Δοσολογία σε ασθενείς με μυκοβακτηριδιακές λοιμώξεις: Παρά το γεγονός ότι μέχρι τώρα δεν
υπάρχουν στοιχεία για την ενδοφλέβια χρήσης της κλαριθρομυκίνης σε ανοσοκατασταλμένους
ασθενείς, υπάρχουν στοιχεία για την από του στόματος χρήση της σε ασθενείς με λοίμωξη HIV. Η
συνιστώμενη δόση στους ενήλικες με γενικευμένες ή εντοπισμένες λοιμώξεις (π.χ. Μ. avium, M.
Intracellulare, M. Chelonae, M. Fortuitum) είναι 1000 mg ημερησίως σε δύο ίσες δόσεις. Η
συνιστώμενη δόση στα παιδιά είναι 15-30 mg/kg βάρους την ημέρα σε δύο δόσεις. Επί του
παρόντος δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποστηρίζουν την ενδοφλέβια χορήγηση της
κλαριθρομυκίνης σε παιδιά. Η ενδοφλέβια θεραπεία μπορεί να περιορίζεται σε 2-5 μέρες στο βαρεία
πάσχοντα ασθενή και πρέπει να αντικαθίστανται με θεραπεία από το στόμα όταν αυτό είναι
δυνατόν κατά την κρίση του γιατρού. Σε ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας με
κάθαρση κρεατινίνης κάτω των 30 ml/min, η δόση της κλαριθρομυκίνης πρέπει να ελαττώνεται στο
½ της κανονικής συνιστώμενης δόσης.
2.7. Υπερδοσολογία – Αντιμετώπιση: Σε περίπτωση υπερβολικής δόσης, η χορήγηση του
φαρμάκου πρέπει να διακόπτεται και να αρχίζει η εφαρμογή υποστηρικτικών μέτρων. Από τις
αναφορές που υπάρχουν προκύπτει ότι μετά τη λήψη μεγάλης ποσότητας κλαριθρομυκίνης πρέπει
να αναμένονται γαστρεντερικά συμπτώματα. Ένας ασθενής ο οποίος είχε ιστορικό
μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης έλαβε 8gr κλαριθρομυκίνης και παρουσίασε ψυχικές διαταραχές,
παρανοïκή συμπεριφορά, υποκαλιαιμία και υποξαιμία. Οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις που σχετίζονται
με υπερβολικές δόσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με την ταχεία απομάκρυνση του φαρμάκου που
δεν έχει ακόμα απορροφηθεί και με υποστηρικτικά μέτρα. Όπως και με τα άλλα μακρολίδια, η
στάθμη της κλαριθρομυκίνης στον ορό δεν επηρεάζεται σημαντικά από την αιμοκάθαρση ή
περιτοναïκή κάθαρση. Σε αυτές τις περιπτώσεις ενημερώστε το γιατρό σας ή το Κέντρο
Δηλητηριάσεων: Τηλ: 210 7793777.
2.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες: Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν συχνότερα σε
κλινικές μελέτες σε σχέση με την έγχυση, ήταν φλεγμονή, ευαισθησία, φλεβίτις και πόνος στο
σημείο της έγχυσης. Η συχνότερη ανεπιθύμητη ενέργεια που δεν σχετιζόταν με την έγχυση ήταν η
αλλοίωση της γεύσης. Στις κλινικές δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν σε ενήλικες, οι ανεπιθύμητες
ενέργειες της κλαριθρομυκίνης από στόματος που αναφέρθηκαν συχνότερα ήταν γαστρεντερικά
ενοχλήματα δηλ. ναυτία, δυσπεψία, κοιλιακά άλγη, εμετοί και διάρροια. Άλλες ανεπιθύμητες
ενέργειες ήταν κεφαλαλγία, αλλοίωση της γεύσης και παροδική αύξηση των ηπατικών ενζύμων.
Εμπειρία μετά την κυκλοφορία: Όπως και με όλα τα μακρολίδια, με την κλαριθρομυκίνη έχουν
αναφερθεί μερικές περιπτώσεις ηπατικής δυσλειτουργίας με αύξηση των ηπατικών ενζύμων και
ηπατοκυτταρική ή/και χολοστατική βλάβη συνοδευόμενη ή όχι με ίκτερο. Αυτή η ηπατική
δυσλειτουργία μπορεί να είναι σοβαρή αν και συνήθως αναστρέψιμη. Πολύ σπάνιες περιπτώσεις
θανατηφόρου ηπατικής ανεπάρκειας έχουν συσχετιστεί με σοβαρή υποκείμενη νόσο ή και με άλλη
σύγχρονη φαρμακευτική αγωγή. Έχουν αναφερθεί μεμονωμένες περιπτώσεις αύξησης της
κρεατινίνης στον ορό αλλά δεν διαπιστώθηκε ο συσχετισμός με το φάρμακο. Όταν συγχορηγείται
με Ομεπραζόλη παρατηρείται μερικές φορές αναστρέψιμος αποχρωματισμός της γλώσσας και
αλλοίωση της γεύσης. Έχουν αναφερθεί αλλεργικές αντιδράσεις, κνίδωση, ήπια δερματικά
εξανθήματα και αναφυλαξία. Υπήρξαν αναφορές συνδρόμου Stevens-Johnson/ τοξικής επιδερμικής
νεκρόλυσης κατά τη χορήγηση κλαριθρομυκίνης από το στόμα. Έχουν αναφερθεί επίσης παροδικές
αντιδράσεις από το κεντρικό νευρικό σύστημα π.χ. ζάλη, ίλιγγος, αγχωτική κατάσταση, αϋπνία,
εφιάλτες, εμβοές, σύγχυση, αποπροσανατολισμός, παραισθήσεις, ψύχωση και αποπροσωποποίηση.
Δεν έχει όμως βεβαιωθεί η ύπαρξη αιτιολογικής σχέσης με τη χορήγησης του φαρμάκου. Έχουν
αναφερθεί κατά τη διάρκεια θεραπείας με κλαριθρομυκίνη περιπτώσεις έκπτωσης της ακοής που
συνήθως υποχώρησε με την διακοπή θεραπείας. Επίσης διαφοροποίηση του αισθητήριου
όσφρησης, συνήθως σε συνδυασμό με αλλοίωση της γεύσης. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις
γλωσσίτιδας, στοματίτιδας ή στοματικής μονιλίασης και αποχρωματισμός της γλώσσας κατά τη
θεραπεία με κλαριθρομυκίνη (δισκία). Επίσης περιπτώσεις αποχρωματισμού των δοντιών. Ο
αποχρωματισμός είναι αναστρέψιμος μετά από οδοντιατρικό καθαρισμό. Έχουν αναφερθεί σπάνιες
περιπτώσεις υπογλυκαιμίας, μερικές των οποίων εμφανίσθηκαν σε ασθενείς που ελάμβαναν
συγχρόνως υπογλυκαιμικά παράγωγα ή ινσουλίνη. Έχουν αναφερθεί μεμονωμένες περιπτώσεις
λευκοπενίας και θρομβοκυττοπενίας. Όπως και με άλλα μακρολίδια, σπάνια έχουν αναφερθεί με την
κλαριθρομυκίνη επιμήκυνση του διαστήματος QT, κοιλιακή ταχυκαρδία, και torsades de pointes.
Υπάρχουν σπάνιες αναφορές παγκρεατίτιδας και σπασμών. Δυσμενείς ενέργειες σε
ανοσοκατασταλμένους ασθενείς: Παρά το γεγονός ότι μέχρι τώρα δεν υπάρχουν στοιχεία για την
ενδοφλέβια χρήση της κλαριθρομυκίνης σε ανοσοκατασταλμένους ασθενείς, υπάρχουν στοιχεία για
την από του στόματος χρήση της σε ασθενείς με λοίμωξη HIV. Στους ασθενείς με καταστολή του
ανοσοποιητικού από AIDS ή από άλλα αίτια, στους οποίους η κλαριθρομυκίνη χορηγήθηκε σε
μεγάλες δόσεις και για μεγάλα χρονικά διαστήματα για λοιμώξεις από μυκοβακτηρίδια, η διάκριση