίστηκε με δυστοκία στα θηλυκά, η οποία συσχετιζόταν με υπασβεστιαιμία.
Μελέτες, κατά τις οποίες χορηγήθηκαν υψηλές δόσεις σε αρουραίους, κατέδειξαν
αυξημένη επίπτωση ατελούς εμβρυϊκής οστεοποίησης. Δεν είναι γνωστό εάν αυτό
συσχετίζεται με τον άνθρωπο.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1. Κατάλογος εκδόχων
Κυτταρίνη μικροκρυσταλλική
Λακτόζη μονοϋδρική
Καρμελλόζη νατριούχος διασταυρούμενη
Μαγνήσιο στεατικό
Ποβιδόνη
6.2. Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3. Διάρκεια ζωής
3 χρόνια
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν αυτό.
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
Συσκευασίες κυψέλης (blister) από πράσινο, αδιαφανές αλουμίνιο/PVC.
Περιέκτης από πολυπροπυλένιο με πώμα από πολυαιθυλένιο.
Μεγέθη συσκευασίας:
4, 8 ή 12 δισκία*.
*Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
13
6.6. Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση για απόρριψη.
7. ΚΆΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΊΑΣ
Δικαιούχος Προϊόντος:
Generics [UK] Ltd, Station Close, Potters Bar, Hertfordshire, EN6 1TL,
Ηνωμένο Βασίλειο
Κάτοχος Άδειας Κυκλοφορίας
Generics Pharma Hellas ΕΠΕ, Λ. Βουλιαγμένης 577
Α
, Αργυρούπολη 164 51,
Αθήνα ,Τηλ: 210-99 36 410
8. ΑΡΙΘΜΌΣ(ΟΙ) ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΊΑΣ
34544/17-05-2012
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΊΑ ΠΡΏΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ /ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
09-05-2007/17-05-2012
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΊΑ ΑΝΑΘΕΏΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΈΝΟΥ
14