ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Lyrinel 5 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης
Lyrinel 10 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης
Lyrinel 15 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Lyrinel 5 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης: Κάθε δισκίο παρατεταμένης
αποδέσμευσης περιέχει 5 mg υδροχλωρικής οξυβουτυνίνης.
Lyrinel 10 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης: Κάθε δισκίο παρατεταμένης
αποδέσμευσης περιέχει 10 mg υδροχλωρικής οξυβουτυνίνης.
Lyrinel 15 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης: Κάθε δισκίο παρατεταμένης
αποδέσμευσης περιέχει 15 mg υδροχλωρικής οξυβουτυνίνης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
Έκδοχο (α) με γνωστές δράσεις: Κάθε Lyrinel δισκίο παρατεταμένης
αποδέσμευσης περιέχει 0,03 mg λακτόζης.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης.
Lyrinel 5 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης: Στρογγυλό κίτρινου χρώματος
δισκίο, διαμέτρου περίπου 7,5 mm, στο οποίο αναγράφεται με μαύρο μελάνι στη
μια πλευρά η ένδειξη «5 XL».
Lyrinel 10 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης: Στρογγυλό ροζ χρώματος
δισκίο, διαμέτρου περίπου 7,5 mm, στο οποίο αναγράφεται με μαύρο μελάνι στη
μια πλευρά η ένδειξη «10 XL».
Lyrinel 15 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης: Στρογγυλό γκρίζου
χρώματος δισκίο, διαμέτρου περίπου 7,5 mm, στο οποίο αναγράφεται με μαύρο
μελάνι στη μια πλευρά η ένδειξη «15 XL».
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Ενήλικες
To Lyrinel ενδείκνυται για χρήση σε ενήλικες για τη συμπτωματική θεραπεία της
επιτακτικής ακράτειας ούρων και/ή της συχνουρίας που σχετίζεται με
επιτακτική ούρηση όπως παρουσιάζεται στους ασθενείς με ασταθή ουροδόχο
κύστη.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η υδροχλωρική οξυβουτυνίνη ενδείκνυται για χρήση σε παιδιά άνω των 5 ετών
για:
1
- Ακράτεια ούρων, επείγουσα και συχνή σε συνθήκες ασταθούς κύστης λόγω
ιδιοπαθούς υπερδραστηριότητας της κύστης ή νευρογενών διαταραχών της
κύστης (υπερδραστηριότητα εξωστήρα μυός)
- Νυκτερινή ενούρηση σχετιζόμενη με υπερδραστηριότητα εξωστήρα μυός, σε
συνδυασμό με μη φαρμακευτική αγωγή, όταν οι άλλες θεραπείες έχουν
αποτύχει.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Το Lyrinel μπορεί να χορηγηθεί με ή χωρίς τροφή (βλέπε παράγραφο 5.2).
Ενήλικες
Αρχική δόση: η συνιστώμενη αρχική δόση είναι ένα δισκίο των 5 mg μία φορά
την ημέρα.
Δόση συντήρησης/προσαρμογή δόσης: προκειμένου να επιτευχθεί δόση
συντήρησης με την καλύτερη αναλογία αποτελεσματικότητας και
ανεκτικότητας, μετά από διάστημα τουλάχιστον μίας εβδομάδας με 5 mg την
ημέρα, η δόση μπορεί να αυξηθεί στα 10 mg μια φορά την ημέρα και να
ακολουθήσουν σταδιακές αυξήσεις ή μειώσεις κατά 5 mg/ημέρα. Πρέπει να
μεσολαβεί τουλάχιστον μια εβδομάδα ανάμεσα στις αλλαγές της δόσης.
Μέγιστη δόση: σε ασθενείς για τους οποίους απαιτείται υψηλότερη δόση, η
συνολική ημερήσια δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 20 mg.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν επί του παρόντος οξυβουτυνίνη άμεσης
αποδέσμευσης, πρέπει να αξιολογούνται κλινικώς για την επιλογή της
κατάλληλης δόσης Lyrinel. Η δοσολογία πρέπει να προσαρμόζεται με γνώμονα
την επιλογή της ελάχιστης δυνατής δόσης που μπορεί να επιτύχει την καλύτερη
αναλογία αποτελεσματικότητας και ανεκτικότητας, λαμβάνοντας υπόψη την
τρέχουσα χορηγούμενη δόση του φαρμάκου άμεσης αποδέσμευσης.
Σε περίπτωση παράλειψης μίας δόσης, ο ασθενής πρέπει να περιμένει και να
λάβει την επόμενη δόση την προγραμματισμένη ώρα.
Ηλικιωμένοι
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ηλικιωμένους ασθενείς.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Παιδιά ηλικίας άνω των 5 ετών
Αρχική δόση των 5 mg μία φορά την ημέρα που αυξάνεται κατά 5 mg μέχρι τη
μέγιστη δόση των 15 mg μία φορά την ημέρα.
Το Lyrinel δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε παιδιά ηλικίας κάτω των 5 ετών,
καθώς η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα δεν έχουν τεκμηριωθεί (βλέπε
παραγράφους 5.1 και 5.2).
Τρόπος χορήγησης
Το Lyrinel πρέπει να καταπίνεται ολόκληρο με τη βοήθεια υγρών και δεν πρέπει
να μασιέται, να τεμαχίζεται ή να θρυμματίζεται επειδή το δισκίο είναι
σχεδιασμένο ώστε να παρέχει παρατεταμένη αποδέσμευση.
2
Οι ασθενείς πρέπει να γνωρίζουν ότι η μεμβράνη των δισκίων μπορεί να διέλθει
από την γαστρεντερική οδό παραμένοντας αμετάβλητη. Αυτό δεν επηρεάζει το
βαθμό αποτελεσματικότητας του προϊόντος.
4.3 Αντενδείξεις
- Υπερευαισθησία στη(στις) δραστική(ές) ουσία(ες) ή κάποιο από τα έκδοχα
που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1
- Γλαύκωμα κλειστής γωνίας ή αβαθής πρόσθιος θάλαμος
- Μυασθένεια gravis
-
Κατακράτηση ούρων
- Βλάβη με γαστρεντερική απόφραξη, παραλυτικός ειλεός ή εντερική ατονία
- Σοβαρή ελκώδης κολίτιδα
- Τοξικό μεγάκολο
- Συχνουρία και νυκτουρία εξαιτίας καρδιακής ή νεφρικής ανεπάρκειας
- Πορφυρία
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η οξυβουτυνίνη συνδέεται με τις αντιχολινεργικές δράσεις του κεντρικού
νευρικού συστήματος (ΚΝΣ) (βλέπε παράγραφο 4.8). Έχουν αναφερθεί
αντιχολινεργικές επιδράσεις στο ΚΝΣ (όπως ψευδαισθήσεις, διέγερση, σύγχυση,
υπνηλία). Συνιστάται παρακολούθηση ειδικά κατά τους πρώτους μήνες μετά την
έναρξη της θεραπείας ή την αύξηση της δόσης. Η διακοπή της θεραπείας ή η
μείωση της δόσης πρέπει να ληφθούν υπόψη εάν εμφανιστούν αντιχολινεργικές
επιδράσεις στο ΚΝΣ.
Έχει αναφερθεί αγγειοοίδημα προσώπου, χειλιών, γλώσσας και/ή λάρυγγα με
οξυβουτυνίνη. Σε ορισμένες περιπτώσεις το αγγειοοίδημα εμφανίστηκε μετά από
την πρώτη δόση. Το αγγειοοίδημα που σχετίζεται με οίδημα των ανώτερων
αεραγωγών μπορεί ενδεχομένως να αποβεί απειλητικό για τη ζωή. Εάν υπάρξει
εμπλοκή της γλώσσας, του υποφάρυγγα, ή του λάρυγγα, η οξυβουτυνίνη πρέπει
να διακόπτεται άμεσα και να παρέχεται η κατάλληλη θεραπεία και/ή τα
απαραίτητα μέτρα για να διασφαλιστεί ότι θα παραμείνουν ανοικτοί οι
αεραγωγοί.
Η οξυβουτυνίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με τις παρακάτω
καταστάσεις:
- ηπατική ή νεφρική δυσλειτουργία
- κλινικά σημαντική απόφραξη εκροής της ουροδόχου κύστης δεδομένου ότι τα
αντιχολινεργικά φάρμακα μπορεί να επιδεινώσουν την εκροή της ουροδόχου
κύστης και να προκαλέσουν κατακράτηση (βλέπε παράγραφο 4.3)
- αυτόνομη νευροπάθεια
- νόσο του Parkinson
- Διαταραχές του γαστρεντερικού: Αντιχολινεργικά φαρμακευτικά προϊόντα
μπορεί να μειώσουν την κινητικότητα του γαστρεντερικού σωλήνα και θα
πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με γαστρεντερικές
αποφρακτικές διαταραχές, ατονία του εντέρου και ελκώδη κολίτιδα. (βλέπε
παράγραφο 4.3)
- Τα αντιχολινεργικά φαρμακευτικά προϊόντα θα πρέπει να χρησιμοποιούνται
με προσοχή σε ασθενείς που έχουν κήλη οισοφαγικού
τρήματος/γαστροοισοφαγική παλινδρομική νόσο και/ή σε αυτούς που
λαμβάνουν ταυτόχρονα φαρμακευτικά προϊόντα (όπως διφωσφονικά) τα
οποία μπορούν να προκαλέσουν ή να επιδεινώσουν την οισοφαγίτιδα.
3
- προϋπάρχουσα άνοια η οποία αντιμετωπίζεται με θεραπεία με αναστολείς
χολινεστεράσης λόγω του κινδύνου επιδείνωσης των συμπτωμάτων.
Προσοχή απαιτείται στη χορήγηση της οξυβουτυνίνης σε αδύναμους
ηλικιωμένους ασθενείς οι οποίοι μπορεί να είναι περισσότερο ευαίσθητοι στις
δράσεις της οξυβουτυνίνης. Τα αντιχολινεργικά θα πρέπει να χρησιμοποιούνται
με προσοχή σε ηλικιωμένους ασθενείς λόγω του κινδύνου εμφάνισης νοητικής
διαταραχής.
Εάν είναι παρούσα ουρολοίμωξη, πρέπει να ξεκινήσει η κατάλληλη
αντιμικροβιακή θεραπεία.
Η οξυβουτυνίνη μπορεί να επιδεινώσει την ταχυκαρδία (και επομένως τα
συμπτώματα του υπερθυρεοειδισμού, της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας,
των καρδιακών αρρυθμιών, της στεφανιαίας καρδιακής νόσου, της υπέρτασης),
τις νοητικές διαταραχές και τα συμπτώματα υπερτροφίας του προστάτη.
Όταν η οξυβουτυνίνη χορηγείται σε ασθενείς με πυρετό ή κατά την περίοδο
υψηλών κλιματολογικών θερμοκρασιών μπορεί να προκαλέσει κατάπτωση από
την υψηλή θερμοκρασία ή θερμοπληξία λόγω της μειωμένης εφίδρωσης.
Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη,
ανεπάρκεια λακτάσης Lapp ή δυσαπορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης δεν πρέπει
να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
Η οξυβουτυνίνη μπορεί να μειώσει τις εκκρίσεις του σιελογόνου αδένα οι
οποίες μπορεί να προκαλέσουν τερηδόνα, περιοδοντίτιδα ή καντιντίαση του
στόματος.
Επειδή η οξυβουτυνίνη μπορεί να προκαλέσει γλαύκωμα κλειστής γωνίας, η
οπτική οξύτητα και η ενδοφθάλμια πίεση πρέπει να ελέγχονται περιοδικά κατά
τη διάρκεια της θεραπείας. Οι ασθενείς θα πρέπει να συμβουλεύονται να
απευθύνονται άμεσα σε έναν γιατρό αμέσως, εάν παρουσιάσουν αιφνίδια
απώλεια της οπτικής οξύτητας ή οφθαλμικό άλγος.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η υδροχλωρική οξυβουτυνίνη δεν συνιστάται για χρήση σε παιδιά ηλικίας κάτω
των 5 ετών λόγω ανεπαρκών δεδομένων σχετικά με την ασφάλεια και την
αποτελεσματικότητα.
Υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία που υποστηρίζουν τη χρήση της οξυβουτυνίνης
σε παιδιά με μονοσυμπτωματική νυκτερινή ενούρηση (μη σχετιζόμενη με
υπερλειτουργία εξωστήρα μυός).
Σε παιδιά ηλικίας άνω των 5 ετών, η υδροχλωρική οξυβουτυνίνη πρέπει να
χρησιμοποιείται με προσοχή καθώς μπορεί να εμφανίσουν μεγαλύτερη
ευαισθησία στις επιδράσεις του προϊόντος, ειδικά σε ανεπιθύμητες ενέργειες
του ΚΝΣ και ψυχιατρικές ανεπιθύμητες ενέργειες.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Η αντιχολινεργική δράση της οξυβουτυνίνης αυξάνεται με ταυτόχρονη χρήση
άλλων αντιχολινεργικών ή φαρμακευτικών προϊόντων με αντιχολινεργική
δράση, όπως η αμανταδίνη και άλλα αντιχολινεργικά αντιπαρκινσονικά
4
φαρμακευτικά προϊόντα (π.χ. βιπεριδένη, λεβοντόπα), αντιισταμινικά,
αντιψυχωσικά (π.χ. φαινοθιαζίνες, βουτυροφαινόνες, κλοζαπίνη), κινιδίνη,
δακτυλίτιδα, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, ατροπίνη και συγγενείς ενώσεις
όπως ατροπινικά αντισπασμωδικά και διπυριδαμόλη.
Οι αντιχολινεργικοί παράγοντες μπορεί δυνητικά να μεταβάλλουν την
απορρόφηση μερικών ταυτόχρονα χορηγούμενων φαρμάκων εξαιτίας της
αντιχολινεργικής δράσης στη γαστρεντερική κινητικότητα. Επίσης μπορεί να
ανταγωνίζονται τις γαστρεντερικές προκινητικές δράσεις της μετοκλοπραμίδης
και δομπεριδόνης.
Τα υπογλώσσια νιτρώδη μπορεί να μην είναι εφικτό να διαλυθούν κάτω από τη
γλώσσα, εξαιτίας της ξηρότητας του στόματος, έχοντας σαν αποτέλεσμα
μειωμένη θεραπευτική δράση.
Η οξυβουτυνίνη μεταβολίζεται από το ισοένζυμο CYP3A4 του κυτοχρώματος
P450. Η ταυτόχρονη χορήγηση με αναστολέα του CYP3A4 μπορεί να αναστείλει
το μεταβολισμό της οξυβουτυνίνης και να αυξήσει την έκθεση σε οξυβουτυνίνη.
Οι μέσες συγκεντρώσεις του χλωριδίου της οξυβουτυνίνης ήταν περίπου 2 φορές
μεγαλύτερες όταν το Lyrinel χορηγήθηκε με κετοκοναζόλη, έναν ισχυρό
αναστολέα CYP3A4. Άλλοι αναστολείς του ενζυμικού κυτοχρωμικού συστήματος
P450 3A4, όπως οι αντιμυκητιασικοί παράγοντες (π.χ. ιτρακοναζόλη και
φλουκοναζόλη) ή τα αντιβιοτικά μακρολίδια (π.χ. ερυθρομυκίνη) μπορεί να
αυξήσουν την έκθεση σε οξυβουτυνίνη. Η κλινική συσχέτιση μιας τέτοιας
πιθανής αλληλεπίδρασης δεν είναι γνωστή. Απαιτείται προσοχή όταν
συγχορηγούνται τέτοια φάρμακα.
Η ταυτόχρονη χρήση με αναστολείς χολινεστεράσης μπορεί να οδηγήσει σε
μειωμένη αποτελεσματικότητα του αναστολέα χολινεστεράσης.
Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται ότι το αλκοόλ μπορεί να αυξήσει την
υπνηλία που προκαλείται από αντιχολινεργικούς παράγοντες όπως η
οξυβουτυνίνη.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Μελέτες αλληλεπίδρασης έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε ενήλικες. Δεν είναι
γνωστό εάν ο βαθμός αλληλεπιδράσεων στον παιδιατρικό πληθυσμό είναι
παρόμοιος με αυτόν των ενηλίκων.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για τη χρήση της οξυβουτυνίνης στις έγκυες
γυναίκες. Οι μελέτες σε ζώα έδειξαν μικρή αναπαραγωγική τοξικότητα (βλέπε
παράγραφο 5.3). Το Lyrinel δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Θηλασμός
Όταν η οξυβουτυνίνη χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια του θηλασμού, μία
μικρή ποσότητα απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Η επίδραση στα
νεογέννητα/βρέφη δεν είναι γνωστή. Επομένως, η χρήση του Lyrinel κατά τη
διάρκεια του θηλασμού δεν συνιστάται.
Γονιμότητα
5
Μελέτες αναπαραγωγής με από στόματος χορηγούμενη οξυβουτυνίνη σε
ποντίκια, αρουραίους, χάμστερ και κουνέλια δεν αποκάλυψαν ενδείξεις
μειωμένης γονιμότητας.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Η οξυβουτυνίνη έχει μικρή επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανών. Η οξυβουτυνίνη μπορεί να προκαλέσει νωθρότητα ή θαμπή όραση,
επομένως, οι ασθενείς πρέπει να είναι προσεκτικοί όταν ασχολούνται με
δραστηριότητες που απαιτούν πνευματική εγρήγορση, όπως η οδήγηση, ο
χειρισμός μηχανημάτων ή άλλες δραστηριότητες που ενέχουν κινδύνους ενώ
λαμβάνουν το φάρμακο.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφαλείας
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν κατά τη διάρκεια
κλινικών δοκιμών σε > 5 % των ασθενών ήταν ξηροστομία, δυσκοιλιότητα,
διάρροια, κεφαλαλγία, υπνηλία και ζάλη.
Σοβαρές ανεπιθύμητες αντιδράσεις που σχετίζονται με την οξυβουτυνίνη
περιλαμβάνουν αντιχολινεργικές αντιδράσεις του κεντρικού νευρικού
συστήματος (βλέπε παράγραφο 4.4).
Κατάλογος των ανεπιθύμητων ενεργειών
Η ασφάλεια του Lyrinel αξιολογήθηκε σε πέντε διπλά τυφλές, ελεγχόμενες (δηλ.
με εικονικό φάρμακο ή δραστικό φάρμακο σύγκρισης) κλινικές δοκιμές για την
αντιμετώπιση υπερλειτουργικής ουροδόχου κύστης, στις οποίες 759 ενήλικες
ασθενείς έλαβαν δόσεις που κυμαίνονταν από 5 έως 20 mg/ημέρα. Επιπρόσθετα,
η ασφάλεια αξιολογήθηκε σε μία κλινική δοκιμή ανοικτού σχεδιασμού (δηλ. με
ενεργό φάρμακο), στην οποία 60 παιδιατρικοί ασθενείς έλαβαν δόσεις 10 ή
15 mg/ημέρα. Ο Πίνακας 1 παρακάτω παρουσιάζει τις ανεπιθύμητες ενέργειες
φαρμάκου που αναφέρθηκαν με το Lyrinel σε κλινικές δοκιμές σε ενήλικες και
από την εμπειρία μετά την εμπορική κυκλοφορία. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες
φαρμάκου που αναφέρθηκαν στις παιδιατρικές κλινικές δοκιμές
παρουσιάζονται στον Πίνακα 2.
Πίνακας 1: Ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκου που αναφέρθηκαν σε κλινικές δοκιμές σε
ενήλικες και από την εμπειρία μετά την εμπορική κυκλοφορία του φαρμάκου
Πολύ
Συχνές
1/10
Συχνές
1/100 έως
< 1/10
Όχι συχνές
1/1.000 έως
< 1/100
Σπάνιες
1/10.000
έως < 1/1.000
Μη
Γνωστές*
Λοιμώξεις και
παρασιτώσεις
Ουρολοίμωξη
Διαταραχές του
ανοσοποιητικο
ύ συστήματος
Υπερευαισθησία Αναφυλακτ
ική
αντίδραση
Διαταραχές του
μεταβολισμού
και της θρέψης
Ανορεξία,
Κατακράτηση
υγρών, Μειωμένη
όρεξη
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Αϋπνία Ψευδαισθήσεις,
Συγχυτική
κατάσταση,
Διέγερση,
Επηρεασμένη
Ψυχωτική
διαταραχή,
άγχος,
εφιάλτες
και
6
μνήμη παράνοια,
συμπτώματ
α
κατάθλιψη
ς,
εξάρτησης
(σε
ασθενείς
με ιστορικό
κατάχρηση
ς
φαρμάκων
ή ουσιών)
Διαταραχές του
νευρικού
συστήματος
Υπνηλία, Ζάλη
Κεφαλαλγία,
Δυσγευσία
Σπασμοί Νοητικές
διαταραχές
Οφθαλμικές
διαταραχές
Θαμπή όραση,
Ξηροφθαλμία
Γλαύκωμα
κλειστής γωνίας
Μυδρίαση,
οφθαλμική
υπέρταση
Καρδιακές
διαταραχές
Αίσθημα
παλμών
Αρρυθμία,
Ταχυκαρδία
Αγγειακές
διαταραχές
Υπέρταση, Έξαψη
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος,
του θώρακα
και του
μεσοθωράκιου
Στοματοφαρυγγ
ικό άλγος,
Βήχας,
Ξηρότητα
ρινικού
βλεννογόνου,
ξηρότητα του
φάρυγγα
Δυσφωνία, Ρινική
συμφόρηση,
Ερεθισμός του
λαιμού
Διαταραχές του
γαστρεντερικο
ύ
Ξηροστομ
ία
Γαστροοισοφαγ
ική
παλινδρομική
νόσος, Κοιλιακό
άλγος,
Δυσπεψία,
Δυσκοιλιότητα,
Διάρροια,
Ναυτία,
Μετεωρισμός
Δυσφαγία,
Κοιλιακή
δυσφορία, Συχνές
κενώσεις, Έμετος
Ψευδο-
απόφραξη
σε
ασθενείς
σε κίνδυνο
(ηλικιωμέν
οι ή
ασθενείς
με
δυσκοιλιότ
ητα και υπό
θεραπεία
με άλλα
φαρμακευτι
κά
προϊόντα
που
μειώνουν
την
κινητικότη
τα του
εντέρου)
Διαταραχές του
δέρματος και
του υποδόριου
ιστού
Ξηροδερμία,
Κνησμός
Κνίδωση,
Εξάνθημα
Αγγειοοίδη
μα,
Μειωμένη
εφίδρωση
Διαταραχές
των νεφρών
και των
Δυσουρία,
Δυσκολία στην
ούρηση
Κατακράτηση
ούρων,
Υπολειπόμενα
Ανικανότητ
α
7
ουροφόρων
οδών
ούρα
Γενικές
διαταραχές και
καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
Κόπωση Θωρακική
δυσφορία,
Ξηρότητα
βλεννογόνου, Δίψα
Παρακλινικές
εξετάσεις
Υπολειπόμενος
όγκος ούρων
Κακώσεις,
δηλητηριάσεις
και επιπλοκές
θεραπευτικών
χειρισμών
Πτώση Θερμοπληξ
ία
*Δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα.
Ο σύνθετος όρος υπολειπόμενος όγκος ούρων αποτελείται από τους προτιμώμενους όρους
υπολειπόμενος όγκος ούρων και αυξημένος υπολειπόμενος όγκος ούρων
Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες μετά την εμπορική κυκλοφορία που
αναφέρονται στον Πίνακα 1 προέρχονται αποκλειστικά από αναφορές μετά την
εμπορική κυκλοφορία (δεν έχουν παρατηρηθεί σε κλινικές δοκιμές), με την
κατηγορία συχνότητας να υπολογίζεται από τα δεδομένα ασφάλειας από
κλινική δοκιμή 759 ασθενών: ψευδαισθήσεις, διέγερση, επηρεασμένη μνήμη και
σπασμοί. Αυτές οι εκτιμήσεις αντιπροσωπεύουν το ανώτατο όριο του 95 % CI.
Όπως με άλλα σκευάσματα οξυβουτυνίνης, η ξηροστομία ήταν η πιο συχνά
αναφερόμενη ανεπιθύμητη ενέργεια φαρμάκου. Παρόλα αυτά, στις κλινικές
μελέτες η ξηροστομία αναφέρθηκε λιγότερο συχνά με το Lyrinel από ότι με τα
σκευάσματα οξυβουτυνίνης άμεσης αποδέσμευσης. Για ασθενείς για τους
οποίους χρειάστηκαν τελικές δόσεις Lyrinel 5 ή 10 mg του, η σχετική επίπτωση
της ξηροστομίας που παρουσιάστηκε σε οποιαδήποτε δόση ήταν 1,8 φορές
χαμηλότερη συγκριτικά με ασθενείς για τους οποίους χρειάστηκαν τελικές
δόσεις > 10 mg.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια του Lyrinel αξιολογήθηκε σε 60 παιδιατρικούς ασθενείς (ηλικιακό
εύρος 5 έως 15 ετών, δοσολογικό εύρος 10-15 mg/ημέρα) που συμμετείχαν σε μία
ανοικτού σχεδιασμού, τριών σκελών με ενεργό φάρμακο κλινική δοκιμή. Οι
ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου που αναφέρθηκαν από τους
παιδιατρικούς ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με Lyrinel σε αυτήν την κλινική
δοκιμή παρουσιάζονται στον Πίνακα 2.
Πίνακας 2: Ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκου που αναφέρθηκαν στις
κλινικές δοκιμές με παιδιατρικούς ασθενείς
Πολύ Συχνές
≥1/10
Συχνές
≥1/100
έως
<1/10
Όχι
Συχνές
≥1/1.000
έως
<1/100
Σπάνιες
≥1/10.00
0 έως
<1/1.000
Διαταραχές του
μεταβολισμού και της
θρέψης
Ανορεξία
Ψυχιατρικές διαταραχές Αϋπνία
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Κεφαλαλγ
ία
8
Αγγειακές διαταραχές Έξαψη
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
Δυσκοιλιότητ
α
Διάρροια
Διαταραχές του δέρματος
και του υποδόριου ιστού
Εξάνθημα
, Κνησμός
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες απευθείας στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (Μεσογείων 284,
15562, Χολαργός, www . eof . gr).
4.9 Υπερδοσολογία
Τα συμπτώματα που παρατηρούνται σε περίπτωση υπερδοσολογίας με
οξυβουτυνίνη είναι η επιδείνωση των συνήθων διαταραχών του ΚΝΣ (από την
ανησυχία και την έντονη διέγερση στην ψυχωσική συμπεριφορά), κυκλοφορικές
μεταβολές (έξαψη, πτώση της πίεσης αίματος, κυκλοφορική ανεπάρκεια κ.λπ.),
αναπνευστική ανεπάρκεια, παράλυση και κώμα.
Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν είναι:
1) χορήγηση ενεργού άνθρακα
2) βραδεία ενδοφλέβια ένεση φυσοστιγμίνης.
Ο πυρετός πρέπει να αντιμετωπίζεται συμπτωματικά, με χλιαρές κομπρέσες ή
παγοκύστη.
Όταν προκαλείται έκδηλη ανησυχία ή διέγερση, πρέπει να χορηγείται διαζεπάμη
με ενδοφλέβια ένεση. Η ταχυκαρδία αντιμετωπίζεται με ενδοφλέβια
προπρανολόλη και η κατακράτηση ούρων με καθετηριασμό ουροδόχου κύστης.
Στην περίπτωση που οι επιδράσεις, παρόμοιες με αυτές του κουραρίου,
εξελιχθούν σε παράλυση των αναπνευστικών μυών, απαιτείται μηχανική
αναπνευστική υποστήριξη.
Η συνεχόμενη απελευθέρωση της οξυβουτυνίνης από το Lyrinel πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη κατά την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας. Οι ασθενείς
πρέπει να παρακολουθούνται τουλάχιστον για 24 ώρες.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: σπασμολυτικά ουροποιητικού, Κωδικός ATC:
G04B D04.
Μηχανισμός δράσης
9
Η οξυβουτυνίνη δρα ως συναγωνιστικός ανταγωνιστής της ακετυλοχολίνης
στους μετα-γαγγλιακούς μουσκαρινικούς υποδοχείς, έχοντας σαν αποτέλεσμα
την χάλαση των λείων μυών της ουροδόχου κύστης.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Σε ασθενείς με υπερβολικά δραστήρια ουροδόχο κύστη, η οποία χαρακτηρίζεται
από αστάθεια ή υπεραντανακλαστικότητα του εξωστήρα μυός, οι
κυστεομετρικές μελέτες απέδειξαν ότι η οξυβουτυνίνη αυξάνει τη μέγιστη
χωρητικότητα της ουροδόχου κύστης και αυξάνει τον όγκο για την πρώτη
σύσπαση του εξωστήρα μυός. Έτσι, η οξυβουτυνίνη μειώνει την επιτακτική
ούρηση και τη συχνότητα των επεισοδίων ακράτειας και της εκούσιας ούρησης.
Η οξυβουτυνίνη είναι ένα ρακεμικό (50:50) μίγμα των R- και S- ισομερών. Η
αντιμουσκαρινική δράση βασίζεται κυρίως στο R- ισομερές. Το R- ισομερές της
οξυβουτυνίνης παρουσιάζει μεγαλύτερη εκλεκτικότητα για τους Μ
1
και Μ
3
μουσκαρινικούς υποτύπους (που βρίσκονται κυρίως στον εξωστήρα μυ της
ουροδόχου κύστης και στην παρωτίδα) σε σχέση με τον Μ
2
υποτύπο (που
βρίσκεται κυρίως στον καρδιακό ιστό). Ο ενεργός μεταβολίτης, Ν-
δεσαιθυλοξυβουτυνίνη, παρουσιάζει φαρμακολογική δράση στον ανθρώπινο
εξωστήρα μυ που είναι παρόμοια με αυτή της οξυβουτυνίνης in
vitro
,
αλλά έχει
μεγαλύτερη συγγένεια δέσμευσης με τον παρωτιδικό ιστό σε σχέση με την
οξυβουτυνίνη. Η μορφή της ελεύθερης βάσης της οξυβουτυνίνης είναι
φαρμακολογικά ισοδύναμη με την υδροχλωρική οξυβουτυνίνη.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Μία μελέτη ανοικτού σχεδιασμού διεξήχθη για την αξιολόγηση της
αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας του Lyrinel σε παιδιά ηλικίας 6-15 ετών
με υπεραντανακλαστικότητα εξωστήρα μυός λόγω νευρογενών παθήσεων. Όλα
χρησιμοποίησαν καθαρό διαλείποντα καθετηριασμό, και όλα ήταν νυν χρήστες
10 ή 15 mg υδροχλωρικής οξυβουτυνίνης χορηγούμενης ως σιρόπι Ditropan,
δισκία Ditropan ή Ditropan δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης.
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι υπήρξε αύξηση του μέσου όγκου των
ούρων ανά καθετηριασμό από την έναρξη της μελέτης, αύξηση, από την έναρξη
της μελέτης, του μέσου όγκου των ούρων μετά από το πρωινό ξύπνημα, του
μέσου ποσοστού καθετηριασμών χωρίς επεισόδιο απώλειας και της μέσης
μέγιστης κυστεομετρικής χωρητικότητας, μείωση, από την έναρξη της μελέτης,
της μέσης πίεσης του εξωστήρα μυός στη μέγιστη κυστεομετρική πίεση και του
ποσοστού των ασθενών που επιδεικνύουν μη εμποδιζόμενες συσπάσεις του
εξωστήρα μυός όπως παρουσιάζεται στον πίνακα παρακάτω.
Μεταβολή της αρχικής μέτρησης έως την Εβδομάδα 24
Παράμετρος n Μέση
τιμή
(SEM)
Εύρος
Μέσος όγκος ανά καθετηριασμό (mL) 109 25,5 (5,9) -292 έως 245
Όγκος 1
ου
καθετηριασμού μετά από το πρωινό
ξύπνημα (mL)
109 33,0 (8,3) -223 έως 450
Μέγιστη χωρητικότητα ουροδόχου κύστης (mL)* 105 75,4 (9,8) -150 έως 420
Πίεση εξωστήρα μυός στη μέγιστη χωρητικότητα
ουροδόχου κύστης (cm H
2
O)*
105 -9,2 (2,3) -102 έως 64
Ενδοκυστική πίεση στη μέγιστη χωρητικότητα
ουροδόχου κύστης (cm H
2
O)*
105 -7,5 (2,5) -108 έως 76
*Μελέτες ουροδυναμικής
10
Κατά την έναρξη της μελέτης, 66 από τους 116 (56,9%) ασθενείς εμφάνισαν μη
εμποδιζόμενες συσπάσεις του εξωστήρα μυός 15 cm H
2
O. Την Εβδομάδα 24,
30 από τους 105 (28,6%) ασθενείς εμφάνισαν μη εμποδιζόμενες συσπάσεις
15 cm H
2
O. Το ποσοστό καθετηριασμών χωρίς κανένα επεισόδιο απώλειας
ούρων αυξήθηκε από 36,0% κατά την έναρξη της μελέτης σε 55,5% την Εβδομάδα
24.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Μετά τη χορήγηση της πρώτης δόσης Lyrinel, οι συγκεντρώσεις της
οξυβουτυνίνης στο πλάσμα αυξάνονται μέσα σε 4 με 6 ώρες. Εν συνεχεία, οι
συγκεντρώσεις παραμένουν σταθερές για μέγιστο διάστημα 24 ωρών και έτσι
μειώνονται οι διακυμάνσεις ανάμεσα στα μέγιστα και ελάχιστα επίπεδα
συγκεντρώσεων οι οποίες συνδέονται με τα σκευάσματα οξυβουτυνίνης άμεσης
αποδέσμευσης.
Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα της οξυβουτυνίνης άμεσης αποδέσμευσης έχει
εκτιμηθεί ότι είναι 2-11%. Συγκριτικά με την οξυβουτυνίνη άμεσης
αποδέσμευσης, οι σχετικές βιοδιαθεσιμότητες της R-οξυβουτυνίνης και της S-
οξυβουτυνίνης του Lyrinel είναι 156% και 187% αντίστοιχα. Με μια εφάπαξ δόση
Lyrinel των 10 mg, τα μέγιστα επίπεδα συγκεντρώσεων της R-οξυβουτυνίνης και
της S-οξυβουτυνίνης στο πλάσμα επιτυγχάνονται μετά από 12,7±5,4 και
11,8±5,3 ώρες αντίστοιχα, είναι 1,0±0,6 και 1,8±1,0 ng/ml και τα προφίλ
συγκέντρωσηςρόνου των δύο εναντιομερών στο πλάσμα παρουσιάζουν
παρόμοιο σχήμα.
Η φαρμακοκινητική δράση του Lyrinel δεν επηρεάζεται από τη λήψη τροφής.
Κατανομή
Η οξυβουτυνίνη κατανέμεται ταχέως στους ιστούς του σώματος μετά τη
συστηματική απορρόφηση. Ο όγκος κατανομής εκτιμήθηκε ότι είναι 193 L μετά
την ενδοφλέβια χορήγηση 5 mg υδροχλωρικής οξυβουτυνίνης. Και τα δύο
εναντιομερή της οξυβουτυνίνης δεσμεύονται ισχυρά (>99%) με τις πρωτεΐνες
του πλάσματος. Και τα δύο εναντιομερή της δεσαιθυλοξυβουτυνίνης επίσης
δεσμεύονται ισχυρά (>97%) με τις πρωτεΐνες του πλάσματος. Η κύρια
δεσμευτική πρωτεΐνη είναι η άλφα-1 όξινη γλυκοπρωτεΐνη.
Βιομετασχηματισμός και Απέκκριση
Η οξυβουτυνίνη μεταβολίζεται εκτενώς στο ήπαρ, κυρίως μέσω του ενζυμικού
συστήματος του κυτοχρώματος P450, και συγκεκριμένα του CYP3A4 που
βρίσκεται ως επί το πλείστον στο ήπαρ και στο εντερικό τοίχωμα. Στα προϊόντα
μεταβολισμού συμπεριλαμβάνεται το φαρμακολογικά ανενεργό
φαινυλκυκλοεξυλγλυκολικό οξύ, και η φαρμακολογικά ενεργή
δεσαιθυλοξυβουτυνίνη. Κατόπιν της χορήγησης του Lyrinel, οι περιοχές κάτω από
τα προφίλ συγκέντρωσης της R- και S-δεσαιθυλοξυβουτυνίνης στο πλάσμα είναι
το 73% και το 92% αντίστοιχα αυτών που παρατηρούνται με τα σκευάσματα
οξυβουτυνίνης άμεσης αποδέσμευσης. Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση 5 mg
οξυβουτυνίνης, η κάθαρση υπολογίστηκε ότι είναι 26 L/h. Λιγότερο από το 0,1%
της χορηγούμενης δόσης απεκκρίνεται στα ούρα αμετάβλητο. Ο χρόνος ημίσειας
ζωής αποβολής είναι 13,2±10,3 ώρες για την R-οξυβουτυνίνη και 12,4±6,1 ώρες
για την S-οξυβουτυνίνη.
Ειδικοί πληθυσμοί
11
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η φαρμακοκινητική σε σταθερή κατάσταση του Lyrinel αξιολογήθηκε σε έναν
περιορισμένο αριθμό παιδιών ηλικίας 6-15 ετών με υπερλειτουργία εξωστήρα
μυός σχετιζόμενη με νευρολογική πάθηση (π.χ., δισχιδής ράχη) που λάμβαναν
10 ή 15 mg συνολικών ημερήσιων δόσεων Lyrinel. Η φαρμακοκινητική του Lyrinel
σε αυτούς τους παιδιατρικούς ασθενείς ήταν σύμφωνη με αυτή που αναφέρθηκε
για τους ενήλικες. Ο πίνακας παρακάτω συνοψίζει τις μέγιστες και μέσες
συγκεντρώσεις στο πλάσμα καθεμίας από τις τέσσερις αναλυόμενες ουσίες, R-
και S-οξυβουτυνίνη και R- και S-δεσαιθυλοξυβουτυνίνη, ανά ηλικιακή ομάδα και
συνολική ημερήσια δόση.
Μέση τιμή (SD) Μέγιστων και Μέσων Συγκεντρώσεων (ng/mL) της R- και S-
Οξυβουτυνίνης και R- και S-Δεσαιθυλοξυβουτυνίνης σε Παιδιά Κατόπιν
Χορήγησης 10 και 15 mg Lyrinel Μία φορά την Ημέρα
Ηλικία<10 ετών
α
Ηλικία>10 ετών
β
Δόση/Αναλυόμενη
ουσία
C
max
C
avg
C
max
C
avg
Δόση 10 mg
R-οξυβουτυνίνη 1,39 (0,1) 0,91 (0,2) 1,37 (0,9) 1,06 (0,8)
S-οξυβουτυνίνη 2,46 (0,5) 1,58 (0,5) 2,45 (1,7) 2,00 (1,5)
R-
δεσαιθυλοξυβουτυνίνη
15,4 (2,2) 8,74 (2,8) 13,2 (9,7) 9,48 (6,8)
S-
δεσαιθυλοξυβουτυνίνη
6,81 (0,9) 4,38 (1,8) 8,05 (6,7) 6,70 (6,1)
Δόση 15 mg
R-οξυβουτυνίνη 2,59 (1,4) 1,78 (0,8) 2,16 (2,0) 1,86 (2,0)
S-οξυβουτυνίνη 5,03 (3,2) 3,67 (2,1) 3,29 (2,7) 2,80 (2,7)
R-
δεσαιθυλοξυβουτυνίνη
23,0 (11,0) 16,2 (6,0) 27,8 (22) 20,8 (22)
S-
δεσαιθυλοξυβουτυνίνη
13,3 (7,9) 10,3 (6,1) 12,2 (6,8) 9,13 (7,5)
α
– 10 mg: n=3, 15 mg: n=6
β
– 10 mg: n=5, 15 mg: n=2
Γραμμικότητα/μη γραμμικότητα
Οι παράμετροι φαρμακοκινητικής (C
max
και AUC) της οξυβουτυνίνης και της
δεσαιθυλοξυβουτυνίνης είναι ανάλογες της δόσης κατόπιν χορήγησης 5-20 mg
Lyrinel. Οι συγκεντρώσεις της οξυβουτυνίνης στο πλάσμα σε σταθερή κατάσταση
επιτυγχάνονται κατά την Ημέρα 3 της επαναλαμβανόμενης χορήγησης Lyrinel,
χωρίς να παρατηρείται μεταβολή των παραμέτρων φαρμακοκινητικής τόσο της
οξυβουτυνίνης όσο και της δεσαιθυλοξυβουτυνίνης με την πάροδο του χρόνου.
Αυτά τα χαρακτηριστικά υποστηρίζουν τη γραμμικότητα στη φαρμακοκινητική
της οξυβουτυνίνης.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο
βάσει μελετών οξείας τοξικότητας, τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων,
γονοτοξικότητας, ενδεχόμενης καρκινογόνου δράσης και τοπικής τοξικότητας.
Σε μια μελέτη γονιμότητας με χορήγηση ενδοφλέβιας οξυβουτυνίνης σε
αρουραίους, η γονιμότητα των θηλέων παρουσίασε βλάβη, ενώ δεν
παρουσιάστηκε καμία επίδραση στα αρσενικά ζώα. Σε μια εμβρυοτοξική μελέτη
σε κουνέλια παρατηρήθηκαν οργανικές ανωμαλίες παρουσία μητρικής
12
τοξικότητας σε δόση 0,4 mg/kg/ημέρα υποδορίως. Δεν είναι γνωστή η συσχέτιση
με την ασφάλεια στους ανθρώπους.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
5 mg:
Βουτυλυδροξυτολουόλιο (E321), οξική κυτταρίνη 398-10, υπρομελλόζη 5cp,
πολυαιθυλενογλυκόλη 3350, στεατικό μαγνήσιο, πολυαιθυλενοξείδιο 200K,
πολυαιθυλενοξείδιο 2000K, χλωριούχο νάτριο, μέλαν οξείδιο του σιδήρου
(E172), κίτρινο οξείδιο του σιδήρου ΙΙΙ (E172) και άνυδρη λακτόζη.
Επικάλυψη λεπτού υμενίου: κίτρινο οξείδιο του σιδήρου ΙΙΙ (E172), υπρομελλόζη
3cp και 6cp, προπυλενογλυκόλη 400, πολυσορβικό 80 και διοξείδιο του τιτανίου
(E171).
Εκτυπωτικό μελάνι: μέλαν οξείδιο του σιδήρου (E172), υπρομελλόζη 6cp και
προπυλενογλυκόλη.
10 mg:
Βουτυλυδροξυτολουόλιο (E321), οξική κυτταρίνη 398-10, υπρομελλόζη 5cp,
πολυαιθυλενογλυκόλη 3350, στεατικό μαγνήσιο, πολυαιθυλενοξείδιο 200K,
πολυαιθυλενοξείδιο 2000K, χλωριούχο νάτριο, μέλαν οξείδιο του σιδήρου
(E172), ερυθρό οξείδιο του σιδήρου (E172) και άνυδρη λακτόζη.
Επικάλυψη λεπτού υμενίου: ερυθρό οξείδιο του σιδήρου ΙΙΙ (E172), υπρομελλόζη
3cp και 6cp, προπυλενογλυκόλη 400, πολυσορβικό 80 και διοξείδιο του τιτανίου
(E171).
Εκτυπωτικό μελάνι: μέλαν οξείδιο του σιδήρου (E172), υπρομελλόζη 6cp και
προπυλενογλυκόλη.
15 mg:
Βουτυλυδροξυτολουόλιο (E321), οξική κυτταρίνη 398-10, υπρομελλόζη 5cp,
πολυαιθυλενογλυκόλη 3350, στεατικό μαγνήσιο, πολυαιθυλενοξείδιο 200K,
πολυαιθυλενοξείδιο 2000K, χλωριούχο νάτριο, μέλαν οξείδιο του σιδήρου (E172)
και άνυδρη λακτόζη.
Επικάλυψη λεπτού υμενίου: μέλαν οξείδιο του σιδήρου (E172), υπρομελλόζη 3cp
και 6cp, προπυλενογλυκόλη 400, πολυσορβικό 80 και διοξείδιο του τιτανίου
(E171).
Εκτυπωτικό μελάνι: μέλαν οξείδιο του σιδήρου (E172), υπρομελλόζη 6cp και
προπυλενογλυκόλη.
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
5 mg: 2 χρόνια
10 mg και 15 mg: 18 μήνες
13
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Διατηρείτε τον περιέκτη καλά κλεισμένο για να προστατεύεται από την
υγρασία. Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Φιάλες πολυαιθυλενίου υψηλής πυκνότητας, με πώμα ασφαλείας για παιδιά
(πολυπροπυλένιο) και αφυγραντικό.
Μεγέθη συσκευασίας των 3, 7, 10, 14, 30, 50, 60, 90 ή 100 δισκίων.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Μην αφαιρείτε ή καταπίνετε το φακελίσκο με τους κόκκους από τη φιάλη.
Περιέχει αφυγραντικό, το οποίο διατηρεί τα δισκία ξηρά.
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορρίπτεται
σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Janssen-Cilag Φαρμακευτική Α.Ε.Β.Ε.
Λ. Ειρήνης 56
151 21 Πεύκη
Αθήνα
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
5 mg: 39667/9-6-2015
10 mg:39668/9-6-2015
15 mg:39669/9-6-2015
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
16.2.2005/9.6.2015
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
14