Το BUDIAIR αποτελεί προφυλακτική θεραπεία της ασθματικής νόσου, κι
επομένως, πρέπει να λαμβάνεται τακτικά στις συνταγογραφούμενες δόσεις για
όσο χρονικό διάστημα ορίστηκε από τον γιατρό και δεν πρέπει να διακόπτεται
απότομα. Σε περίπτωση γαστρεντερικού έλκους, συνιστάται αυστηρή ιατρική
παρακολούθηση καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας.
Η αλλαγή των ασθενών από θεραπεία με από στόματος κορτικοστεροειδή σε
εισπνεόμενα και η συνακόλουθη αντιμετώπισή τους απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή.
Οι ασθενείς πρέπει να βρίσκονται σε μια λογικά σταθερή κατάσταση πριν την
έναρξη χορηγήσεως υψηλής δόσης εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών
παράλληλα με τη συνηθισμένη δόση συντηρήσεως των συστηματικών
κορτικοστεροειδών (βλ. επίσης Παράγραφο 4.2 Δοσολογία και τρόπος
χορήγησης). Μετά από περίπου 10 ημέρες, ξεκινά η διακοπή του συστηματικού
κορτικοστεροειδούς μειώνοντας σταδιακά την ημερήσια δόση στο κατώτερο
δυνατό επίπεδο. Είναι πιθανό, το από στόματος κορτικοστεροειδές να
αντικατασταθεί τελείως με εισπνεόμενο. Ασθενείς με μειωμένη
φλοιοεπινεφριδιακή λειτουργία οι οποίοι αλλάζουν θεραπεία, μπορεί να
χρειασθούν συμπληρωματική συστηματική αγωγή με κορτικοστεροειδή κατά τη
διάρκεια περιόδων stress.
Κατά τη διάρκεια της μετάβασης από χορήγηση από του στόματος σε
εισπνεόμενη βουδεσονίδη, μπορούν να εμφανισθούν συμπτώματα που
προηγουμένως είχαν κατασταλεί από τη συστηματική θεραπεία με
γλυκοκορτικοστεροειδή, όπως ρινίτιδα, έκζεμα, κεφαλαλγία, μυαλγίες και
αρθραλγίες και, σπάνια, ναυτία και έμετος. Πρέπει να συγχορηγηθεί ειδική
θεραπεία για την αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων.
Ορισμένοι ασθενείς μπορεί να έχουν ακαθόριστα ενοχλήματα κατά τη διάρκεια
της διακοπής των συστηματικών κορτικοστεροειδών παρά το ότι η
αναπνευστική λειτουργία είναι σταθερή ή ακόμα και βελτιωμένη. Αυτοί οι
ασθενείς πρέπει να ενθαρρυνθούν να συνεχίσουν τη θεραπεία με εισπνεόμενη
βουδεσονίδη και να διακόψουν τα από στόματος κορτικοστεροειδή εκτός εάν
υπάρχουν κλινικά σημεία που να υποδεικνύουν το αντίθετο, παραδείγματος
χάριν, σημεία πιθανής επινεφριδιακής ανεπάρκειας.
Ασθενείς που έχουν ακολουθήσει επείγουσα θεραπεία με υψηλές δόσεις
κορτικοστεροειδών ή παρατεταμένη θεραπεία με την υψηλότερη συνιστώμενη
δόση εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών, μπορεί επίσης να βρίσκονται σε
κίνδυνο μειωμένης επινεφριδικής λειτουργίας. Αυτοί οι ασθενείς μπορούν να
εμφανίσουν σημεία και συμπτώματα επινεφριδικής ανεπάρκειας όταν
εκτίθενται σε σοβαρό stress. Θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο
επιπρόσθετης θεραπείας με συστηματικά κορτικοστεροειδή κατά τη διάρκεια
περιόδων stress ή προγραμματισμένης χειρουργικής επέμβασης.
Όπως και με άλλες θεραπείες με εισπνοές, μπορεί να εμφανισθεί παράδοξος
βρογχόσπασμος, με άμεση αύξηση του συριγμού μετά τη χορήγηση της δόσης. Αν
συμβεί κάποια σοβαρή αντίδραση, πρέπει να διακοπεί η θεραπεία, ο ασθενής να
αξιολογηθεί και, αν χρειασθεί, να αρχίσει μια εναλλακτική θεραπεία.
Όταν, παρά την καλώς ελεγχόμενη θεραπεία, εμφανισθεί ένα επεισόδιο οξείας
δύσπνοιας, πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένα εισπνεόμενο βρογχοδιασταλτικό
ταχείας δράσεως και να τεθεί το ενδεχόμενο επανεκτίμησης της θεραπείας. Αν,
παρά τη χορήγηση μεγίστων δόσεων εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών, τα