Κατά την διάρκεια της θεραπείας
• Πρέπει να ζητείται από τους ασθενείς να αναφέρουν αμέσως μυϊκούς πόνους, κράμπες
ή αδυναμία, ιδιαίτερα εάν συνοδεύονται από αίσθημα κακουχίας ή πυρετό.
• Εάν εμφανιστούν τέτοια συμπτώματα, ενώ ένας ασθενής βρίσκεται υπό θεραπεία με
ατορβαστατίνη, πρέπει να προσδιορίζονται τα επίπεδα της CPK. Εάν διαπιστωθεί ότι
τα επίπεδα είναι σημαντικά αυξημένα (> 5 φορές τα ανώτατα φυσιολογικά όρια) η
θεραπεία θα πρέπει να σταματήσει.
• Εάν τα μυϊκά συμπτώματα είναι σοβαρά και προκαλούν καθημερινές διαταραχές,
ακόμα και αν τα επίπεδα της CPK είναι αυξημένα σε ≤ 5 x ανώτατα φυσιολογικά
όρια, πρέπει να εκτιμάται η ανάγκη
διακοπής της θεραπείας.
• Εάν τα συμπτώματα υποχωρήσουν και τα επίπεδα της CPK επανέλθουν στο
φυσιολογικό, τότε μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο επαναχόρησης της
ατορβαστατίνης ή η χορήγηση μιας άλλης στατίνης στη χαμηλότερη δόση και υπό
στενό έλεγχο.
• Η ατορβαστατίνη πρέπει να διακοπεί εάν σημειωθούν κλινικά σημαντικές αυξήσεις
στα επίπεδα της CPK (> 10 φορές τα ανώτατα φυσιολογικά όρια) ή εάν διαγνωσθεί ή
υπάρχει υπόνοια ραβδομυόλυσης.
Ο κίνδυνος εμφάνισης ραβδομυόλυσης αυξάνεται όταν η ατορβαστατίνη χορηγείται
ταυτόχρονα με κάποια φαρμακευτικά προϊόντα όπως: κυκλοσπορίνη, ερυθρομυκίνη,
κλαριθρομυκίνη, ιτρακοναζόλη, κετοκοναζόλη, νεφαζοδόνη, νιασίνη, γεμφιβροζίλη,
άλλες φιμπράτες ή αναστολείς της HIV πρωτεάσης (βλέπε το 4.5- Αλληλεπιδράσεις με
άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης και 4.8- Ανεπιθύμητες ενέργειες)
Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, έλλειψη
λακτάσης Lapp ή κακή απορρόφηση γλυκόζης – γαλακτόζης δεν πρέπει να πάρουν αυτό
το φάρμακο.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Ο κίνδυνος της μυοπάθειας, κατά την διάρκεια της θεραπείας με αναστολείς της HMG-
CoA αναγωγάσης, αυξάνεται όταν χορηγούνται ταυτόχρονα κυκλοσπορίνη, φιμπράτες,
μακρολίδες, συμπεριλαμβανομένης της ερυθρομυκίνης, αντιμυκητιασικά της ομάδας των
αζολών, νιασίνη και σε σπάνιες περιπτώσεις, οδήγησε σε ραβδομυόλυση με δευτεροπάθη
νεφρική ανεπάρκεια, λόγω της μυοσφαιρινούριας. Επομένως, πρέπει να σταθμίζονται
προσεκτικά τα οφέλη σε σχέση με τους κινδύνους της ταυτόχρονης χορήγησης (Βλέπε το
4.4- Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χορήγηση).
Αναστολείς του κυτοχρώματος P450 3A4: Η ατορβαστατίνη μεταβολίζεται από το
κυτόχρωμα P450 3A4. Αλληλεπίδραση μπορεί να συμβεί όταν το LORVATEN
χορηγείται μαζί με αναστολείς του κυτοχρώματος P450 3A4 (π.χ κυκλοσπορίνη,
μακρολίδες, συμπεριλαμβανόμενης της ερυθρομυκίνης και κλαριθρομυκίνης,
νεφαζοδόνης, αντιμυκητιασικά της ομάδας των αζολών, συμπεριλαμβανόμενης της
ιτρακοναζόλης και αναστολείς της HIV πρωτεάσης). Η ταυτόχρονη χορήγηση μπορεί να
οδηγήσει σε αυξημένες συγκεντρώσεις ατορβαστατίνης στο πλάσμα. Επομένως πρέπει να
δίδεται ιδιαίτερη προσοχή όταν η ατορβαστατίνη χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με
τέτοιους φαρμακευτικούς παράγοντες (βλέπε επίσης το 4.4- Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις
και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την χορήγηση).
Αναστολείς της γλυκοπρωτεΐνης P: Η ατορβαστατίνη και οι μεταβολίτες της
ατορβαστατίνης είναι υποστρώματα της γλυκοπρωτείνης P. Αναστολείς της
γλυκοπρωτεΐνης P (π.χ η κυκλοσπορίνη) μπορεί να αυξήσουν τη βιοδιαθεσιμότητα της