Οι ανεπιθύμητες ενέργειες συνήθως είναι ήπιες και βραχείας διάρκειας.
Κατά τη χορήγηση του Ceftriaxone παρατηρήθηκαν οι παρακάτω ανεπιθύμητες
ενέργειες, που ήταν αναστρέψιμες είτε αυτόματα είτε μετά τη διακοπή της χορήγησης
του φαρμάκου:
Ανεπιθύμητες ενέργειες ανά σύστημα
Γαστρεντερικές διαταραχές (περίπου 2% των περιστατικών): πολτώδεις κενώσεις ή
διάρροια, ναυτία, έμετοι, στοματίτιδα και γλωσσίτιδα.
Αιματολογικές αλλοιώσεις (περίπου 2%): ηωσινοφιλία, λευκοπενία,
κοκκιοκυτταροπενία, αιμολυτική αναιμία, θρομβοκυτταροπενία. Έχουν αναφερθεί
μεμονωμένες περιπτώσεις μη γνωστής συχνότητας ακοκκιοκυτταραιμίας (<500/mm
3
)
οι περισσότερες εκ των οποίων παρουσιάσθηκαν μετά από 10 ημέρες θεραπεία με
χορήγηση συνολικών δόσεων 20 g ή μεγαλύτερων.
Δερματικές αντιδράσεις (περίπου 1%): εξάνθημα, αλλεργική δερματίτιδα, κνησμός,
κνίδωση, οίδημα. Έχουν αναφερθεί μεμονωμένες περιπτώσεις μη γνωστής
συχνότητας σοβαρών δερματικών ανεπιθυμήτων ενεργειών (πολύμορφο ερύθημα,
σύνδρομο Stevens-Johnson ή σύνδρομο Lyell/τοξική επιδερμική νεκρόλυση).
Άλλες σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες: κεφαλαλγία και ίλιγγος, αυξημένη
δραστηριότητα των ηπατικών ενζύμων, συμπτωματική καθίζηση αλάτων ασβεστίου
της κεφτριαξόνης στη χοληδόχο κύστη, ολιγουρία, αύξηση της κρεατινίνης του ορού,
μυκητίαση της γεννητικής οδού, πυρετός, ρίγη και αναφυλακτικές ή
αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις, π.χ. βρογχόσπασμος.
Σπάνια, σοβαρές και σε μερικές περιπτώσεις θανατηφόρες ανεπιθύμητες αντιδράσεις
έχουν αναφερθεί σε πρόωρα και φυσιολογικής κύησης νεογέννητα (ηλικίας
μικρότερης των 28 ημερών) στα οποία χορηγήθηκε ενδοφλέβια κεφτριαξόνη και
ασβέστιο. Καθιζήσεις άλατος κεφτριαξόνης-ασβεστίου έχουν παρατηρηθεί στους
πνεύμονες και στα νεφρά post mortem. Ο υψηλός κίνδυνος καθίζησης σε νεογέννητα
οφείλεται στο μικρό όγκο αίματος και το μεγαλύτερο χρόνο ημιζωής της
κεφτριαξόνης σε σύγκριση με τους ενήλικες (βλέπε παραγράφους 2.3 και 2.8).
Μπορεί να εμφανιστεί επιλοίμωξη που προκαλείται από μικροοργανισμούς µη
ευαίσθητους στην κεφτριαξόνη (Candida, άλλους μύκητες, ή άλλους ανθεκτικούς
μικροοργανισμούς). Η ψευδομεμβρανώδης εντεροκολίτιδα είναι µια σπάνια
ανεπιθύμητη ενέργεια που προκαλείται από το Clostridium difficile κατά τη διάρκεια
της θεραπείας µε Ceftriaxone. Επομένως, η πιθανότητα ανάπτυξης της νόσου πρέπει
να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς που παρουσιάζουν διάρροια κατόπιν χορήγησης
αντιβακτηριακού παράγοντα.
Καθίζηση άλατος κεφτριαξόνης-ασβεστίου έχει παρατηρηθεί στη χοληδόχο κύστη,
κυρίως σε ασθενείς που έλαβαν αγωγή με δόσεις υψηλότερες από τη συνιστώμενη. Σε
παιδιά, προοπτικές μελέτες έδειξαν μεταβλητή επίπτωση καθίζησης µε ενδοφλέβια
χορήγηση σε ορισμένες μελέτες μεγαλύτερη από 30%. Η επίπτωση φαίνεται να είναι
χαμηλότερη µε αργή έγχυση (20-30 λεπτά). Αυτή η επίδραση είναι συνήθως
ασυμπτωματική, αλλά σε σπάνιες περιπτώσεις οι καθιζήσεις συνοδεύονται από
κλινικά συμπτώματα όπως πόνος, ναυτία και έµετος. Η συμπτωματική θεραπεία
συνιστάται σε αυτές τις περιπτώσεις. Η καθίζηση είναι συνήθως αναστρέψιμη µε τη
διακοπή της κεφτριαξόνης.
Υπήρξαν μεμονωμένες αναφορές παγκρεατίτιδας.
11