έγχυση. Δεν πραγματοποιήθηκε παρόμοια διερεύνηση στον πληθυσμό – στόχο ασθενών.
Η ιτρακοναζόλη έχει δειχθεί ότι έχει αρνητική ινοτρόπο δράση και το Micronazol έχει συνδεθεί
με περιπτώσεις συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας. Το Micronazol δεν πρέπει να
χρησιμοποιείται σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ή με ιστορικό
συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, εκτός αν το όφελος υπερέχει σαφώς του κινδύνου.
Οι ιατροί πρέπει να ανασκοπούν προσεκτικά τους κινδύνους και τα οφέλη της θεραπείας με
Micronazol για ασθενείς με γνωστούς παράγοντες κινδύνου για συμφορητική καρδιακή
ανεπάρκεια. Αυτοί οι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν, καρδιακό νόσημα, όπως ισχαιμική
και βαλβιδική νόσο, σοβαρό αναπνευστικό νόσημα, όπως χρόνια αποφρακτική
πνευμονοπάθεια, νεφρική ανεπάρκεια και άλλες οιδηματώδεις διαταραχές. Τέτοιοι ασθενείς
πρέπει να πληροφορούνται για τα σημεία και τα συμπτώματα της συμφορητικής καρδιακής
ανεπάρκειας, πρέπει να υφίστανται θεραπεία με προσοχή, και πρέπει να παρακολουθούνται για
σημεία και συμπτώματα συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας κατά την διάρκεια της
θεραπείας. Αν προκύψουν τέτοια σημεία ή συμπτώματα κατά τη διάρκεια της θεραπείας, το
Micronazol πρέπει να διακόπτεται.
Πρέπει να δίδεται προσοχή όταν συγχορηγούνται ιτρακοναζόλη και αναστολείς διαύλων
ασβεστίου (βλ. παράγραφο 4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης).
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
1. Φάρμακα που επηρεάζουν τον μεταβολισμό της ιτρακοναζόλης
Η ιτρακοναζόλη μεταβολίζεται κυρίως μέσω του κυτοχρώματος CYP 3A4. Έχουν διενεργηθεί
μελέτες αλληλεπίδρασης με ριφαμπικίνη, ριφαμπουτίνη και φαινοτοϊνη, που είναι ισχυροί
ενζυμικοί επαγωγείς του CYP 3A4. Καθώς η βιοδιαθεσιμότητα της ιτρακοναζόλης και της
υδροξυ-ιτρακοναζόλης μειώθηκε στις μελέτες αυτές, σε τέτοια έκταση που η
αποτελεσματικότητα μπορεί να μειωθεί σημαντικά, δεν συνιστάται ο συνδυασμός με αυτούς
τους επαγωγείς ενζύμων. Δεν είναι διαθέσιμα τυπικά δεδομένα μελέτης για άλλους επαγωγείς
ενζύμων, όπως η καρβαμαζεπίνη, η φαινοβαρβιτάλη και η ισονιαζίδη αλλά πρέπει να
αναμένονται παρόμοιες δράσεις.
Ισχυροί αναστολείς του CYP 3A4 μπορούν να αυξήσουν τη βιοδιαθεσιμότητα της
ιτρακοναζόλης. Παραδείγματα είναι: ριτοναβίρη, ινδιναβίρη, κλαριθρομυκίνη και
ερυθρομυκίνη.
2. Επίδραση της ιτρακοναζόλης στον μεταβολισμό άλλων φαρμάκων
Η ιτρακοναζόλη μπορεί να αναστείλει τον μεταβολισμό φαρμάκων που μεταβολίζονται από την
οικογένεια του κυτοχρώματος 3Α. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μία αύξηση ή/και παράταση των
δράσεών τους, περιλαμβανομένων και των ανεπιθυμήτων ενεργειών. Μετά την διακοπή της
θεραπείας, τα επίπεδα ιτρακοναζόλης στο πλάσμα μειώνονται βαθμιαία, ανάλογα με τη δόση και τη
διάρκεια της θεραπείας (βλ παράγραφο 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες). Αυτό θα πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη όταν αξιολογείται η ανασταλτική δράση της ιτρακοναζόλης σε συγχορηγούμενα
φάρμακα.
Φάρμακα που αντενδείκνυνται με ιτρακοναζόλη