Συστηματικές επιδράσεις μπορεί να παρουσιαστούν με οποιοδήποτε
εισπνεόμενο κορτικοστεροειδές, ειδικά σε υψηλές δόσεις που
συνταγογραφούνται για μεγάλες χρονικές περιόδους. Αυτές οι επιδράσεις
παρουσιάζονται πιο σπάνια σε σύγκριση με τα από του στόματος
λαμβανόμενα κορτικοστεροειδή. Στις πιθανές συστηματικές επιδράσεις
περιλαμβάνονται η καταστολή των επινεφριδίων, η καθυστέρηση της
ανάπτυξης στα παιδιά και τους εφήβους, η μείωση της οστικής πυκνότητας,
ο καταρράκτης και το γλαύκωμα και σπανιότερα ένα εύρος ψυχολογικών ή
συμπεριφορικών επιδράσεων συμπεριλαμβανομένης της ψυχοκινητικής
υπεραντιδραστικότητας, των διαταραχών του ύπνου, του άγχους της
κατάθλιψης ή της επιθετικότητας (ιδιαίτερα στα παιδιά). Επομένως, είναι
σημαντικό να εξετάζεται τακτικά ο ασθενής και να μειώνεται η δόση του
εισπνεόμενου κορτικοστεροειδούς στην χαμηλότερη δόση στην οποία
επιτυγχάνεται αποτελεσματικός έλεγχος του άσθματος.
Εάν εμφανιστούν οξέα συμπτώματα άσθματος, πρέπει να χρησιμοποιηθεί
βρογχοδιασταλτικός β
2
-αγωνιστής βραχείας δράσης για να τα ανακουφίσει.
Η αυξημένη χρήση βρογχοδιασταλτικών, ιδιαίτερα των βραχείας δράσης
εισπνεόμενων β
2
-αγωνιστών για την ανακούφιση των συμπτωμάτων
δεικνύει επιδείνωση στον έλεγχο του άσθματος. Εάν οι ασθενείς
αισθανθούν πως η βραχείας δράσης βρογχοδιασταλτική θεραπεία αποβαίνει
λιγότερο αποτελεσματική ή ότι χρειάζονται περισσότερες εισπνοές απ’ ότι
συνήθως, πρέπει να εντείνεται η ιατρική προσοχή του ιατρού. Σ’ αυτήν την
περίπτωση πρέπει να επανεκτιμώνται οι ασθενείς και να λαμβάνεται υπ’
όψιν το ενδεχόμενο να χρειάζεται αυξημένη αντιφλεγμονώδης αγωγή (π.χ.
υψηλότερες δόσεις εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών ή κορτικοστεροειδή
από του στόματος). Οι σοβαροί παροξυσμοί του άσθματος πρέπει ν’
αντιμετωπίζονται κατά τα γνωστά.
Συνιστάται η τακτική παρακολούθηση του ύψους των παιδιών που
λαμβάνουν παρατεταμένη θεραπεία με εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή. Εάν
καθυστερεί η ανάπτυξη, πρέπει να επανεξετάζεται η θεραπεία με στόχο τη
μείωση της δόσης των εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών, εφόσον είναι
δυνατόν, στη χαμηλότερη δόση με την οποία διατηρείται επαρκής έλεγχος
του άσθματος. Επιπλέον να λαμβάνεται υπ’ όψιν η περίπτωση παραπομπής
του ασθενούς σε ειδικευμένο παιδο-πνευμονολόγο.
Ειδική φροντίδα απαιτείται για τους ασθενείς με ιογενή, βακτηριακή ή
μυκητιασική λοίμωξη του οφθαλμού ή του στόματος ή του αναπνευστικού.
Σε περίπτωση βακτηριακής λοίμωξης του αναπνευστικού, ίσως χρειάζεται
να χορηγηθεί παράλληλα επαρκής αντιβιοτική θεραπεία.
Κατά τη διακοπή της θεραπείας των συστηματικών κορτικοστεροειδών,
ορισμένοι ασθενείς δεν αισθάνονται καλά επί 2 εβδομάδες περίπου, ακόμη
και αν η αναπνευστική τους λειτουργία παραμένει η ίδια ή και βελτιώνεται.
Οι ασθενείς αυτοί πρέπει να ενθαρρύνονται να συνεχίσουν τη θεραπεία με
διπροπιονική βεκλομεθαζόνη.
Όπως και με άλλες εισπνεόμενες θεραπείες, μπορεί να παρουσιαστεί
παράδοξος βρογχόσπασμος με άμεση αύξηση του συριγμού βράχυνση της
αναπνοής και βήχα μετά τη χορήγηση. Αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί