λίγες περιπτώσεις νεογνών που τους χορηγήθηκε PHARMEXIN σαν μέρος της
θεραπείας συγγενούς γλαυκώματος.
Συμπτωματική υπερδοσολογία μετά από τυχαία κατάποση:
Αναφέρθηκε μια περίπτωση τυχαίας κατάποσης PHARMEXIN από ενήλικα. Ο
ασθενής κατάπιε περίπου 10 σταγόνες PHARMEXIN. Λίγες ώρες μετά την
κατάποση παρουσίασε ένα υποτασικό επεισόδιο και στη συνέχεια οξεία υπέρταση
8 ώρες περίπου μετά την κατάποση.
Έχουν αναφερθεί ότι υπερδοσολογία μετά από κατάποση άλλων α-2-αγωνιστών
προκαλεί συμπτώματα όπως υπόταση, αδυναμία, έμετο, λήθαργο, καταστολή,
βραδυκαρδία, αρρυθμίες, μύση, άπνοια, υποτονία, υποθερμία, αναπνευστική
καταστολή και επιληπτική κρίση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
ATC Code = S01EA05
Η βριμονιδίνη είναι ένας αγωνιστής των α-2-αδρενεργικών υποδοχέων ο οποίος
είναι 1000 φορές πιο εκλεκτικός για τους α-2 από ότι για τους α-1-αδρενεργικούς
υποδοχείς.
Αυτή η εκλεκτικότητα έχει σαν αποτέλεσμα τη μη πρόκληση μυδρίασης και
αγγειοσύσπασης των μικρών αγγείων που σχετίζεται με τα ανθρώπινα
αμφιβληστροειδικά ξενομοσχεύματα.
Τοπική χορήγηση βριμονιδίνης ελαττώνει την ενδοφθάλμια πίεση (ΕΟΠ) στον
άνθρωπο με ελάχιστη επίδραση στις καρδιαγγειακές ή στις πνευμονικές
παραμέτρους.
Περιορισμένα στοιχεία υπάρχουν για ασθενείς με βρογχικό άσθμα τα οποία δεν
παρουσιάζουν ανεπιθύμητες ενέργειες.
Το PHARMEXIN έχει ταχεία έναρξη δράσης, με μέγιστο αποτέλεσμα στην πτώση
της οφθαλμικής υπερτονίας, δύο ώρες μετά τη χορήγηση. Σε δύο μελέτες διάρκειας
ενός έτους, το PHARMEXIN μείωσε την ΕΟΠ για περίπου 4-6 mg Hg.
Φθοριοφωτομετρικές μελέτες σε ζώα και ανθρώπους υποδεικνύουν ότι η τρυγική
βριμονιδίνη έχει διπλό μηχανισμό δράσης. Πιστεύεται ότι το PHARMEXIN μπορεί
να ελαττώνει την ΕΟΠ μειώνοντας την παραγωγή του υδατοειδούς υγρού και
επιτείνοντας τη ραγοειδοσκληρική εκροή.
Κλινικές μελέτες αποδεικνύουν ότι το PHARMEXIN είναι αποτελεσματικό σε
συνδυασμό με βήτα-αναστολείς. Μικρότερης διάρκειας μελέτες υποδηλώνουν
επίσης ότι το PHARMEXIN έχει κλινικά σημαντικό πρόσθετο αποτέλεσμα σε
συνδυασμό με τραβοπρόστη (6 εβδομάδων) και λατανοπρόστη (3 μηνών).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
α. Γενικά χαρακτηριστικά
Μετά από τοπική οφθαλμική χορήγηση διαλύματος 0,2% δύο φορές την ημέρα για
10 ημέρες, οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα ήταν χαμηλές (η μέση Cmax ήταν
0,06% ng/ml). Υπήρξε ελάχιστη συγκέντρωση στο αίμα μετά από πολλαπλές (2
φορές ημερησίως για 10 ημέρες) ενσταλάξεις. Η περιοχή κάτω απ’ την καμπύλη
συγκέντρωσης στο πλάσμα – χρόνου πάνω από 12 ώρες σε σταθεροποιημένη
κατάσταση (AUC
0-12h
) ήταν 0,31 ng-hr/ml, σε σύγκριση με 0,23 ng-hr/ml μετά την
πρώτη δόση. Ο μέσος χρόνος ημίσειας ζωής στη συστηματική κυκλοφορία, μετά
από τοπική χορήγηση στον άνθρωπο ήταν περίπου 3 ώρες.
Η δέσμευση από τις πρωτεΐνες του πλάσματος της βριμονιδίνης μετά από τοπική
χορήγηση στον άνθρωπο είναι περίπου 29%.
Η βριμονιδίνη δεσμεύεται «αντιστρεπτά» σε μελανίνη στους οφθαλμικούς ιστούς, in
5