Δεν υπάρχουν δεδομένα για τη χρήση του φαρμάκου σε παιδιά για αυτή την ένδειξη, δια τούτο χορηγείται
μόνο στους ενήλικες
4.3 Αντενδείξεις
Ιστορικό υπερευαισθησίας σε οποιοδήποτε από τα συστατικά του προϊόντος.
Τα κατωτέρω ισχύουν γενικώς για τα κορτικοειδή:
Περιλαμβάνουν σημαντικό αριθμό νοσημάτων και παθολογικών καταστάσεων.
Θα πρέπει όμως πάντα να σταθμίζεται ο δυνητικός κίνδυνος σε σχέση με το προσδοκώμενο ευεργετικό
θεραπευτικό αποτέλεσμα. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι:
Γαστρσδωδεκαδακτυλικό έλκος, απλός οφθαλμικός έρπητας, γλαύκωμα, εκσεσημασμένη
οστεοπόρωση, σακχαρώδης διαβήτης, ψυχώσεις, αμέσως πριν και μετά από προφυλακτικό
εμβολιασμό, καρδιοπάθεια ή υπέρταση με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, συστηματική
μυκητίαση, φυματίωση, βαριά νεφροπάθεια, λοιμώδη νοσήματα, αιμορραγική διάθεση.
4.4 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση
Υπέρμετρη δοσολογία -ή μακροχρόνια θεραπεία- με γλυκοκορτικοστεροειδή, μπορεί να
οδηγήσει σε εμφάνιση συμπτωμάτων ή σημείων υπερκορτιζοναιμίας .καταστολή της
λειτουργίας του άξονα ΥΥΕ (υποθάλαμος-υπόφυση επινεφρίδια) και/ή καθυστέρηση της
ανάπτυξης στα παιδιά. Έχει αναφερθεί και καθυστέρηση της ανάπτυξης σε παιδιά υπό
θεραπεία με ρινικώς χορηγούμενα κορτικοστεροειδή στις συνιστώμενες δόσεις.
Τα αποτελέσματα μακροχρόνιας θεραπείας των ρινικώς χορηγουμένων στεροειδών στα παιδιά δεν είναι
πλήρως γνωστά. Οι θεράποντες ιατροί θα πρέπει να παρακολουθούν στενά τον ρυθμό ανάπτυξης των
παιδιών που λαμβάνουν γλυκοκορτικοστεροειδή από οποιαδήποτε οδό χορήγησης, για μεγάλο χρονικό
διάστημα και να σταθμίζουν τα οφέλη της θεραπείας ως προς την πιθανότητα καθυστέρησης της
ανάπτυξης.
Η μειωμένη ηπατική λειτουργία επηρεάζει την απέκκριση των κορτικοστεροειδών. Η φαρμακοκινητική της
βουδεσονίδης μετά από ενδοφλέβια χορήγηση είναι ωστόσο παρόμοια σε κιρρωτικούς ασθενείς και σε
υγιή άτομα.
Μετά από του στόματος χορήγηση, η φαρμακοκινητική της βουδεσονίδης, επηρεάστηκε από την μειωμένη
ηπατική λειτουργία όπως αποδείχτηκε από την αυξημένη συστηματική βιοδιαθεσιμότητα. Ωστόσο, το
γεγονός αυτό είναι μικρής κλινικής σημασίας για το BUDEREN ρινικό εκνέφωμα , καθώς μετά από μια
εισπνοή η συνεισφορά του BUDEREN ρινικό εκνέφωμα στη συστηματική βιοδιαθεσιμότητα της
βουδεσονίδης είναι πολύ μικρή.
Ιδιαίτερη προσοχή μπορεί να απαιτείται σε ασθενείς με πνευμονική φυματίωση.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε ασθενείς με ρινικές λοιμώξεις, μυκητιασικής ή ιογενούς αιτιολογίας, και
βακτηριακή ιγμορίτιδα, οι οποίες πρέπει να θεραπεύονται εκ παραλλήλου καταλλήλως .
Τα παιδιά υπό ανοσοκατασταλτική θεραπεία είναι πιο επιρρεπή σε λοιμώξεις απ' ότι τα υγιή. Για
παράδειγμα, νοσήματα όπως η ανεμοβλογιά ή η ιλαρά μπορεί να έχουν σοβαρότερη ή και θανατηφόρα
πορεία σε παιδιά υπό ανοσοκαταστολή με γλυκοκορτικοειδή. Στα παιδιά αυτά ή σε ενήλικους που δεν
έχουν ανοσία σ' αυτά τα νοσήματα, θα πρέπει ν' αποφεύγεται με ιδιαίτερη προσοχή τυχόν έκθεση τους. Σε
περίπτωση που εκτεθούν σε μόλυνση, μπορεί να θεωρηθεί ενδεδειγμένη η χρήση ανοσοσφαιρίνης έναντι
της ανεμοβλογιάς/ζωστήρα ή ανοσοσφαιρίνης συλλεγείσης από πολλά άτομα, ενδοφλεβίως. Σε
περίπτωση εμφάνισης ανεμοβλογιάς μπορεί να τεθεί θέμα θεραπείας με αντιικούς παράγοντες.
Ιδιαίτερη επίσης προσοχή χρειάζονται οι ασθενείς εκείνοι οι οποίοι μετατάσσονται από τα συστηματικώς
χορηγούμενα κορτικοειδή σε BUDEREN ρινικό εκνέφωμα, οπότε και είναι δυνατόν να παρατηρηθούν
διαταραχές του άξονα υποθάλαμσς-υπόφυση-επινεφρίδια. Η συγχορήγηση του BUDEREN ρινικό
εκνέφωμα με άλλο στεροειδές για εισπνοές από του στόματος, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης
σημείων ή συμπτωμάτων υπερδοσολογίας από κορτικοστεροειδή και/ή καταστολής του άξονα ΥΥΕ. Σε
περίπτωση που χρησιμοποιείται άλλο στεροειδές για εισπνοές από του στόματος, θα πρέπει να
προσαρμόζεται το άθροισμα της δοσολογίας από τη μύτη και το στόμα, ώστε να αποφεύγονται οι
ανεπιθύμητες ενέργειες των στεροειδών ιδίως στα παιδιά. Στη διάρκεια μακροχρόνιας αγωγής θα πρέπει
να ελέγχεται ο ρινικός βλεννογόνος, κάθε 6 μήνες Έως ότου αποκτηθεί περισσότερη εμπειρία δεν
συνιστάται μακροχρόνια θεραπεία σε παιδιά.
2