Στις κλινικές μελέτες οι ασθενείς είχαν γνωστό ή ύποπτο
καρκίνο της κύστης από κυστεοσκόπηση ή θετική
κυτταρολογική των ούρων.
Σε μελέτες σε ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο για CIS
(Carcinoma In Situ), σημαντικά περισσότερες CIS και
θηλωματώδεις αλλοιώσεις ανακαλύφθηκαν μετά την
κυστεοσκόπηση με μπλε φως σε σύγκριση με τον συνήθη
λευκό φως. Το ποσοστό ανακάλυψης για CIS με
κυστεοσκόπηση λευκού φωτός ήταν 49.5% ενώ στην
κυστεοσκόπηση με το μπλε φως 95.0% και το ποσοστό
ανακάλυψης για θηλωματώδεις αλλοιώσεις κυμαίνεται
μεταξύ 85.4% και 94.3% για το λευκό φως και μεταξύ 90.6%
και 100 % για την κυστεοσκόπηση με το μπλε φως.
Μια από τις παραπάνω μελέτες σχεδιάστηκε για να
ερευνήσει την επίδραση της διαχείρισης του ασθενούς
σύμφωνα με τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής
Εταιρίας στην θεραπεία του επιφανειακού καρκίνου της
κύστης. Στο 17% των ασθενών, τα ευρήματα μετά την
κυστεοσκόπηση με μπλε φθορισμό οδήγησαν σε πιο πλήρη
θεραπεία και στο 5.5% των ασθενών σε λιγότερο πλήρη
θεραπεία με την χρήση μόνο του μπλε φθορισμού στην
κυστεοσκόπηση. Αιτία για πιο πλήρη θεραπεία αποτέλεσε η
βελτιωμένη την ανίχνευση του όγκου σε σύγκριση με την
κλασική κυστεοσκόπηση και συμπεριελάμβανε περισσότερες
pTa αλλοιώσεις (20% των ασθενών), περισσότερες CIS
αλλοιώσεις (14%), και περσότερες pT1 αλλοιώσεις (11% ) οι
οποίες ανιχνεύθηκαν μόνον στην κυστεοσκόπηση με Hexvix.
Μία τυχαιοποιημένη συγκριτική μελέτη ως προς το λευκό
φως διεξήχθη σε ασθενείς με θηλώδεις όγκους και αυξημένο
κίνδυνο υποτροπής. Μία σύγκριση μεταξύ των ασθενών
έδειξε ότι το 16,4% (47/286) των ασθενών με αλλοιώσεις
pTa/pT1 είχαν επιπρόσθετες τέτοιες αλλοιώσεις οι οποίες
ανιχνεύθηκαν μόνο με κυστεοσκόπηση μπλε φωτός με
Hexvix. Οι ασθενείς με αλλοιώσεις pTa/pT1
παρακολουθήθηκαν για 9 μήνες μετά την κυστεοσκόπηση και
το ποσοστό των ασθενών με υποτροπή ήταν χαμηλότερο στην
ομάδα Hexvix (47%, 128/271) από ό,τι στην ομάδα
κυστεοσκόπησης μόνο λευκού φωτός (56,1%, 157/280) στον
πληθυσμό ΙΤΤ, όπου όλοι οι ασθενείς με ελλιπή στοιχεία
θεωρήθηκε ότι είχαν υποτροπή.
Ο αριθμός των ασθενών με ελλιπή στοιχεία στη μελέτη ήταν
πολύ υψηλός (56/128 και 59/157, στις ομάδες Hexvix και
ελέγχου αντιστοίχως) ώστε η διαφορά να θεωρηθεί
στατιστικώς σημαντική (p = 0,03 - 0,06 ανάλογα με τους
τρόπους χειρισμού των ελλιπών στοιχείων).