
γνωστής συχνότητας ακοκκιοκυτταραιμίας (<500/mm
3
) οι περισσότερες εκ των οποίων
παρουσιάσθηκαν μετά από 10 ημέρες θεραπεία με χορήγηση συνολικών δόσεων 20 g ή
μεγαλύτερων.
Δερματικές αντιδράσεις (περίπου 1%): εξάνθημα, αλλεργική δερματίτιδα, κνησμός, κνίδωση,
οίδημα. Έχουν αναφερθεί μεμονωμένες περιπτώσεις μη γνωστής συχνότητας σοβαρών
δερματικών ανεπιθυμήτων ενεργειών (πολύμορφο ερύθημα, σύνδρομο Stevens-Johnson ή
σύνδρομο Lyell/τοξική επιδερμική νεκρόλυση).
Άλλες σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες: κεφαλαλγία και ίλιγγος, αυξημένες τιμές των ηπατικών
ενζύμων, συμπτωματική καθίζηση αλάτων ασβεστίου της κεφτριαξόνης στη χοληδόχο κύστη,
ολιγουρία, αύξηση της κρεατινίνης του ορού, μυκητίαση της γεννητικής οδού, πυρετός, ρίγη
και αναφυλακτικές ή αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις, π.χ. βρογχόσπασμος.
Σπάνια, σοβαρές και σε μερικές περιπτώσεις θανατηφόρες ανεπιθύμητες αντιδράσεις έχουν
αναφερθεί σε πρόωρα και φυσιολογικής κύησης νεογέννητα (ηλικίας μικρότερης των 28
ημερών) στα οποία χορηγήθηκε ενδοφλέβια κεφτριαξόνη και ασβέστιο. Καθιζήσεις άλατος
κεφτριαξόνης-ασβεστίου έχουν παρατηρηθεί στους πνεύμονες και στα νεφρά post mortem. Ο
υψηλός κίνδυνος καθίζησης σε νεογέννητα οφείλεται στο μικρό όγκο αίματος και το
μεγαλύτερο χρόνο ημιζωής της κεφτριαξόνης σε σύγκριση με τους ενήλικες (βλέπε
παραγράφους 4.3, 4.8 & 5.2).
Μπορεί να εμφανιστεί επιλοίμωξη που προκαλείται από μικροοργανισμούς µη ευαίσθητους
στην κεφτριαξόνη (Candida, άλλους μύκητες, ή άλλους ανθεκτικούς μικροοργανισμούς). Η
ψευδομεμβρανώδης εντεροκολίτιδα είναι µια σπάνια ανεπιθύμητη ενέργεια που προκαλείται
από το Clostridium difficile κατά τη διάρκεια της θεραπείας µε Ceftriaxone. Επομένως, η
πιθανότητα ανάπτυξης της νόσου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς που
παρουσιάζουν διάρροια κατόπιν χορήγησης αντιβακτηριακού παράγοντα.
Υπήρξαν μεμονωμένες αναφορές παγκρεατίτιδας.
Ψευδομεμβρανώδης εντεροκολίτιδα και διαταραχές της πήξης, έχουν αναφερθεί ως πολύ
σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Πολύ σπάνια έχει αναφερθεί καθίζηση του φαρμάκου στα νεφρικά σωληνάρια κυρίως σε
παιδιά άνω των τριών ετών στα οποία είχαν χορηγηθεί είτε υψηλές ημερήσιες δόσεις (π.χ. ≥
80 mg/kg/ημέρα) ή συνολικές δόσεις που υπερέβαιναν τα 10 g και παρουσίαζαν άλλους
παράγοντες κινδύνου (π.χ. περιορισμοί υγρών, περιορισμό στο κρεβάτι κ.λπ.). Το γεγονός
αυτό μπορεί να είναι συμπτωματικό ή ασυμπτωματικό, μπορεί να οδηγήσει σε νεφρική
ανεπάρκεια και είναι αναστρέψιμο μετά τη διακοπή του Ceftriaxone.
Καθίζηση άλατος κεφτριαξόνης-ασβεστίου έχει παρατηρηθεί στη χοληδόχο κύστη, κυρίως σε
ασθενείς που έλαβαν αγωγή με δόσεις υψηλότερες από τη συνιστώμενη. Σε παιδιά,
προοπτικές μελέτες έδειξαν μεταβλητή επίπτωση καθίζησης µε ενδοφλέβια χορήγηση σε
ορισμένες μελέτες μεγαλύτερη από 30%. Η επίπτωση φαίνεται να είναι χαμηλότερη µε αργή
έγχυση (20-30 λεπτά). Αυτή η επίδραση είναι συνήθως ασυμπτωματική, αλλά σε σπάνιες
περιπτώσεις οι καθιζήσεις συνοδεύονται από κλινικά συμπτώματα όπως πόνος, ναυτία και
έµετος. Η συμπτωματική θεραπεία συνιστάται σε αυτές τις περιπτώσεις. Η καθίζηση είναι
συνήθως αναστρέψιμη µε τη διακοπή της κεφτριαξόνης.
Τοπικές ανεπιθύμητες ενέργειες: σε σπάνια περιστατικά, παρουσιάσθηκαν φλεβικές
αντιδράσεις μετά από ενδοφλέβια χορήγηση του φαρμάκου. Αυτές μπορούν να
8