ρισπεριδόνης και λαμοτριγίνης, 12 από τους 14 εθελοντές παρουσίασαν υπνηλία, ενώ 1 από
τους 20 ασθενείς που έλαβαν μόνο ρισπεριδόνη, και κανένας από αυτούς που έλαβαν μόνο
λαμοτριγίνη δεν εμφάνισε υπνηλία.
Τα in vitro πειράματα έδειξαν ότι ο σχηματισμός του κύριου μεταβολίτη της λαμοτριγίνης,
του 2-Ν- γλυκουρονιδίου, αναστέλλεται ελάχιστα μετά από ταυτόχρονη επώαση με
αμιτριπτυλίνη, βουπροπιόνη, κλοναζεπάμη, αλοπεριδόλη ή λοραζεπάμη. Τα πειράματα αυτά
υπέδειξαν επίσης ότι ο μεταβολισμός της λαμοτριγίνης δεν είναι πιθανόν να αναστέλλεται
από την κλοζαπίνη, τη φλουοξετίνη, τη φαινελζίνη, τη ρισπεριδόνη, τη σερτραλίνη ή την
τραζοδόνη. Επιπρόσθετα, μια μελέτη του μεταβολισμού της βουφουραλόλης στην οποία
χρησιμοποιήθηκαν παρασκευάσματα μικροσωμάτων ανθρώπινου ήπατος έδειξε ότι η
λαμοτριγίνη δεν μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της κάθαρσης των φαρμάκων που
μεταβολίζονται κατά κύριο λόγο από το CYP2D6.
Αλληλεπιδράσεις με ορμονικά αντισυλληπτικά
Επίδραση ορμονικών αντισυλληπτικών στη φαρμακοκινητική της λαμοτριγίνης
Σε μια μελέτη με 16 γυναίκες εθελοντές, η χορήγηση συνδυαστικής δόσης 30 μg
αιθυνυλοιστραδιόλης/150 μg λεβονοργεστρέλης σε ένα συνδυασμένο χορηγούμενο από του
στόματος αντισυλληπτικό χάπι είχε σαν αποτέλεσμα το διπλασιασμό περίπου της από του
στόματος κάθαρσης της λαμοτριγίνης, με συνέπεια τη μέση μείωση των AUC και Cmax της
λαμοτριγίνης κατά 52% και 39%, αντίστοιχα. Η συγκέντρωση της λαμοτριγίνης στον ορό
του αίματος αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της εβδομάδας της ανενεργούς θεραπείας
(συμπεριλαμβανομένης της «εβδομάδας χωρίς χάπι»), με τη συγκέντρωση της λαμοτριγίνης
πριν από τη λήψη της δόσης στο τέλος της εβδομάδας της ανενεργούς θεραπείας να είναι
κατά μέσο όρο σχεδόν διπλάσια συγκρινόμενη με ότι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της
συγχορήγησης (βλέπε παράγραφο 4.4). Δεν απαιτείται προσαρμογή των οδηγιών
κλιμάκωσης της συνιστώμενης δόσης της λαμοτριγίνης αποκλειστικά με βάση τη χρήση
ορμονικών αντισυλληπτικών, ωστόσο, η δόση συντήρησης της λαμοτριγίνης θα πρέπει στις
περισσότερες περιπτώσεις να αυξηθεί ή να μειωθεί κατά την έναρξη ή τη διακοπή της
λήψης των ορμονικών αντισυλληπτικών (βλέπε παράγραφο 4.2).
Επίδραση της λαμοτριγίνης στη φαρμακοκινητική των ορμονικών αντισυλληπτικών
Σε μια μελέτη με 16 γυναίκες εθελοντές, η χορήγηση δόσης 300 mg λαμοτριγίνης σε
σταθεροποιημένη κατάσταση δεν επηρέασε τη φαρμακοκινητική της αιθυνυλοιστραδιόλης,
η οποία αποτελεί συστατικό των συνδυασμένων από του στόματος χορηγούμενων
αντισυλληπτικών χαπιών. Παρατηρήθηκε μέτρια αύξηση στην από του στόματος κάθαρση
του συστατικού λεβονοργεστρέλη με αποτέλεσμα τη μέση μείωση των AUC και Cmax της
λεβονοργεστρέλης κατά 19% και 12%, αντίστοιχα. Η μέτρηση της FSH, της LH και της
οιστραδιόλης του ορού κατά τη διάρκεια της μελέτης υπέδειξε μερική απώλεια της
καταστολής της ορμονικής δραστηριότητας των ωοθηκών μερικών γυναικών, αν και η
μέτρηση της προγεστερόνης του ορού υποδεικνύει ότι δεν υπάρχει καμία ορμονική ένδειξη
ωορρηξίας σε κάποια από τις 16 αυτές γυναίκες. Η επίδραση της μέτριας αυτής αύξησης της
κάθαρσης της λεβονοργεστρέλης, και των αλλαγών στα επίπεδα της FSH και LH του ορού
στην ωορρηκτική δραστηριότητα των ωοθηκών είναι άγνωστη (βλέπε παράγραφο 4.4). Η
επίδραση άλλων δόσεων της λαμοτριγίνης εκτός από 300 mg ημερησίως δεν έχει μελετηθεί
και δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες με άλλα ορμονικά σκευάσματα για γυναίκες.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα
21