Επειδή η βιοδιαθεσιμότητα της ιτρακοναζόλης και της υδροξυ-ιτρακοναζόλης ήταν μειωμένη σε
αυτές τις μελέτες, σε τέτοια έκταση, ώστε η αποτελεσματικότητα μπορεί να είναι σημαντικά
ελαττωμένη, ο συνδυασμός της ιτρακοναζόλης με αυτούς τους ισχυρούς ενζυμικούς αναστολείς δεν
συνιστάται. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα επίσημα κλινικά στοιχεία για άλλους ενζυμικούς επαγωγείς
όπως, η καρβαμαζεπίνη, φαινοβαρβιτάλη και η ισονιαζίδη, αλλά παρόμοιες δράσεις πρέπει να
αναμένονται.
Επειδή η ιτρακοναζόλη μεταβολίζεται κυρίως διαμέσου του CYP3A4, ισχυροί αναστολείς αυτού του
ενζύμου μπορεί να αυξήσουν την βιοδιαθεσιμότητα της ιτρακοναζόλης. Παραδείγματα είναι:
ριτοναβίρη, ινδιναβίρη, κλαριθρομυκίνη, και ερυθρομυκίνη.
2. Επίδραση της ιτρακοναζόλης στον μεταβολισμό άλλων φαρμάκων:
2.1 Η ιτρακοναζόλη μπορεί να αναστείλει τον μεταβολισμό φαρμάκων που μεταβολίζονται μέσω της
οδού του κυτοχρώματος 3Α. Αυτό μπορεί να προκαλέσει αύξηση ή/και παράταση της δράσης
συμπεριλαμβανομένων και των παρενεργειών τους. Μετά τη λήξη της θεραπείας, τα επίπεδα
πλάσματος της ιτρακοναζόλης ελαττώνονται σταδιακά, γεγονός που εξαρτάται από τη δόση και τη
διάρκεια της θεραπείας (βλέπε παράγραφο 5.2. «Φαρμακοκινητικές ιδιότητες»). Αυτό πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη όταν εξετάζεται η ανασταλτική δράση της ιτρακοναζόλης σε συγχορηγούμενα
φάρμακα.
Παραδείγματα είναι:
• Φάρμακα των οποίων η χορήγηση αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
ιτρακοναζόλη:
Τερφεναδίνη, αστεμιζόλη, μιζολαστίνη, σιζαπρίδη, τριαζολάμη και από του στόματος χορηγούμενη
μιδαζολάμη, δοφετιλίδη, κινιδίνη, πιμοζίδη, και μεταβολιζόμενοι από το CYP3A4 αναστολείς της
HMG-CoA αναγωγάσης (ρεδουκτάσης), όπως η σιμβαστατίνη και η λοβαστατίνη.
Σε ταυτόχρονη χορήγηση ιτρακοναζόλης και τερφεναδίνης ή αστεμιζόλης ή πιμοζίδης ή σιζαπρίδης
έχουν περιγραφεί σοβαρά καρδιαγγειακά συμπτώματα και θάνατος. Η ταυτόχρονη χορήγηση
αζολών όπως η ιτρακοναζόλη και σιζαπρίδης μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης διαταραχών
του καρδιακού ρυθμού (επιμήκυνση του QT διαστήματος, κοιλιακές αρρυθμίες, torsade de pointes).
• Φάρμακα των οποίων τα επίπεδα πλάσματος, οι επιδράσεις και οι ανεπιθύμητες ενέργειες πρέπει
να παρακολουθούνται. Η δοσολογία τους, αν συγχορηγούνται με ιτρακοναζόλη, πρέπει να
ελαττώνεται, αν κριθεί αναγκαίο.
-Αντιπηκτικά που χορηγούνται από το στόμα
-Αντιδιαβητικά από το στόμα. Έχει αναφερθεί σοβαρή υπογλυκαιμία σε ταυτόχρονη χορήγησή τους
με αντιμυκητιασικά από το στόμα. Σε περίπτωση συγχορήγησης απαιτείται προσεκτική
παρακολούθηση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα.
-Αναστολείς της HIV πρωτεάσης, όπως η ριτοναβίρη, ινδιναβίρη, σακουιναβίρη.
-Ορισμένα αντινεοπλασματικά φάρμακα όπως τα αλκαλοειδή της Vinca, βουσουλφάνη, δοσεταξέλη
και τριμετρεξάτη.
-Μεταβολιζόμενοι από το CYP3A4 Αναστολείς των διάυλων Ασβεστίου όπως της ομάδας των
διυδροπυριδινών και βεραπαμίλη. Οι αναστολείς διαύλων ασβεστίου μπορεί να έχουν αρνητική
ινοτρόπο δράση, η οποία μπορεί να προστίθεται σε αυτή της ιτρακοναζόλης. Η ιτρακοναζόλη μπορεί
να αναστείλει το μεταβολισμό των αναστολέων διαύλων ασβεστίου. Για το λόγο αυτό, χρειάζεται
προσοχή κατά τη συγχορήγηση ιτρακοναζόλης και αναστολέων διαύλων ασβεστίου.
-Ορισμένα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα: κυκλοσπορίνη, τακρόλιμους, ραπαμυκίνη (επίσης γνωστή
ως σιρόλιμους).
-Άλλα: διγοξίνη, καρβαμαζεπίνη, βουσπιρόνη, αλφαιντανύλη, αλπραζολάμη, βρωτιζολάμη,
μιδαζολάμη χορηγούμενη ενδοφλέβια, ριφαβουτίνη, μεθυπρεδνιζολόνη, εμπαστίνη, ρεμποξετίνη.
Εάν η μιδαζολάμη χορηγείται ενδοφλεβίως, απαιτείται ιδιαίτερη μέριμνα, μια και η ηρεμιστική
δράση μπορεί να παραταθεί.