ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1.1 ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Ciprofloxacin/Generics 750 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
1.2 ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 750 mg σιπροφλοξασίνης (ως υδροχλωρικό μονοϋδρικό άλας).
Έκδοχο με γνωστές δράσεις:
Η επικάλυψη λεπτού υμενίου περιέχει πολυδεξτρόζη (γλυκόζη και σορβιτόλη).
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
1.3 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο
Λευκoύ χρώματος, αμφίκυρτα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία, σε σχήμα καψακίου, τα οποία
φέρουν στη μία όψη τους τα διακριτικά «CF», «750» εκατέρωθεν μιας διαχωριστικής γραμμής και
το διακριτικό «G» στην άλλη όψη τους. Η διαχωριστική γραμμή χρησιμεύει μόνο για να
διευκολύνει τη θραύση για διευκόλυνση της κατάποσης και όχι για το διαχωρισμό σε ίσες δόσεις.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Τα Ciprofloxacin/Generics 750 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία ενδείκνυνται για τη
θεραπεία των ακόλουθων λοιμώξεων (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.1). Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει
να δίνεται στις διαθέσιμες πληροφορίες αντοχής στη σιπροφλοξασίνη πριν την έναρξη της
θεραπείας.
Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες οδηγίες σχετικά με την κατάλληλη χρήση των
αντιβακτηριακών παραγόντων.
Ενήλικες
Λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού λόγω Gram αρνητικών βακτηρίων
- εξάρσεις χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας,
- βρογχοπνευμονικές λοιμώξεις στην κυστική ίνωση ή στη βρογχεκτασία
- πνευμονία
Χρόνια πυώδης μέση ωτίτιδα
Οξεία έξαρση χρόνιας παραρρινοκολπίτιδας, ειδικά εάν προκαλείται από Gram αρνητικά
βακτήρια
Λοιμώξεις των ουροφόρων οδών
Γονοκοκκική ουρηθρίτιδα και τραχηλίτιδα
Επιδιδυμοορχίτιδα συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων λόγω της Neisseria gonorrhoeae
Φλεγμονώδης νόσος της πυέλου συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων λόγω της Neisseria
gonorrhoeae
2
Στις παραπάνω λοιμώξεις της γεννητικής οδού όταν υπάρχει η υποψία ή είναι γνωστό ότι
οφείλονται στη Neisseria gonorrhoeae, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να λαμβάνονται πληροφορίες για
τον τοπικό επιπολασμό της αντοχής στη σιπροφλοξασίνη και να εξακριβώνεται η ευαισθησία
βασιζόμενη σε εργαστηριακούς ελέγχους.
Λοιμώξεις του γαστρεντερικού (π.χ. διάρροια των ταξιδιωτών)
Ενδοκοιλιακές λοιμώξεις
Λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών μορίων προκαλούμενων από Gram αρνητικά
βακτήρια
Κακοήθης εξωτερική ωτίτιδα
Λοιμώξεις των οστών και των αρθρώσεων
Θεραπεία λοιμώξεων σε ουδετεροπενικούς ασθενείς
Προφύλαξη από λοιμώξεις σε ουδετεροπενικούς ασθενείς
Προφύλαξη από διηθητικές λοιμώξεις λόγω Neisseria meningitidis
Πνευμονικός άνθραξ (προφύλαξη μετά από έκθεση και θεραπευτική
αγωγή)
Παιδιατρικός πληθυσμός
Βρογχοπνευμονικές λοιμώξεις στην κυστική ίνωση προκαλούμενες από Pseudomonas
aeruginosa
Επιπλεγμένες λοιμώξεις των ουροφόρων οδών και πυελονεφρίτιδα
Άνθρακας από εισπνοή (προφύλαξη μετά από έκθεση και θεραπευτική αγωγή)
Η σιπροφλοξασίνη μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων σε
παιδιά και εφήβους όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο.
Η θεραπεία πρέπει να ξεκινά μόνο από ιατρούς οι οποίοι είναι έμπειροι στην αντιμετώπιση της
κυστικής ίνωσης και/ή στις σοβαρές λοιμώξεις σε παιδιά και εφήβους (βλ. παραγράφους 4.4 και
5.1).
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η δοσολογία καθορίζεται από την ένδειξη, τη σοβαρότητα και το σημείο της λοίμωξης, την
ευαισθησία στη σιπροφλοξασίνη του/των οργανισμού/ών που προκαλούν τη λοίμωξη, τη νεφρική
λειτουργία του ασθενούς και το σωματικό βάρος στα παιδιά και στους εφήβους.
Η διάρκεια της θεραπείας εξαρτάται από τη σοβαρότητα της νόσου και την κλινική και
βακτηριολογική πορεία.
Η θεραπεία των λοιμώξεων λόγω συγκεκριμένων βακτηρίων (π.χ. Pseudomonas aeruginosa,
Acinetobacter, ή Staphylococci) μπορεί να απαιτεί υψηλότερες δόσεις σιπροφλοξασίνης και
συγχορήγηση με άλλους κατάλληλους αντιβακτηριακούς παράγοντες.
Η θεραπεία κάποιων λοιμώξεων (π.χ. φλεγμονώδης νόσος της πυέλου, ενδοκοιλιακές λοιμώξεις,
λοιμώξεις σε ουδετεροπενικούς ασθενείς και λοιμώξεις των οστών και των αρθρώσεων) μπορεί να
χρειάζεται συγχορήγηση με άλλους κατάλληλους αντιβακτηριακούς παράγοντες ανάλογα με τα
εμπλεκόμενα παθογόνα.
3
Ενήλικες
Ενδείξεις Ημερήσια δόση σε mg
Συνολική διάρκεια της
θεραπείας (ενδεχομένως
συμπεριλαμβανομένης αρχικής
παρεντερικής θεραπείας με
σιπροφλοξασίνη)
Λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού
500 mg δυο φορές
ημερησίως έως 750 mg
δυο φορές ημερησίως
7 έως 14 ημέρες
Λοιμώξεις του
ανώτερου
αναπνευστικού
Οξεία έξαρση χρόνιας
παραρρινοκολπίτιδας
500 mg δυο φορές
ημερησίως έως 750 mg
δυο φορές ημερησίως
7 έως 14 ημέρες
Χρόνια πυώδης μέση
ωτίτιδα
500 mg δυο φορές
ημερησίως έως 750 mg
δυο φορές ημερησίως
7 έως 14 ημέρες
Κακοήθης εξωτερική
ωτίτιδα
750 mg δυο φορές
ημερησίως
28 ημέρες έως 3 μήνες
Λοιμώξεις των
ουροφόρων οδών
Μη επιπεπλεγμένη
κυστίτιδα
250 mg δυο φορές
ημερησίως έως 500 mg
δυο φορές ημερησίως
3 ημέρες
Σε γυναίκες προ- εμμηνόπαυσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί
μονήρης δόση 500 mg
Επιπεπλεγμένη
κυστίτιδα, Μη
επιπεπλεγμένη
πυελονεφρίτιδα
500 mg δυο φορές
ημερησίως
7 ημέρες
Επιπεπλεγμένη
πυελονεφρίτιδα
500 mg δυο φορές
ημερησίως έως 750 mg
δυο φορές ημερησίως
τουλάχιστον για 10 ημέρες, ενώ
μπορεί να συνεχιστεί για
περισσότερο από 21 ημέρες σε
ορισμένες ειδικές περιπτώσεις
(όπως αποστήματα)
Προστατίτιδα
500 mg δυο φορές
ημερησίως έως 750 mg
δυο φορές ημερησίως
2 έως 4 εβδομάδες (οξεία) έως 4
έως 6 εβδομάδες (χρόνια)
Λοιμώξεις των
γεννητικών οδών
Γονοκοκκική
ουρηθρίτιδα και
τραχηλίτιδα
500 mg ως μία μονήρης
δόση
1 ημέρα (μονήρης δόση)
Επιδιδυμοορχίτιδα και
φλεγμονώδεις νόσοι της
πυέλου
500 mg δυο φορές
ημερησίως έως 750 mg
δυο φορές ημερησίως
τουλάχιστον 14 ημέρες
4
Ενδείξεις Ημερήσια δόση σε mg
Συνολική διάρκεια της
θεραπείας (ενδεχομένως
συμπεριλαμβανομένης αρχικής
παρεντερικής θεραπείας με
σιπροφλοξασίνη)
Λοιμώξεις του
γαστρεντερικού και
ενδοκοιλιακές
λοιμώξεις
Διάρροια
προκαλούμενη από
βακτηριακά παθογόνα
συμπεριλαμβανομένου
των Shigella spp. εκτός
από Shigella
dysenteriae τύπου 1 και
εμπειρική θεραπεία της
σοβαρής διάρροιας των
ταξιδιωτών
500 mg δυο φορές
ημερησίως
1 ημέρα
Διάρροια
προκαλούμενη από
Shigella dysenteriae
τύπου 1
500 mg δυο φορές
ημερησίως
5 ημέρες
Διάρροια
προκαλούμενη από
Vibrio cholerae
500 mg δυο φορές
ημερησίως
3 ημέρες
Τυφοειδής πυρετός
500 mg δυο φορές
ημερησίως
7 ημέρες
Ενδοκοιλιακές
λοιμώξεις λόγω Gram
αρνητικών βακτηρίων
500 mg δυο φορές
ημερησίως έως 750 mg
δυο φορές ημερησίως
5 έως 14 ημέρες
Λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών
μορίων
500 mg δυο φορές
ημερησίως έως 750 mg
δυο φορές ημερησίως
7 έως 14 ημέρες
Λοιμώξεις των οστών και των αρθρώσεων
500 mg δυο φορές
ημερησίως έως 750 mg
δυο φορές ημερησίως
μέγιστο 3 μήνες
Θεραπεία λοιμώξεων ή προφύλαξη από
λοιμώξεις σε ουδετεροπενικούς ασθενείς. H
σιπροφλοξασίνη πρέπει να συγχορηγείται με
τον κατάλληλο αντιβακτηριακό παράγοντα(ες)
σύμφωνα με τις επίσημες οδηγίες.
500 mg δυο φορές
ημερησίως έως 750 mg
δυο φορές ημερησίως
Η θεραπεία πρέπει να συνεχιστεί
καθ' όλη τη διάρκεια της
ουδετεροπενίας
Προφύλαξη διηθητικών λοιμώξεων λόγω
Neisseria meningitidis
500 mg ως μία μονήρης
δόση
1 ημέρα (μονήρης δόση)
Προφύλαξη μετά από έκθεση και θεραπευτική
αγωγή για πνευμονικό άνθρακα για άτομα που
είναι ικανά να λάβουν θεραπεία από του
στόματος όταν ενδείκνυται κλινικά.
Η χορήγηση του φαρμάκου θα πρέπει να
αρχίσει το συντομότερο δυνατό μετά την
υποψία ή επιβεβαίωση της έκθεσης.
500 mg δυο φορές
ημερησίως
60 ημέρες από την
επιβεβαιωμένη έκθεση σε
Bacillus anthracis
5
Παιδιατρικός πληθυσμός
Ενδείξεις Ημερήσια δόση σε mg
Συνολική διάρκεια της
θεραπείας (ενδεχομένως
συμπεριλαμβανομένης
αρχικής παρεντερικής
θεραπείας με
σιπροφλοξασίνη)
Κυστική ίνωση
20 mg/kg βάρους σώματος δυο φορές
ημερησίως με μέγιστο τα 750 mg ανά
δόση.
10 έως 14 ημέρες
Επιπλεγμένες λοιμώξεις των
ουροφόρων οδών και πυελονεφρίτιδα
10 mg/kg βάρους σώματος δύο φορές
ημερησίως έως 20 mg/kg βάρους
σώματος δυο φορές ημερησίως με
μέγιστο τα 750 mg ανά δόση.
10 έως 21 ημέρες
Προφύλαξη μετά από έκθεση και
θεραπευτική αγωγή για πνευμονικό
άνθρακα σε άτομα που είναι ικανά να
λάβουν θεραπεία από του στόματος
όταν ενδείκνυται κλινικά. Η
χορήγηση του φαρμάκου θα πρέπει να
αρχίσει το συντομότερο δυνατό μετά
την υποψία ή επιβεβαίωση της
έκθεσης.
10 mg/kg βάρους σώματος δύο φορές
ημερησίως έως 15 mg/kg βάρους
σώματος δυο φορές ημερησίως με
μέγιστο τα 500 mg ανά δόση.
60 ημέρες από την
επιβεβαιωμένη έκθεση σε
Bacillus anthracis
Άλλες σοβαρές λοιμώξεις 20 mg/kg βάρους σώματος δυο φορές
ημερησίως με μέγιστο τα 750 mg ανά
δόση
Σύμφωνα με τον τύπο των
λοιμώξεων
Ηλικιωμένοι ασθενείς
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς πρέπει να λαμβάνουν μια δόση επιλεγμένη ανάλογα με τη σοβαρότητα της
λοίμωξης και την κάθαρση κρεατινίνης του ασθενή.
Νεφρική και ηπατική δυσλειτουργία
Συνιστώμενες δόσεις έναρξης και διατήρησης για ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία:
Κάθαρση κρεατινίνης
[mL/min/ 1,73 m
2
]
Κρεατινίνη ορού
[μmol/L]
Από του στόματος δόση
[mg]
> 60 < 124 Βλ. Συνήθη δοσολογία.
30 - 60 124 έως 168 250 - 500 mg κάθε 12
ώρες
< 30 > 169 250 - 500 mg κάθε 24
ώρες
Ασθενείς υπό αιμοδιάλυση > 169
250 - 500 mg κάθε 24
ώρες (μετά την
αιμοδιάλυση)
Ασθενείς υπό περιτοναϊκή
κάθαρση
> 169 250 - 500 mg κάθε 24
ώρες
Σε ασθενείς με μειωμένη ηπατική λειτουργία δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης.
Η δοσολογία σε παιδιά με μειωμένη νεφρική και/ή ηπατική λειτουργία δεν έχει μελετηθεί.
6
Τρόπος χορήγησης
Για από του στόματος χρήση
Τα δισκία πρέπει να καταπίνονται αμάσητα μαζί με υγρό. Μπορούν να λαμβάνονται ανεξάρτητα
από τα γεύματα. Εάν λαμβάνονται με άδειο στομάχι, η δραστική ουσία απορροφάται ταχύτερα. Τα
δισκία σιπροφλοξασίνης δεν πρέπει να λαμβάνονται μαζί με γαλακτοκομικά προϊόντα (π.χ. γάλα,
γιαούρτι) ή χυμό φρούτων εμπλουτισμένο με μέταλλα (π.χ. χυμό πορτοκάλι εμπλουτισμένο με
ασβέστιο) (βλ. παράγραφο 4.5).
Σε σοβαρές περιπτώσεις ή εάν ο ασθενής δεν είναι δυνατό να λάβει τα δισκία (π.χ. ασθενείς σε
εντερική σίτιση), συνιστάται η έναρξη θεραπείας με ενδοφλέβια σιπροφλοξασίνη μέχρι να είναι
εφικτή η μετάβαση σε από του στόματος χορήγηση.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία, σε άλλες κινολόνες, ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Συγχορήγηση σιπροφλοξασίνης και τιζανιδίνης (βλ. παράγραφο 4.5).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Σοβαρές λοιμώξεις και μικτές λοιμώξεις με Gram θετικά και αναερόβια παθογόνα
H σιπροφλοξασίνη ως μονοθεραπεία δεν είναι κατάλληλη για τη θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων και
λοιμώξεων οι οποίες μπορεί να οφείλονται σε Gram θετικά ή αναερόβια παθογόνα. Σε τέτοιες
λοιμώξεις, η σιπροφλοξασίνη πρέπει να συγχορηγείται με άλλους κατάλληλους αντιβακτηριακούς
παράγοντες.
Λοιμώξεις από στρεπτόκοκκο (συμπεριλαμβανομένου Streptococcus pneumoniae )
H σιπροφλοξασίνη δε συνιστάται για τη θεραπεία λοιμώξεων από στρεπτόκοκκο, λόγω της μη
επαρκούς αποτελεσματικότητάς της.
Λοιμώξεις των γεννητικών οδών
Επιδιδυμοορχίτιδα και φλεγμονώδεις νόσοι της πυέλου μπορεί να προκληθούν από ανθεκτική στις
φθοριοκινολόνες Neisseria gonorrhoeae. Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να συγχορηγείται με άλλο
κατάλληλο αντιβακτηριακό παράγοντα, εκτός εάν η ανθεκτικότητα της Neisseria gonorrhoeae στη
σιπροφλοξασίνη μπορεί να αποκλειστεί. Εάν δεν επιτευχθεί κλινική βελτίωση έπειτα από 3 ημερών
θεραπεία, η θεραπεία πρέπει να επανεξεταστεί.
Ενδοκοιλιακές λοιμώξεις
Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα για την αποτελεσματικότητα της σιπροφλοξασίνης
σε θεραπεία μετεγχειρητικών ενδοκοιλιακών λοιμώξεων.
Διάρροια των ταξιδιωτών
Στην επιλογή της σιπροφλοξασίνης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν πληροφορίες ανθεκτικότητας
στη σιπροφλοξασίνη στα αντίστοιχα παθογόνα των χωρών που έχει γίνει επίσκεψη.
Λοιμώξεις των οστών και των αρθρώσεων
Η σιπροφλοξασίνη θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλους αντιμικροβιακούς
παράγοντες ανάλογα με τα αποτελέσματα της μικροβιολογικής τεκμηρίωσης.
Άνθρακας από εισπνοή
7
Η χρήση σε ανθρώπους βασίζεται σε in-vitro δεδομένα ευαισθησίας και σε δεδομένα δοκιμών σε
ζώα μαζί με περιορισμένα δεδομένα για ανθρώπους. Οι θεράποντες ιατροί θα πρέπει να
αναφέρονται σε εθνικά και/ή διεθνή έγγραφα σχετικά με τη θεραπεία του άνθρακα.
Παιδιατρικός πληθυσμός
H χρήση της σιπροφλοξασίνης στα παιδιά και στους εφήβους πρέπει να ακολουθεί τις διαθέσιμες
επίσημες οδηγίες. Η θεραπεία με σιπροφλοξασίνη θα πρέπει να ξεκινάει μόνο από γιατρούς που
έχουν εμπειρία στη θεραπεία της κυστικής ίνωσης και/ή στις σοβαρές λοιμώξεις σε παιδιά και
εφήβους.
Η σιπροφλοξασίνη έχει καταδειχθεί ότι προκαλεί αρθροπάθεια στις φέρουσες το βάρος του
σώματος αρθρώσεις ανώριμων ζώων. Τα δεδομένα ασφάλειας από μια τυχαιοποιημένη διπλή-τυφλή
μελέτη για τη χρήση της σιπροφλοξασίνης σε παιδιά (σιπροφλοξασίνη: n=335, μέση ηλικία = 6,3
έτη, σκέλη σύγκρισης: n=349, μέση ηλικία = 6,2 έτη, ηλικιακό εύρος = 1 έως 17 έτη) αποκάλυψαν
επίπτωση υποπτευόμενης αρθροπάθειας σχετιζόμενης με το φάρμακο (διακρινόμενη από
σχετιζόμενα με τις αρθρώσεις κλινικά σημεία και συμπτώματα) από την Ημέρα +42 της τάξης του
7,2% και 4,6%. Αντίστοιχα, η επίπτωση της σχετιζόμενης με το φάρμακο αρθροπάθειας κατά την
παρακολούθηση 1 έτους ήταν 9,0% και 5,7%. Η αύξηση των υποπτευόμενων σχετιζόμενων με το
φάρμακο περιπτώσεων αρθροπάθειας με το χρόνο δεν ήταν στατιστικά σημαντική μεταξύ των
ομάδων. Η θεραπεία πρέπει να ξεκινά μόνο μετά από προσεκτική αξιολόγηση οφέλους-κινδύνου,
λόγω των ενδεχόμενων ανεπιθύμητων συμβάντων που σχετίζονται με τις αρθρώσεις και/ή τον
περιβάλλοντα ιστό.
Βρογχοπνευμονικές λοιμώξεις στην κυστική ίνωση
Οι κλινικές δοκιμές συμπεριέλαβαν παιδιά και εφήβους ηλικίας 5-17 ετών. Η εμπειρία από τη
θεραπεία παιδιών ηλικίας μεταξύ 1 και 5 ετών είναι πιο περιορισμένη.
Επιπλεγμένες λοιμώξεις των ουροφόρων οδών και πυελονεφρίτιδα
Η θεραπεία λοιμώξεων των ουροφόρων οδών με σιπροφλοξασίνη πρέπει να εξετάζεται, όταν δεν
είναι δυνατή η χρήση άλλων θεραπειών, και πρέπει να βασίζεται στα αποτελέσματα της
μικροβιολογικής τεκμηρίωσης. Οι κλινικές δοκιμές συμπεριέλαβαν παιδιά και εφήβους ηλικίας 1-
17 ετών.
Άλλες σοβαρές ειδικές λοιμώξεις
Άλλες σοβαρές λοιμώξεις σύμφωνα με τις επίσημες οδηγίες, ή μετά από προσεκτική αξιολόγηση
οφέλους-κινδύνου όταν δεν είναι δυνατή η χρήση άλλων θεραπειών, ή μετά από αποτυχία της
συμβατικής θεραπείας και όταν η μικροβιολογική τεκμηρίωση μπορεί να δικαιολογήσει τη χρήση
της σιπροφλοξασίνης.
Η χρήση της σιπροφλοξασίνης για ειδικές σοβαρές λοιμώξεις εκτός από αυτές που αναφέρονται
παραπάνω δεν έχει αξιολογηθεί σε κλινικές δοκιμές και η κλινική εμπειρία είναι περιορισμένη.
Συνεπώς, συνιστάται προσοχή κατά τη θεραπεία ασθενών με τις συγκεκριμένες λοιμώξεις.
Υπερευαισθησία
Υπερευαισθησία και αλλεργικές αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένων αναφυλαξίας και
αναφυλακτοειδών αντιδράσεων, μπορεί να εμφανιστούν μετά από μία μονήρη δόση (βλ.
παράγραφο 4.8) και μπορεί να είναι επικίνδυνες για τη ζωή. Σε περίπτωση εμφάνισης τέτοιας
αντίδρασης, η σιπροφλοξασίνη θα πρέπει να διακόπτεται και απαιτείται επαρκής ιατρική θεραπεία.
Μυοσκελετικό σύστημα
Η σιπροφλοξασίνη δεν πρέπει γενικά να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με ιστορικό
νόσου/διαταραχής των τενόντων σχετιζόμενης με θεραπεία με κινολόνη. Εντούτοις, σε πολύ
σπάνιες περιπτώσεις, μετά από μικροβιολογική τεκμηρίωση των υπεύθυνων οργανισμών και
αξιολόγηση του λόγου οφέλους-κινδύνου, η σιπροφλοξασίνη μπορεί να συνταγογραφηθεί στους
συγκεκριμένους ασθενείς για τη θεραπεία ορισμένων σοβαρών λοιμώξεων, ειδικά σε περίπτωση
8
αποτυχίας της τυπικής θεραπείας ή βακτηριακής αντίστασης, όταν τα μικροβιολογικά δεδομένα
δικαιολογούν τη χρήση σιπροφλοξασίνης.
Τενοντίτιδα και ρήξη τενόντων (ειδικά του Αχίλλειου τένοντα), ορισμένες φορές αμφοτερόπλευρη,
μπορεί να συμβεί με τη σιπροφλοξασίνη, ακόμη και εντός 48 ωρών από την έναρξη της θεραπείας.
Η φλεγμονή και η ρήξη των τενόντων μπορεί να σημειωθούν ακόμη και εντός αρκετών μηνών μετά
από τη διακοπή της αγωγής με την σιπροφλοξασίνη. Ο κίνδυνος τενοντοπάθειας μπορεί να είναι
αυξημένος σε ηλικιωμένους ασθενείς ή σε ασθενείς στους οποίους χορηγούνται ταυτόχρονα
κορτικοστεροειδή (βλ. παράγραφο 4.8). Στην εμφάνιση οποιουδήποτε σημείου τενοντίτιδας (π.χ.
επώδυνο οίδημα, φλεγμονή), η θεραπεία με σιπροφλοξασίνη πρέπει να διακόπτεται. Απαιτείται
μέριμνα για την ανάπαυση του μέλους που έχει επηρεαστεί.
Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με μυασθένεια
gravis (βλ. παράγραφο 4.8).
Φωτοευαισθησία
Η σιπροφλοξασίνη έχει καταδειχθεί ότι προκαλεί αντιδράσεις φωτοευαισθησίας. Πρέπει να
συστήνεται στους ασθενείς που λαμβάνουν σιπροφλοξασίνη να αποφεύγουν την άμεση έκθεση σε
παρατεταμένη ηλιακή ή υπεριώδη ακτινοβολία κατά τη διάρκεια της θεραπείας (βλ. παράγραφο
4.8).
Κεντρικό νευρικό σύστημα
Οι άλλες κινολόνες όπως και η σιπροφλοξασίνη είναι γνωστό ότι προκαλούν σπασμούς ή
ελαττώνουν την ουδό σπασμών. Έχουν αναφερθεί περιστατικά επιληπτικής κατάστασης (status
epilepticus) χωρίς σπασμούς. Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε
ασθενείς με διαταραχές του ΚΝΣ, οι οποίοι μπορεί να έχουν προδιάθεση σε σπασμούς. Σε
περίπτωση εμφάνισης σπασμών, η σιπροφλοξασίνη πρέπει να διακοπεί (βλ. παράγραφο 4.8).
Ψυχιατρικές αντιδράσεις μπορεί να εμφανιστούν ακόμα και μετά την πρώτη χορήγηση της
σιπροφλοξασίνης. Σε σπάνιες περιπτώσεις, κατάθλιψη ή ψύχωση μπορεί να εξελιχθούν σε
αυτοκτονικό ιδεασμό/ σκέψεις που μπορεί να καταλήξουν σε απόπειρα αυτοκτονίας ή σε
αυτοκτονία. Σε περίπτωση που σημειωθούν περιστατικά όπως αυτά, η σιπροφλοξασίνη πρέπει να
διακοπεί.
Σε ασθενείς που λάμβαναν σιπροφλοξασίνη έχουν αναφερθεί περιπτώσεις πολυνευροπάθειας (με
βάση νευρολογικά συμπτώματα όπως άλγος, αίσθημα καύσου, αισθητηριακές διαταραχές ή μυϊκή
αδυναμία, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό). Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να διακόπτεται σε ασθενείς
που εμφανίζουν συμπτώματα νευροπάθειας, συμπεριλαμβανομένου άλγους, αισθήματος καύσου,
μυρμηκίασης, αιμωδίας και/ή αδυναμίας, για να αποτραπεί η ανάπτυξη μη αναστρέψιμης
κατάστασης (βλ. παράγραφο 4.8).
Καρδιακές διαταραχές
Θα πρέπει να λαμβάνεται προσοχή όταν χρησιμοποιούνται φθοριοκινολόνες,
συμπεριλαμβανομένης της σιπροφλοξασίνης, σε ασθενείς με γνωστούς παράγοντες κινδύνου για
παράταση του διαστήματος QT όπως για παράδειγμα:
- συγγενές σύνδρομο μακρού QT
- ταυτόχρονη χρήση φαρμάκων για τα οποία είναι γνωστό πως παρατείνουν το διάστημα QT
(π.χ. αντιαρρυθμικά τάξης Ια και ΙΙΙ, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, μακρολίδες,
αντιψυχωσικά)
- μη διορθωμένη διαταραχή ισοζυγίου ηλεκτρολυτών (π.χ. υποκαλιαιμία, υπομαγνησιαιμία)
- ηλικιωμένους
- καρδιακή νόσος (π.χ. καρδιακή ανεπάρκεια, έμφραγμα μυοκαρδίου, βραδυκαρδία)
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς και οι γυναίκες μπορεί να έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία στα φάρμακα που
παρατείνουν το διάστημα QTc. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να επιδεικνύεται προσοχή όταν
9
χρησιμοποιούνται φθοριοκινολόνες, συμπεριλαμβανομένης της σιπροφλοξασίνης, σε αυτούς τους
πληθυσμούς.
(βλ. παράγραφο 4.2 Ηλικιωμένοι ασθενείς, παράγραφο 4.5, παράγραφο 4.8, παράγραφο 4.9).
Γαστρεντερικό σύστημα
Η εμφάνιση σοβαρής και επίμονης διάρροιας κατά τη διάρκεια ή μετά τη θεραπεία
(συμπεριλαμβανομένων αρκετών εβδομάδων μετά τη θεραπεία), μπορεί να είναι ενδεικτικό
κολίτιδας σχετιζόμενης με αντιβιοτικά (απειλητική για τη ζωή με ενδεχόμενη θανατηφόρα έκβαση),
η οποία απαιτεί άμεση θεραπεία (βλ. παράγραφο 4.8). Σε τέτοιες περιπτώσεις, η σιπροφλοξασίνη
πρέπει να διακοπεί άμεσα και να ξεκινήσει η κατάλληλη θεραπεία. Αντιπερισταλτικά φάρμακα
αντενδείκνυνται σε αυτήν την περίπτωση.
Νεφρικό και ουροποιητικό σύστημα
Έχει αναφερθεί κρυσταλλουρία σχετιζόμενη με τη χρήση της σιπροφλοξασίνης (βλ. παράγραφο
4.8). Ασθενείς που λαμβάνουν σιπροφλοξασίνη πρέπει να ενυδατώνονται καλά και να αποφεύγεται
η υπερβολική αλκαλικότητα των ούρων.
Μειωμένη νεφρική λειτουργία
Επειδή η σιπροφλοξασίνη απεκκρίνεται σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη μέσω της νεφρικής οδού,
απαιτείται αναπροσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία όπως
περιγράφεται στην παράγραφο 4.2 προκειμένου να αποφευχθεί αύξηση στις ανεπιθύμητες ενέργειες
του φαρμάκου λόγω συσσώρευσης της σιπροφλοξασίνης.
Ηπατοχολικό σύστημα
Περιπτώσεις ηπατικής νέκρωσης και απειλητική για τη ζωή ηπατική ανεπάρκεια έχουν αναφερθεί
με τη σιπροφλοξασίνη (βλ. παράγραφο 4.8). Σε περίπτωση οποιωνδήποτε σημείων και
συμπτωμάτων ηπατικής νόσου (όπως ανορεξία, ίκτερος, σκουρόχρωμα ούρα, κνησμός ή
ευαισθησία στην κοιλιακή χώρα), η θεραπεία πρέπει να διακοπεί.
Έλλειψη αφυδρογονάσης της 6-φωσφορικής γλυκόζης
Έχουν αναφερθεί αιμολυτικές αντιδράσεις με τη σιπροφλοξασίνη σε ασθενείς με έλλειψη
αφυδρογονάσης της 6-φωσφορικής γλυκόζης. Η σιπροφλοξασίνη θα πρέπει να αποφεύγεται σε
αυτούς τους ασθενείς εκτός εάν το πιθανό όφελος εκτιμάται να υπερτερεί του πιθανού κινδύνου. Σε
αυτή την περίπτωση, πρέπει να παρακολουθείται το ενδεχόμενο εμφάνισης αιμόλυσης.
Αντίσταση
Κατά τη διάρκεια ή σε συνέχεια μιας θεραπείας με σιπροφλοξασίνη τα βακτήρια που παρουσιάζουν
αντίσταση στη σιπροφλοξασίνη μπορεί να απομονωθούν, με ή χωρίς μια κλινικά έκδηλη
υπερλοίμωξη. Μπορεί να υπάρξει ιδιαίτερος κίνδυνος στην επιλογή βακτηρίων με αντοχή στη
σιπροφλοξασίνη κατά τη διάρκεια παρατεταμένης διάρκειας θεραπείας και όταν χορηγείται
θεραπεία για νοσοκομειακές λοιμώξεις και/ή λοιμώξεις προκαλούμενες από είδη Staphylococcus
και Pseudomonas.
Κυτόχρωμα P 450
Η σιπροφλοξασίνη αναστέλλει το CYP1A2 και συνεπώς μπορεί να προκαλέσει αυξημένη
συγκέντρωση ορού των συγχορηγούμενων ουσιών που μεταβολίζονται από αυτό το ένζυμο (π.χ.
θεοφυλλίνη, κλοζαπίνη, ολανζαπίνη, ροπινιρόλη, τιζανιδίνη, δουλοξετίνη). Η συγχορήγηση της
σιπροφλοξασίνης και της τιζανιδίνης αντενδείκνυται. Συνεπώς, ασθενείς που λαμβάνουν αυτές τις
ουσίες ταυτόχρονα με τη σιπροφλοξασίνη πρέπει να παρακολουθούνται στενά για κλινικά σημεία
υπερδοσολογίας, και μπορεί να απαιτείται προσδιορισμός των συγκεντρώσεων ορού (π.χ. της
θεοφυλλίνης) (βλ. παράγραφο 4.5).
Μεθοτρεξάτη
Η ταυτόχρονη χρήση της σιπροφλοξασίνης με μεθοτρεξάτη δε συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.5).
10
Αλληλεπίδραση με δοκιμές
Η in-vitro δράση της σιπροφλοξασίνης έναντι του Mycobacterium tuberculosis μπορεί να δώσει
λανθασμένα αρνητικά αποτελέσματα βακτηριολογικών δοκιμών σε δείγματα από ασθενείς που
λαμβάνουν σιπροφλοξασίνη.
Έκδοχα
Το Ciprofloxacin/Generics περιέχει πολυδεξτρόζη (γλυκόζη και σορβιτόλη). Οι ασθενείς με σπάνια
δυσαπορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης ή σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη
φρουκτόζη δε θα πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Επιδράσεις άλλων προϊόντων στη σιπροφλοξασίνη :
Φάρμακα που είναι γνωστό πως παρατείνουν το διάστημα
Η σιπροφλοξασίνη, όπως άλλες φθοριοκινολόνες, θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε
ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα για τα οποία είναι γνωστό πως παρατείνουν το διάστημα QT
(π.χ. αντιαρρυθμικά τάξης Ια και ΙΙΙ, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, μακρολίδες, αντιψυχωσικά) (βλ.
παράγραφο 4.4).
Δημιουργία χηλικής ένωσης
Η συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνης (από του στόματος) με φάρμακα που περιέχουν πολυσθενή
κατιόντα και συμπληρώματα μετάλλων (π. χ. ασβέστιο, μαγνήσιο, αργίλιο, σίδηρος), πολυμερείς
φωσφορικούς δεσμευτές (π.χ. σεβελαμέρη), σουκραλφάτη ή αντιόξινα, και υψηλού βαθμού
βραδείας αποδέσμευσης φάρμακα (π.χ. δισκία διδανοσίνης) που περιέχουν μαγνήσιο, αργίλιο ή
ασβέστιο, μειώνει την απορρόφηση της σιπροφλοξασίνης. Συνεπώς, η σιπροφλοξασίνη πρέπει να
χορηγείται είτε 1 - 2 ώρες πριν ή τουλάχιστον 4 ώρες μετά από αυτά τα σκευάσματα.
Ο περιορισμός δεν εφαρμόζεται σε αντιόξινα που ανήκουν στην τάξη των αποκλειστών H2
υποδοχέων.
Τροφές και γαλακτοκομικά προϊόντα
Το διατροφικό ασβέστιο ως μέρος ενός γεύματος δεν επηρεάζει σημαντικά την απορρόφηση.
Ωστόσο, η ταυτόχρονη λήψη μόνο γαλακτοκομικών προϊόντων ή ποτών εμπλουτισμένων με
μέταλλα (π.χ. γάλα, γιαούρτι, χυμός πορτοκάλι εμπλουτισμένος με ασβέστιο) με τη
σιπροφλοξασίνη πρέπει να αποφεύγεται διότι η απορρόφηση της σιπροφλοξασίνης μπορεί να
μειωθεί.
Προβενεσίδη
Η προβενεσίδη παρεμβάλλεται στη νεφρική απέκκριση της σιπροφλοξασίνης. Η συγχορήγηση της
προβενεσίδης και της σιπροφλοξασίνης αυξάνει τις συγκεντρώσεις ορού της σιπροφλοξασίνης.
Μετοκλοπραμίδη
Η μετοκλοπραμίδη επιταχύνει την απορρόφηση της σιπροφλοξασίνης (από του στόματος) το οποίο
έχει ως αποτέλεσμα επίτευξη μέγιστων συγκεντρώσεων πλάσματος σε μικρότερο χρονικό
διάστημα. Δεν έχει παρατηρηθεί επίδραση στη βιοδιαθεσιμότητα της σιπροφλοξασίνης.
Ομεπραζόλη
Η ταυτόχρονη χορήγηση σιπροφλοξασίνης και φαρμακευτικών προϊόντων που περιέχουν
ομεπραζόλη έχει ως αποτέλεσμα ελαφρά μείωση της C
max
και της AUC της σιπροφλοξασίνης.
Δράσεις της σιπροφλοξασίνης σε άλλα φαρμακευτικά προϊόντα:
11
Τιζανιδίνη
H τιζανιδίνη δεν πρέπει να συγχορηγείται με σιπροφλοξασίνη (βλ. παράγραφο 4.3). Σε μια κλινική
μελέτη με υγιή άτομα, παρατηρήθηκε αύξηση στη συγκέντρωση ορού της τιζανιδίνης (αύξηση της
C
max
: 7-πλάσια, εύρος: 4 έως 21-πλάσια, αύξηση της AUC: 10-πλάσια, εύρος: 6 έως 24-πλάσια)
όταν συγχορηγείται με τη σιπροφλοξασίνη. Η αυξημένη συγκέντρωση ορού της τιζανιδίνης
συσχετίζεται με μια συνεργική υποτασική και ηρεμιστική δράση.
Μεθοτρεξάτη
Η νεφρική σωληναριακή μεταφορά της μεθοτρεξάτης μπορεί να ανασταλεί από τη συγχορήγηση
της σιπροφλοξασίνης, ενδεχομένως οδηγώντας σε αυξημένα επίπεδα της μεθοτρεξάτης στο πλάσμα
και στην αύξηση κινδύνου τοξικών αντιδράσεων συσχετιζόμενων με τη μεθοτρεξάτη. Η
συγχορήγηση δεν συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.4).
Θεοφυλλίνη
Η συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνης και της θεοφυλλίνης μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητη
αύξηση στη συγκέντρωση ορού της θεοφυλλίνης. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητες
ενέργειες επαγόμενες από τη θεοφυλλίνη που σπάνια μπορεί να είναι απειλητικές για τη ζωή ή
θανατηφόρες. Κατά τη διάρκεια του συνδυασμού, πρέπει να ελέγχεται η συγκέντρωση ορού της
θεοφυλλίνης και η δόση της θεοφυλλίνης να μειώνεται όταν είναι απαραίτητο (βλ. παράγραφο 4.4).
Άλλα παράγωγα ξανθίνης
Με τη συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνης και καφεΐνης ή πεντοξιφυλλίνης (οξπεντιφυλλίνης),
αναφέρθηκαν αυξημένες συγκεντρώσεις ορού αυτών των παραγώγων ξανθίνης.
Φαινυτοΐνη
Η συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνης και της φαινυτοΐνης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αυξημένα
ή μειωμένα επίπεδα ορού της φαινυτοΐνης, τέτοια ώστε να συνιστάται η παρακολούθηση των
επιπέδων του φαρμάκου.
Κυκλοσπορίνη
Κατά την ταυτόχρονη χορήγηση σιπροφλοξασίνης και φαρμακευτικών προϊόντων που περιέχουν
κυκλοσπορίνη παρατηρήθηκε παροδική αύξηση της συγκέντρωσης της κρεατινίνης στον ορό. Για
το λόγο αυτό, συχνά (δύο φορές την εβδομάδα) απαιτείται έλεγχος των συγκεντρώσεων της
κρεατινίνης στον ορό σε αυτούς τους ασθενείς.
Ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ
Η ταυτόχρονη χορήγηση της σιπροφλοξασίνης με έναν ανταγωνιστή της βιταμίνης Κ μπορεί να
αυξήσει τις αντιπηκτικές του ιδιότητες. Ο κίνδυνος μπορεί να ποικίλει ανάλογα με την υποκείμενη
νόσο, την ηλικία και τη γενική κατάσταση του ασθενούς, ώστε η συμβολή της σιπροφλοξασίνης
στην αύξηση του INR (international normalized ratio) να είναι δύσκολο να αξιολογηθεί. Η
παρακολούθηση του INR πρέπει να είναι συχνή κατά τη διάρκεια και σύντομα μετά τη
συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνης με έναν ανταγωνιστή της βιταμίνης Κ (π.χ., βαρφαρίνη,
ασενοκουμαρόλη, φαινπροκουμόνη ή φλουινδιόνη).
Γλιβενκλαμίδη
Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, η ταυτόχρονη χορήγηση σιπροφλοξασίνης και φαρμακευτικών
προϊόντων που περιέχουν γλιβενκλαμίδη μπορεί να εντείνει τη δράση της γλιβενκλαμίδης
(υπογλυκαιμία).
Δουλοξετίνη
Σε κλινικές μελέτες, δείχθηκε πως η ταυτόχρονη χρήση της δουλοξετίνης με ισχυρούς αναστολείς
του ισοενζύμου CYP450 1A2 όπως είναι η φλουβοξαμίνη, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αύξηση
12
στην AUC και τη C
max
της δουλοξετίνης. Αν και δεν υπάρχουν νέα διαθέσιμα κλινικά δεδομένα που
να υποδηλώνουν πιθανή αλληλεπίδραση με τη σιπροφλοξασίνη, είναι αναμενόμενες παρόμοιες
επιδράσεις κατά την ταυτόχρονη χορήγηση (βλ. παράγραφο 4.4).
Ροπινιρόλη
Σε μια κλινική μελέτη καταδείχθηκε ότι η συγχορήγηση της ροπινιρόλης με σιπροφλοξασίνη, η
οποία είναι ένας μέτριος αναστολέας του ισοενζύμου CYP450 1A2, έχει ως αποτέλεσμα την
αύξηση της Cmax και της AUC της ροπινιρόλης κατά 60% και 84%, αντίστοιχα. Συνιστάται η
παρακολούθηση της ροπινιρόλης σε σχέση με τις ανεπιθύμητες ενέργειες και η κατάλληλη
προσαρμογή της δόσης, κατά τη διάρκεια και σύντομα μετά τη συγχορήγηση με σιπροφλοξασίνη
(βλ. παράγραφο 4.4).
Λιδοκαΐνη
Σε υγιή άτομα έχει καταδειχθεί πως η ταυτόχρονη χρήση φαρμακευτικών προϊόντων που περιέχουν
λιδοκαΐνη με σιπροφλοξασίνη, η οποία είναι ένας μέτριος αναστολέας του ισοενζύμου CYP450
1A2, μειώνει την κάθαρση της ενδοφλέβιας λιδοκαΐνης κατά 22%. Αν και η θεραπεία με λιδοκαΐνη
έγινε καλά ανεκτή, είναι πιθανό να σημειωθεί αλληλεπίδραση με την σιπροφλοξασίνη κατά την
ταυτόχρονη χορήγηση, ως προς τις ανεπιθύμητες ενέργειες.
Κλοζαπίνη
Μετά από τη συγχορήγηση 250 mg σιπροφλοξασίνης με κλοζαπίνη για 7 ημέρες, οι συγκεντρώσεις
ορού της κλοζαπίνης και της N-δεσμεθυλκλοζαπίνης αυξήθηκαν κατά 29% και 31%, αντίστοιχα.
Συνιστάται κλινική παρακολούθηση και κατάλληλη ρύθμιση της δοσολογίας της κλοζαπίνης κατά
τη διάρκεια και σύντομα μετά τη συγχορήγηση της θεραπείας με σιπροφλοξασίνη (βλ. παράγραφο
4.4).
Σιλδεναφίλη
Η C
max
και η AUC της σιλδεναφίλης αυξήθηκαν περίπου κατά το διπλάσιο σε υγιή άτομα έπειτα
από μία από του στόματος δόση 50 mg η οποία χορηγήθηκε ταυτόχρονα με 500 mg
σιπροφλοξασίνης. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να επιδεικνύεται προσοχή όταν η σιπροφλοξασίνη
χορηγείται ταυτόχρονα με τη σιλδεναφίλη λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους και τα οφέλη.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Τα διαθέσιμα δεδομένα κατά τη χορήγηση σιπροφλοξασίνης σε έγκυες γυναίκες δεν δείχνουν
δυσπλαστική ή εμβρυϊκή/νεογνική τοξικότητα από την σιπροφλοξασίνη. Οι μελέτες σε ζώα δεν
δείχνουν άμεσες ή έμμεσες επιβλαβείς επιδράσεις σε σχέση με την τοξικότητα στην
αναπαραγωγική ικανότητα. Σε νεαρά και προ του τοκετού ζώα που εκτέθηκαν σε κινολόνες,
παρατηρήθηκαν επιδράσεις στον ανώριμο χόνδρο και, συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί το
γεγονός ότι το φάρμακο θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβη στον αρθρικό χόνδρο στον ανώριμο
ανθρώπινο οργανισμό / έμβρυο (βλ. παράγραφο 5.3).
Ως προληπτικό μέτρο, θα πρέπει κατά προτίμηση να αποφεύγεται η χρήση της σιπροφλοξασίνης
κατά τη διάρκεια της κύησης.
Θηλασμός
Η σιπροφλοξασίνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Λόγω του ενδεχόμενου κινδύνου αρθρικής
βλάβης, η σιπροφλοξασίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια του θηλασμού..
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
13
Λόγω της νευρολογικής δράσης της, η σιπροφλοξασίνη μπορεί να επηρεάσει το χρόνο αντίδρασης.
Συνεπώς, η ικανότητα οδήγησης ή χειρισμού μηχανών μπορεί να μειωθεί.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι συχνότερα αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες (ΑΕ) είναι η ναυτία και η διάρροια.
Παρακάτω παρατίθενται ΑΕ από κλινικές μελέτες και από την παρακολούθηση μετά την
κυκλοφορία των σκευασμάτων της σιπροφλοξασίνης (από του στόματος, ενδοφλέβια, και
διαδοχική θεραπεία) ταξινομημένες ανά κατηγορίες συχνότητας. Η ανάλυση συχνότητας έχει γίνει
λαμβάνοντας υπόψη από κοινού τόσο την από του στόματος όσο και την ενδοφλέβια χορήγηση της
σιπροφλοξασίνης.
Συχνές
≥ 1/100 έως
< 1/10
Όχι συχνές
≥ 1/1 000 έως
< 1/100
Σπάνιες
≥ 1/10 000 έως
< 1/1 000
Πολύ Σπάνιες
< 1/10 000
Συχνότητα μη
γνωστή
(δεν μπορεί να
εκτιμηθεί με βάση
τα διαθέσιμα
δεδομένα)
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
Μυκητιασικές
επιλοιμώξεις
Κολίτιδα
σχετιζόμενη με
αντιβιοτικά (πολύ
σπάνια με πιθανή
θανατηφόρα
έκβαση) (βλ.
παράγραφο 4.4)
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Ηωσινοφιλία
Λευκοπενία
Αναιμία
Ουδετεροπενία
Λευκοκυττάρωση
Θρομβοπενία
Θρομβοκυτταραι-
μία
Αιμολυτική
αναιμία
Ακοκκιοκυττάρω-
ση
Πανκυτταροπενία
(απειλητική για τη
ζωή) Καταστολή
του μυελού των
οστών
(απειλητική για τη
ζωή)
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Αλλεργική
αντίδραση
Αλλεργικό οίδημα /
αγγειοοίδημα
Αναφυλακτική
αντίδραση
Αναφυλακτικό σοκ
(απειλητικό για τη
ζωή) (βλ.
παράγραφο 4.4)
Αντίδραση τύπου
ορονοσίας
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Ανορεξία Υπεργλυκαιμία
Ψυχιατρικές διαταραχές
14
Συχνές
≥ 1/100 έως
< 1/10
Όχι συχνές
≥ 1/1 000 έως
< 1/100
Σπάνιες
≥ 1/10 000 έως
< 1/1 000
Πολύ Σπάνιες
< 1/10 000
Συχνότητα μη
γνωστή
(δεν μπορεί να
εκτιμηθεί με βάση
τα διαθέσιμα
δεδομένα)
Ψυχοκινητική
υπερδραστηριότητα /
διέγερση
Σύγχυση και
αποπροσανατο-
λισμός
Αγχωτικές
αντιδράσεις
Αφύσικα όνειρα
Κατάθλιψη (η
οποία μπορεί να
καταλήξει σε
αυτοκτονικό
ιδεασμό/
αυτοκτονικές
σκέψεις ή σε
απόπειρα
αυτοκτονίας και σε
αυτοκτονία) (βλ.
παράγραφο 4.4)
Ψευδαισθήσεις
Ψυχωσικές
αντιδράσεις (οι
οποίες μπορεί να
καταλήξουν σε
αυτοκτονικό
ιδεασμό/
αυτοκτονικές
σκέψεις ή σε
απόπειρα
αυτοκτονίας και σε
αυτοκτονία)
(βλ. παράγραφο
4.4)
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Κεφαλαλγία
Ζάλη
Διαταραχές ύπνου
Διαταραχές γεύσης
Παραισθησία και
δυσαισθησία
Υπαισθησία
Τρόμος
Σπασμοί (συμπ.
status epilepticus)
(βλ. παράγραφο
4.4)
Ίλιγγος
Ημικρανία
Διαταραγμένος
συντονισμός
Διαταραχές
βάδισης
Διαταραχές του
οσφρητικού νεύρου
Ενδοκρανιακή
υπέρταση
Περιφερική
νευροπάθεια
(βλ. παράγραφο
4.4)
Οφθαλμικές διαταραχές
Οπτικές διαταραχές
(π.χ. διπλωπία)
Οπτική
χρωματική
στρέβλωση
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Εμβοές
Απώλεια ακοής /
Μείωση ακοής
15
Συχνές
≥ 1/100 έως
< 1/10
Όχι συχνές
≥ 1/1 000 έως
< 1/100
Σπάνιες
≥ 1/10 000 έως
< 1/1 000
Πολύ Σπάνιες
< 1/10 000
Συχνότητα μη
γνωστή
(δεν μπορεί να
εκτιμηθεί με βάση
τα διαθέσιμα
δεδομένα)
Καρδιακές διαταραχές
Ταχυκαρδία
Κοιλιακή
αρρυθμία και
torsades de
pointes
(αναφέρεται
κυρίως σε
ασθενείς με
παράγοντες
κινδύνου για
παράταση του
διαστήματος
QT), παράταση
διαστήματος
QT στο ΗΚΓ (βλ.
παράγραφο 4.4 και
4.9)
Αγγειακές διαταραχές
Αγγειοδιαστολή
Υπόταση
Συγκοπή
Αγγειίτιδα
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου
Δύσπνοια
(συμπεριλαμβανο-
μένης ασθματικής
κατάστασης)
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Ναυτία
Διάρροια
Έμετος
Γαστρεντερικοί και
κοιλιακοί πόνοι
Δυσπεψία
Μετεωρισμός
Παγκρεατίτιδα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Αύξηση στις
τρανσαμινάσες
Αυξημένη
χολερυθρίνη
Μείωση της
ηπατικής
λειτουργίας
Χολοστατικός
ίκτερος
Ηπατίτιδα
Νέκρωση του
ήπατος (πολύ
σπάνια
εξελισσόμενη σε
απειλητική για τη
ζωή ηπατική
ανεπάρκεια) (βλ.
παράγραφο 4.4)
16
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Εξάνθημα
Κνησμός
Κνίδωση
Αντιδράσεις
φωτοευαισθησίας
(βλ. παράγραφο
4.4)
Πετέχεια
Πολύμορφο
ερύθημα
Οζώδες ερύθημα
Σύνδρομο Stevens-
Johnson (δυνητικά
απειλητικό για τη ζωή)
Τοξική επιδερμική
νεκρόλυση (δυνητικά
απειλητική για τη ζωή)
Οξεία
γενικευμένη
εξανθηματική
φλυκταίνωση
(AGEP)
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
Μυοσκελετικός πόνος
(π.χ. πόνος των
άκρων, οσφυαλγία,
θωρακικός πόνος)
Αρθραλγία
Μυαλγία
Αρθρίτιδα
Αυξημένος
μυϊκός τόνος και
κράμπες
Μυϊκή αδυναμία
Τενοντίτιδα
Ρήξη τενόντων (κυρίως
του Αχίλλειου τένοντα)
(βλ. παράγραφο 4.4)
Επιδείνωση των
συμπτωμάτων
της βαριάς
μυασθένειας (βλ.
παράγραφο 4.4)
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Μειωμένη
νεφρική
λειτουργία
Νεφρική
ανεπάρκεια
Αιματουρία
Κρυσταλλουρία
(βλ. παράγραφο
4.4)
Διάμεση
σωληναριακή
νεφρίτιδα
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Εξασθένηση Πυρετός
Οίδημα
Εφίδρωση
(υπεριδρωσία)
Παρακλινικές εξετάσεις
Αύξηση στην αλκαλική
φωσφατάση αίματος
Αυξημένη
αμυλάση
Αύξηση του INR
(σε ασθενείς υπό
αγωγή με
ανταγωνιστές της
βιταμίνης Κ)
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η προαναφερόμενη επίπτωση αρθροπάθειας αφορά δεδομένα που συλλέχθηκαν σε μελέτες με
ενήλικες. Στα παιδιά, αρθροπάθεια αναφέρεται ότι εμφανίζεται συχνά (βλ. παράγραφο 4.4).
4.9 Υπερδοσολογία
17
Υπερδοσολογία των 12 g αναφέρθηκε ότι οδήγησε σε ήπια συμπτώματα τοξικότητας. Σοβαρή
υπερδοσολογία των 16 g αναφέρθηκε ότι προκάλεσε οξεία νεφρική ανεπάρκεια.
Συμπτώματα
Στα συμπτώματα υπερδοσολογίας συμπεριλαμβάνονται ζάλη, τρόμος, κεφαλαλγία, κόπωση,
σπασμοί, ψευδαισθήσεις, σύγχυση, κοιλιακή δυσφορία, μειωμένη νεφρική και ηπατική λειτουργία,
καθώς και κρυσταλλουρία και αιματουρία. Αναφέρθηκε αναστρέψιμη νεφρική τοξικότητα.
Αντιμετώπιση
Πέρα από τα συνήθη μέτρα έκτακτης ανάγκης, π.χ. κένωση κοιλίας ακολουθούμενη από χορήγηση
ενεργού άνθρακα, συνιστάται η παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένου
του pH και της οξύτητας των ούρων, εάν απαιτείται, για την αποφυγή της κρυσταλλουρίας. Τα
αντιόξινα που περιέχουν ασβέστιο ή μαγνήσιο μπορούν θεωρητικά να μειώσουν την απορρόφηση
της σιπροφλοξασίνης σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας. Μόνο μια μικρή ποσότητα σιπροφλοξασίνης
(<10%) απεκκρίνεται μέσω αιμοδιάλυσης ή περιτοναϊκής κάθαρσης.
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, θα πρέπει να εφαρμόζεται συμπτωματική θεραπεία. Λόγω της
πιθανότητας παράτασης του διαστήματος QT, θα πρέπει να γίνεται παρακολούθηση μέσω ΗΚΓ.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Φθοριοκινολόνες, κωδικός ATC: J01MA02.
Μηχανισμός δράσης:
Ως αντιβακτηριακός παράγοντας που ανήκει στις φθοριοκινολόνες, η βακτηριοκτόνος δράση της
σιπροφλοξασίνης προκύπτει από την αναστολή τόσο της τοποϊσομεράσης τύπου II (DNA-γυράση)
όσο και της τοποϊσομεράσης IV, που απαιτούνται για τη βακτηριακή αντιγραφή, τη μεταγραφή, την
επιδιόρθωση και τον ανασυνδυασμό του DNA.
Σχέση φαρμακοκινητικής/φαρμακοδυναμικής ( PK / PD ):
Η αποτελεσματικότητα εξαρτάται κυρίως από τη σχέση μεταξύ της μέγιστης συγκέντρωσης στον
ορό (C
max
) και της ελάχιστης ανασταλτικής συγκέντρωσης (MIC) της σιπροφλοξασίνης για ένα
αντιβακτηριακό παράγοντα και τη σχέση μεταξύ της περιοχής κάτω από την καμπύλη (AUC) και
της MIC.
Μηχανισμός αντίστασης:
In-vitro αντίσταση στη σιπροφλοξασίνη μπορεί να αποκτηθεί μέσω σταδιοποιημένης διεργασίας
από μεταλλάξεις στη θέση-στόχο τόσο στην DNA-γυράση, όσο και στην τοποϊσομεράση IV. Ο
βαθμός διασταυρούμενης αντοχής μεταξύ της σιπροφλοξασίνης και άλλων φθοριοκινολονών που
προκύπτει είναι ποικίλος. Μονήρεις μεταλλάξεις μπορεί να μην προκαλούν κλινική αντίσταση,
αλλά πολλαπλές μεταλλάξεις γενικά προκαλούν κλινική αντίσταση σε πολλές ή όλες τις δραστικές
ουσίες εντός της συγκεκριμένης τάξης.
Μηχανισμοί αντίστασης υπό μορφή αδιαπερατότητας ή/και αντλίας εξαγωγής της δραστικής ουσίας
μπορεί να έχουν μεταβλητή δράση στην ευαισθησία στις φθοριοκινολόνες, η οποία εξαρτάται από
τις φυσικοχημικές ιδιότητες των διαφόρων δραστικών ουσιών εντός της τάξης και από τη συγγένεια
των συστημάτων μεταφοράς για κάθε δραστική ουσία. Όλοι οι in-vitro μηχανισμοί αντίστασης
παρατηρούνται συχνά στα κλινικά απομονωμένα στελέχη. Οι μηχανισμοί αντίστασης που
αδρανοποιούν άλλα αντιβιοτικά, όπως ο φραγμός διαπερατότητας (συχνά στο Pseudomonas
18
aeruginosa) και οι μηχανισμοί εκροής μπορεί να επηρεάσουν την ευαισθησία στην
σιπροφλοξασίνη. Έχει αναφερθεί ότι η μεσολαβούμενη από το πλασμίδιο αντίσταση
κωδικοποιείται από qnr γονίδια.
Φάσμα της αντιβακτηριακής δράσης:
Υπάρχουν συγκεκριμένα όρια που διαχωρίζουν τα ευαίσθητα στελέχη από τα μετρίως ευαίσθητα
στελέχη και τα τελευταία από τα ανθεκτικά στελέχη:
Συστάσεις EUCAST
Μικροοργανισμοί Ευαίσθητοι Ανθεκτικοί
Enterobacteria S ≤ 0,5 mg/L R > 1 mg/L
Pseudomonas S ≤ 0,5 mg/L R > 1 mg/L
Acinetobacter S ≤ 1 mg/L R > 1 mg/L
Staphylococcus spp.
1
S ≤ 1 mg/L R > 1 mg/L
Haemophilus influenzae και Moraxella catarrhalis S ≤ 0,5 mg/L R > 0,5 mg/L
Neisseria gonorrhoeae S ≤ 0,03 mg/L R > 0,06 mg/L
Neisseria meningitidis S ≤ 0,03 mg/L R > 0,06 mg/L
Οριακές τιμές μη σχετιζόμενες με είδη*
S ≤ 0,5 mg/L R > 1 mg/L
1 Staphylococcus spp. – τα όρια για τη σιπροφλοξασίνη σχετίζονται με θεραπεία υψηλής δόσης.
* Όρια μη σχετιζόμενα με είδη καθορίστηκαν κυρίως με βάση τα δεδομένα PK/PD και είναι
ανεξάρτητα από τις κατανομές MIC συγκεκριμένων ειδών. Προορίζονται για χρήση μόνο για είδη
στα οποία δεν έχει αποδοθεί ειδική για το είδος τιμή ορίου και όχι για εκείνα τα είδη όπου δεν
συνιστώνται δοκιμές ευαισθησίας.
Ο επιπολασμός επίκτητης ανθεκτικότητας μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή
και το χρόνο για επιλεγμένα είδη, και είναι επιθυμητή η διάθεση πληροφοριών τοπικά σχετικά με
την ανθεκτικότητα, ειδικά όταν πρόκειται για θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων. Ανάλογα με τις
ανάγκες, πρέπει να ζητείται η γνώμη ειδικών όταν ο τοπικός επιπολασμός ανθεκτικότητας είναι
τέτοιος ώστε η χρησιμότητα του φαρμάκου σε τουλάχιστον ορισμένους τύπους λοιμώξεων να είναι
υπό αμφισβήτηση.
Ομαδοποιήσεις σχετικών ειδών σύμφωνα με την ευαισθησία στη σιπροφλοξασίνη (για τα είδη
Streptococcus βλ. παράγραφο 4.4)
ΚΟΙΝΩΣ ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ ΕΙΔΗ
Αερόβιοι Gram θετικοί μικροοργανισμοί
Bacillus anthracis (1)
Αερόβιοι Gram αρνητικοί μικροοργανισμοί
Aeromonas spp.
Brucella spp.
Citrobacter koseri
Francisella tularensis
Haemophilus ducreyi
Haemophilus influenzae*
Legionella spp.
Moraxella catarrhalis*
Neisseria meningitidis
Pasteurella spp.
Salmonella spp.*
Shigella spp.*
19
Vibrio spp.
Yersinia pestis
Αναερόβιοι μικροοργανισμοί
Mobiluncus
Άλλοι μικροοργανισμοί
Chlamydia trachomatis ($)
Chlamydia pneumoniae ($)
Mycoplasma hominis ($)
Mycoplasma pneumoniae ($)
ΕΙΔΗ ΓΙΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ Η ΕΠΙΚΤΗΤΗ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ
ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Αερόβιοι Gram θετικοί μικροοργανισμοί
Enterococcus faecalis ($)
Staphylococcus spp.* (2)
Αερόβιοι Gram αρνητικοί μικροοργανισμοί
Acinetobacter baumannii
+
Burkholderia cepacia
+
*
Campylobacter spp.
+
*
Citrobacter freundii*
Enterobacter aerogenes
Enterobacter cloacae*
Escherichia coli*
Klebsiella oxytoca
Klebsiella pneumoniae*
Morganella morganii*
Neisseria gonorrhoeae*
Proteus mirabilis*
Proteus vulgaris*
Providencia spp.
Pseudomonas aeruginosa*
Pseudomonas fluorescens
Serratia marcescens*
Αναερόβιοι μικροοργανισμοί
Peptostreptococcus spp.
Propionibacterium acnes
ΕΝΔΟΓΕΝΩΣ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ
Αερόβιοι Gram θετικοί μικροοργανισμοί
Actinomyces
Enteroccus faecium
Listeria monocytogenes
Αερόβιοι Gram αρνητικοί μικροοργανισμοί
Stenotrophomonas maltophilia
Αναερόβιοι μικροοργανισμοί
Εξαιρούνται όπως αναγράφεται παραπάνω
Άλλοι μικροοργανισμοί
Mycoplasma genitalium
Ureaplasma urealitycum
* Η κλινική αποτελεσματικότητα έχει καταδειχθεί για ευαίσθητα απομονωθέντα στελέχη σε
εγκεκριμένες κλινικές ενδείξεις
+ Ποσοστό αντίστασης ≥ 50% σε μία ή περισσότερες χώρες της ΕΕ
($): Φυσική μέτρια ευαισθησία απουσία επίκτητου μηχανισμού αντίστασης
20
(1): Μελέτες έχουν διενεργηθεί σε λοιμώξεις πειραματόζωων λόγω εισπνοής σπόρων Bacillus
anthracis, οι οποίες αποκαλύπτουν ότι η έναρξη αντιβιοτικών νωρίς μετά την έκθεση
αποτρέπει την εμφάνιση της νόσου, εάν η θεραπεία γίνεται μέχρι τη μείωση του αριθμού
των σπόρων στον οργανισμό στον οποίο χορηγείται η ειδική για τη λοίμωξη δόση. Η
συνιστώμενη χρήση στον άνθρωπο βασίζεται αρχικά στην in-vitro ευαισθησία και σε
δεδομένα δοκιμών σε ζώα μαζί με περιορισμένα δεδομένα ανθρώπων. Διάρκεια θεραπείας
δύο μηνών σε ενήλικες με από του στόματος σιπροφλοξασίνη χορηγούμενη στην ακόλουθη
δόση, 500 mg δύο φορές ημερησίως, θεωρείται αποτελεσματική για την πρόληψη της
λοίμωξης άνθρακα στον άνθρωπο. Ο θεράπων ιατρός πρέπει να ανατρέξει στα εθνικά ή/και
διεθνή έγγραφα σχετικά με τη θεραπεία του άνθρακα.
(2): Οι ανθεκτικοί στη μεθικιλλίνη S. aureus πολύ συχνά εκφράζουν συνδυασμένη αντίσταση
στις φθοριοκινολόνες. Το ποσοστό αντίστασης στη μεθικιλλίνη είναι γύρω στο 20 έως 50%
μεταξύ όλων των ειδών των σταφυλόκοκκων, και είναι συνήθως υψηλότερο σε
νοσοκομειακά απομονωθέντα στελέχη.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Μετά την από στόματος χορήγηση εφάπαξ δόσεων 250 mg, 500 mg και 750 mg δισκίων
σιπροφλοξασίνης, η σιπροφλοξασίνη απορροφάται ταχέως και εκτεταμένα, κυρίως από το λεπτό
έντερο, φθάνοντας σε μέγιστες συγκεντρώσεις ορού 1 - 2 ώρες αργότερα.
Εφάπαξ δόσεις 100-750 mg έδωσαν δοσο-εξαρτώμενες μέγιστες συγκεντρώσεις ορού (Cmax)
μεταξύ 0,56 και 3,7 mg/L. Οι συγκεντρώσεις ορού αυξάνονται αναλογικά με δόσεις μέχρι 1000 mg.
Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα είναι περίπου 70 - 80%.
Από του στόματος δόση 500 mg χορηγούμενη κάθε 12 ώρες καταδείχθηκε ότι παράγει μια περιοχή
κάτω από την καμπύλη (AUC) χρόνου συγκέντρωσης ορού ισοδύναμη με εκείνη που παράγεται
από ενδοφλέβια έγχυση 400 mg σιπροφλοξασίνης χορηγούμενη σε χρονική περίοδο 60 λεπτών
κάθε 12 ώρες.
Κατανομή
Η δέσμευση της σιπροφλοξασίνης με πρωτεΐνες είναι χαμηλή (20-30%). Η σιπροφλοξασίνη είναι
παρούσα στο πλάσμα κυρίως σε μη ιονισμένη μορφή και έχει μεγάλο όγκο κατανομής
σταθεροποιημένης κατάστασης 2 - 3 L/kg βάρους σώματος. Η σιπροφλοξασίνη φθάνει σε υψηλές
συγκεντρώσεις σε μια ποικιλία ιστών όπως στoν πνεύμονα (επιθηλιακό υγρό, κυψελιδικά
μακροφάγα, ιστός βιοψίας), στις παραρρινικές κοιλότητες, σε φλεγμονώδεις βλάβες (υγρό
φυσαλίδων από κανθαριδίνες) και στην ουρογεννητική οδός (ούρα, προστάτης, ενδομήτριο) όπου
επιτυγχάνονται συνολικές συγκεντρώσεις που υπερβαίνουν εκείνες των συγκεντρώσεων του
πλάσματος.
Βιομετατροπή
Αναφέρθηκαν χαμηλές συγκεντρώσεις τεσσάρων μεταβολιτών που ταυτοποιήθηκαν ως:
δεσαιθυλενο-σιπροφλοξασίνη (M 1), σουλφο-σιπροφλοξασίνη (M 2), οξο-σιπροφλοξασίνη (M 3)
και φορμυλο-σιπροφλοξασίνη (M 4). Οι μεταβολίτες εμφανίζουν in-vitro αντιμικροβιακή δράση,
αλλά σε χαμηλότερο βαθμό από τη μητρική ουσία.
Είναι γνωστό ότι η σιπροφλοξασίνη είναι μέτριος αναστολέας των ισοενζύμων CYP 450 1A2.
Απέκκριση
21
Η σιπροφλοξασίνη απεκκρίνεται αμετάβλητη σε μεγάλο βαθμό μέσω της νεφρικής οδού και, σε
μικρότερο βαθμό, μέσω των κοπράνων. Η ημίσεια ζωή απέκκρισης ορού σε άτομα με φυσιολογική
νεφρική λειτουργία είναι περίπου 4-7 ώρες.
Απέκκριση της σιπροφλοξασίνης (% της δόσης)
Από του στόματος χορήγηση
Ούρα Κόπρανα
Σιπροφλοξασίνη 44,7 25,0
Μεταβολίτες (M1-M4) 11,3 7,5
Η νεφρική κάθαρση κυμαίνεται μεταξύ 180-300 mL/kg/h και η ολική κάθαρση από το σώμα
κυμαίνεται μεταξύ 480-600 mL/kg/h. Η σιπροφλοξασίνη υπόκειται σε σπειραματική διήθηση και
σωληναριακή απέκκριση. Σοβαρά μειωμένη νεφρική λειτουργία οδηγεί σε αυξημένη ημίσεια ζωή
της σιπροφλοξασίνης έως και 12 ώρες.
Η μη νεφρική κάθαρση της σιπροφλοξασίνης οφείλεται κυρίως στην ενεργό διεντερική απέκκριση,
και στο μεταβολισμό. 1% της δόσης απεκκρίνεται μέσω της οδού των χοληφόρων. Η
σιπροφλοξασίνη είναι παρούσα στη χολή σε υψηλές συγκεντρώσεις.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Τα διαθέσιμα δεδομένα για την τεκμηρίωση των φαρμακοκινητικών ιδιοτήτων σε παιδιατρικούς
ασθενείς είναι περιορισμένα.
Σε μια μελέτη σε παιδιά, η C
max
και η AUC δεν ήταν εξαρτώμενες από την ηλικία (άνω του ενός
έτους). Δεν παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση στις C
max
και AUC με πολλαπλές δόσεις (10 mg/kg
τρεις φορές την ημέρα).
Σε 10 παιδιά με σοβαρή σηψαιμία, η C
max
ήταν 6,1 mg/L(εύρος 4,6 - 8,3 mg/L) μετά από
ενδοφλέβια έγχυση 1 ώρας σε 10 mg/kg για παιδιά ηλικίας κάτω του 1 έτους συγκριτικά με 7,2
mg/L (εύρος 4,7 - 11,8 mg/L) για παιδιά ηλικίας μεταξύ 1 και 5 ετών. Οι τιμές AUC ήταν 17,4
mg*h/L (εύρος 11,8 - 32,0 mg*h/L) και 16,5 mg*h/L (εύρος 11,0 - 23,8 mg*h/L) στις αντίστοιχες
ηλικιακές ομάδες.
Αυτές οι τιμές εμπίπτουν στο αναφερόμενο εύρος για τους ενήλικες στις θεραπευτικές δόσεις. Με
βάση τη φαρμακοκινητική ανάλυση σε παιδιατρικό πληθυσμό ασθενών με διάφορες λοιμώξεις, η
προβλεπόμενη μέση ημίσεια ζωή στα παιδιά είναι περί τις 4 - 5 ώρες και η βιοδιαθεσιμότητα του
πόσιμου εναιωρήματος κυμαίνεται από 50 έως 80%.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ειδικούς κινδύνους για τον άνθρωπο με βάση τις
συμβατικές μελέτες τοξικότητας εφάπαξ δόσης, τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων,
ενδεχόμενης καρκινογόνου δράσης ή τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα.
Όπως και άλλες κινολόνες, η σιπροφλοξασίνη είναι φωτοτοξική στα ζώα σε κλινικά σχετικά
επίπεδα έκθεσης. Δεδομένα για την ενδεχόμενη φωτομεταλλαξιογόνο / φωτοκαρκινογόνο δράση
δείχνουν χαμηλή φωτομεταλλαξιογόνο ή φωτοογκογόνο δράση της σιπροφλοξασίνης σε in-vitro
πειράματα και σε πειράματα σε ζώα. Αυτή η δράση ήταν συγκρίσιμη με εκείνη άλλων αναστολέων
της γυράσης.
Ανοχή από τις αρθρώσεις:
Όπως αναφέρθηκε για άλλους αναστολείς της γυράσης, η σιπροφλοξασίνη προκαλεί βλάβη στις
μεγάλες φέρουσες το βάρος αρθρώσεις σε ανώριμα ζώα. Η έκταση της βλάβης στους χόνδρους
ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία, το είδος και τη δόση και μπορεί να μειωθεί εάν αφαιρεθεί το
βάρος από τις αρθρώσεις. Μελέτες σε ώριμα ζώα (αρουραίος, σκύλος) δεν αποκάλυψαν σημεία
22
βλαβών στους χόνδρους. Σε μια μελέτη σε νεαρούς σκύλους beagle, η σιπροφλοξασίνη προκάλεσε
σοβαρές μεταβολές στις αρθρώσεις σε θεραπευτικές δόσεις μετά από δύο εβδομάδες θεραπείας, οι
οποίες μπορούσαν να παρατηρηθούν ακόμη και μετά από 5 μήνες.
6 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
1.3.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας δισκίου
κυτταρίνη μικροκρυσταλλική
άμυλο αραβοσίτου
κροσποβιδόνη
άμυλο,
προζελατινοποιημένο
πυριτίου οξείδιο, κολλοειδές, άνυδρο
μαγνήσιο στεατικό
Επικάλυψη λεπτού υμενίου
υπρομελλόζη
τιτανίου διοξείδιο (E 171)
πολυδεξτρόζη (γλυκόζη και σορβιτόλη)
γλυκερόλη τριοξική
πολυαιθυλενογλυκόλη 8000
1.3.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
1.3.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια
1.3.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν αυτό..
1.3.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κυψέλες (blisters) από PVDC/PVC/φύλλο αλουμινίου, συσκευασμένες σε χάρτινο κουτί: 1, 6, 8,
10, 12, 14, 16, 20, 100 και 120 δισκία
Περιέκτες από πολυπροπυλένιο (PP) με πώματα από πολυαιθυλένιο (PE) (με προαιρετικό
πληρωτικό μέσο από PE): 6, 10, 12, 14, 16, 20, 100 και 120 δισκία
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
1.3.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
23
1.4 ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Δικαιούχος Προϊόντος: Generics UK Ltd., Station Close, Potters Bar, Herts, EN6 1TL, UK
Κάτοχος Άδειας Κυκλοφορίας : Generics Pharma Hellas ΕΠΕ, Λ. Βουλιαγμένης 577
Α
, 164 51,
Αργυρούπολη, Τηλ: 210 9936410
1.5 ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΟΛΦΟΡΙΑΣ
Ciprofloxacin/Generics 750mg: 63343/05/29-11-2006
1.6 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10-03-2005/29-11-2006
1.7 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
24