ριφαμπουτίνη. Αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις οποιασδήποτε φαρμακοκινητικής αλληλεπίδρασης
όταν η αζιθρομυκίνη και η θεοφυλλίνη χορηγούνται ταυτόχρονα, εν τούτοις η συγχορήγηση
θεοφυλλίνης και μακρολιδίων έχει συσχετισθεί με αυξημένα επίπεδα θεοφυλλίνης στον ορό. Δια
τούτο, συνίσταται η μέτρηση των επιπέδων θεοφυλλίνης επί συγχορήγησης αζιθρομυκίνης. Όταν η
σιμετιδίνη χορηγήθηκε δύο (2) ώρες πριν την αζιθρομυκίνη δεν παρατηρήθηκε μεταβολή τη
φαρμακοκινητικής της αζιθρομυκίνης. Η συγχορήγηση με κυκλοσπορίνη πρέπει να εξετάζεται με
προσοχή. Εάν είναι απαραίτητη, πρέπει να παρακολουθούνται οι πυκνότητες της κυκλοσπορίνης και
να προσαρμόζεται ανάλογα η δοσολογία. Σε ταυτόχρονη χορήγηση με διγοξίνη πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη ότι η δυνατότητα αύξησης των πυκνοτήτων της διγοξίνης. Η πιθανότητα
αλληλεπίδρασης με την τερφεναδίνη δεν μπορεί να αποκλεισθεί εντελώς. Σε ταυτόχρονη χορήγηση
με τριαζολάμη αυξάνεται η φαρμακολογική δράση της τριαζολάμης. Λόγω της πιθανότητας
ενίσχυσης του αντιπηκτικού αποτελέσματος σε συγχορήγηση της αζιθρομυκίνης με από του
στόματος κουμαρινικά αντιπηκτικά, πρέπει να γίνεται συχνή παρακολούθηση του χρόνου
προθρομβίνης στην παραπάνω περίπτωση. Η χορήγηση αζιθρομυκίνης αύξησε τις συγκεντρώσεις
της φωσφορυλιωμένης ζιδοβουδίνης στα περιφερικά μονοπύρηνα. Γενικά σε συγχορήγηση του
AZITHRAL με άλλα φάρμακα πρέπει να συμβουλευτείτε το γιατρό σας.
2.6. Δοσολογια και τρόπος χορήγησης: Η συνιστώμενη δόση του AZITHRAL σε ενήλικες για
τη θεραπεία της εξωνοσοκομειακής πνευμονίας που οφείλεται στους ενδεικνυόμενους
μικροοργανισμούς είναι 500mg ενδοφλεβίως, ως εφ’ άπαξ ημερήσια δόση, για τουλάχιστον δύο
ημέρες. Η ενδοφλέβια θεραπεία με αζιθρομυκίνη πρέπει να συνεχίζεται με θεραπεία από του
στόματος, ως εφ’ άπαξ ημερήσια δόση 500mg, μέχρι να ολοκληρωθεί διάστημα θεραπείας 7 έως 10
ημερών. Η συνιστώμενη δόση του AZITHRAL σε ενήλικες για τη θεραπεία της φλεγμονώδους
νόσου της πυέλου που οφείλεται στους ενδεικνυόμενους μικροοργανισμούς, είναι 500mg
ενδοφλεβίως, ως εφ’ άπαξ ημερήσια δόση, για μία ή δύο ημέρες. Η ενδοφλέβια θεραπεία με
αζιθρομυκίνη πρέπει να συνεχίζεται με θεραπεία από του στόματος, ως εφ’ άπαξ ημερήσια δόση
250mg, μέχρι να ολοκληρωθεί διάστημα θεραπείας 7 ημερών. Ο κατάλληλος χρόνος αλλαγής της
θεραπείας, στις παραπάνω ενδείξεις, από ενδοφλέβια σε θεραπεία από του στόματος κρίνεται από
το γιατρό και σύμφωνα με την κλινική ανταπόκριση του ασθενούς. Τρόπος χρήσης και χορήγησης:
Το AZITHRAL μετά την ανασύσταση και αραίωση χρησιμοποιείται για χορήγηση με
ενδοφλέβια έγχυση. Το AZITHRAL δεν πρέπει να χορηγείται ως ταχεία εφάπαξ
ενδοφλέβια ένεση ή ενδομυϊκή ένεση. Η συγκέντρωση του διαλύματος προς έγχυση και ο
ρυθμός έγχυσης πρέπει να είναι, είτε 1mg/ml σε διάστημα 3 ωρών, είτε 2mg/ml σε διάστημα μίας
ώρας. Συγκεντρώσεις >2mg/ml πρέπει να αποφεύγονται. Το περιεχόμενο του φιαλιδίου πρέπει να
ανασυσταθεί με 4,8ml στείρου ύδατος για ενέσιμα (αζιθρομυκίνη 100mg/ml). Για τη χορήγηση, ο
απαιτούμενος όγκος του ανασυσταθέντος διαλύματος προστίθενται σε ένα συμβατό διάλυμα
έγχυσης ώστε να παρέχει διάλυμα αζιθρομυκίνης συγκέντρωσης από 1,0mg έως 2,0mg/ml. Τα
παρεντερικά φαρμακευτικά προϊόντα πρέπει να εξετάζονται οπτικά για την παρουσία ξένων
σωματιδίων πριν τη χορήγηση. Αν είναι εμφανής η παρουσία ξένων σωματιδίων στο ανασυσταθέν
υγρό, το διάλυμα του φαρμάκου πρέπει να απορρίπτεται. Το ανασυσταθέν διάλυμα μπορεί να
αραιωθεί με: Φυσιολογικό ορό (0,9% χλωριούχο νάτριο), ½ Φυσιολογικό ορό (0,45 χλωριούχο
νάτριο), 5% Δεξτρόζη σε ύδωρ, Διάλυμα Lactated Ringer’s, 5% Δεξτρόζη σε ½ Φυσιολογικό Ορό
(0,45% χλωριούχο νάτριο) με 20 mEq KCI, 5% Δεξτρόζη σε διάλυμα Lactated Ringer’s, 5%
Δεξτρόζη σε 1/3 Φυσιολογικό Ορό (0,3% χλωριούχο νάτριο), 5% Δεξτρόζη σε ½ Φυσιολογικό Ορό
(0,45% χλωριούχο νάτριο). Συνίσταται, μία δόση 500mg αζιθρομυκίνης, κόνεως για διάλυμα προς
έγχυση, αραιωμένη όπως περιγράφθηκε παραπάνω, να εγχύεται σε χρονική περίοδο όχι μικρότερη
των 60 λεπτών.
2.7. Υπερδοσολογία – Αντιμετώπιση: Σε περίπτωση υπερδοσολογίας απαιτείται η εφαρμογή
γενικών συμπτωματικών και υποστηρικτικών μέτρων θεραπείας, ανάλογα με την περίπτωση. Τηλ.
Κέντρου Δηλητηριάσεων Αθηνών: 210 77 93 777.
2.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες: Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες από τη
χρήση της αζιθρομυκίνης ήταν: διάρροια/μαλακά κόπρανα, ναυτία, κοιλιακό άλγος, έμετος,
κολπίτιδα, ανορεξία, εξάνθημα και κνησμός. Με την ενδοφλέβια χορήγηση αζιθρομυκίνης έχει
αναφερθεί τοπική φλεγμονή/πόνος στο σημείο έγχυσης. Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες
μπορεί να παρατηρηθούν ενίοτε:
Καρδιαγγειακό σύστημα: Αίσθημα παλμών και αρρυθμίες περιλαμβανομένης και της κοιλιακής
ταχυκαρδίας (που παρατηρείται κα με άλλα μακρολίδια) έχουν παρατηρηθεί παρότι δεν έχει
τεκμηριωθεί αιτιολογική συσχέτιση αυτών προς την αζιθρομυκίνη.
Κεντρικό και Περιφερικό Νευρικό Σύστημα: Ζάλη/ίλιγγοι, σπασμοί (παρατηρούμενοι και με άλλα
μαρκολίδια), κεφαλαλγία, υπνηλία, παραισθησίες και υπερκινητικότητα.
Γαστρεντερικό σύστημα: Ανορεξία, ναυτία, έμετοι/διάρροια (που σπανίως οδήγησαν σε
2