
βανκομυκίνης και αναισθητικών φαρμάκων έχει συσχετισθεί με ερύθημα και «flushing» τύπου ισταμίνης και
αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις (βλ. Παρ. 4.4 Προειδοποιήσεις και 4.8 Ανεπιθύμητες Ενέργειες).Η σύγχρονη
καθώς και η διαδοχική συστηματική ή τοπική χρήση άλλων δυνάμει νευροτοξικών και ή νεφροτοξικών
φαρμάκων, όπως αμφοτερικίνη Β, αμινογλυκοσίδες, βακιτρακίνη, πολυμυξίνη Β, κολιστίνη, βιομυκίνη,
σισπλατίνη απαιτεί προσεκτική παρακολούθηση.
4.6 Χορήγηση κατά την Κύηση και τη Γαλουχία: Σε κλινική μελέτη όπου το φάρμακο χορηγήθηκε
ενδοφλεβίως σε έγκυες μητέρες για την αντιμετώπιση σοβαρών σταφυλοκοκκικών λοιμώξεων, δεν σημειώθηκαν
νευροαισθητήρια κώφωση ή νεφροτοξικότητα στο έμβρυο οφειλόμενες στη βανκομυκίνη. Η υδροχλωρική
βανκομυκίνη βρέθηκε στο αίμα του ομφάλιου λώρου. Ο αριθμός των ασθενών σε αυτή τη μελέτη ήταν
περιορισμένος και η υδροχλωρική βανκομυκίνη είχε χορηγηθεί μόνο στο δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο της
κύησης. Δεν είναι γνωστό κατά πόσο η βανκομυκίνη μπορεί να προκαλέσει βλάβη του εμβρύου κατά τη
χορήγηση στην έγκυο γυναίκα ή μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα αναπαραγωγής. Επειδή οι μελέτες
αναπαραγωγής σε πειραματόζωα δεν είναι πάντοτε ενδεικτικές των αντιδράσεων στον άνθρωπο, η
βανκομυκίνη μπορεί να χορηγείται σε έγκυο μόνο όταν κρίνεται απόλυτα απαραίτητο. Δεν είναι γνωστό αν το
φάρμακο απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Πρέπει να δίνεται προσοχή όταν η βανκομυκίνη χορηγείται σε
γυναίκες που θηλάζουν. Επειδή είναι πιθανό το θηλάζον βρέφος να εμφανίσει ανεπιθύμητες ενέργειες θα
πρέπει να αποφασισθεί ή να διακοπεί ο θηλασμός ή η χορήγηση του φαρμάκου, λαμβάνοντας υπόψη την
αναγκαιότητα χορήγησης του φαρμάκου στη μητέρα.
4.7 Επίδραση στην Ικανότητα Οδήγησης και Χειρισμού Μηχανημάτων: Η βανκομυκίνη δεν ενδέχεται να
επιδράσει στην ικανότητα οδήγησης των ασθενών.
4.8 Ανεπιθύμητες Ενέργειες: Συμβάματα από την έγχυση: Με ταχεία έγχυση υδροχλωρικής βανκομυκίνης οι
ασθενείς ενδέχεται να εμφανίσουν αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις οι οποίες περιλαμβάνουν υπόταση, δύσπνοια
με συρίττοντες ρόγχους, κνίδωση ή κνησμό. Επίσης ερύθημα στο λαιμό, πόνο και μυϊκό σπασμό στο θώρακα
και τη ράχη. Οι αντιδράσεις αυτές συνήθως υποχωρούν εντός 20 λεπτών αλλά ενδέχεται να επιμείνουν για
ώρες. Τέτοια συμβάματα είναι σπάνια όταν η υδροχλωρική βανκομυκίνη χορηγείται με βραδεία έγχυση των 60
λεπτών.
Η βραδεία έγχυση (με ρυθμό 10mg/min ή βραδύτερο) της υδροχλωρικής βανκομυκίνης μειώνει κατά πολύ την
πιθανότητα εμφάνισης αναφυλακτοειδών συμβαμάτων. Νεφροτοξικότητα: Νεφρική ανεπάρκεια έχει αναφερθεί
σπάνια, η οποία εκδηλώνεται κυρίως με άνοδο της κρεατινίνης ορρού ή των συγκεντρώσεων αζώτου ουρίας
αίματος, ειδικά σε ασθενείς που έλαβαν υψηλές δόσεις υδροχλωρικής βανκομυκίνης. Σπάνιες περιπτώσεις
διάμεσης νεφρίτιδας σε ασθενείς οι οποίοι ελάμβαναν ταυτόχρονα αμινογλυκοσίδες ή οι οποίοι είχαν
προϋπάρχουσα νεφρική διαταραχή. Η αζωθαιμία υποχωρούσε με την διακοπή της χορήγησης της
υδροχλωρικής βανκομυκίνης. Γαστρεντερικό Σύστημα: Ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα ενδέχεται να εμφανισθεί
κατά τη διάρκεια ή μετά θεραπεία με αντιβιοτικά (βλ Παρ. 4.4 Προειδοποιήσεις). Ωτοτοξικότητα: Απώλεια ακοής
συσχετιζόμενη με υδροχλωρική βανκομυκίνη έχει αναφερθεί σε μερικές δεκάδες περιπτώσεων, κυρίως σε
ασθενείς με νεφρική διαταραχή ή προϋπάρχουσα έκπτωση της ακοής ή που ελάμβαναν ταυτόχρονη θεραπεία
με κάποιο ωτοτοξικό φάρμακο. Ίλιγγος, ζάλη και εμβοές ώτων έχουν αναφερθεί σπάνια. Αίμα και εργαστηριακές
εξετάσεις: Αναστρέψιμη ουδετεροπενία έχει αναφερθεί περίπου μία βδομάδα ή περισσότερο μετά την έναρξη
θεραπείας με υδροχλωρική βανκομυκίνη ή με χορήγηση συνολικής δόσης άνω των 25g. Η ουδετεροπενία είναι
ταχέως αναστρέψιμη με τη διακοπή της χορήγησης βανκομυκίνης. Θρομβοπενία έχει αναφερθεί σπάνια. Σπάνια
έχει αναφερθεί μη αναστρέψιμη ακοκκιοκυτταριαμία, αλλά η αιτιολογική συσχέτιση δεν έχει τεκμηριωθεί.
Θρομβοφλεβίτιδα: Φλεγμονή στο σημείο της ένεσης έχει αναφερθεί. Άλλες: Αναφυλαξία, φαρμακευτικός
πυρετός, ρίγη, ναυτία, ηωσινοφιλία, εξανθήματα (αποφολιδωτική δερματίτιδα), ποφμολυγώδης δερματοπάθεια
(με γραμμοειδή εναπόθεση IgA), αγγειίτιδα, σύνδρομο Stevens-Johnson, τοξική επιδερμική νεκρόλυση έχουν
αναφερθεί σπάνια με χορήγηση βανκομυκίνης. Χημική περιτονίτις έχει αναφερθεί μετά από ενδοπεριτοναϊκή
χορήγηση βανκομυκίνης (βλ Παρ. 4.4 Προφυλάξεις)
4.9 Συμπτώματα Υπερδοσολογίας, Μέτρα Αντιμετώπισης και Αντίδοτα: Συνιστάται υποστηρικτική αγωγή
με διατήρηση της σπειραματικής διήθησης. Η βανκομυκίνη αποβάλλεται ελάχιστα με αιμοκάθαρση. Η
αιμοδιήθηση με ρητίνη Amberlite XAD – 4 αναφέρθηκε ότι παρέχει περιορισμένο όφελος. Δεν έχει καθορισθεί το
ευεργετικό αποτέλεσμα της φαρμακευτικής διούρησης και της αιμοδιύλησης σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας
της βανκομυκίνης. Αντιμετωπίζοντας την υπερδοσολογία, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πιθανότητες
πολλαπλών φαρμακευτικών υπερδοσολογιών, αλληλεπιδράσεων μεταξύ των φαρμάκων και ασυνήθους
φαρμακοκινητικής στο συγκεκριμένο ασθενή.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ: Κωδικός ATC: J01XA01
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες: Η βανκομυκίνη είναι ένα χρωματογραφικά κεκαθαρμένο, τρικυκλικό
γλυκοπεπτίδιο, αντιβιοτικό. Δίδεται ενδοφλεβίως για την θεραπεία συστηματικών λοιμώξεων. Η ενδομυϊκή ένεση
είναι επώδυνη. Η βακτηριοκτόνος δράση της βανκομυκίνης οφείλεται στην αναστολή της σύνθεσης του
κυτταρικού τοιχώματος των βακτηρίων. Επί πλέον η βανκομυκίνη τροποποιεί τη διαπερατότητα της κυτταρικής
μεμβράνης των βακτηρίων και τη σύνθεση RNA. Δεν υπάρχει διασταυρούμενη αντίσταση μεταξύ βανκομυκίνης