ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣΗΣ: ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΗ
VERAPIME
Cefepime
1g/vial - 2g/vial
Κόνις και Διαλύτης για Ενέσιμο Διάλυμα
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ: Verapime
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ: Κάθε φιαλίδιο VERAPIME περιέχει
μονοϋδρική υδροχλωρική κεφεπίμη που αντιστοιχεί σε 1 g ή 2 g κεφεπίμης. Για τον
πλήρη κατάλογο των εκδόχων , βλ. παράγραφο 6.1
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ: Κόνις και διαλύτης για ενέσιμο διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:
4.1 Θεραπευτικές Ενδείξεις: Οι ενδείξεις περιλαμβάνουν λοιμώξεις ενηλίκων
οφειλόμενες σε μικροοργανισμούς ευαίσθητους στην κεφεπίμη και συγκεκριμένα
σηψαιμία, μικροβιαιμία και βαριά πνευμονία, επιπλεγμένες και μη επιπλεγμένες
ουρολοιμώξεις και λοιμώξεις της χοληδόχου κύστης. Επίσης στις ενδείξεις
περιλαμβάνεται η εμπειρική θεραπεία των εμπύρετων επεισοδίων σε ασθενείς με
ουδετεροπενία. Στις λοιμώξεις της κοιλίας και γενικά όπου υπάρχει υποψία
συνύπαρξης αναερόβιων μικροοργανισμών πρέπει να προστίθεται μία νιτροϊμιδαζόλη ή
κλινταμυκίνη. Ομοίως το VERAPIME ενδείκνυται και για παιδιά με τις ανωτέρω
λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένης και της βακτηριδιακής μηνιγγίτιδας. Ενδείκνυται
επίσης για προεγχειρητική προφύλαξη σε ενήλικες ασθενείς που υποβάλλονται σε
επεμβάσεις παχέος εντέρου και ορθού. Λόγω του ευρέως φάσματος της
αντιβακτηριακής δράσης του VERAPIME, κατά gram θετικών και gram αρνητικών
βακτηρίων μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μονοθεραπεία πριν από την ταυτοποίηση
των μικροοργανισμών που προκαλούν την λοίμωξη. Σε ασθενείς που βρίσκονται σε
κίνδυνο να παρουσιάσουν μικτές λοιμώξεις από αερόβια και αναερόβια βακτήρια και
ειδικότερα εάν υπάρχουν βακτήρια μη ευαίσθητα στην κεφεπίμη, (βλ. Μικροβιολογία)
συνιστάται κατά την έναρξη της θεραπείας η συγχορήγηση ενός δραστικού παράγοντα
έναντι αναερόβιων βακτηρίων, μέχρι να ταυτοποιηθούν οι παθογόνοι μικροοργανισμοί.
Μόλις γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα, η συγχορήγηση του VERAPIME με άλλους
αντιμικροβιακούς παράγοντες μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη ή μη απαραίτητη,
ανάλογα με το προφίλ ευαισθησίας.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης: Τρόπος χορήγησης: Το VERAPIME μπορεί
να χορηγείται ενδοφλεβίως με βραδεία (3-5 λεπτά), ενδοφλέβια ένεση, ή μέσω
συσκευής έγχυσης, ή κατευθείαν μέσα στο υγρό έγχυσης (1g, 2g) ή με βαθειά
ενδομυϊκή ένεση (1g).
Ενήλικες: Οι συνιστώμενες δοσολογίες, όταν χορηγείται σε μονοθεραπεία (ΕΦ ή ΕΜ)
είναι οι ακόλουθες:
ΕΙΔΟΣ ΛΟΙΜΩΞΗΣ Δοσολογική
Μονάδα
Συχνότητα
χορήγησης
Μη επιπλεγμένη πυελονεφρίτιδα 1g ΕΦ ή ΕΜ 2 φορές
ημερησίως
Βαριές νοσοκομειακές λοιμώξεις:
Σηψαιμία/Βακτηριαιμία, Πνευμονία,
Επιπλεγμένες Ουρολοιμώξεις,
Λοιμώξεις χοληφόρων Οδών
2g ΕΦ 2 φορές
ημερησίως
Βαριές νοσοκομειακές λοιμώξεις
οφειλόμενες σε Ψευδομονάδα
2g ΕΦ 3 φορές
ημερησίως
Εμπύρετα επεισόδια σε
ουδετεροπενικούς ασθενείς*
2g ΕΦ 3 φορές
ημερησίως
*Η κεφεπίμη έχει χρησιμοποιηθεί επιτυχώς είτε σαν μονοθεραπεία είτε σε συνδυασμό
με μία αμινογλυκοσίδη ή ένα γλυκοπεπτίδιο.
Προεγχειρητική προφύλαξη σε ενήλικες: Η προτεινόμενη δοσολογία για την
πρόληψη των λοιμώξεων σε ασθενείς που υποβάλλονται σε επεμβάσεις παχέος
εντέρου και ορθού έχει ως εξής: Εφάπαξ ενδοφλέβια δόση 2g (χορηγούμενη ως
30λεπτη έγχυση, βλέπε 6.6. Οδηγίες Χρήσης/Χορήγησης) που χορηγείται 60 λεπτά
πριν από την επέμβαση. Μία εφάπαξ ενδοφλέβια δόση 500mg μετρονιδαζόλης θα
πρέπει να χορηγηθεί αμέσως μετά την ολοκλήρωση της έγχυσης του VERAPIME. Η
δόση της μετρονιδαζόλης θα πρέπει να παρασκευαστεί και να χορηγηθεί σύμφωνα με
τις ισχύουσες επίσημες οδηγίες που αναγράφονται στους όρους χορήγησής της. Λόγω
της ασυμβατότητας της Κεφαπίμης και της μετρονιδαζόλης, οι δύο ουσίες δεν πρέπει
να αναμιγνύονται στον ίδιο περιέκτη (βλέπε 6.2 Ασυμβατότητες). Αφού χορηγηθεί η
κεφεπίμη συνιστάται να γίνεται έκπλυση της ενδοφλέβιας γραμμής χορήγησης με ένα
συμβατό υγρό, πριν από την έγχυση της μετρονιδαζόλης. Εάν η χειρουργική διαδικασία
διαρκέσει περισσότερο από 12 ώρες από την ώρα που θα χορηγηθεί η αρχική
προφυλακτική δόση του VEREPIME, τότε θα πρέπει να χορηγηθεί μια δεύτερη δόση
του προϊόντος ακολουθούμενη από μετρονιδαζόλη, 12 ώρες μετά την αρχική
προφυλακτική δόση.
Παιδιά (ηλικίας 2 μηνών μέχρι 12 ετών με φυσιολογική νεφρική λειτουργία)
Συνήθη συνιστώμενα δοσολογικά σχήματα: Πνευμονία, λοιμώξεις ουροποιητικού: Για
ασθενείς ηλικίας μεγαλύτερης των 2 μηνών και με βάρος σώματος ≤ 40 kg: 50 mg/kg
κάθε 12 ώρες για 10 ημέρες. Για σοβαρότερες λοιμώξεις, ένα δοσολογικό σχήμα ανά 8
ώρες μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Σηψαιμία, βακτηριδιακή μηνιγγίτιδα και εμπειρική
θεραπεία εμπύρετων επεισοδίων σε ουδετεροπενικούς: Για ασθενείς ηλικίας
μεγαλύτερης των 2 μηνών και με βάρος σώματος ≤ 40 kg: 50 mg/kg κάθε 8 ώρες για 7-
10 ημέρες. Η εμπειρία από την χορήγηση του VERAPIME σε παιδιατρικούς ασθενείς
μικρότερους των 2 μηνών είναι περιορισμένη. Για παιδιατρικούς ασθενείς με βάρος
σώματος > 40 kg, θα πρέπει να χορηγούνται τα δοσολογικά σχήματα που συνιστώνται
για τους ενήλικες. (Βλέπε πίνακα δοσολογίας ενηλίκων). Για ασθενείς μεγαλύτερους
των 12 χρόνων των οποίων το βάρος είναι ≤40 kg, θα πρέπει να χορηγούνται τα
δοσολογικά σχήματα για παιδιά με βάρος ≤ 40 kg. Η δοσολογία για τους παιδιατρικούς
ασθενείς δεν θα πρέπει να υπερβαίνει την μέγιστη προτεινόμενη δοσολογία για τους
ενήλικες (2 g κάθε 8 ώρες). Η εμπειρία χορήγησης του φαρμάκου ενδομυϊκώς σε
παιδιατρικούς ασθενείς είναι περιορισμένη. Ενήλικες ασθενείς με Νεφρική
Ανεπάρκεια: Σε ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας, η δόση της κεφεπίμης
πρέπει να ρυθμίζεται για να αντισταθμίζει τη βραδύτερη ταχύτητα της αποβολής από
τους νεφρούς. Η συνιστώμενη αρχική δόση κεφεπίμης σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια
έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας, θα πρέπει να είναι ίδια όπως και στους ασθενείς με
φυσιολογική νεφρική λειτουργία. Οι συνιστώμενες δόσεις συντήρησης κεφεπίμης σε
ενήλικες ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια παρουσιάζονται στον κατωτέρω πίνακα.
,Όταν είναι γνωστή μόνο η τιμή της κρεατινίνης του ορού (ΚΟ), μπορεί να
χρησιμοποιηθεί η εξίσωση του Cockroft και Gault για την εκτίμηση της κάθαρσης της
κρεατινίνης. Η τιμή της ΚΟ πρέπει να αντιπροσωπεύει τη σταθερή κατάσταση της
νεφρικής λειτουργίας: Κάθαρση κρεατινίνης (ml/min)=[Βάρος (kg) x (140-ηλικία)] /
[72 x ΚΟ (mg/dL)] Η εξίσωση αυτή ισχύει για άρρενες ασθενείς. Για θήλεις ασθενείς, η
κάθαρση της κρεατινίνης ισοδυναμεί προς το 0,85 φορές την τιμή κάθαρσης της
κρεατινίνης, όπως υπολογίσθηκε παραπάνω για τους άρρενες ασθενείς.
Δόση Συντήρησης σε ενήλικες με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας
Κάθαρση
Κρεατινίν
ης
(ml/min)
Συνιστώμενες δόσεις συντήρησης
>60 (Συνήθης δόση, δεν είναι απαραίτητη προσαρμογή)
2g / 8ώρες 2g / 12ώρες 1g / 12ώρες 500mg / 12ώρες
30-60 2g / 12 ώρες 2g / 24 ώρες 1g / 24 ώρες 500mg / 12
ώρες
11-29 2g / 24 ώρες 1g / 24 ώρες 500mg / 24 ώρες 500mg / 24
ώρες
≤ 11 1g / 24 ώρες 500mg / 24
ώρες
250mg / 24 ώρες 250mg / 24
ώρες
Αιμοκάθα 500mg /24 500mg / 24 500mg / 24 ώρες 500mg / 24
ρση* ώρες ώρες ώρες
*Φαρμακοκινητικό μοντέλο δείχνει ότι μειωμένη δόση για τους ασθενείς αυτούς είναι απαραίτητη. Οι
ασθενείς που λαμβάνουν κεφεπίμη και ταυτόχρονα κάνουν αιμοκάθαρση, θα πρέπει να ρυθμίζουν τη
δοσολογία ως εξής: 1g δόση εφόδου την πρώτη ημέρα θεραπείας με κεφεπίμη και 500 mg την ημέρα, τις
επόμενες ημέρες. Τις ημέρες που γίνεται η αιμοκάθαρση, η κεφεπίμη θα πρέπει να χορηγείται μετά την
αιμοκάθαρση. Όπου τούτο είναι δυνατό, η κεφεπίμη θα πρέπει να χορηγείται την ίδια ώρα κάθε ημέρα.
Ασθενείς σε αιμοκάθαρη: Σε ασθενείς σε αιμοκάθαρση, περίπου το 68% της ολικής ποσότητας της
κεφεπίμης που ευρίσκεται στο σώμα κατά την έναρξη της αιμοκάθαρσης, αποβάλλεται κατά τη διάρκεια
μιας συνεδρίας αιμοκάθαρσης 3 ωρών. Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε συνεχή περιπατητική
περιτοναϊκή κάθαρση, το VERAPIME μπορεί να χορηγείται στις ίδιες συνιστώμενες δόσεις για ασθενείς
με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, δηλαδή 500 mg, 1 g ή 2 g ανάλογα με τη σοβαρότητα της λοίμωξης,
αλλά ανά 48ωρα διαστήματα. Παιδιά με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας: Δεν υπάρχουν επαρκή
στοιχεία για τους παιδιατρικούς ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, επειδή όμως η φαρμακοκινητική της
κεφεπίμης σε αυτούς είναι παρόμοια με αυτή των ενηλίκων, προτείνονται τα ακόλουθα: η απέκκριση από
τους νεφρούς είναι η πρωταρχική οδός απέκκρισης της κεφεπίμης στους παιδιατρικούς ασθενείς (βλέπε
Φαρμακοκινητικές ιδιότητες), δια τούτο σε παιδιατρικούς ασθενείς 2 μηνών έως 12 χρόνων με έκπτωση
της νεφρικής λειτουργίας θα πρέπει να εξετάζεται προσαρμογή της δοσολογίας.
Όπως φαίνεται στον πίνακα για τους ενήλικες ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας, η ίδια
αύξηση στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δόσεων και/ή ελάττωση στη δόση θα πρέπει να χρησιμοποιείται.
Όταν μόνο η κρεατινίνη του ορού (ΚΟ) είναι γνωστή, η κάθαρση της κρεατινίνης μπορεί να υπολογίζεται
με βάση τον ένα από τους δύο ακόλουθους τύπους:
Κάθαρση κρεατινίνης (ml/min/1,73m
2
)= [0,55 x Ύψος (cm)]/ [Κρεατινίνη ορού (mg/dl)]
Κάθαρση κρεατινίνης (ml/min/1,73m
2
)= [0,52 x Ύψος (cm)-3,6]/ [Κρεατινίνη ορού (mg/dl)]
Ασθενείς με έκπτωση της ηπατικής λειτουργίας. Δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας για
ασθενείς με έκπτωση της ηπατικής λειτουργίας.
4.3 Αντενδείξεις: Γνωστή αλλεργία στην κεφεπίμη, στις κεφαλοσπορίνες, στις πενικιλλίνες, σε άλλα
λακταμικά αντιβιοτικά ή στην L-αργινίνη που είναι έκδοχο του προϊόντος.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Σε ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας όπως μειωμένη αποβολή ούρων
λόγω νεφρικής ανεπάρκειας (κάθαρση κρεατινίνης ≤ 60 ml/min), ή άλλες καταστάσεις που μπορεί να
καταστείλουν τη νεφρική λειτουργία, η δόση του VERAPIME θα πρέπει να ρυθμίζεται ώστε να
αντισταθμίζει το βραδύτερο ρυθμό της αποβολής από τους νεφρούς. Επειδή υψηλές και παρατεταμένες
συγκεντρώσεις αντιβιοτικού στον ορό μπορεί να εμφανισθούν με κανονικές δόσεις σε ασθενείς με
νεφρική ανεπάρκεια ή άλλες καταστάσεις οι οποίες μπορεί να καταστείλουν τη νεφρική λειτουργία, η
δόση συντήρησης θα πρέπει να μειώνεται όταν η κεφεπίμη χορηγείται στους ασθενείς αυτούς. Η
μετέπειτα θεραπεία θα πρέπει να προσδιορίζεται από το βαθμό της έκπτωσης της νεφρικής λειτουργίας,
από τη σοβαρότητα της λοίμωξης και από την ευαισθησία του μικροοργανισμού που προκάλεσε τη
λοίμωξη. (βλέπε Δοσολογία και Κλινική Φαρμακολογία). Κατά τη διάρκεια της κυκλοφορίας μετά την
έγκριση, έχουν αναφερθεί οι ακόλουθες σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες: εγκεφαλοπάθεια (διαταραχές
της συνείδησης, περιλαμβανομένων σύγχυσης, παραισθήσεων, λήθαργου και κώματος), μυϊκός κλόνος,
σπασμοί (περιλαμβανομένης της επιληψίας χωρίς σπασμούς) και/ή νεφρική ανεπάρκεια (βλέπε
Ανεπιθύμητες Ενέργειες). Οι περισσότερες περιπτώσεις παρουσιάστηκαν σε ασθενείς με έκπτωση της
νεφρικής λειτουργίας που έλαβαν δόσεις VERAPIME που ήταν μεγαλύτερες από τις συνιστώμενες. Σε
γενικές γραμμές, τα συμπτώματα νεφροτοξικότητας εξαλείφονταν μετά τη διακοπή της κεφεπίμης και/ή
μετά την αιμοκάθαρση, ωστόσο σε μερικές περιπτώσεις είχαν θανατηφόρο έκβαση. Η εμφάνιση
οποιασδήποτε αλλεργικής αντίδρασης απαιτεί τη διακοπή της θεραπείας. Όταν πρόκειται να
χρησιμοποιηθούν κεφαλοσπορίνες ένα πλήρες αναμνηστικό ιστορικό θα πρέπει να λαμβάνεται από τον
ασθενή. Λόγω πιθανής διασταυρούμενης αλλεργικής αντίδρασης μεταξύ των πενικιλλινών και των
κεφαλοσπορινών στο 5 με 10% των περιπτώσεων, οι κεφαλοσπορίνες θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν
με εξαιρετική προσοχή σε ασθενείς ευαίσθητους στις πενικιλλίνες (βλ. και Αντενδείξεις). Στενή
παρακολούθηση των ασθενών αυτών από την πρώτη δόση είναι απαραίτητη. Η χρήση των
κεφαλοσπορινών αντενδείκνυται απολύτως σε ασθενείς με ιστορικό άμεσης αλλεργικής αντίδρασης στις
κεφαλοσπορίνες. Εφόσον υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία, είναι απαραίτητο ο γιατρός να παρίσταται
στο πλευρό του ασθενούς κατά την πρώτη χορήγηση για να αντιμετωπίσει θεραπευτικά οποιαδήποτε
πιθανή αλλεργική αντίδραση. Σοβαρές αντιδράσεις υπερευαισθησίας μπορούν να απαιτήσουν χορήγηση
επινεφρίνης ή άλλη υποστηρικτική θεραπεία. Ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα έχει εμφανισθεί με όλα τα
ευρέος φάσματος αντιβιοτικά, περιλαμβανομένης και της κεφεπίμης. Συνεπώς είναι σημαντικό να
εξετάζεται αυτή η διάγνωση σε ασθενείς που εμφανίζουν διάρροια κατά την διάρκεια θεραπείας με
αντιβιοτικά. Ήπιες περιπτώσεις κολίτιδας μπορεί να αντιμετωπιστούν μόνο με την διακοπή της
θεραπείας. Ενδιαμέσου βαρύτητας ή σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να απαιτήσουν ειδική αντιμετώπιση.
Η νεφρική λειτουργία θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά εάν μαζί με το VERAPIME χορηγούνται
δυνητικά νεφροτοξικά φάρμακα, όπως αμινογλυκοσίδες ή διουρητικά. Όπως και με άλλα αντιβιοτικά, η
χορήγηση του VERAPIME, μπορεί να οδηγήσει σε υπερανάπτυξη μη ευαίσθητων οργανισμών. Εάν
εμφανισθεί επιλοίμωξη κατά την θεραπεία, θα πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα. Ηλικιωμένοι
ασθενείς: Από τους περισσότερους από 6.400 ενήλικες που έλαβαν VERAPIME σε κλινικές μελέτες, το
35% ήταν 65 ετών ή μεγαλύτεροι και το 16% ήταν 75 ετών ή μεγαλύτεροι. Σε κλινικές μελέτες, όταν οι
ηλικιωμένοι ασθενείς έλαβαν την συνήθως συνιστώμενη δόση για τους ενήλικες, η κλινική
αποτελεσματικότητα και ασφάλεια ήταν συγκρίσιμη με την κλινική αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια
στους μη ηλικιωμένους ενήλικες ασθενείς, εκτός και αν οι ασθενείς είχαν νεφρική ανεπάρκεια. Υπήρξε
μία μικρή επιμήκυνση στον χρόνο ημίσειας ζωής και μειωμένες τιμές νεφρικής κάθαρσης σε σύγκριση με
εκείνες που παρουσιάζονται σε νεώτερα άτομα. Συνιστάται ρύθμιση της δοσολογίας, εάν υπάρχει
έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας. Η κεφεπίμη είναι γνωστό ότι αποβάλλεται εκτεταμένα από τους
νεφρούς και ο κίνδυνος τοξικών αντιδράσεων από το φάρμακο αυτό είναι μεγαλύτερος σε ασθενείς με
έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας. Επειδή οι ηλικιωμένοι ασθενείς είναι περισσότερο πιθανό να έχουν
μειωμένη νεφρική λειτουργία, θα πρέπει η επιλογή της δόσης να γίνεται με προσοχή και θα πρέπει να
παρακολουθείται η νεφρική λειτουργία (βλέπε Προειδοποιήσεις, Ανεπιθύμητες Ενέργειες και Κλινική
Φαρμακολογία). Σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, περιλαμβανομένων της εγκεφαλοπάθειας (διαταραχές
συνείδησης, περιλαμβανομένων της σύγχυσης, παραισθήσεων, λήθαργου και κώματος), μυϊκός κλόνος,
σπασμοί (περιλαμβανομένης της επιληψίας χωρίς σπασμούς), και/ή νεφρική ανεπάρκεια εμφανίσθηκαν
σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια στους οποίους χορηγήθηκε η συνήθης δόση κεφεπίμης (βλέπε
Προειδοποιήσεις και Ανεπιθύμητες Ενέργειες).
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Θετική αντίδραση Coombs, χωρίς ένδειξη αιμόλυσης, έχει αναφερθεί σε ασθενείς που υποβάλλονταν σε
θεραπεία με VERAPIME δύο φορές ημερησίως. Επειδή μπορεί να προκύψει ψευδώς θετική αντίδραση
κατά την δοκιμασία των ούρων για σάκχαρο, είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούνται οι μέθοδοι
ποσοτικής ανάλυσης οξειδάσης της γλυκόζης.
4.6 Κύηση και γαλουχία: Μελέτες αναπαραγωγής σε ποντικούς, αρουραίους και κουνέλια δεν
οδήγησαν σε ενδείξεις βλάβης στο έμβρυο. Δεν υπάρχουν αρκετές και καλώς ελεγχόμενες μελέτες σε
εγκύους. Επειδή οι μελέτες αναπαραγωγής στα ζώα δεν προβλέπουν πάντοτε την ανθρώπινη
ανταπόκριση, αυτό το φάρμακο θα πρέπει να χορηγείται κατά την διάρκεια της κύησης μόνο εάν υπάρχει
απόλυτος ανάγκη. Η κεφεπίμη απεκκρίνεται σε πολύ μικρές ποσότητες με το μητρικό γάλα. Επομένως,
πρέπει να δίνεται προσοχή κατά τη χορήγηση του VERAPIME σε μητέρες που θηλάζουν.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με την επίδραση VERAPIME στην ικανότητα οδήγησης.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες: Το VERAPIME γενικά είναι καλά ανεκτό. Σε κλινικές μελέτες (με 5.598
ασθενείς), οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν γαστρεντερικά συμπτώματα και αντιδράσεις
υπερευαισθησίας. Ανεπιθύμητες ενέργειες που θεωρούνται ότι είναι, ή βέβαιον, ή πιθανόν ή δυνατόν να
συνδέονται με το VERAPIME αναφέρονται κατωτέρω: Τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της ενδοφλέβιας
έγχυσης εμφανίσθηκαν σε συχνότητα 5,2% των ασθενών. Αυτές οι αντιδράσεις περιελάμβαναν φλεβίτιδα
(2,9%) και φλεγμονή (0,1%). Η ενδομυϊκή χορήγηση του VERAPIME ήταν πολύ καλά ανεκτή με ποσοστό
2,6% των ασθενών να εμφανίζουν φλεγμονή ή πόνο στο σημείο της ένεσης.
Ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίσθηκαν σε συχνότητα >0,1% - 1,0% (εκτός εάν αναφέρεται
διαφορετικά) ήταν: Υπερευαισθησία: εξάνθημα (1,8%), κνησμός, κνίδωση
Γαστρεντερικό σύστημα: ναυτία, έμετος, στοματική μονιλίαση, διάρροια (1,2%), κολίτιδα
(περιλαμβανομένης της ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας) Κεντρικό νευρικό σύστημα: κεφαλαλγία
Άλλες: πυρετός, κολπίτιδα, ερύθημα.
Ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίσθηκαν σε συχνότητα 0,05% - 0,1% ήταν: επιγαστρικό άλγος,
δυσκοιλιότητα, αγγειοδιαστολή, δύσπνοια, ζάλη, παραισθησίες, γεννητικός κνησμός, αλλοίωση γεύσεως,
ρίγη και μη ειδική μονιλίαση.