ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Fosrenol 500 mg μασώμενα δισκία.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε μασώμενο δισκίο περιέχει ένυδρο ανθρακικό λανθάνιο που αντιστοιχεί σε
500 mg λανθανίου.
Έκδοχο(α) με γνωστή δράση
Τα μασώμενα δισκία περιέχουν επίσης κατά μέσο όρο 1.066 mg δεξτράνες, που
περιέχουν γλυκόζη.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΉ ΜΟΡΦΉ
Μασώμενο δισκίο.
Λευκά, στρογγυλά, 18mm, επίπεδα δισκία με κωνικά άκρα που φέρουν εγχάραξη
S405/500 στη μια πλευρά.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Fosrenol ενδείκνυται σε ενήλικες ασθενείς ως φωσφοροδεσμευτικός
παράγοντας για χρήση στον έλεγχο της υπερφωσφαταιμίας σε ασθενείς με
χρόνια νεφρική ανεπάρκεια υπό αιμοκάθαρση ή συνεχή περιπατητική
περιτοναιοδιύλιση (CAPD). Το Fosrenol ενδείκνυται επίσης σε ενήλικες
ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο που δεν υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση με
επίπεδα φωσφορικών στον ορό ≥1,78 mmol/L στους οποίους μόνο διατροφή με
χαμηλό φώσφορο είναι ανεπαρκής για να ελεγχθούν τα επίπεδα φωσφορικών
στον ορό.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
To Fosrenol χορηγείται από του στόματος.
Τα δισκία πρέπει να μασώνται τελείως και να μην καταπίνονται ολόκληρα.
Προκειμένου να διευκολύνουν τη μάσηση, τα δισκία μπορούν να
θρυμματίζονται. Η πόσιμη κόνις Fosrenol μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς
με δυσκολία στη μάσηση των δισκίων (βλ. παράγραφο 4.4).
Ενήλικες, συμπεριλαμβανομένων και των ηλικιωμένων (>
65 ετών)
Το Fosrenol θα πρέπει να λαμβάνεται με ή αμέσως μετά το φαγητό, με την
ημερήσια δόση μοιρασμένη ανάμεσα στα γεύματα. Οι ασθενείς θα πρέπει να
συμμορφώνονται με τη συνιστώμενη δίαιτα ώστε να ελέγχουν την πρόσληψη
1
φωσφορικών αλάτων και υγρών. Το Fosrenol διατίθεται υπό μορφή μασώμενου
δισκίου έτσι ώστε να αποφεύγεται η λήψη επιπλέον υγρών. Τα επίπεδα
φωσφορικών στον ορό θα πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση του Fosrenol
να τιτλοποιείται κάθε 2-3 εβδομάδες έως ότου επιτευχθούν αποδεκτά επίπεδα
φωσφορικών, με τακτική μετέπειτα παρακολούθηση.
Έλεγχος του επιπέδου των φωσφορικών στον ορό έχει αποδειχτεί με δόσεις από
750 mg την ημέρα. Η μέγιστη δόση που μελετήθηκε σε κλινικές δοκιμές, σε
περιορισμένο αριθμό ασθενών, είναι 3750 mg. Οι ασθενείς που αποκρίνονται σε
θεραπεία με λανθάνιο, συνήθως επιτυγχάνουν αποδεκτά επίπεδα φωσφορικών
στον ορό λαμβάνοντας δόσεις 1500 – 3000 mg λανθανίου την ημέρα.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Fosrenol σε παιδιά και εφήβους
ηλικίας κάτω των 18 ετών δεν έχουν τεκμηριωθεί (βλ. παράγραφο 4.4 και 5.1).
Ηπατική δυσλειτουργία
Η επίδραση της ηπατικής δυσλειτουργίας στη φαρμακοκινητική του Fosrenol
δεν έχει αξιολογηθεί. Εξαιτίας του μηχανισμού δράσης του και της έλλειψης
μεταβολισμού στο ήπαρ, οι δόσεις σε περίπτωση ηπατικής δυσλειτουργίας δεν
θα πρέπει να τροποποιηθούν, αλλά οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται
προσεκτικά (βλ. παράγραφο 4.4 και 5.2).
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Υποφωσφαταιμία.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Απόθεση λανθανίου στους ιστούς παρατηρήθηκε με το Fosrenol σε μελέτες σε
ζώα. Σε 105 βιοψίες οστών από ασθενείς που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με
Fosrenol, μερικοί για διάστημα έως 4,5 χρόνια, παρατηρήθηκαν αυξανόμενα
επίπεδα λανθανίου με το πέρασμα του χρόνου (βλ. παράγραφο 5.1). Κλινικά
δεδομένα σχετικά με την απόθεση λανθανίου σε άλλους ανθρώπινους ιστούς
δεν είναι διαθέσιμα.
Η χρήση του Fosrenol σε κλινικές μελέτες πέραν των 2 ετών είναι επί του
παρόντος περιορισμένη. Ωστόσο, η θεραπεία ατόμων με το Fosrenol για έως
6 χρόνια δεν έχει καταδείξει αλλαγή στη σχέση οφέλους/κινδύνου.
Υπήρξαν περιπτώσεις απόφραξης του γαστρεντερικού σωλήνα, ειλεού, ατελούς
ειλεού και διάτρησης του γαστρεντερικού σωλήνα που αναφέρθηκαν σε σχέση
με το λανθάνιο, ορισμένες εκ των οποίων απαιτούσαν χειρουργική επέμβαση ή
εισαγωγή σε νοσοκομείο (βλ. παράγραφο 4.8).
Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή σε όλους τους ασθενείς με προδιάθεση για
απόφραξη του γαστρεντερικού σωλήνα, ειλεό, ατελή ειλεό και διάτρηση, για
παράδειγμα, αυτούς με αλλοιωμένη γαστρεντερική ανατομία (π.χ.
εκκολπωματίτιδα, περιτονίτιδα, ιστορικό χειρουργικής επέμβασης στον
γαστρεντερικό σωλήνα, καρκίνο του γαστρεντερικού και γαστρεντερικό έλκος),
διαταραχές υποκινητικότητας (π.χ. δυσκοιλιότητα, διαβητική γαστροπάρεση).
2
Ασθενείς με οξύ πεπτικό έλκος, ελκώδη κολίτιδα, νόσο του Crohn ή απόφραξη
εντέρου δεν συμπεριλήφθηκαν σε κλινικές μελέτες με το Fosrenol.
Τα δισκία Fosrenol πρέπει να μασώνται τελείως και να μην καταπίνονται
ολόκληρα για τη μείωση του κινδύνου σοβαρών ανεπιθύμητων επιπλοκών του
γαστρεντερικού σωλήνα
(βλ. παράγραφο 4.2)
.
Οι ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια μπορεί να αναπτύξουν υπασβεστιαιμία. Το
Fosrenol δεν περιέχει ασβέστιο. Τα επίπεδα του ασβεστίου στον ορό θα πρέπει
επομένως να παρακολουθούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε αυτή την
ομάδα ασθενών και να χορηγούνται κατάλληλα συμπληρώματα.
Το λανθάνιο δεν μεταβολίζεται από τα ένζυμα του ήπατος, αλλά πολύ πιθανόν
να εκκρίνεται στη χολή. Συνθήκες που οδηγούν σε σαφή μείωση στη ροή της
χολής μπορεί να σχετίζονται με σταδιακά αργότερη απομάκρυνση του
λανθανίου, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα πλάσματος και
αυξημένη απόθεση λανθανίου στους ιστούς (βλ. παράγραφο 5.2 και 5.3). Καθώς
το ήπαρ είναι το βασικό όργανο απέκκρισης του απορροφούμενου λανθανίου, η
παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας συνιστάται.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Fosrenol δεν έχουν τεκμηριωθεί σε
παιδιά και εφήβους. Δεν συνιστάται η χρήση σε παιδιά και εφήβους (βλ.
παράγραφο 4.2).
Η χρήση του Fosrenol θα πρέπει να διακοπεί αν αναπτυχθεί υποφωσφαταιμία.
Οι ακτινογραφίες της κοιλιακής χώρας των ασθενών που λαμβάνουν ανθρακικό
λανθάνιο μπορεί να έχουν ακτινοσκιερή εμφάνιση, χαρακτηριστική ενός
σκιαγραφικού μέσου.
Οι ασθενείς με σπάνια κακή απορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης δεν πρέπει να
πάρουν αυτό το φάρμακο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Το ένυδρο ανθρακικό λανθάνιο μπορεί να αυξήσει το γαστρικό pH. Συνιστάται
ουσίες που είναι γνωστό ότι αλληλεπιδρούν με αντιόξινα να μην λαμβάνονται
εντός 2 ωρών από τη χορήγηση Fosrenol (π.χ. χλωροκίνη, υδροξυχλωροκίνη και
κετοκοναζόλη).
Σε υγιείς εθελοντές η απορρόφηση και η φαρμακοκινητική του λανθανίου δεν
επηρεάστηκαν από τη συγχορήγηση κιτρικών αλάτων.
Τα επίπεδα των λιποδιαλυτών βιταμινών A, D, E και K στον ορό δεν
επηρεάστηκαν από τη χορήγηση Fosrenol κατά τις κλινικές μελέτες.
Μελέτες σε εθελοντές έδειξαν ότι η συγχορήγηση Fosrenol με διγοξίνη,
βαρφαρίνη ή μετοπρολόλη δεν επιφέρει κλινικά σχετικές αλλαγές στα
φαρμακοκινητικά προφίλ αυτών των φαρμάκων.
Σε προσομοίωση γαστρικού υγρού, το ένυδρο ανθρακικό λανθάνιο δεν
σχημάτισε δυσδιάλυτα συμπλέγματα με τη βαρφαρίνη, τη διγοξίνη, τη
3
φουροσεμίδη, τη φαινυτοΐνη, τη μετοπρολόλη ή την εναλαπρίλη,
υποδεικνύοντας περιορισμένη πιθανότητα επίδρασης στην απορρόφηση αυτών
των φαρμάκων.
Ωστόσο, αλληλεπιδράσεις με φάρμακα όπως η τετρακυκλίνη και η δοξυκυκλίνη
είναι θεωρητικά πιθανές και αν αυτές οι ενώσεις πρόκειται να συγχορηγηθούν,
συνιστάται να μην λαμβάνονται εντός 2 ωρών από τη χορήγηση Fosrenol.
Η βιοδιαθεσιμότητα της από του στόματος σιπροφλοξασίνης μειώθηκε κατά
περίπου 50% όταν χορηγήθηκε με Fosrenol σε μια μελέτη εφάπαξ δόσης σε
υγιείς εθελοντές. Συνιστάται τα από του στόματος σκευάσματα φλοξασίνης να
λαμβάνονται τουλάχιστον 2 ώρες πριν ή 4 ώρες μετά το Fosrenol.
Οι δεσμευτές φωσφορικών (περιλαμβανομένου του Fosrenol) έχει φανεί ότι
μειώνουν την απορρόφηση της λεβοθυροξίνης. Κατά συνέπεια, η θεραπεία
υποκατάστασης θυρεοειδικών ορμονών δεν θα πρέπει να λαμβάνεται εντός
2 ωρών από τη χορήγηση του Fosrenol και συνιστάται στενότερη
παρακολούθηση των επιπέδων TSH σε ασθενείς που λαμβάνουν και τα δύο
φαρμακευτικά προϊόντα.
Το ένυδρο ανθρακικό λανθάνιο δεν αποτελεί υπόστρωμα για το κυτόχρωμα Ρ450
και δεν αναστέλλει ουσιαστικά τις δραστηριότητες των βασικών ισοενζύμων
του ανθρώπινου κυτοχρώματος Ρ450, CYP1A2, CYP2D6, CYP3A4, CYP2C9 ή CYP2C19
in vitro.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα από τη χρήση του Fosrenol στις έγκυες γυναίκες.
Μια μελέτη σε επίμυες έδειξε αναπαραγωγική εμβρυοτοξικότητα (καθυστέρηση
στο άνοιγμα των ματιών και τη σεξουαλική ωρίμανση) και μειωμένο βάρος στα
νεογνά σε μεγάλες δόσεις (βλ. ενότητα 5.3). Ο ενδεχόμενος κίνδυνος για τον
άνθρωπο είναι άγνωστος. Το Fosrenol δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Θηλασμός
Δεν είναι γνωστό εάν το λανθάνιο απεκκρίνεται στο ανθρώπινο μητρικό γάλα.
Η απέκκριση του λανθανίου στο γάλα δεν έχει μελετηθεί στα ζώα. Μεγάλη
προσοχή χρειάζεται για την απόφαση αν θα συνεχιστεί ή θα διακοπεί ο
θηλασμός ή αν θα συνεχιστεί ή θα διακοπεί η θεραπεία με Fosrenol,
συνυπολογίζοντας το πιθανό όφελος του θηλασμού για το παιδί και το πιθανό
όφελος της θεραπείας με Fosrenol για τη μητέρα.
Γονιμότητα
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για το ανθρακικό λανθάνιο στον άνθρωπο.
Σε τοξικολογικές μελέτες σε αρουραίους, το ανθρακικό λανθάνιο δεν είχε
ανεπιθύμητες ενέργειες στη γονιμότητα.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Το Fosrenol μπορεί να προκαλέσει ζαλάδα και ίλιγγο, γεγονός που μπορεί να
επηρεάσει την ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
4
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου, εκτός της
κεφαλαλγίας και των αλλεργικών δερματικών αντιδράσεων, είναι
γαστρεντερικής φύσης και ελαχιστοποιήθηκαν λαμβάνοντας το Fosrenol με το
φαγητό και γενικά περιορίστηκαν με τον καιρό με τη συνέχιση της θεραπείας
(βλ. ενότητα 4.2).
Η ακόλουθη συνθήκη χρησιμοποιήθηκε για τη συχνότητα των ανεπιθύμητων
ενεργειών του φαρμάκου: Πολύ συχνές (≥1/10), Συχνές (≥1/100 έως <1/10),
Όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100), Σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000), Πολύ
σπάνιες (<1/10.000), Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα
διαθέσιμα δεδομένα).
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
Όχι συχνές Γαστρεντερίτιδα, λαρυγγίτιδα
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και του
λεμφικού συστήματος
Όχι συχνές Ηωσινοφιλία
Διαταραχές του ενδοκρινικού
συστήματος
Όχι συχνές Υπερπαραθυρεοειδισμός
Διαταραχές του
μεταβολισμού και της θρέψης
Συχνές Υπασβεστιαιμία
Όχι συχνές Υπερασβεστιαιμία, υπεργλυκαιμία,
υπερφωσφαταιμία, υποφωσφαταιμία,
ανορεξία, αυξημένη όρεξη
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Πολύ συχνές Κεφαλαλγία
Όχι συχνές Ζάλη, μεταβολή της γεύσης
Διαταραχές του ωτός και του
λαβυρίνθου
Όχι συχνές Ίλιγγος
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
Πολύ συχνές Κοιλιακό άλγος, διάρροια, ναυτία, έμετος
Συχνές Δυσκοιλιότητα, δυσπεψία, μετεωρισμός
Όχι συχνές Ειλεός, ατελής ειλεός, εντερική
απόφραξη, σύνδρομο ευερέθιστου
εντέρου, οισοφαγίτιδα, στοματίτιδα,
χαλαρά κόπρανα, δυσπεψία,
γαστρεντερικές διαταραχές (μη αλλιώς
καθοριζόμενες), ξηροστομία, διαταραχή
οδόντος, ερυγές
Σπάνιες Εντερική διάτρηση
Διαταραχές του δέρματος και
του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές Αλωπεκία, αυξημένη εφίδρωση
Διαταραχές του
5
μυοσκελετικού συστήματος
και του συνδετικού ιστού
Όχι συχνές Αρθραλγία, μυαλγία, οστεοπόρωση
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Όχι συχνές Εξασθένιση, θωρακικό άλγος, κόπωση,
αίσθημα κακουχίας, περιφερικό οίδημα,
άλγος, δίψα
Παρακλινικές εξετάσεις
Όχι συχνές Αργίλιο αίματος αυξημένο, αυξημένη γGT,
αυξημένες ηπατικές τρανσαμινάσες,
αυξημένη αλκαλική φωσφατάση, μείωση
βάρους.
Εμπειρία μετά την κυκλοφορία του προϊόντος
Κατά τη χρήση του Fosrenol μετά την έγκρισή του, περιπτώσεις αλλεργικών
αντιδράσεων του δέρματος (συμπεριλαμβανομένων δερματικών εξανθημάτων,
κνίδωσης και κνησμού) έχουν αναφερθεί γεγονός που δείχνει μια στενή
χρονική σχέση με τη θεραπεία με ανθρακικό λανθάνιο. Σε κλινικές δοκιμές,
παρατηρήθηκαν αλλεργικές δερματικές αντιδράσεις τόσο στην ομάδα του
Fosrenol όσο και στην ομάδα εικονικού φαρμάκου/συγκριτικού παράγοντα με
συχνότητα εμφάνισης πολύ συχνές (≥1/10).
Παρόλο που αναφέρθηκαν κάποιες επιπλέον μεμονωμένες ανεπιθύμητες
ενέργειες, καμιά από αυτές δεν θεωρήθηκε μη αναμενόμενη σε αυτή την ομάδα
ασθενών.
Παρατηρήθηκαν παροδικές αλλαγές στο διάστημα QT, αλλά δεν σχετίζονταν με
αύξηση καρδιακών ανεπιθύμητων ενεργειών.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού
συστήματος αναφοράς:
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες
Υπουργείο Υγείας
CY-1475 Λευκωσία
Φαξ: + 357 22608649
Ιστότοπος: www . moh . gov . cy / phs
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν έχει αναφερθεί καμία περίπτωση υπερδοσολογίας. Η υψηλότερη ημερήσια
δόση λανθανίου που χορηγήθηκε σε υγιείς εθελοντές κατά τη διάρκεια μελετών
Φάσης Ι ήταν 4718 mg που χορηγήθηκαν για 3 ημέρες. Οι ανεπιθύμητες
ενέργειες που παρατηρήθηκαν ήταν ήπιες ως μέτριες και περιελάμβαναν ναυτία
και κεφαλαλγία.
6
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Φάρμακα για τη θεραπεία της υπερκαλιαιμίας
και της υπερφωσφαταιμίας. Κωδικός ATC: V03A E03.
Το Fosrenol περιέχει ένυδρο ανθρακικό λανθάνιο. Η δράση του ένυδρου
ανθρακικού λανθανίου ως φωσφοροδεσμευτικού παράγοντα βασίζεται στην
υψηλή χημική συγγένεια των ιόντων λανθανίου, που απελευθερώνονται από το
ανθρακικό άλας στο όξινο περιβάλλον του στομάχου, με το φωσφόρο της
διατροφής. Σχηματίζεται αδιάλυτο φωσφορικό λανθάνιο, γεγονός που οδηγεί σε
μείωση της απορρόφησης φωσφορικών από τo γαστρεντερικó σωλήνα.
Ένα σύνολο 1130 ασθενών με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια υπό θεραπεία
συντηρητικής αιμοκάθαρσης ή συνεχή περιπατητική περιτοναιοδιύλιση
μελετήθηκαν σε δύο μελέτες φάσης ΙΙ και σε δύο μελέτες φάσης ΙΙΙ. Τρεις
μελέτες ήταν ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο (η μία με σχεδιασμό σταθερής
δόσης και οι άλλες δύο με σχεδιασμό τιτλοποίησης της δόσης) και μία
περιελάμβανε ανθρακικό ασβέστιο ως δραστική ουσία σύγκρισης. Κατά τη
διάρκεια αυτών των μελετών, 1016 ασθενείς έλαβαν ανθρακικό λανθάνιο, 267
έλαβαν ανθρακικό ασβέστιο και 176 έλαβαν εικονικό φάρμακο.
Δύο ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο, τυχαιοποιημένες μελέτες
συμπεριέλαβαν τους ασθενείς σε αιμοκάθαρση μετά από έκπλυση των
προηγούμενων φωσφοροδεσμευτικών παραγόντων. Μετά την τιτλοδότηση του
ανθρακικού λανθανίου για την επίτευξη επιπέδου φωσφορικών στον ορό μεταξύ
1,3 και 1,8 mmol/L σε μια μελέτη (δόσεις έως 2250 mg/ημέρα), ή ≤1,8 mmol/L
σε μια δεύτερη μελέτη (δόσεις έως 3000 mg/ημέρα), οι ασθενείς
τυχαιοποιήθηκαν σε ανθρακικό λανθάνιο ή εικονικό φάρμακο ως θεραπεία
συντήρησης. Μετά την τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο φάση
4 εβδομάδων, η συγκέντρωση φωσφορικών στον ορό αυξήθηκε μεταξύ 0,5 και
0,6 mmol/L στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου, και στις δύο μελέτες, σε
σχέση με τους ασθενείς που παρέμειναν στη θεραπεία με ανθρακικό λανθάνιο.
Το 61% των ασθενών στους οποίους χορηγούνταν ανθρακικό λανθάνιο
διατήρησαν την απόκρισή τους, σε σύγκριση με το 23% στους οποίους
χορηγούνταν εικονικό φάρμακο.
Η μελέτη ενεργού ελέγχου έδειξε ότι τα επίπεδα φωσφορικών στον ορό
μειώθηκαν στα επιδιωκόμενα επίπεδα του 1,8 mmol/l στο τέλος της περιόδου
τιτλοδότησης διάρκειας 5 εβδομάδων, στο 51% της ομάδας του λανθανίου σε
σύγκριση με 57% της ομάδας του ανθρακικού ασβεστίου. Μετά από 25
εβδομάδες θεραπείας, το ποσοστό τυχαιοποιημένων ασθενών που παρουσίαζε
ελεγχόμενα επίπεδα φωσφορικών στον ορό ήταν παρόμοιο και στις δύο ομάδες,
29% στο ανθρακικό λανθάνιο και 30% στο ανθρακικό ασβέστιο
(χρησιμοποιώντας μια προσέγγιση απουσία=αποτυχία). Τα μέσα επίπεδα
φωσφορικών στον ορό μειώθηκαν κατά παρόμοιο ποσοστό και στις δύο ομάδες.
Περαιτέρω μελέτες μακροχρόνιας παράτασης έδειξαν διατήρηση της μείωσης
των φωσφορικών για ορισμένους ασθενείς μετά από συνεχή, τουλάχιστον 2
χρόνων, χορήγηση ανθρακικού λανθανίου.
7
Υπερασβεστιαιμία αναφέρθηκε σε 0,4% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με
Fosrenol, σε σύγκριση με 20,2% σε συγκριτικές μελέτες, με
φωσφοροδεσμευτικούς παράγοντες με βάση το ασβέστιο. Οι συγκεντρώσεις
παραθορμόνης (PTH) του ορού μπορεί να εμφανίζουν διακυμάνσεις ανάλογα με
την κατάσταση του ασβεστίου του ορού, των φωσφορικών και της βιταμίνης D
του ασθενή. Το Fosrenol δεν φάνηκε να έχει άμεσες επιδράσεις στις
συγκεντρώσεις PTH του ορού.
Από τα μέσα δεδομένα των μακροχρόνιων μελετών οστών παρατηρήθηκε με το
πέρασμα του χρόνου μια αυξητική τάση των συγκεντρώσεων λανθανίου στα
οστά του πληθυσμού ελέγχου, με τη μέση τιμή να τριπλασιάζεται μέσα σε 24
μήνες από τη βάση αναφοράς των 53 g/kg. Σε ασθενείς που ακολούθησαν
αγωγή με ανθρακικό λανθάνιο, η συγκέντρωση λανθανίου στα οστά αυξήθηκε
κατά τη διάρκεια των πρώτων 12 μηνών της αγωγής με ανθρακικό λανθάνιο
έως τη μέση τιμή των 1328 g/kg (εύρος 122-5513 g/kg). Οι μέσες
συγκεντρώσεις και οι συγκεντρώσεις εύρους στους 18 και τους 24 μήνες ήταν
παρόμοιες με εκείνες των 12 μηνών. Η μέση τιμή στους 54 μήνες ήταν
4246 g/kg (εύρος 1673-9792 g/kg).
Ζεύγη βιοψιών οστών (στη βάση αναφοράς και σε ένα ή δύο έτη) σε ασθενείς
που τυχαιοποιήθηκαν είτε με Fosrenol είτε με ανθρακικό ασβέστιο σε μια μελέτη
και ασθενείς που τυχαιοποιήθηκαν είτε με Fosrenol είτε με εναλλακτική
θεραπεία σε δεύτερη μελέτη, δεν παρουσίασαν διαφορές στην ανάπτυξη
ελαττωμάτων μεταλλοποίησης μεταξύ των ομάδων.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων έχει δώσει αναβολή από την υποχρέωση
υποβολής των αποτελεσμάτων των μελετών με το Fosrenol σε μία ή
περισσότερες υποκατηγορίες του παιδιατρικού πληθυσμού στη θεραπεία
υπερφωσφαταιμίας. Β 4.2 μ λέπε παράγραφο για πληροφορίες σχετικά ε την
παιδιατρική χρήση.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Καθώς η σύνδεση μεταξύ του λανθανίου και του φωσφόρου της διατροφής
πραγματοποιείται στον αυλό του στομάχου και στο άνω λεπτό έντερο, η
θεραπευτική αποτελεσματικότητα του Fosrenol δεν εξαρτάται από τα επίπεδα
του λανθανίου στο πλάσμα.
Το λανθάνιο βρίσκεται στο περιβάλλον. Μέτρηση των παλιών επιπέδων σε
ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, που δεν έλαβαν θεραπεία με ένυδρο
ανθρακικό λανθάνιο, κατά τη διάρκεια κλινικών δοκιμών Φάσης ΙΙΙ,
αποκάλυψε συγκεντρώσεις <0,05 ως 0,90 ng/mL στο πλάσμα και <0,006 ως
1,0 g/g στα δείγματα της βιοψίας οστών.
Απορρόφηση
Το ένυδρο ανθρακικό λανθάνιο έχει χαμηλή διαλυτότητα στο νερό (<0,01 mg/mL
σε pH 7,5) και απορροφάται ελάχιστα μετά από χορήγηση από του στόματος. Η
απόλυτη από του στόματος βιοδιαθεσιμότητα υπολογίζεται ότι είναι <0,002%
στους ανθρώπους.
Σε υγιείς εθελοντές, οι AUC και C
max
του πλάσματος αυξήθηκαν ως συνάρτηση
της δόσης, αλλά με λιγότερο ανάλογο τρόπο, μετά από εφάπαξ από του
8
στόματος δόσεις 250 ως 1000 mg λανθανίου, γεγονός που βρίσκεται σε
συμφωνία με την περιορισμένη, λόγω διαλυτοποίησης, απορρόφηση. Ο σχετικός
χρόνος ημιζωής της αποβολής από το πλάσμα σε υγιείς εθελοντές ήταν 36
ώρες.
Σε ασθενείς υπό αιμοκάθαρση στους οποίους χορηγήθηκε για 10 ημέρες δόση
1000 mg λανθανίου 3 φορές ημερησίως, η μέση ( sd) ανώτερη συγκέντρωση
πλάσματος ήταν 1,06 (1,04) ng/mL, και η μέση AUC
last
ήταν 31,1 ( 40,5) ng.h/mL.
Τακτική παρακολούθηση του επιπέδου αίματος σε 1707 ασθενείς υπό
αιμοκάθαρση που έλαβαν ένυδρο ανθρακικό λανθάνιο για διάστημα ως 2
χρόνων δεν έδειξε καμία αύξηση στις συγκεντρώσεις λανθανίου στο πλάσμα
κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Κατανομή
Το λανθάνιο δεν συσσωρεύεται στο πλάσμα σε ασθενείς ή σε ζώα μετά από
επαναλαμβανόμενη από του στόματος χορήγηση ένυδρου ανθρακικού
λανθανίου. Το μικρό ποσοστό του από του στόματος χορηγούμενου λανθανίου
που απορροφάται, συνδέεται εκτεταμένα με τις πρωτεΐνες του πλάσματος
(>99,7%) και σε μελέτες με ζώα, κατανεμήθηκε ευρέως σε συστηματικούς
ιστούς, στα κυρίως οστά, το ήπαρ και το γαστρεντερικό σωλήνα,
περιλαμβανομένων και των μεσεντερίων λεμφαδένων. Σε μακροχρόνιες μελέτες
σε ζώα, οι συγκεντρώσεις λανθανίου σε αρκετούς ιστούς,
συμπεριλαμβανομένων του γαστρεντερικού σωλήνα, των οστών και του
ήπατος, αυξήθηκαν με το χρόνο σε επίπεδα αρκετών τάξεων μεγέθους πάνω από
εκείνες στο πλάσμα. Μια σχετική σταθεροποιημένη κατάσταση του επιπέδου
του λανθανίου επιτεύχθηκε σε ορισμένους ιστούς, π.χ. στο ήπαρ, ενώ τα
επίπεδα στο γαστρεντερικό σωλήνα αυξήθηκαν με τη διάρκεια της θεραπείας.
Οι αλλαγές στα επίπεδα λανθανίου στους ιστούς μετά τη διακοπή της
θεραπείας ποίκιλαν μεταξύ των ιστών. Ένα σχετικά υψηλό ποσοστό λανθανίου
παρέμεινε στους ιστούς για περισσότερο από 6 μήνες μετά τη διακοπή της
χορήγησης (μέσο ποσοστό % που παρέμεινε στα οστά 100% (επίμυες) και
87% (σκύλοι), και στο ήπαρ 6% (επίμυες) και 82% (σκύλοι). Καμία
ανεπιθύμητη ενέργεια δεν σχετίζεται με τη συγκέντρωση λανθανίου στους
ιστούς, που παρατηρήθηκε σε μακροχρόνιες μελέτες σε ζώα με υψηλές από του
στόματος χορηγούμενες δόσεις ανθρακικού λανθανίου (βλ. 5.3) (Βλ.
παράγραφο 5.1 για πληροφορίες σχετικά με αλλαγές στις συγκεντρώσεις
λανθανίου σε βιοψίες οστών που ελήφθησαν από ασθενείς υπό αιμοκάθαρση
μετά από ένα χρόνο θεραπείας με λανθάνιο, συγκριτικά με θεραπεία με
φωσφοροδεσμευτικούς παράγοντες που περιέχουν ασβέστιο).
Βιομετασχηματισμός
Το λανθάνιο δεν μεταβολίζεται.
Μελέτες σε ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια με ηπατική δυσλειτουργία
δεν έχουν πραγματοποιηθεί. Σε ασθενείς με συνυπάρχουσες ηπατικές
διαταραχές κατά την ένταξή τους σε κλινικές μελέτες Φάσης ΙΙΙ, δεν υπήρξε
κανένα στοιχείο αυξημένης έκθεσης του πλάσματος σε λανθάνιο ή επιδείνωση
της ηπατικής λειτουργίας μετά τη θεραπεία με Fosrenol για περιόδους μέχρι και
2 χρόνια.
Αποβολή
Το λανθάνιο απεκκρίνεται κυρίως με τα κόπρανα, με μόνο γύρω στο 0,000031%
μιας από του στόματος λαμβανόμενης δόσης να απεκκρίνεται μέσω των ούρων
9
σε υγιείς εθελοντές (νεφρική κάθαρση περίπου 1mL/λεπτό, που αντιπροσωπεύει
το <2% της συνολικής κάθαρσης πλάσματος).
Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση σε ζώα, το λανθάνιο απεκκρίνεται κυρίως με
τα κόπρανα (74% της δόσης), τόσο μέσω της χολής όσο και άμεσα διαμέσου του
εντερικού τοιχώματος. Η νεφρική απέκκριση ήταν μικρότερης σημασίας.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο
με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας
επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονιμότητας ή γονοτοξικότητας.
Το ένυδρο ανθρακικό λανθάνιο μείωσε τη γαστρική οξύτητα σε επίμυες σε μια
μελέτη φαρμακολογικής ασφάλειας.
Σε επίμυες στους οποίους χορηγήθηκαν υψηλές δόσεις ένυδρου ανθρακικού
λανθανίου από την 6 ημέρα της κύησης έως την 20 ημέρα της λοχείας δεν
υπήρξαν επιδράσεις στη μητέρα, αλλά παρατηρήθηκε μειωμένο βάρος στα
νεογνά και καθυστερήσεις σε ορισμένους δείκτες ανάπτυξης (άνοιγμα ματιών
και κόλπου). Σε κονίκλους στους οποίους χορηγήθηκαν υψηλές ημερήσιες
δόσεις ένυδρου ανθρακικού λανθανίου κατά τη διάρκεια της κύησης,
παρατηρήθηκε μητρική τοξικότητα με μειωμένη πρόσληψη φαγητού από τη
μητέρα και αύξηση σωματικού βάρους, μείωση των εμφυτεύσεων και αύξηση
των απωλειών μετά την εμφύτευση και μειωμένο βάρος νεογνών.
Το ένυδρο ανθρακικό λανθάνιο δεν ήταν καρκινογόνο σε ποντίκια ή επίμυες.
Στα ποντίκια, παρατηρήθηκε μια αύξηση στα γαστρικά αδενώματα στην ομάδα
υψηλής δόσης (1500 mg/kg/ημέρα). Η νεοπλασματική αντίδραση των ποντικών
θεωρείται ότι σχετίζεται με μια παρόξυνση των αυτόματων παθολογικών
στομαχικών αλλαγών και είναι μικρής κλινικής σημασίας.
Μελέτες σε ζώα έδειξαν απόθεση λανθανίου σε ιστούς, κυρίως στο
γαστρεντερικό σωλήνα, στους μεσεντέριους λεμφαδένες, στο ήπαρ και στα
οστά (βλ. παράγραφο 5.2). Ωστόσο, ισόβιες μελέτες σε υγιή ζώα δεν
υποδεικνύουν κίνδυνο για τον άνθρωπο από τη χρήση του Fosrenol. Ειδικές
μελέτες ανοσοτοξικότητας δεν έχουν πραγματοποιηθεί.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Δεξτράνες (ένυδρες)
Κολλοειδές άνυδρο οξείδιο του πυριτίου
Στεατικό μαγνήσιο
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται
.
6.3 Διάρκεια ζωής
10
3
χρόνια.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν αυτό.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Λευκά κυλινδρικά φιαλίδια από πολυαιθυλένιο υψηλής πυκνότητας (HDPE) με
σπείρωμα από ρεγιόν και βιδωτό πώμα ασφαλείας για παιδιά από
πολυπροπυλένιο.
Μεγέθη συσκευασίας
20, 45 δισκία. Πολυσυσκευασία που περιέχει 90 (2 συσκευασίες των 45)
μασώμενα δισκία
Μπορεί να μη κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Shire Pharmaceutical Contracts Ltd
Hampshire International Business Park
Chineham
Basingstoke
Hampshire, RG24 8EP
μ Ηνω ένο Βασίλειο
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
52739 / 19-7-2011
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: 30 Δεκεμβρίου 2005
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης: 19 Μαρτίου 2014
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
{ΜΜ/ΕΕΕΕ}
11