Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων οδών:
Σπάνιες: μη φυσιολογική ηπατική λειτουργία (αυξημένες τρανσαμινάσες. αλκαλική φωσφατάση, γ-GT και χολερυθρίνη)
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
Μη συχνές: κνησμός, εξάνθημα
Σπάνιες: κνίδωση
Πολύ σπάνιες: αγγειονευρωτικό οίδημα, φαρμακευτικό τοπικό εξάνθημα υποτροπιάζον
Διαταραχές των νεφρών και του ουροποιητικού:
Πολύ σπάνιες: δυσουρία, ενούρηση
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
Μη συχνές εξασθένιση, αίσθημα κακουχίας
Σπάνια, οίδημα
Παρακλινικές Εξετάσεις:
Σπάνια: αύξηση του βάρους
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα που παρατηρούνται μετά από υπερδοσολογία σετιριζίνης συσχετίζονται κυρίως με επιδράσεις του ΚΝΣ ή επιδράσεις που συνηγορούν
για αντιχολινεργική δράση.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρονται μετά από λήψη δόσης τουλάχιστον 5 φορές μεγαλύτερης από τη συνιστώμενη ημερήσια δόση είναι:
σύγχυση, διάρροια, ζάλη, κόπωση, κεφαλαλγία, αίσθημα κακουχίας, μυδρίαση, κνησμός, ανησυχία, καταστολή, υπνηλία, λήθαργος, ταχυκαρδία, τρόμος
και κατακράτηση ούρων.
Αντιμετώπιση
Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο για τη σετιριζίνη .
Αν παρατηρηθεί υπερδοσολογία, συνιστάται η συμπτωματική ή υποστηρικτική θεραπεία Πρέπει να εξεταστεί η πλύση στομάχου σύντομα μετά από την
κατάποση
Η σετιριζίνη δεν απομακρύνεται αποτελεσματικά με αιμοκάθαρση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία : Παράγωγα πιπεραζίνης, κωδικός ATC: R06A Ε07
Η σετιριζίνη, ένας ανθρώπινος μεταβολίτης της υδροξυζίνης, είναι ισχυρός και εκλεκτικός ανταγωνιστής των περιφερικών Η
1
-υποδοχέων. In vitro
μελέτες δέσμευσης με τους υποδοχείς δεν έδειξαν μετρήσιμη συγγένεια για άλλους Η
1
-υποδοχείς.
Εκτός από την αντι-Η
1
δράση της, η σετιριζίνη αποδείχθηκε ότι παρουσιάζει αντιαλλεργικές δράσεις: Κατά την όψιμη φάση της αλλεργικής αντίδρασης
η σετιριζίνη σε δόση 10 mg χορηγούμενη μία ή δύο φορές ημερησίως, μειώνει την συγκέντρωση των ηωσινοφίλων στο δέρμα και στον επιπεφυκότα
ατοπικών ασθενών έπειτα από πρόκληση με αλλεργιογόνο.
Μελέτες σε υγιείς εθελοντές δείχνουν ότι η σετιριζίνη σε δόσεις 5 και 10 mg αναστέλλει ισχυρά τις αντιδράσεις πομφών και ερυθρότητας που
προκαλούνται από πολύ υψηλές συγκεντρώσεις ισταμίνης στο δέρμα, αλλά η συσχέτιση με την αποτελεσματικότητα δεν έχει τεκμηριωθεί.
Σε μία μελέτη 35 ημερών σε παιδιά ηλικίας 5 έως 12 ετών, δεν παρατηρήθηκε ανοχή στην αντιισταμινική δράση (καταστολή των πομφών και της
ερυθρότητας) της σετιριζίνης. Όταν η θεραπεία με τη σετιριζίνη διακόπτεται μετά από επανειλημμένη χορήγηση, το δέρμα ανακτά την φυσιολογική του
αντιδραστικότητα στην ισταμίνη εντός 3 ημερών.
Σε μία ελεγχόμενη με placebo μελέτη 6 εβδομάδων σε 186 ασθενείς με αλλεργική ρινίτιδα και συνυπάρχον ήπιο έως μέτριο άσθμα, η σετιριζίνη 10 mg
χορηγούμενη μία φορά την ημέρα βελτίωσε τα συμπτώματα ρινίτιδας και δεν μετέβαλε την πνευμονική λειτουργία. Η μελέτη αυτή υποστηρίζει την
ασφάλεια της χορήγησης της σετιριζίνης σε αλλεργικούς ασθενείς με ήπιο έως μέτριο άσθμα.
Σε ελεγχόμενη με placebo μελέτη, η σετιριζίνη, χορηγούμενη σε υψηλή ημερήσια δόση 60 mg επί επτά ημέρες δεν προκάλεσε στατιστικά σημαντική
επιμήκυνση του διαστήματος QT.
Στη συνιστώμενη δοσολογία, η σετιριζίνη απέδειξε ότι βελτιώνει την ποιότητα ζωής των
ασθενών με χρόνια και εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα σε σταθερή κατάσταση είναι περίπου 300 ng/ml και επιτυγχάνονται εντός 1.0 ±0.5 h Δεν παρατηρείται
συσσώρευση για τη σετιριζίνη μετά από ημερήσιες δόσεις 10 mg επί 10 ημέρες. Η κατανομή των φαρμακοκινητικών παραμέτρων όπως είναι η μέγιστη
συγκέντρωση στο πλάσμα (C
max
) και το εμβαδόν της περιοχής υπό την καμπύλη (AUC), είναι μονοκόρυφο σε εθελοντές.
Ο βαθμός απορρόφησης της σετιριζίνης δεν μειώνεται από την τροφή, αν και η ταχύτητα της απορρόφησης μειώνεται. Ο βαθμός της βιοδιαθεσιμότητας
είναι παρόμοιος όταν η σετιριζίνη χορηγείται σε μορφή διαλύματος, καψακίων ή δισκίων
Ο φαινομενικός όγκος κατανομής είναι 0,50 l/kg. Η σύνδεση της σετιριζίνης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι 93 ± 0.3 %. Η σετιριζίνη δεν