Βάσει εγκυκλίου 13995/4-3-2010
Σύνταξη: Ιούλιος 2010
______________________________________________________________________________________________
δυσμενείς επιδράσεις στο βρέφος όταν χορηγείται σύμφωνα με το δοσολογικό
σχήμα.
4.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Δεν έχει αναφερθεί τέτοια επίδραση.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Στις θεραπευτικές δόσεις στερείται σχεδόν ανεπιθύμητων ενεργειών.
Σπάνια αντιδράσεις υπερευαισθησίας που εκδηλώνονται με δερματικό εξάνθημα ή
ερύθημα και απαιτείται διακοπή της θεραπείας.
Κατά τη χρόνια λήψη ή τη λήψη μεγάλων δόσεων αναφέρονται ελαφρά γαστρικά
ενοχλήματα, αιμολυτική αναιμία, ακοκκιοκυτταραιμία, μεθαιμοσφαιριναιμία,
δερματικά εξανθήματα, κνίδωση, πυρετός, υπογλυκαιμία, διέγερση του ΚΝΣ ή
υπνηλία, θρομβοκυττοπενική πορφύρα.
Παρατεταμένη λήψη υψηλών δόσεων μπορεί να προκαλέσει νεφροπάθεια και
σπανίως παγκρεατίτιδα.
4.9. Υπερδοσολογία
Η υπερδοσολογία μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας ακούσιας ή εκούσιας λήψης
μεγάλης ποσότητας παρακεταμόλης ή παρατεταμένης λήψης υψηλών δόσεων. Οι
συνέπειες μπορεί να είναι πολύ σοβαρές. Η εφάπαξ λήψη 10 έως 15 g
παρακεταμόλης από ενήλικες μπορεί να προκαλέσει βαριά ηπατοκυτταρική
νέκρωση και σπανιότερα νεφρική σωληναριακή νέκρωση. Τα συμπτώματα της
υπερδοσολογίας εμφανίζονται εντός 24 ωρών και εξελίσσονται σε βαρύτητα.
Περιλαμβάνουν ναυτία, εμέτους, υπεριδρωσία, λήθαργο, κοιλιακό άλγος. Η ηπατική
βλάβη μπορεί να εμφανισθεί και 4 έως 6 ημέρες μετά τη λήψη, ενώ συνήθως φθάνει
στο μέγιστο της βαρύτητάς της στις 3 με 4 ημέρες από τη λήψη. Μπορεί να έχει σαν
αποτέλεσμα ηπατική ανεπάρκεια με εγκεφαλοπάθεια, κώμα και θάνατο. Μπορεί
επίσης να αναπτυχθούν οξέωση, οίδημα εγκεφάλου, αιμορραγία, υπογλυκαιμία,
υπόταση, λοίμωξη και νεφρική ανεπάρκεια.
Εργαστηριακώς αναπτύσσεται υπερτρανσαμινασαιμία, υπερχολερυθριναιμία και
παράταση του χρόνου προθρομβίνης, που αποτελεί αξιόπιστο δείκτη της εξέλιξης
της ηπατικής λειτουργίας και πρέπει να παρακολουθείται τακτικά. Μπορεί να
εμφανισθεί οξεία νεφρική ανεπάρκεια από οξεία σωληναριακή νέκρωση, ακόμη και
χωρίς την ύπαρξη ηπατικής βλάβης. Επίσης, μπορεί να εμφανισθούν βλάβες του
μυοκαρδίου και παγκρεατίτιδα.
Η πιθανότητα τοξικής επιδράσεως αυξάνει στους αλκοολικούς, σ’ αυτούς που
λαμβάνουν φάρμακα τα οποία επάγουν τα ενζυμικά συστήματα του ήπατος και τους
καχέκτες.
Η τοξικότητα της παρακεταμόλης οφείλεται στην παραγωγή ενός εκ των
μεταβολιτών της, της Ν-ακελ-ρ-βενζοκινονεϊμίνης (ΝΑΒQI), η οποία αδρανοποιείται
με σύνδεση με γλουταθειόνη και αποβάλλεται συνεζευγμένη με μερκαπτοπουρίνη
και κυστεΐνη. Στις περιπτώσεις υπερδοσολογίας τα αποθέματα της γλουταθειόνης
εξαντλούνται και η ελεύθερη NABQI ενώνεται με θειοϋδρυλικές ομάδες στα
ηπατοκύτταρα, τα οποία έτσι καταστρέφονται.
Ουσίες όπως η ακετυλοκυστεΐνη και η μεθειονίνη, οι οποίες επανορθώνουν τα
αποθέματα της γλουταθειόνης, χρησιμοποιούνται ως αντίδοτα στη δηλητηρίαση από
παρακεταμόλη.
Η αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας πρέπει να γίνεται αμέσως και στο νοσοκομείο.
3