πριν από και κατά τη διάρκεια χειρουργικών και διαγνωστικών διαδικασιών), η διάρκεια της οποίας
συσχετίζεται άμεσα με τη χορηγημένη δόση. Η παρατεταμένη αμνησία μπορεί να παρουσιάσει προβλήματα
στους εξωτερικούς ασθενείς, οι οποίοι προγραμματίζουν εξιτήριο μετά από την επέμβαση. Εφόσον λάβουν
μιδαζολάμη παρεντερικά, οι ασθενείς θα πρέπει να φεύγουν από το νοσοκομείο ή το θάλλαμο
παρακολούθησης μόνο συνοδευόμενοι από κάποιο υπεύθυνο άτομο.
Παράδοξες αντιδράσεις
Παράδοξες αντιδράσεις όπως ταραχή, ακούσιες κινήσεις (συμπεριλαμβανομένων των τονικών /κλονικών
σπασμών και του μυϊκού τρόμου), υπερδραστηριότητα, εχθρότητα, αντίδραση οργής, επιθετικότητα,
παροξυσμικός ενθουσιασμός και επίθεση, έχουν αναφερθεί ότι εμφανίζονται με τη χρήση της μιδαζολάμης.
Αυτές οι αντιδράσεις μπορούν να εμφανιστούν με υψηλές δόσεις ή/ και όταν γίνεται γρήγορα η έγχυση.
Υψηλότερη συχνότητα τέτοιων αντιδράσεων έχει αναφερθεί στα παιδιά και τους ηλικιωμένους.
Καθυστερημένη απομάκρυνση της μιδαζολάμης Η αποβολή της μιδαζολάμης διαφέρει στους ασθενείς που
λαμβάνουν ενώσεις οι οποίες αναστέλλουν ή επάγουν το CYP3A4 (βλ. παράγραφο 4.5). Η αποβολή της
μιδαζολάμης μπορεί επίσης να καθυστερήσει σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία, χαμηλό κλάσμα
καρδιακής εξώθησης και στα νεογνά (βλ. παράγραφο 5.2).
Πρόωρα νεογέννητα και νεογέννητα
Λόγω αυξημένου κινδύνου άπνοιας, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή όταν καταστέλλονται πρόωρα νεογέννητα
και προγενέστεροι πρόωροι ασθενείς. Είναι απαραίτητη η προσεκτική παρακολούθηση του αναπνευστικού
ρυθμού και του κορεσμού του οξυγόνου. Πρέπει να αποφεύγεται η γρήγορη έγχυση στα νεογέννητα. Τα
νεογέννητα έχουν μειωμένη ή/ και ανώριμη οργανική λειτουργία και είναι επίσης τρωτά στις βαθιές ή/ και
παρατεταμένες αναπνευστικές επιδράσεις της μιδαζολάμης. Έχουν αναφερθεί ανεπιθύμητες αιμοδυναμικές
δράσεις σε παιδιατρικούς ασθενείς με καρδιαγγειακή αστάθεια, η γρήγορη ενδοφλέβια χορήγηση πρέπει να
αποφεύγεται σε αυτόν τον πληθυσμό.
To MIDAZOLAM 5 mg/ml ενέσιμο διάλυμα περιέχει 2.2 mg νάτριο ανά μιλιλίτρο. Κατά τη χορήγηση
μεγαλύτερων ποσοτήτων του διαλύματος (π.χ. πάνω από 10,2 ml που αντιστοιχεί σε πάνω από 1 mmol
νάτριο) αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς που βρίσκονται σε δίαιτα περιορισμού νατρίου.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα κ αι άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Ο μεταβολισμός της μιδαζολάμης καταλύεται σχεδόν αποκλειστικά από το ισοένζυνμο CYP3A4 του
κυτοχρώματος Ρ450 (CYP450). Οι αναστολείς και οι επαγωγείς του CYP3A4 (βλ. παράγραφο 4.4), αλλά
επίσης και άλλες ενεργές ουσίες (βλ. παρακάτω), μπορούν να οδηγήσουν σε αλληλεπιδράσεις των
φαρμάκων με τη μιδαζολάμη.
Δεδομένου ότι η μιδαζολάμη μεταβολίζεται σε σημαντικό βαθμό στο πρώτο στάδιο, η χορηγούμενη
παρεντερικά μιδαζολάμη επηρεάζεται θεωρητικά λιγότερο από τις μεταβολικές αλληλεπιδράσεις και οι κλινικά
σημαντικές συνέπειες θα πρέπει να περιορίζονται.
Ιτρακοναζόλη, φλουκοναζόλη και κετοκοναζόλη
Η ταυτόχρονη χορήγηση μιδαζολάμης από του στόματος με κάποιες αντιμυκητιασικές αζόλες (ιτρακοναζόλη,
φλουκοναζόλη, κετοκοναζόλη) αυξάνουν εμφανώς τα επίπεδα της μιδαζολάμης στο πλάσμα και παρατείνουν
τον χρόνο ημίσειας ζωής της, οδηγώντας σε σημαντική εξασθένιση των δοκιμασιών ψυχικής καταστολής. Οι
χρόνοι ημίσειας ζωής αυξάνονται περίπου από 3 έως 8 ώρες.
Όταν δόθηκε μια εφάπαξ δόση μιδαζολάμης για βραχυπρόθεσμη καταστολή, η δράση της μιδαζολάμης δεν
ενισχύθηκε ούτε παρατάθηκε σε κλινικά σημαντικό βαθμό από την ιτρακοναζόλη, οπότε δεν απαιτείται γι'
αυτόν το λόγο μείωση της δόσης. Εντούτοις, η χορήγηση υψηλών δόσεων ή οι μακροχρόνιες εγχύσεις
μιδαζολάμης σε ασθενείς που λαμβάνουν ιτρακοναζόλη, φλουκοναζόλη ή κετοκοναζόλη, π.χ. κατά τη
διάρκεια παραμονής τους σε μονάδες εντατικής θεραπείας, μπορεί να οδηγήσει σε μακράς διαρκείας
υπνωτικές δράσεις, πιθανή καθυστερημένη ανάνηψη και πιθανή καταστολή της αναπνοής, απαιτώντας κατά
συνέπεια την προσαρμογή της δόσης.
Βεραπαμίλη και διλτιαζέμη
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες in vivo μελέτες αλληλεπίδρασης με ενδοφλέβια μιδαζολάμη και βεραπαμίλη ή
διλτιαζέμη.
Εντούτοις, όπως ήταν αναμενόμενο, οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της από του στόματος χορηγούμενης
μιδαζολάμης ποικίλλουν κατά έναν κλινικά σημαντικό τρόπο όταν συνδυάζεται με αυτούς τους αναστολείς