Ένα σύνολο 1130 ασθενών με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια υπό θεραπεία
συντηρητικής αιμοκάθαρσης ή συνεχή περιπατητική περιτοναιοδιύλιση
μελετήθηκαν σε δύο μελέτες φάσης ΙΙ και σε δύο μελέτες φάσης ΙΙΙ. Τρεις
μελέτες ήταν ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο (η μία με σχεδιασμό σταθερής
δόσης και οι άλλες δύο με σχεδιασμό τιτλοποίησης της δόσης) και μία
περιελάμβανε ανθρακικό ασβέστιο ως δραστική ουσία σύγκρισης. Κατά τη
διάρκεια αυτών των μελετών, 1016 ασθενείς έλαβαν ανθρακικό λανθάνιο, 267
έλαβαν ανθρακικό ασβέστιο και 176 έλαβαν εικονικό φάρμακο.
Δύο ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο, τυχαιοποιημένες μελέτες συμπεριέλαβαν
τους ασθενείς σε αιμοκάθαρση μετά από έκπλυση των προηγούμενων
φωσφοροδεσμευτικών παραγόντων. Μετά την τιτλοδότηση του ανθρακικού
λανθανίου για την επίτευξη επιπέδου φωσφορικών στον ορό μεταξύ 1,3 και
1,8 mmol/L σε μια μελέτη (δόσεις έως 2250 mg/ημέρα), ή ≤1,8 mmol/L σε μια
δεύτερη μελέτη (δόσεις έως 3000 mg/ημέρα), οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε
ανθρακικό λανθάνιο ή εικονικό φάρμακο ως θεραπεία συντήρησης. Μετά την
τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο φάση 4 εβδομάδων, η
συγκέντρωση φωσφορικών στον ορό αυξήθηκε μεταξύ 0,5 και 0,6 mmol/L στην
ομάδα του εικονικού φαρμάκου, και στις δύο μελέτες, σε σχέση με τους
ασθενείς που παρέμειναν στη θεραπεία με ανθρακικό λανθάνιο. Το 61% των
ασθενών στους οποίους χορηγούνταν ανθρακικό λανθάνιο διατήρησαν την
απόκρισή τους, σε σύγκριση με το 23% στους οποίους χορηγούνταν εικονικό
φάρμακο.
Η μελέτη ενεργού ελέγχου έδειξε ότι τα επίπεδα φωσφορικών στον ορό
μειώθηκαν στα επιδιωκόμενα επίπεδα του 1,8 mmol/l στο τέλος της περιόδου
τιτλοδότησης διάρκειας 5 εβδομάδων, στο 51% της ομάδας του λανθανίου σε
σύγκριση με 57% της ομάδας του ανθρακικού ασβεστίου. Μετά από 25
εβδομάδες θεραπείας, το ποσοστό τυχαιοποιημένων ασθενών που παρουσίαζε
ελεγχόμενα επίπεδα φωσφορικών στον ορό ήταν παρόμοιο και στις δύο ομάδες,
29% στο ανθρακικό λανθάνιο και 30% στο ανθρακικό ασβέστιο
(χρησιμοποιώντας μια προσέγγιση απουσία=αποτυχία). Τα μέσα επίπεδα
φωσφορικών στον ορό μειώθηκαν κατά παρόμοιο ποσοστό και στις δύο ομάδες.
Περαιτέρω μελέτες μακροχρόνιας παράτασης έδειξαν διατήρηση της μείωσης
των φωσφορικών για ορισμένους ασθενείς μετά από συνεχή, τουλάχιστον
2 χρόνων, χορήγηση ανθρακικού λανθανίου.
Υπερασβεστιαιμία αναφέρθηκε σε 0,4% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με
Fosrenol, σε σύγκριση με 20,2% σε συγκριτικές μελέτες, με
φωσφοροδεσμευτικούς παράγοντες με βάση το ασβέστιο. Οι συγκεντρώσεις
παραθορμόνης (PTH) του ορού μπορεί να εμφανίζουν διακυμάνσεις ανάλογα με
την κατάσταση του ασβεστίου του ορού, των φωσφορικών και της βιταμίνης D
του ασθενή. Το Fosrenol δεν φάνηκε να έχει άμεσες επιδράσεις στις
συγκεντρώσεις PTH του ορού.
Από τα μέσα δεδομένα των μακροχρόνιων μελετών οστών παρατηρήθηκε με το
πέρασμα του χρόνου μια αυξητική τάση των συγκεντρώσεων λανθανίου στα
οστά του πληθυσμού ελέγχου, με τη μέση τιμή να τριπλασιάζεται μέσα σε 24
μήνες από τη βάση αναφοράς των 53 g/kg. Σε ασθενείς που ακολούθησαν αγωγή
με ανθρακικό λανθάνιο, η συγκέντρωση λανθανίου στα οστά αυξήθηκε κατά τη
διάρκεια των πρώτων 12 μηνών της αγωγής με ανθρακικό λανθάνιο έως τη
μέση τιμή των 1328 g/kg (εύρος 122-5513 g/kg). Οι μέσες συγκεντρώσεις και οι
συγκεντρώσεις εύρους στους 18 και τους 24 μήνες ήταν παρόμοιες με εκείνες
των 12 μηνών. Η μέση τιμή στους 54 μήνες ήταν 4246 g/kg (εύρος 1673-
9792 g/kg).