ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
QUINAPRIL/GENERICS 20 mg Επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 20 mg κιναπρίλης (ως κιναπρίλη υδροχλωρική).
Έκδοχo με γνωστές δράσεις:
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο των 20 mg περιέχει 96,3 mg λακτόζης μονοϋδρικής.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο.
Μπεζ χρώματος, στρογγυλά, με χαραγή και στις δύο όψεις, με την ένδειξη «QP/20» στη μια όψη και
«G» στην άλλη.
Tα δισκία 20 mg δεν σπάζονται.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Ιδιοπαθής υπέρταση
Για τη θεραπεία όλων των βαθμών ιδιοπαθούς υπέρτασης. To QUINAPRIL/GENERICS είναι
αποτελεσματικό είτε ως μονοθεραπεία είτε χορηγούμενο σε συνδυασμό με διουρητικά σε ασθενείς με
υπέρταση.
Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
Για τη θεραπεία της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας όταν χορηγείται σε συνδυασμό με ένα
διουρητικό και/ή με καρδιακές γλυκοσίδες. Η έναρξη της θεραπείας συμφορητικής καρδιακής
ανεπάρκειας με QUINAPRIL/GENERICS πρέπει να γίνεται πάντα υπό στενή ιατρική
παρακολούθηση.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Για από του στόματος χρήση.
Για τα διάφορα δοσολογικά σχήματα διατίθενται δισκία QUINAPRIL/GENERICS στις κατάλληλες
περιεκτικότητες.
Ενήλικες
Ιδιοπαθής υπέρταση
Μονοθεραπεία: Η συνιστώμενη αρχική δόση στη μη επιπλεγμένη υπέρταση είναι 10 mg άπαξ
ημερησίως. Ανάλογα με την κλινική απόκριση των ασθενών, η δόση μπορεί να αυξηθεί (με
διπλασιασμό της δόσης, αφήνοντας επαρκή χρόνο για ρύθμιση της δόσης) σε δόση συντήρησης των
20 έως 40 mg/ημέρα χορηγούμενη εφάπαξ ή διαιρεμένη σε δύο δόσεις.
1
Στους περισσότερους ασθενείς ο μακροχρόνιος έλεγχος διατηρείται με εφάπαξ ημερήσιο δοσολογικό
σχήμα. Η συνήθης μέγιστη δόση συντήρησης είναι 40 mg/ημέρα, ωστόσο σε ορισμένους ασθενείς
έχουν χορηγηθεί δόσεις έως 80 mg/ημέρα.
Ταυτόχρονη χορήγηση διουρητικών: Δύναται να εμφανιστεί συμπτωματική υπόταση κατά την έναρξη
θεραπείας με κιναπρίλη. Αυτό είναι πιθανότερο σε ασθενείς που λαμβάνουν συγχρόνως διουρητικά.
Για το λόγο αυτό συνιστάται προσοχή, επειδή οι ασθενείς αυτοί μπορεί να έχουν μειωμένο όγκο
αίματος και/ή άλατος. Εάν είναι δυνατόν, το διουρητικό πρέπει να διακόπτεται 2-3 ημέρες πριν την
έναρξη της θεραπείας με κιναπρίλη. Για να ελεγχθεί η περίπτωση της σοβαρής υπότασης σε ασθενείς
που ήδη λαμβάνουν διουρητικό, συνιστάται αρχική δόση 2,5 mg κιναπρίλης. Στη συνέχεια η δόση του
QUINAPRIL/GENERICS πρέπει να μεταβάλλεται (επιτρέποντας επαρκή χρόνο για τη ρύθμιση της
δόσης) μέχρι να επιτευχθεί η βέλτιστη απόκριση (βλ. παράγραφο 4.5).
Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
Συνιστάται εφάπαξ αρχική δόση 2,5 mg, έτσι ώστε να παρακολουθούνται προσεκτικά οι ασθενείς για
εμφάνιση συμπτωματικής υπότασης. Στη συνέχεια, η δόση ρυθμίζεται (αφήνοντας επαρκή χρόνο για
ρύθμιση της δόσης) μέχρι να επιτευχθεί αποτελεσματική δοσολογία (έως 40 mg/ημέρα) χορηγούμενη
σε 1-2 δόσεις ταυτόχρονα με θεραπεία με διουρητικά και/ή καρδιακές γλυκοσίδες. Συνήθως οι
ασθενείς συντηρούνται αποτελεσματικά με δόσεις των 10-20 mg/ημερησίως, χορηγούμενες σε 1-
2 δόσεις μαζί με την ταυτόχρονη θεραπεία. Δεν πρέπει να γίνεται υπέρβαση της μέγιστης δόσης των
40 mg/ημέρα.
Σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια
Στη θεραπεία σοβαρής ή ασταθούς συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, το
QUINAPRIL/GENERICS θα πρέπει πάντα να ξεκινά ενδονοσοκομειακά υπό στενή ιατρική
παρακολούθηση.
Άλλοι ασθενείς που μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο και θα πρέπει να
ξεκινήσουν την αγωγή ενδονοσοκομειακά περιλαμβάνουν: ασθενείς που λαμβάνουν υψηλές δόσεις
διουρητικών της αγκύλης (π.χ. > 80 mg φουροσεμίδη) ή πολλαπλή διουρητική θεραπεία, έχουν
υποογκαιμία, υπονατριαιμία, (νάτριο ορού < 130 mgEq/l) ή συστολική αρτηριακή πίεση < 90 mm Hg,
ή λαμβάνουν υψηλές δόσεις αγγειοδιασταλτικής θεραπείας, έχουν κρεατινίνη ορού > 150 µmol/l ή
ηλικία 70 ετών και άνω.
Ηλικιωμένοι
Σε ηλικιωμένους ασθενείς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η νεφρική λειτουργία τείνει να μειωθεί με
την ηλικία. Στην ιδιοπαθή υπέρταση συνιστάται αρχική δόση 2,5 mg, η οποία στη συνέχεια ρυθμίζεται
μέχρι την επίτευξη επιθυμητής απόκρισης.
Νεφρική δυσλειτουργία
Η αρχική δόση της κιναπρίλης πρέπει να μειώνεται σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία,
καθώς η συγκέντρωση της κιναπριλάτης στο πλάσμα αυξάνεται όσο ελαττώνεται η κάθαρση
κρεατινίνης. Συνιστώνται οι ακόλουθες αρχικές δόσεις:
Κάθαρση κρεατινίνης (ml/min) Μέγιστη συνιστώμενη αρχική ημερήσια
δοσολογία (mg)
>60 10
30-60 5
10-30 2,5
<10 Ανεπαρκής εμπειρία
Παιδιατρικός πληθυσμός
Τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα δεδομένα περιγράφονται στις παραγράφους 5.1 και 5.2 χωρίς όμως να
μπορεί να γίνει κάποια δοσολογική σύσταση.
2
Τρόπος χορήγησης
Μπορεί να ληφθεί συνοδεία ή όχι τροφής. Η δόση πρέπει να λαμβάνεται περίπου την ίδια ώρα της
ημέρας για να είναι καλύτερη η συμμόρφωση στη θεραπεία.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία, ή σε κάποιο από τα έκδοχα (αναφέρονται στην παράγραφο 6.1).
Κύηση: To QUINAPRIL/GENERICS αντενδείκνυται στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης (βλ.
παραγράφους 4.4 και 4.6).
To QUINAPRIL/GENERICS αντενδείκνυται σε ασθενείς με ιστορικό αγγειοοιδήματος σχετιζόμενο
με προηγούμενη θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ.
To QUINAPRIL/GENERICS αντενδείκνυται σε ασθενείς με κληρονομικό ή ιδιοπαθές
αγγειονευρωτικό οίδημα.
Το QUINAPRIL/GENERICS δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με δυναμική απόφραξη
του χώρου εξόδου της αριστεράς κοιλίας.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Το QUINAPRIL/GENERICS θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε επιλεγμένους ασθενείς με
αορτική στένωση.
Αντιδράσεις ευαισθησίας
Μπορεί να σημειωθούν αντιδράσεις ευαισθησίας σε ασθενείς με ή χωρίς ιστορικό αλλεργίας ή
βρογχικού άσθματος π.χ. πορφύρα, φωτοευαισθησία, κνίδωση, νεκρωτική αγγειίτιδα, αναπνευστική
δυσχέρεια συμπεριλαμβανομένων πνευμονίτιδας και πνευμονικού οιδήματος, αναφυλακτικές
αντιδράσεις.
Συμπτωματική υπόταση
Η συμπτωματική υπόταση εμφανίζεται σπάνια σε ανεπίπλεκτους υπερτασικούς ασθενείς. Σε
υπερτασικούς ασθενείς που λαμβάνουν κιναπρίλη, η υπόταση είναι πιθανότερο να εμφανιστεί εάν ο
ασθενής είναι υποογκαιμικός λόγω π.χ. διουρητικής θεραπείας, διαιτητικού περιορισμού άλατος,
αιμοδιύλισης, διάρροιας ή εμέτου, ή εάν πάσχει από σοβαρή υπέρταση που εξαρτάται από το σύστημα
ρενίνης (βλ. παραγράφους 4.5 και 4.8).
Εάν εμφανιστεί συμπτωματική υπόταση, ο ασθενής θα πρέπει να τοποθετηθεί σε ύπτια θέση και εάν
απαιτείται, θα πρέπει να του χορηγηθεί μία ενδοφλέβια έγχυση φυσιολογικού ορού. Η παροδική
υποτασική ανταπόκριση δεν είναι αντένδειξη για περαιτέρω δόσεις. Εάν σημειωθεί αυτό το συμβάν
θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο χορήγησης χαμηλότερων δόσεων κιναπρίλης.
Σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια που διατρέχουν κίνδυνο σοβαρής υπότασης, η
θεραπεία με κιναπρίλη πρέπει να ξεκινά στη συνιστώμενη δόση υπό στενή ιατρική παρακολούθηση.
Οι ασθενείς αυτοί θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για τις πρώτες δύο εβδομάδες της θεραπείας
και όποτε αυξάνεται η δόση της κιναπρίλης. Αντίστοιχες προφυλάξεις ισχύουν για τους ασθενείς με
ισχαιμική καρδιακή ή αγγειοεγκεφαλική νόσο στους οποίους η υπερβολική πτώση της αρτηριακής
πίεσης θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειοεγκεφαλικό επεισόδιο.
Διαταραχές της νεφρικής λειτουργίας συμπεριλαμβανομένης της στένωσης της νεφρικής αρτηρίας
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια θα πρέπει να παρακολουθείται η νεφρική λειτουργία κατά τη
διάρκεια της θεραπείας, κατά την ένδειξη, ωστόσο, στην πλειονότητα των ασθενών, η νεφρική
λειτουργία δεν πρόκειται να μεταβληθεί ή πρόκειται να βελτιωθεί.
3
Ο χρόνος ημίσειας ζωής της κιναπριλάτης παρατείνεται με την πτώση της κάθαρσης της κρεατινίνης.
Οι ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης <60 ml/min χρειάζονται χαμηλότερη αρχική δόση κιναπρίλης
(βλ. παράγραφο 4.2). Η δόση σε αυτούς τους ασθενείς θα πρέπει να ρυθμίζεται προς τα πάνω με βάση
τη θεραπευτική ανταπόκριση και η νεφρική λειτουργία τους θα πρέπει να παρακολουθείται στενά,
παρόλο που οι αρχικές μελέτες δεν υποδηλώνουν πως η κιναπρίλη προκαλεί περαιτέρω έκπτωση της
νεφρικής λειτουργίας.
Ως συνέπεια της αναστολής του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, είναι
αναμενόμενες μεταβολές στη νεφρική λειτουργία σε άτομα με ευαισθησία. Στους ασθενείς με σοβαρή
καρδιακή ανεπάρκεια στους οποίους η νεφρική λειτουργία ενδέχεται να εξαρτάται από τη
δραστηριότητα του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, η θεραπεία με την κιναπρίλη
μπορεί να συνδέεται με ολιγουρία και/ή προοδευτική αζωθαιμία, και σπάνια με οξεία νεφρική
ανεπάρκεια και/ή θάνατο.
Κατά τις κλινικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε υπερτασικούς ασθενείς με μονόπλευρη ή
αμφοτερόπλευρη στένωση της νεφρικής αρτηρίας, σε μερικούς ασθενείς παρατηρήθηκαν αυξήσεις
του αζώτου ουρίας αίματος και της κρεατινίνης ορού έπειτα από θεραπεία αναστολέα ΜΕΑ. Οι
αυξήσεις αυτές ήταν σχεδόν πάντα αναστρέψιμες με τη διακοπή της θεραπείας του αναστολέα ΜΕΑ
και/ή του διουρητικού. Σε αυτούς τους ασθενείς, θα πρέπει να παρακολουθείται η νεφρική λειτουργία
κατά τη διάρκεια των πρώτων λίγων εβδομάδων της θεραπείας.
Ορισμένοι ασθενείς με υπέρταση ή καρδιακή ανεπάρκεια χωρίς εμφανή προϋπάρχουσα νεφρική νόσο,
εμφάνισαν αυξήσεις (>1,25 φορές το ανώτατο φυσιολογικό όριο) του αζώτου ουρίας του αίματος και
της κρεατινίνης του ορού, συνήθως χαμηλές και παροδικές, ειδικά όταν η κιναπρίλη χορηγείτο
συγχρόνως με ένα διουρητικό. Έχουν παρατηρηθεί αυξήσεις του αζώτου ουρίας του αίματος και της
κρεατινίνης ορού σε ποσοστό 2% και 2%, αντίστοιχα των υπερτασικών ασθενών υπό μονοθεραπεία
με κιναπρίλη και σε ποσοστό 4% και 3%, αντίστοιχα των υπερτασικών ασθενών υπό αγωγή
κιναπρίλης/HCTZ. Αυτές οι αυξήσεις είναι πιθανότερο να συμβούν σε ασθενείς με προϋπάρχουσα
νεφρική δυσλειτουργία. Είναι πιθανό να χρειάζεται μείωση και/ή διακοπή ενός διουρητικού και/ή της
κιναπρίλης.
Δεν υπάρχει επαρκής εμπειρία σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης
< 10 ml/min). Για το λόγο αυτό, η θεραπεία δεν συνιστάται σ' αυτούς τους ασθενείς.
Μεταμόσχευση νεφρού
Δεν υπάρχει εμπειρία σχετικά με τη χορήγηση κιναπρίλης σε ασθενείς με πρόσφατη μεταμόσχευση
νεφρού. Για το λόγο αυτό, η θεραπεία με κιναπρίλη δεν συνιστάται.
Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις
Αιμοκαθαιρούμενοι ασθενείς
Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις είναι πολύ πιθανό να σημειωθούν σε ασθενείς που υποβάλλονται σε
αιμοδιύλιση με υψηλής ροής μεμβράνες πολυακρυλονιτριλίου («AN69») και ταυτόχρονα
υποβάλλονται σε αγωγή με αναστολείς ΜΕΑ. Ο συγκεκριμένος συνδυασμός θα πρέπει συνεπώς να
αποφεύγεται, μέσω χρήσης είτε εναλλακτικών αντιυπερτασικών φαρμάκων ή εναλλακτικών
μεμβρανών αιμοδιάλυσης.
Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις κατά τη διάρκεια λιπιδιοαφαίρεσης (LDL)
Οι ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς ΜΕΑ κατά τη διάρκεια LDL-αφαίρεσης με θειϊκή δεξτράνη
εμφάνισαν αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις, απειλητικές για τη ζωή. Οι αντιδράσεις αυτές
αποφεύχθηκαν με παροδική διακοπή της θεραπείας με αναστολέα ΜΕΑ πριν από κάθε αφαίρεση. Για
το λόγο αυτό η συγκεκριμένη μέθοδος δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς υπό αγωγή με
αναστολείς ΜΕΑ.
Απευαισθητοποίηση
Οι ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς ΜΕΑ κατά τη διάρκεια θεραπείας απευαισθητοποίησης με
δηλητήριο υμενοπτέρων έχουν παρουσιάσει εμμένουσες απειλητικές για τη ζωή αναφυλακτοειδείς
αντιδράσεις. Στους ίδιους ασθενείς, οι αντιδράσεις αυτές αποφεύχθηκαν όταν διακόπηκε προσωρινά η
4
θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ, αλλά επανεμφανίστηκαν μετά από ακούσια επαναπρόκληση.
Αγγειοοίδημα
Σε ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης,
συμπεριλαμβανομένης της κιναπρίλης, έχει αναφερθεί αγγειοοίδημα. Εάν εμφανιστεί λαρυγγικός
συριγμός ή αγγειοοίδημα του προσώπου, της γλώσσας ή της γλωττίδας, η θεραπεία θα πρέπει να
διακόπτεται άμεσα, ο ασθενής να αντιμετωπίζεται κατάλληλα σύμφωνα με την αποδεκτή κλινική
πρακτική και να παρακολουθείται με προσοχή μέχρις ότου υποχωρήσει το οίδημα. Σε περιπτώσεις
κατά τις οποίες το οίδημα περιορίζεται στο πρόσωπο και στα χείλη, η κατάσταση υποχωρεί γενικά
χωρίς θεραπεία· τα αντιισταμινικά μπορεί να είναι χρήσιμα στην ανακούφιση των συμπτωμάτων. Το
αγγειοοίδημα που συνδέεται με συμμετοχή του λάρυγγα μπορεί να είναι θανατηφόρο. Όπου υπάρχει
συμμετοχή της γλώσσας, της γλωττίδας ή του λάρυγγα με πιθανότητα να προκληθεί απόφραξη των
αεραγωγών θα πρέπει να χορηγείται άμεσα η κατάλληλη θεραπεία π.χ., υποδόρια χορηγούμενο
διάλυμα αδρεναλίνης 1:1000 (0,3 έως 0,5 ml).
Ασθενείς με ιστορικό αγγειοοιδήματος που δεν σχετίζεται με θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ, μπορεί
να έχουν αυξημένο κίνδυνο αγγειοοιδήματος κατά την χορήγηση αναστολέων ΜΕΑ (βλ. παράγραφο
4.3).
Εντερικό αγγειοοίδημα:
Εντερικό αγγειοοίδημα έχει αναφερθεί σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ. Στους
ασθενείς αυτούς εμφανίστηκε κοιλιακό άλγος (με ή χωρίς ναυτία ή έμετο), ενώ σε μερικές
περιπτώσεις δεν υπήρχε προηγούμενο ιστορικό αγγειοοιδήματος του προσώπου και τα επίπεδα της
C-1 εστεράσης ήταν φυσιολογικά. Το αγγειοοίδημα διαγνώστηκε με διαδικασίες που περιελάμβαναν
CT κοιλίας ή υπέρηχο ή χειρουργικά και τα συμπτώματα υποχώρησαν έπειτα από τη διακοπή του
αναστολέα ΜΕΑ. Η διαφορική διάγνωση ασθενών που λαμβάνουν θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ και
παρουσιάζουν κοιλιακό άλγος θα πρέπει να περιλαμβάνει το εντερικό αγγειοοίδημα.
Μειωμένη ηπατική λειτουργία
Όταν η κιναπρίλη συνδυάζεται με ένα διουρητικό θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε
ασθενείς με μειωμένη ηπατική λειτουργία ή εξελισσόμενη ηπατική νόσο, καθώς οι ήπιες μεταβολές
στο ισοζύγιο υγρών και ηλεκτρολυτών μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ηπατικό κώμα. Ο
μεταβολισμός της κιναπρίλης προς την κιναπριλάτη εξαρτάται φυσιολογικά από την ηπατική
εστεράση. Οι συγκεντρώσεις της κιναπριλάτης είναι μειωμένες στους ασθενείς με αλκοολική κίρωση
λόγω μείωσης της αποεστεροποίησης της κιναπρίλης.
Οι αναστολείς ΜΕΑ έχουν σχετισθεί, σπάνια, με ένα σύνδρομο που ξεκινά ως ένας χολοστατικός
ίκτερος και εξελίσσεται σε μία κεραυνοβόλο ηπατική νέκρωση (ορισμένες φορές με μοιραία
κατάληξη). Οι ασθενείς που ενώ λαμβάνουν θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ εμφανίζουν ίκτερο ή
σαφώς αυξημένα επίπεδα ηπατικών ενζύμων, πρέπει να διακόπτουν τη λήψη της κιναπρίλης και να
έχουν κατάλληλη ιατρική παρακολούθηση.
Ουδετεροπενία/ Ακοκκιοκυττάρωση
Σε ασθενείς με μη επιπλεγμένη υπέρταση που λαμβάνουν αναστολείς ΜΕΑ έχουν αναφερθεί σπάνια
ακοκκιοκυττάρωση και μυελοκαταστολή, με μεγαλύτερη συχνότητα όμως σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία, ιδιαίτερα εάν συνυπάρχει αγγειακή νόσος του κολλαγόνου.
Η ακοκκιοκυττάρωση έχει αναφερθεί σπάνια κατά τη διάρκεια της θεραπείας με κιναπρίλη. Θα πρέπει
να εξετάζεται το ενδεχόμενο παρακολούθησης των επιπέδων των λευκοκυττάρων στο αίμα σε
ασθενείς με αγγειακή νόσο του κολλαγόνου και/ή νεφρική νόσο.
Φυλετικές διαφορές
Σε μαύρους ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία αναστολέα ΜΕΑ έχει αναφερθεί υψηλότερη επίπτωση
αγγειοοιδήματος συγκριτικά με τους μη-μαύρους ασθενείς. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως σε
ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές, οι αναστολείς ΜΕΑ έχουν μικρότερη επίδραση στην αρτηριακή πίεση
στους μαύρους ασθενείς απ’ ότι σε μη-μαύρους.
5
Βήχας
Κατά τη διάρκεια χρήσης αναστολέων ΜΕΑ έχει αναφερθεί βήχας. Χαρακτηριστικά, ο βήχας είναι μη
παραγωγικός, επίμονος και εξαφανίζεται μετά τη διακοπή της θεραπείας. Ο βήχας που προκαλείται
από αναστολείς ΜΕΑ πρέπει να θεωρείται σαν μέρος της διαφορικής διάγνωσης του βήχα.
Χειρουργική/ Αναισθησία
Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε σοβαρή χειρουργική επέμβαση ή κατά τη διάρκεια αναισθησίας με
παράγοντες που προκαλούν υπόταση, η κιναπρίλη μπορεί να εμποδίσει το σχηματισμό αγγειοτασίνης
II μετά την αντισταθμιστική απελευθέρωση της ρενίνης. Εάν εμφανιστεί υπόταση και θεωρηθεί ότι
οφείλεται σε αυτόν το μηχανισμό, μπορεί να διορθωθεί με αύξηση του όγκου αίματος (βλ. παράγραφο
4.5).
Υπερκαλιαιμία και καλιοσυντηρητικά διουρητικά
Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε μονοθεραπεία με κιναπρίλη μπορεί να έχουν αυξημένα επίπεδα
καλίου στον ορό. Όταν χορηγείται ταυτόχρονα, η κιναπρίλη μπορεί να μειώσει την υποκαλιαιμία που
προκαλείται από τα θειαζιδικά διουρητικά. Επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να ευνοηθεί περαιτέρω η
αύξηση του καλίου στον ορό, συνιστάται να επιδεικνύεται προσοχή κατά την έναρξη συνδυασμένης
θεραπείας με καλιοσυντηρητικά διουρητικά και να παρακολουθούνται στενά τα επίπεδα καλίου στον
ορό του ασθενούς (βλ. Υπόταση παραπάνω και παράγραφο 4.5).
Διαβητικοί ασθενείς
Στους διαβητικούς ασθενείς οι αναστολείς ΜΕΑ δύναται να αυξήσουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη
και έχουν συσχετισθεί με υπογλυκαιμία σε ασθενείς που λαμβάνουν από του στόματος
αντιδιαβητικούς παράγοντες ή ινσουλίνη. Ο γλυκαιμικός έλεγχος πρέπει να παρακολουθείται στενά
ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα θεραπείας με αναστολείς ΜΕΑ (βλ. παράγραφο 4.5).
Κύηση
Δεν θα πρέπει να ξεκινάει θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ κατά τη διάρκεια της κύησης. Σε περίπτωση
που η συνέχιση της θεραπείας με αναστολέα ΜΕΑ θεωρείται αναγκαία, ασθενείς που σχεδιάζουν
εγκυμοσύνη θα πρέπει να αλλάξουν αντιυπερτασική θεραπεία με κάποια άλλη η οποία να έχει
αναγνωρισμένο προφίλ ασφαλείας για χρήση του φαρμάκου κατά την κύηση, εκτός εάν η συνέχιση
της θεραπείας με αναστολέα ΜΕΑ θεωρείται απολύτως αναγκαία. Εάν διαπιστωθεί εγκυμοσύνη κατά
τη χρήση του φαρμάκου, η θεραπεία με αναστολέα ΜΕΑ θα πρέπει να διακοπεί άμεσα και αν
απαιτείται, θα πρέπει να ξεκινήσει κάποια εναλλακτική θεραπεία (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.6).
Λακτόζη μονοϋδρική
Tα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία QUINAPRIL/GENERICS περιέχουν λακτόζη μονοϋδρική.
Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, ανεπάρκειας Lapp
λακτάσης ή δυσαπορρόφησης γλυκόζης-γαλακτόζης, δεν πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Τετρακυκλίνη και άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που αλληλεπιδρούν με μαγνήσιο:
Λόγω της παρουσίας ανθρακικού μαγνησίου στο σκεύασμα, έχει αποδειχτεί σε υγιείς εθελοντές ότι η
κιναπρίλη, χορηγούμενη ταυτόχρονα με τετρακυκλίνη, μειώνει την απορρόφηση της τελευταίας κατά
28-37%. Αυτή η αλληλεπίδραση θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ταυτόχρονη
συνταγογράφηση κιναπρίλης και τετρακυκλίνης.
Ταυτόχρονη θεραπεία με διουρητικά
Οι ασθενείς που λαμβάνουν διουρητικά, ιδιαίτερα εκείνοι που άρχισαν πρόσφατα θεραπεία με
διουρητικά, μπορεί να παρουσιάσουν περιστασιακά υπερβολική μείωση της αρτηριακής πίεσης μετά
την έναρξη της θεραπείας με κιναπρίλη. Οι υποτασικές δράσεις μετά την πρώτη δόση της κιναπρίλης
μπορεί να ελαχιστοποιηθούν αποτελεσματικά είτε με διακοπή του διουρητικού είτε με αύξηση της
λήψης άλατος πριν τη χορήγηση της αρχικής δόσης κιναπρίλης. Αν η διακοπή του διουρητικού δεν
6
είναι δυνατή, ο ασθενής πρέπει να παρακολουθηθεί ιατρικά μέχρι και δύο ώρες μετά τη χορήγηση της
αρχικής δόσης (βλ. παραγράφους 4.2 και 4.4).
Παράγοντες που αυξάνουν το κάλιο ορού
Η κιναπρίλη είναι ένας αναστολέας του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης, ικανός να μειώσει
τα επίπεδα της αλδοστερόνης, που με τη σειρά του μπορεί να προκαλέσει ελαφρά αύξηση του καλίου
του ορού. Η ταυτόχρονη θεραπεία με καλιοσυντηρητικά διουρητικά, συμπληρώματα καλίου ή άλατα
καλίου πρέπει να γίνεται με προσοχή και με την κατάλληλη παρακολούθηση του καλίου του ορού.
Όταν χορηγούνται ταυτόχρονα, η κιναπρίλη μειώνει την υποκαλιαιμία που προκαλείται από τα
θειαζιδικά διουρητικά.
Χειρουργική / Αναισθησία
Αν και δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία ότι η κιναπρίλη αλληλεπιδρά με αναισθητικούς παράγοντες,
που προκαλούν υπόταση, χρειάζεται προσοχή σε ασθενείς που υποβάλλονται σε σοβαρή χειρουργική
επέμβαση ή αναισθησία, καθώς έχει αποδειχθεί ότι οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της
αγγειοτασίνης εμποδίζουν το σχηματισμό αγγειοτασίνης II μετά την αντισταθμιστική απελευθέρωση
της ρενίνης. Αυτό ενδέχεται να οδηγήσει σε υπόταση, η οποία μπορεί να ελεγχθεί με αύξηση του
όγκου του κυκλοφορούντος αίματος (βλ. παράγραφο 4.4).
Λίθιο
Έχουν αναφερθεί αυξημένα επίπεδα λιθίου στον ορό και συμπτώματα τοξικότητας από λίθιο σε
ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα λίθιο και θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ, λόγω της απώλειας
νατρίου που προκαλούν αυτοί οι παράγοντες. Η ταυτόχρονη χορήγηση κιναπρίλης και λιθίου πρέπει
να γίνεται με προσοχή και συνιστάται η συχνή παρακολούθηση των επιπέδων του λιθίου στον ορό. Αν
χρησιμοποιείται και διουρητικό, ο κίνδυνος τοξικότητας από λίθιο ενδέχεται να αυξηθεί.
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα:
Σε ορισμένους ασθενείς, η χορήγηση ενός μη στεροειδούς αντιφλεγμονώδους φαρμάκου (ΜΣΑΦ)
ενδέχεται να μειώσει την αντιυπερτασική δράση των αναστολέων ΜΕΑ. Επιπλέον έχει αναφερθεί ότι
τα ΜΣΑΦ και οι αναστολείς ΜΕΑ έχουν αθροιστική δράση στην αύξηση του καλίου του ορού, ενώ η
νεφρική λειτουργία ενδέχεται να μειωθεί σε βαθμό οξείας νεφρικής ανεπάρκειας. Αυτές οι επιδράσεις
είναι κατ' αρχήν αντιστρεπτές και συμβαίνουν κυρίως σε ασθενείς με έκθετη νεφρική λειτουργία.
Συνιστάται παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε ασθενείς που
λαμβάνουν κιναπρίλη και θεραπεία με ΜΣΑΦ.
Χρυσός
Σε ασθενείς υπό θεραπεία με ενέσιμο χρυσό (χρυσοθειομηλεϊνικό νάτριο) και ταυτόχρονη θεραπεία
αναστολέα ΜΕΑ έχουν αναφερθεί νιτριτοειδείς αντιδράσεις (των οποίων τα συμπτώματα
περιλαμβάνουν εξάψεις προσώπου, ναυτία, έμετο και υπόταση.
Αλλοπουρινόλη, κυτταροστατικοί και ανοσοκατασταλτικοί παράγοντες, συστηματικά
κορτικοστεροειδή ή προκαϊναμίδη.
Η ταυτόχρονη χορήγησή τους με αναστολείς ΜΕΑ ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση του κινδύνου
λευκοπενίας (βλ. παράγραφο 4.4).
Οινόπνευμα, βαρβιτουρικά και ναρκωτικά
Μπορεί να επιτείνουν την ορθοστατική υπόταση.
Άλλα αντιυπερτασικά φάρμακα
Μπορεί να υπάρξει αθροιστική δράση ή ενίσχυση της δράσης. Οι β-αποκλειστές, η μεθυλντόπα και τα
διουρητικά μπορεί να επιτείνουν την υποτασική δράση της κιναπρίλης και πρέπει να
χρησιμοποιούνται μόνο υπό προσεκτική παρακολούθηση. Σε μία μελέτη εφ' άπαξ δόσης, η
συγχορήγηση προπρανολόλης δεν επηρέασε τη φαρμακοκινητική της κιναπρίλης.
Συμπαθητικομιμητικά
Tα συμπαθητικομιμητικά ενδέχεται να μειώσουν την αντιυπερτασική δράση των αναστολέων ΜΕΑ.
7
Αντιόξινα
Ενδέχεται να μειώσουν τη βιοδιαθεσιμότητα της κιναπρίλης
Αντιδιαβητικά φάρμακα (από του στόματος υπογλυκαιμικοί παράγοντες και ινσουλίνη)
Η συγχορήγηση αναστολέων ΜΕΑ και αντιδιαβητικών φαρμάκων (ινσουλίνη, από του στόματος
υπογλυκαιμικοί παράγοντες) ενδέχεται να προκαλέσει αύξηση της υπογλυκαιμικής δράσης με κίνδυνο
υπογλυκαιμίας. Οι αναστολείς ΜΕΑ μπορεί να αυξήσουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη σε
διαβητικούς ασθενείς. Θα πρέπει να παρακολουθείται στενά ο γλυκαιμικός έλεγχος, ιδιαίτερα κατά τη
διάρκεια του πρώτου μήνα της θεραπείας με αναστολέα ΜΕΑ (βλ. παράγραφο 4.4).
Λοιποί παράγοντες:
Η συγχορήγηση πολλαπλών δόσεων 10 mg ατορβαστατίνης με 80 mg κιναπρίλης δεν είχε ως
αποτέλεσμα σημαντική μεταβολή των φαρμακοκινητικών παραμέτρων της ατορβαστατίνης στη
σταθεροποιημένη κατάσταση.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Τα επιδημιολογικά δεδομένα αναφορικά με τον κίνδυνο τερατογένεσης λόγω έκθεσης σε αναστολείς
ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης δεν οδήγησαν σε κάποιο συμπέρασμα. Δεν
μπορεί ωστόσο να αποκλειστεί μια μικρή αύξηση του κινδύνου. Οι ασθενείς που σχεδιάζουν να
συλλάβουν, θα πρέπει να μεταβαίνουν σε εναλλακτικές αντιυπερτασικές θεραπείες με τεκμηριωμένη
εικόνα ασφαλείας για χρήση κατά την κύηση, εκτός και εάν η συνεχιζόμενη θεραπεία με αναστολείς
ΜΕΑ θεωρείται απαραίτητη. Σε περίπτωση που διαγνωσθεί κύηση, η θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ
θα πρέπει να διακόπτεται άμεσα, και, εάν κρίνεται κατάλληλο, θα πρέπει να ξεκινά μια εναλλακτική
θεραπευτική αγωγή.
Στον άνθρωπο, η έκθεση σε θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ κατά το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο της
κύησης είναι γνωστό πως επάγει εμβρυοτοξικότητα (μειωμένη νεφρική λειτουργία, ολιγοϋδράμνιο,
επιβράδυνση της οστεοποίησης του κρανίου) και τοξικότητα στα νεογνά (νεφρική ανεπάρκεια,
υπόταση, υπερκαλιαιμία) (βλ. παράγραφο 5.3). Σε περίπτωση που έχει σημειωθεί έκθεση σε
αναστολείς ΜΕΑ από το δεύτερο τρίμηνο της κύησης, συνιστάται εξέταση με υπερηχογράφημα της
νεφρικής λειτουργίας και του κρανίου. Τα βρέφη των οποίων οι μητέρες έχουν λάβει αναστολείς
ΜΕΑ, θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για τυχόν εμφάνιση υπότασης (βλ. παραγράφους 4.3 και
4.4).
Θηλασμός
Τα περιορισμένα διαθέσιμα δεδομένα φαρμακοκινητικής καταδεικνύουν πολύ χαμηλά επίπεδα
συγκεντρώσεων στο μητρικό γάλα (βλ. παράγραφο 5.2). Αν και οι συγκεντρώσεις αυτές δείχνουν να
μην είναι κλινικά σχετιζόμενες, δεν συνιστάται η χρήση της κιναπρίλης κατά τη γαλουχία για τα
πρώιμα βρέφη και για τις πρώτες λίγες εβδομάδες που ακολουθούν τον τοκετό, λόγω του ενδεχόμενου
κινδύνου καρδιαγγειακών και νεφρικών επιδράσεων και λόγω ανεπαρκούς κλινικής εμπειρίας.
Στην περίπτωση ενός βρέφους μεγαλύτερης ηλικίας, μπορεί να εξετασθεί η ενδεχόμενη χρήση της
κιναπρίλης από μια θηλάζουσα μητέρα εάν η αγωγή αυτή είναι απαραίτητη για τη μητέρα και εφόσον
το παιδί παρακολουθείται για τυχόν εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Η χρήση αναστολέων ΜΕΑ δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της
κύησης (βλ. παράγραφο 4.4). Η χρήση των αναστολέων ΜΕΑ αντενδείκνυται κατά τη
διάρκεια του 2
ου
και του 3
ου
τριμήνου της κύησης (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.4).
8
Δεν υπάρχουν μελέτες για την επίδραση αυτού του φαρμάκου στην ικανότητα οδήγησης. Η ικανότητα
εμπλοκής σε δραστηριότητες όπως ο χειρισμός μηχανημάτων ή η οδήγηση μηχανοκίνητων οχημάτων
μπορεί να μειωθεί, ιδιαίτερα κατά την έναρξη της θεραπείας με κιναπρίλη. Κατά την οδήγηση
οχημάτων και το χειρισμό μηχανημάτων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι μπορεί να εμφανιστούν
περιστασιακά ζάλη ή κόπωση, ιδιαίτερα κατά την έναρξη της θεραπείας ή σε συνδυασμό με αλκοόλ.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια θεραπείας με κιναπρίλη
και άλλους αναστολείς ΜΕΑ, με τις ακόλουθες συχνότητες: Πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 έως
<1/10), όχι συχνές (≥1/1000, <1/100), σπάνιες (≥1/10000, <1/1000), πολύ σπάνιες (≤1/10000), μη
γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν από τα διαθέσιμα δεδομένα).
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν με τη μεγαλύτερη συχνότητα οι οποίες διαπιστώθηκαν
κατά τις ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές ήταν η κεφαλαλγία (7,2%), η ζάλη (5,5%), ο βήχας (3,9%), η
κόπωση (3,5%), η ρινίτιδα (3,2%), η ναυτία και/ή ο έμετος (2,8%), και η μυαλγία (2,2%).
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
Συχνές: φαρυγγίτιδα, ρινίτιδα
Όχι συχνές: βρογχίτιδα, λοίμωξη ανώτερου αναπνευστικού,
λοίμωξη ουροποιητικού, παραρρινοκολπίτιδα
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Μη γνωστές: ακοκκιοκυτταραιμία, αιμολυτική αναιμία, ουδετεροπενία,
θρομβοπενία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Μη γνωστές αναφυλακτοειδής αντίδραση
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Συχνές υπερκαλιαιμία
Ψυχιατρικές διαταραχές
Συχνές αϋπνία
Όχι συχνές συγχυτική κατάσταση, κατάθλιψη, νευρικότητα
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Συχνές: ζάλη, κεφαλαλγία, παραισθησία
Όχι συχνές: παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο, υπνηλία
Σπάνιες: διαταραχή ισορροπίας, συγκοπή
Μη γνωστές: αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο / εγκεφαλική αιμορραγία
Οφθαλμικές διαταραχές
9
Όχι συχνές: αμβλυωπία.
Πολύ σπάνιες: θαμπή όραση
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Όχι συχνές ίλιγγος, εμβοές.
Καρδιακές διαταραχές
Όχι συχνές αίσθημα παλμών, στηθάγχη, έμφραγμα του μυοκαρδίου,
ταχυκαρδία
Αγγειακές διαταραχές
Συχνές: υπόταση.
Όχι συχνές: αγγειοδιαστολή
Μη γνωστές ορθοστατική υπόταση
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου
Συχνές: δύσπνοια, βήχας
Όχι συχνές: ξηρότητα φάρυγγα
Σπάνιες: ηωσινοφιλική πνευμονία
Μη γνωστές: βρογχόσπασμος. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, απόφραξη των
ανώτερων αεραγωγών λόγω αγγειοοιδήματος (που μπορεί να είναι
μοιραία).
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Συχνές: ναυτία, έμετος, διάρροια, δυσπεψία, κοιλιακό άλγος
Όχι συχνές: μετεωρισμός, ξηροστομία
Σπάνιες: γλωσσίτιδα, δυσκοιλιότητα, δυσγευσία
Πολύ σπάνιες: ειλεός, αγγειοοίδημα λεπτού εντέρου
Μη γνωστές: παγκρεατίτιδα- αναφέρεται σπάνια σε ασθενείς υπό θεραπεία με
αναστολείς ΜΕΑ· σε κάποιες περιπτώσεις έχει αποδειχθεί μοιραία
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Μη γνωστές: ηπατίτιδα, χολοστατικός ίκτερος
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές: αγγειοοίδημα, κνησμός, εξάνθημα, υπεριδρωσία
Σπάνιες: πολύμορφο ερύθημα, πέμφιγα, κνίδωση
Πολύ σπάνιες: ψωριασιόμορφη δερματίτιδα
Μη γνωστές: σύνδρομο Stevens Johnson, τοξική επιδερμική νεκρόλυση,
αποφολιδωτική δερματίτιδα, αλωπεκία, αντίδραση
10
φωτοευαισθησίας.
Οι διαταραχές του δέρματος μπορεί να σχετίζονται με πυρεξία,
πόνο στους μύες και τις αρθρώσεις (μυαλγία, αρθραλγία,
αρθρίτιδα), φλεγμονή των αγγείων (αγγειίτιδα), φλεγμονή σε
ορώδεις ιστούς και ορισμένες μεταβολές σε εργαστηριακές
παραμέτρους (ηωσινοφιλία, λευκοκυττάρωση, και/ή αυξημένο
αντιπυρηνικό αντίσωμα, αυξημένη ταχύτητα καθίζησης
ερυθροκυττάρων).
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
Συχνές: μυαλγία, οσφυαλγία.
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Όχι συχνές: πρωτεϊνουρία, νεφρική δυσλειτουργία
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού
Όχι συχνές: στυτική δυσλειτουργία.
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Συχνές: κόπωση, εξασθένηση, θωρακικό άλγος
Όχι συχνές: γενικευμένο οίδημα, πυρεξία, περιφερικό οίδημα
Παρακλινικές εξετάσεις
Συχνές: αυξημένη κρεατινίνη αίματος, αυξημένη ουρία
αίματος *
Όχι συχνές: ελαττωμένη αιμοσφαιρίνη, ελαττωμένος
αιματοκρίτης, μειώσεις στον αιματοκρίτη και το
WCXC, ηπατικά ένζυμα αυξημένα, αυξημένη
χολερυθρίνη αίματος. Σε ασθενείς με συγγενή
έλλειψη G-6-PDH έχουν αναφερθεί μεμονωμένες
περιπτώσεις αιμολυτικής αναιμίας.
*Οι αυξήσεις αυτές ήταν πιθανότερο να σημειωθούν σε ασθενείς που λάμβαναν ταυτόχρονα θεραπεία
με διουρητικά συγκριτικά με εκείνους που λάμβαναν μονοθεραπεία με κιναπρίλη. Οι αυξήσεις αυτές
που παρατηρήθηκαν συχνά αναστρέφονται με τη συνέχιση της θεραπείας.
Γυναικομαστία και αγγειίτιδα έχουν αναφερθεί και με άλλους αναστολείς ΜΕΑ και δεν μπορεί να
αποκλεισθεί το γεγονός αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες να είναι ειδικές για την κατηγορία.
4.9 Υπερδοσολογία
Η από του στόματος LD50 της κιναπρίλης σε ποντίκια και αρουραίους κυμαίνεται από 1440 έως 4280
mg/kg.
11
Δεν είναι διαθέσιμες πληροφορίες για τη θεραπεία υπερδοσολογίας με κιναπρίλη στον άνθρωπο. Οι
πιθανότερες κλινικές εκδηλώσεις θα πρέπει να είναι τα συμπτώματα που αποδίδονται στη σοβαρή
υπόταση και που φυσιολογικά αντιμετωπίζονται με ενδοφλέβια αύξηση όγκου.
Θεραπεία
Η θεραπεία είναι συμπτωματική και υποστηρικτική, σε συμφωνία με την τεκμηριωμένη ιατρική
φροντίδα.
Η αιμοδιύλιση και η περιτοναϊκή διύλιση έχουν μικρή επίδραση στην κάθαρση της κιναπρίλης και της
κιναπριλάτης.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΈΣ ΙΔΙΌΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αναστολείς ΜΕΑ.
Κωδικός ATC: C09AA06.
Μηχανισμός δράσης
Η κιναπρίλη είναι προφάρμακο και υδρολύεται στον δραστικό μεταβολίτη κιναπριλάτη, έναν ισχυρό,
μακράς δράσης αναστολέα του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (ΜΕΑ) στο πλάσμα και
τους ιστούς στον άνθρωπο και στα ζώα. Το ΜΕΑ, μία πεπτιδυλική διπεπτάση καταλύει την μετατροπή
της αγγειοτασίνης Ι σε αγγειοτασίνη ΙΙ, η οποία εμπλέκεται στον έλεγχο και στη λειτουργία των
αγγείων μέσω πολλών διαφορετικών μηχανισμών συμπεριλαμβανομένης της διέγερσης έκκρισης της
αλδοστερόνης από τον επινεφριδιακό φλοιό. Η αναστολή του ΜΕΑ οδηγεί σε μειωμένες
συγκεντρώσεις της αγγειοτασίνης II, μειωμένη αγγειοσυσπαστική δράση και μειωμένη έκκριση
αλδοστερόνης.
Σε μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε ζώα, η αντιυπερτασική δράση της κιναπρίλης συνάγει με την
ανασταλτική δράση επί του κυκλοφορούντος ΜΕΑ, ενώ η ιστική αναστολή του ΜΕΑ συνάγει
περισσότερο με τη διάρκεια των αντιυπερτασικών δράσεων. Η χορήγηση 10-40 mg κιναπρίλης σε
ασθενείς με ήπια έως σοβαρή υπέρταση οδηγεί σε μείωση της αρτηριακής πίεσης τόσο σε καθιστή
όσο και σε όρθια θέση με ελάχιστη επίδραση στον καρδιακό ρυθμό. Η αντιυπερτασική δράση αρχίζει
εντός μίας ώρας με το μέγιστο αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται συνήθως σε δύο έως τέσσερις ώρες μετά
από τη χορήγηση. Η επίτευξη της μέγιστης αντιυπερτασικής δράσης μπορεί να χρειαστεί σε μερικούς
ασθενείς δύο εβδομάδες θεραπείας. Στις συνιστώμενες δόσεις, οι αντιυπερτασικές δράσεις
διατηρούνται στους περισσότερους ασθενείς σε όλη τη διάρκεια του 24ωρου δοσολογικού
διαστήματος και συνεχίζονται κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας θεραπείας.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Σε μία τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη κατά την οποία χρησιμοποιήθηκαν στοχευόμενες δόσεις 2,5, 5,
10 και 20 mg κιναπρίλης, σε 112 παιδιά και εφήβους με υπέρταση ή υψηλή φυσιολογική αρτηριακή
πίεση για διάστημα 8 εβδομάδων (2 εβδομάδες σε διπλά τυφλή φάση και 6 εβδομάδες σε φάση
επέκτασης), σημειώθηκε αποτυχία ως προς την επίτευξη του κύριου στόχου μείωσης της διαστολικής
αρτηριακής πίεσης έπειτα από 2 εβδομάδες. Αναφορικά με τη συστολική αρτηριακή πίεση
(δευτερεύον στόχος αποτελεσματικότητας) την εβδομάδα 2, υπήρξε μόνο μία στατιστικά σημαντική
γραμμική δοσολογική ανταπόκριση στις ομάδες θεραπείας, ενώ υπήρχε σημαντική διαφορά μεταξύ
της ομάδας όπου χορηγήθηκε κιναπρίλη 20 mg QD και του εικονικού φαρμάκου.
Οι μακροχρόνιες επιδράσεις της κιναπρίλης στην αύξηση, την εφηβεία, και τη γενική ανάπτυξη δεν
έχουν μελετηθεί.
12
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις της κιναπρίλης παρατηρούνται εντός 1 ώρας από την από του στόματος
χορήγηση. Ο βαθμός απορρόφησης της κιναπρίλης είναι 60% και δεν επηρεάζεται από την
ταυτόχρονη λήψη τροφής. Ποσοστό περίπου 97% της δραστικής ουσίας συνδέεται με τις πρωτεΐνες
του πλάσματος. Η κιναπρίλη αποεστεροποιείται προς τον κύριο μεταβολίτη της, την κιναπριλάτη, και
προς ελάσσονες ανενεργούς μεταβολίτες. Η βιοδιαθεσιμότητα του ενεργού μεταβολίτη, της
κιναπριλάτης, αντιστοιχεί σε 30-40% της χορηγούμενης από του στόματος δόσης της κιναπρίλης. Οι
μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα επιτυγχάνονται περίπου 2 ώρες μετά την από του στόματος
χορήγηση της κιναπρίλης. Με επαναλαμβανόμενη χορήγηση, η κιναπριλάτη έχει χρόνο ημίσειας ζωής
3 ώρες. Η σταθεροποιημένη κατάσταση επιτυγχάνεται σε 2-3 ημέρες. Η κιναπριλάτη απεκκρίνεται
κυρίως αμετάβλητη από τους νεφρούς. Σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία και κάθαρση
κρεατινίνης ≤ 40 ml/min, οι ανώτερες και οι κατώτερες συγκεντρώσεις της κιναπριλάτης αυξάνονται,
ο χρόνος μέχρι την επίτευξη των μέγιστων συγκεντρώσεων αυξάνεται, ο φαινόμενος χρόνος ημίσειας
ζωής αυξάνεται, και ο χρόνος μέχρι την επίτευξη σταθεροποιημένης κατάστασης μπορεί να αυξηθεί.
Η αποβολή της κιναπριλάτης είναι επίσης μειωμένη σε ηλικιωμένους ασθενείς (>65 έτη) και συνάγει
καλά με τη μείωση της νεφρικής λειτουργίας που εμφανίζουν συχνά οι ηλικιωμένοι. Οι
συγκεντρώσεις της κιναπριλάτης μειώνονται σε ασθενείς με αλκοολική κίρρωση λόγω μειωμένης
αποεστεροποίησης της κιναπρίλης. Μελέτες που έγιναν σε αρουραίους υποδηλώνουν πως η κιναπρίλη
και οι μεταβολίτες της δεν διέρχονται τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό.
Η φαρμακοκινητική της κιναπρίλης μελετήθηκε σε μία μελέτη εφ’ άπαξ δόσης (0,2 mg/kg) σε 24
παιδιά ηλικίας 2,5 μηνών έως 6,8 ετών και σε μία μελέτη πολλαπλών δόσεων (0,016-0,468 mg/kg) σε
38 παιδιά ηλικίας 5-16 ετών, με μέσο σωματικό βάρος 66-98 kg.
Όπως στους ενήλικες, η κιναπρίλη μετατράπηκε ταχέως σε κιναπριλάτη. Οι συγκεντρώσεις της
κιναπριλάτης γενικά ήταν μέγιστες 1 έως 2 ώρες μετά τη χορήγηση της δόσης και μειώθηκαν με μέσο
χρόνο ημίσειας ζωής 2,3 ώρες. Στα βρέφη και στα νεαρά παιδιά, η έκθεση έπειτα από εφ’ άπαξ δόση
0,2 mg/kg είναι συγκρίσιμη με εκείνη που παρατηρείται στους ενήλικες έπειτα από εφάπαξ δόση
10 mg. Σε μία μελέτη πολλαπλών δόσεων σε παιδιά σχολικής ηλικίας και εφήβους, οι τιμές για την
AUC και τη C
max
της κιναπριλάτης έδειξαν να αυξάνονται γραμμικά με την αύξηση της δόσης της
κιναπρίλης, βάσει mg/kg.
Γαλουχία:
Έπειτα από τη χορήγηση μιας μονήρους από του στόματος δόσης κιναπρίλης ίσης με 20 mg σε έξι
θηλάζουσες μητέρες, η αναλογία M/P (αναλογία γάλακτος προς πλάσμα) για την κιναπρίλη ήταν 0,12.
Δεν ανιχνεύτηκε κιναπρίλη στο γάλα μετά από την παρέλευση 4 ωρών από τη χορήγηση της δόσης.
Τα επίπεδα της κιναπριλάτης στο γάλα ήταν μη ανιχνεύσιμα (<5 µg/L) για όλα τα χρονικά σημεία.
Εκτιμάται πως ένα θηλάζον βρέφος θα λάβει περί το 1,6% της, προσαρμοσμένης ως προς το βάρος
της μητέρας, δόσης της κιναπρίλης.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Tα προκλινικά στοιχεία, που βασίζονται σε τυπικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας
επαναλαμβανόμενης δόσης, γονοτοξικότητας και καρκινογενετικού δυναμικού, δεν εμφανίζουν
ιδιαίτερο κίνδυνο για τους ανθρώπους. Μελέτες αναπαραγωγικής τοξικότητας σε αρουραίους
υποδεικνύουν ότι η κιναπρίλη δεν έχει αρνητική επίδραση στην γονιμότητα και την αναπαραγωγική
διαδικασία και δεν έχει τερατογενετική δράση. Οι αναστολείς ΜΕΑ, σαν κατηγορία, έχουν εκδηλώσει
εμβρυοτοξικότητα (προκαλώντας βλάβη και/ή θάνατο στο έμβρυο) όταν χορηγούνται κατά τη
διάρκεια του δεύτερου και του τρίτου τριμήνου της κύησης.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΈΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΊΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
13
Πυρήνας δισκίου
Λακτόζη μονοϋδρική
Κυτταρίνη μικροκρυσταλλική
Μαγνησίου οξείδιο
Κροσποβιδόνη Τύπου A
Μαγνήσιο στεατικό
Επικάλυψη
Υπρομελλόζη
Πολυαιθυλενογλυκόλη 400
Πολυσορβικό 80
Σιδήρου οξείδιο κίτρινο (E172)
Σιδήρου οξείδιο μέλαν (E172)
Τιτανίου διοξείδιο (E171).
6.2. Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
36 μήνες
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C. Φυλάσσετε στην αρχική συσκευασία.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κυψέλες (blisters) από Polyamide/aluminium/PVC/aluminium που περιέχουν 10, 14, 28, 30, 50, 60, ή
100 δισκία
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Δικαιούχος προϊόντος:
Generics [UK] Ltd trading as Mylan,
Albany Gate, Darkes Lane,
Potters Bar, Hertfordshire
EN6 1AG
United Kingdom
Κάτοχος Άδειας Κυκλοφορίας για την Ελλάδα:
Generics Pharma Hellas ΕΠΕ
Λ. Βουλιαγμένης 577
A
, Αργυρούπολη
164 51, Αθήνα,
Τηλ.: 210-9936410
8. ΑΡΙΘΜΟΣ (ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
14
QUINAPRIL/GENERICS 20 mg: 34599/16-05-2011
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ /ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
23-02-2005/16-05-2011
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
15