οξέος στο αίμα/γαλακτική οξέωση, με τη χρήση ριμπαβιρίνης.
Αζαθειοπρίνη:
Η ριμπαβιρίνη, έχοντας ανασταλτική δράση στη μονοφωσφορική
αφυδρογονάση της ινοσίνης, μπορεί να παρέμβει στο μεταβολισμό της
αζαθειοπρίνης οδηγώντας ενδεχομένως σε μία συσσώρευση της
μονοφωσφορικής 6-μεθυλοθειοϊνοσίνης (6-mentylthioinosine monophosphate,
6-MTIMP), η οποία έχει συσχετισθεί με μυελοτοξικότητα σε ασθενείς που
έλαβαν αγωγή με αζαθειοπρίνη. Η χρήση Copegus και πεγκιντερφερόνης άλφα-2α
ταυτόχρονα με αζαθειοπρίνη πρέπει να αποφεύγεται. Σε μεμονωμένα
περιστατικά στα οποία το όφελος της χορήγησης Copegus ταυτόχρονα με
αζαθειοπρίνη δικαιολογεί τον δυνητικό κίνδυνο, συνιστάται η στενή
αιματολογική παρακολούθηση να γίνεται κατά τη διάρκεια της συγχορήγησης
με αζαθειοπρίνη για να προσδιορισθούν τα σημάδια της μυελοτοξικότητας, στα
οποία πρέπει να σταματήσει η αγωγή με αυτά τα φάρμακα (βλ. παράγραφο 4.4).
Ασθενείς με συν-λοίμωξη
HIV
-
HCV
Δεν παρατηρήθηκε εμφανής απόδειξη φαρμακευτικής αλληλεπίδρασης σε 47
ασθενείς με συν-λοίμωξη HIV-HCV οι οποίοι ολοκλήρωσαν μια
φαρμακοκινητική υπομελέτη 12 εβδομάδων για να εξετάσουν τα αποτελέσματα
της ριμπαβιρίνης στην ενδοκυττάρια φωσφορυλίωση κάποιων νουκλεοσιδικών
αναστολέων ανάστροφης μεταγραφάσης (λαμιβουδίνη και ζιδοβουδίνη ή
σταβουδίνη). Ωστόσο, λόγω της υψηλής μεταβλητότητας τα διαστήματα
εμπιστοσύνης ήταν αρκετά ευρεία. Η έκθεση της ριμπαβιρίνης στο πλάσμα δεν
εμφανίστηκε να επηρεάζεται από τη σύγχρονη χορήγηση των νουκλεοσιδικών
αναστολέων ανάστροφης μεταγραφάσης (NRTIs),
Έχει αναφερθεί επιδείνωση της αναιμίας εξαιτίας της ριμπαβιρίνης όταν η
ζιδοβουδίνη αποτελεί μέρος του σχήματος της αντιρετροϊκής αγωγής παρόλο
που πρέπει να εξακριβωθεί ο ακριβής μηχανισμός. Η σύγχρονη χρήση
ριμπαβιρίνης και ζιδοβουδίνης δεν συνιστάται λόγω αυξημένου κινδύνου
αναιμίας (βλ. παράγραφο 4.4). Θα πρέπει να εξετάζεται η αντικατάσταση της
ζιδοβουδίνης με νέο σχήμα συνδυασμού αντιρετροϊκής αγωγής αν αυτό έχει
ήδη καθιερωθεί. Αυτό θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό σε ασθενείς με γνωστό
ιστορικό αναιμίας προκαλούμενης από τη ζιδοβουδίνη.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Προκλινικά στοιχεία:
Έχει δειχθεί σημαντικό δυναμικό τερατογένεσης και
εμβρυοκτονίας για τη ριμπαβιρίνη σε όλα τα ζωικά είδη στα οποία έχουν
διενεργηθεί κατάλληλες μελέτες, σε δόσεις πολύ χαμηλότερες της
συνιστώμενης δόσης στον άνθρωπο. Διαπιστώθηκαν δυσμορφίες του κρανίου,
της υπερώας, των οφθαλμών, της σιαγόνας, των άκρων, του σκελετού και του
γαστρεντερικού σωλήνα. Η συχνότητα εμφάνισης και η σοβαρότητα των
τερατογόνων δράσεων αυξάνει με την κλιμάκωση της δόσης της ριμπαβιρίνης.
Η επιβίωση των εμβρύων και των απογόνων μειώθηκε.
Γυναίκες ασθενείς:
Το Copegus δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται από έγκυες
γυναίκες (βλ. παράγραφο 4.3 και βλ. παράγραφο 4.4 ) Πρέπει να λαμβάνεται
εξαιρετική προσοχή ώστε να αποφευχθεί η εγκυμοσύνη σε γυναίκες ασθενείς.
Η θεραπεία με Copegus δεν θα πρέπει να ξεκινάει μέχρις ότου ληφθεί αρνητικό
αποτέλεσμα δοκιμασίας κύησης ακριβώς πριν από την έναρξη της θεραπείας.
Οποιαδήποτε μέθοδος ελέγχου γεννήσεων μπορεί να αποτύχει. Για το λόγο
αυτό, είναι άκρως σημαντικό γυναίκες οι οποίες δύνανται να τεκνοποιήσουν
να χρησιμοποιούν κάποιο τύπο αποτελεσματικής αντισύλληψης, κατά τη
διάρκεια της θεραπείας και για 4 μήνες αφότου έχει ολοκληρωθεί η θεραπεία.
Κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος θα πρέπει να γίνονται τακτικές