καθυστερημένες εκδηλώσεις. Η πρώιμη καρδιοτοξικότητα της
epirubicin αποτελείται κυρίως από κολπική ταχυκαρδία και / ή
ανωμαλίες στο ΗΚΓ, π.χ. μη ειδικές αλλαγές στο κύμα ST-T, ωστόσο
έχουν αναφερθεί και ταχυαρρυθμίες όπως πρόωρες κοιλιακές
συστολές, κοιλιακή ταχυκαρδία, βραδυκαρδία, καθώς και
κολποκοιλιακός αποκλεισμός και αποκλεισμός σκέλους του δεματίου
του His. Με την εξαίρεση της κακοήθους καρδιακής δυσρυθμίας, τα
αποτελέσματα αυτά δεν αποτελούν συνήθως ένδειξη μεταγενέστερης
ανάπτυξης καθυστερημένης καρδιοτοξικότητας, σπάνια είναι
κλινικής σημασίας και σε γενικές γραμμές δε θεωρούνται ένδειξη για
τη διακοπή της θεραπείας με epirubicin. Η καθυστερημένη
καρδιοτοξικότητα απεικονίζεται από χαρακτηριστική
καρδιομυοπάθεια η οποία εκδηλώνεται κλινικά με συμπτώματα /
ενδείξεις κοιλιακής δυσλειτουργίας / συμφορητικής καρδιακής
ανεπάρκειας (όπως δύσπνοια, πνευμονικό οίδημα, εξαρτώμενο
οίδημα [π.χ. στον αστράγαλο], ηπατομεγαλία, ασκίτη, έκχυση στον
υπεζωκότα, καλπαστικός ρυθμός). Η τοξικότητα αυτή φαίνεται να
εξαρτάται από την αθροιστική δόση της epirubicin και
αντιπροσωπεύει την αθροιστική δοσοπεριοριστική τοξικότητα του
φαρμάκου. Σε έναν αριθμό μελετών αξιολογήθηκε ότι ο κίνδυνος
ανάπτυξης συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, σε απουσία άλλων
καρδιακών παραγόντων κινδύνου, αυξάνεται απότομα όταν η
αθροιστική δόση της epirubicin φθάσει τα 900-1000mg/m
2
. Ωστόσο,
όταν υπάρχει επιπρόσθετος κίνδυνος για ανάπτυξη
καρδιοτοξικότητας (π.χ. ενεργός ή λανθάνουσα καρδιαγγειακή νόσος,
προηγούμενη ακτινοθεραπεία, προηγούμενη / ταυτόχρονη χρήση
άλλων καρδιοτοξικών φαρμάκων) η καρδιοτοξικότητα μπορεί να
εμφανισθεί σε χαμηλότερες αθροιστικές δόσεις. Η καθυστερημένη
καρδιοτοξικότητα αναπτύσσεται κυρίως κατά τη διάρκεια της αγωγής
με epirubicin και μέχρι και δύο – τρεις μήνες μετά, ωστόσο έχουν
αναφερθεί και αργοπορημένα συμβάντα (αρκετούς μήνες μέχρι
χρόνια μετά την αποπεράτωση της αγωγής). Σοβαρή καρδιακή βλάβη
μπορεί να αποτραπεί με τακτική παρακολούθηση κατά τη διάρκεια
της αγωγής (βλ. επίσης 4.4). Έχει επίσης αναφερθεί και περικαρδιακή
έγχυση.
Γαστρεντερική Τοξικότητα: Βλεννογονίτιδα (κυρίως στοματίτιδα,
λιγότερο συχνά οισοφαγίτιδα) μπορεί να παρατηρηθεί σε ασθενείς
που υποβάλλονται σε θεραπεία με epirubicin. Οι κλινικές εκδηλώσεις
της βλεννογονίτιδας περιλαμβάνουν πόνο ή αίσθημα καύσους,
ερύθημα, διαβρώσεις-εξελκώσεις, αιμορραγία και λοιμώξεις. Η
στοματίτιδα εμφανίζεται γενικά σχεδόν αμέσως μετά την χορήγηση
του φαρμάκου και σε περίπτωση που είναι σοβαρή, μπορεί να
προχωρήσει μέσα σε διάστημα ημερών σε εξελκώσεις της