ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
CEFUR
®
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ & ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
α) Cefuroxime Sodium 788,8 mg/VIAL που αντιστοιχεί σε Cefuroxime 750 mg/VIAL
β) Cefuroxime Sodium 1577,6 mg/VIAL που αντιστοιχεί σε Cefuroxime 1500 mg/VIAL
Cefuroxime sodium : C
16
H
15
N
4
NαO
8
S=446,4
Sodium (Z) –3-carbamoyloxymethyl-7-(2-(2-furyl) –2-methoxyiminoacetamido)-3-cephem-
4-carboxylate.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις για ενέσιμο διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1. Θεραπευτικές ενδείξεις
Το CEFUR ενδείκνυται για τη θεραπεία των κατωτέρω λοιμώξεων όταν προκαλούνται από
ευαίσθητα σε αυτή μικρόβια:
α) Λοιμώξεις από αιμόφιλο της ινφλουένζας (όχι μηνιγγίτιδα) ανθεκτικό στην αμπικιλλίνη.
β) Γονοκοκκικές λοιμώξεις από γονόκοκκο ανθεκτικό στην πενικιλλίνη.
γ) Λοιμώξεις από μικροοργανισμούς νοσοκομειακής προέλευσης, ανθεκτικούς στην 1η γενεά
των κεφαλοσπορινών (π.χ.) κοκκοβακτηρίδια, κλεμπσιέλλες, πρωτείς, εντεροβακτηρίδια,
προβιντέντσια και κιτροβακτηρίδια).
Οι ενδείξεις του CEFUR περιλαμβάνουν:
- Λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος όπως οξεία και χρόνια βρογχίτιδα,
φλεγμαίνουσες βρογχεκτασίες, βακτηριακή πνευμονία, πνευμονικό απόστημα και
μετεγχειρητικές λοιμώξεις των πνευμόνων.
- Λοιμώξεις ωτο-ρινο-λαρυγγολογικές όπως ιγμορίτιδα, αμυγδαλίτιδα, φαρυγγίτιδα και
μέση ωτίτιδα.
- Λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος όπως οξεία και χρόνια πυελονεφρίτιδα,
κυστίτιδα και ασυμπτωματική βακτηριουρία.
- Λοιμώξεις δέρματος και μαλακών μορίων όπως κυτταρίτιδα, ερυσίπελας και λοιμώξεις
τραυμάτων.
- Λοιμώξεις των οστών και αρθρώσεων όπως οστεομυελίτιδα και σηπτική αρθρίτιδα.
- Λοιμώξεις μαιευτικές, γυναικολογικές και φλεγμονώδεις νόσοι της πυέλου.
1
- Γονόρροια, ιδιαίτερα όταν δεν ενδείκνυται η πενικιλλίνη.
- Διάφορες άλλες λοιμώξεις συμπεριλαμβανομένων της σηψαιμίας και της περιτονίτιδας.
- Προφύλαξη σε επεμβάσεις στην κοιλιακή χώρα, στην πύελο, στην ορθοπεδική,
καρδιοχειρουργική, θωρακοχειρουργική, χειρουργική του οισοφάγου και των αγγείων
δηλαδή όπου υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες μικροβιακών επιπλοκών.
Συνήθως η κεφουροξίμη είναι δραστική μόνη της, μπορεί όμως να συνδυασθεί με
αμινογλυκοσίδες ή μετρονιδαζόλη (από το στόμα ή σε υπόθετα ή ενέσιμη), ιδιαίτερα για την
προφύλαξη σε χειρουργική επέμβαση του παχέος εντέρου ή σε γυναικολογική επέμβαση
(βλέπε 4.4 φαρμακευτικές προφυλάξεις).
Η διάρκεια της παρεντερικής θεραπείας προσδιορίζεται από τη σοβαρότητα της λοίμωξης και
της κλινικής κατάστασης του ασθενή.
4.2. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η συνήθης διάρκεια θεραπείας είναι 7 ημέρες (5-10) ημέρες.
Συστάσεις γενικής δοσολογίας
Χορηγείται ενδομυϊκώς, βραδέως ενδοφλεβίως ή σε έγχυση (ημίωρης διάρκειας).
Ενήλικοι: Οι περισσότερες λοιμώξεις ανταποκρίνονται με 750mg τρεις φορές την ημέρα
ενδομυϊκά ή ενδοφλέβια. Σε πολύ σοβαρές λοιμώξεις η δόση αυξάνεται σε 1,5g τρεις φορές
την ημέρα ενδοφλέβια. Επίσης αν χρειασθεί, χορηγείται ενδομυϊκά ή ενδοφλέβια ανά 6 ώρες
με σύνολο ημερήσιας δοσολογίας 3-6g.
Βρέφη και παιδιά: 30-100mg/kg την ημέρα σε τρεις ή τέσσερις ημερήσιες δόσεις. Τα
60mg/kg την ημέρα είναι η κατάλληλη δόση για τις περισσότερες λοιμώξεις. Το CEFUR δεν
χορηγείται σε παιδιά μικρότερα των 3 μηνών.
Γονόρροια
Στη γονόρροια χορηγείται 1,5g κεφουροξίμης ενδομυϊκά εφάπαξ, δηλαδή δύο ενέσεις των
750mg από μία στον κάθε γλουτό.
Προφύλαξη
Η συνήθης δόση είναι 1,5g ενδοφλέβια με την αναισθησία για επεμβάσεις στην κοιλιακή
χώρα, στην πύελο και στην ορθοπεδική, τα οποία συμπληρώνονται με δύο δόσεις των 750mg
ενδομυϊκά, από μία δόση 8 και 16 ώρες αργότερα εάν η εγχείρηση παρατείνεται.
Εάν υπάρχει λοίμωξη λαμβάνεται καλλιέργεια ώστε να γίνει κατάλληλη αιτιολογική
θεραπεία.
Για επεμβάσεις στην καρδιά, στο θώρακα, στον οισοφάγο και στα αγγεία, 1,5g ενδοφλέβια με
την αναισθησία, τα οποία συμπληρώνονται με 750mg ενδομυϊκά ανά 8ωρο για 24-48 ώρες.
Σε αντικατάσταση της κατ’ ισχίον αρθρώσεως, 1,5g σκόνης CEFUR ανακατεύεται με κάθε
πακέτο πολυμερούς μεθυλο-μεθακρυλικού τσιμέντου, πριν προστεθεί το υγρό μονομερές.
Νεφρική ανεπάρκεια
Το CEFUR απεκκρίνεται από τα νεφρά. Γι’ αυτό όπως και με τα άλλα αντιβιοτικά αυτής της
κατηγορίας συνιστάται η μείωση της δοσολογίας σε ασθενείς με σοβαρή ανεπάρκεια της
νεφρικής λειτουργίας, ώστε να αντισταθμίζεται η μειωμένη δυνατότητα απεκκρίσεως των
νεφρών.
2
Πάντως δεν είναι απαραίτητο να μειωθεί η δοσολογία παρά μόνο στη βαριά ανεπάρκεια
ενηλίκων, όταν δηλαδή η κάθαρση κρεατινίνης πέσει κάτω από 20ml/λεπτό. Αν η κάθαρση
κρεατινίνης είναι 10-20ml/λεπτό, χορηγούνται 750mg δύο φορές την ημέρα.
Όταν είναι κάτω των 10 ml/λεπτό, 750mg μία φορά την ημέρα
Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοδιύλιση χορηγούνται 750mg επί πλέον ενδοφλέβια ή
ενδομυϊκά μετά τη διύλιση.
Σε συνδυασμό με την παρεντερική χορήγηση το CEFUR μπορεί να προστεθεί στο υγρό της
περιτοναϊκής διύλισης (συνήθως 250mg σε κάθε δύο λίτρα υγρού διύλισης). Στους ασθενείς
με νεφρική ανεπάρκεια που βρίσκονται υπό συνεχή αρτηριοφλεβική αιμοδιύλιση η
αιμοκάθαρση υψηλής ροής σε μονάδες εντατικής θεραπείας, η κατάλληλη δόση είναι 750mg
δύο φορές την ημέρα.
Για αιμοκάθαρση χαμηλής ροής εφαρμόζεται το δοσολογικό σχήμα που συνιστάται σε
μειωμένη νεφρική λειτουργία.
ΧΟΡΗΓΗΣΗ
Ενδομυϊκά: Προστίθενται 3ml ενέσιμου ύδατος στο CEFUR 750mg και ενίεται ως
εναιώρημα.
Ενδοφλέβια: Προστίθενται τουλάχιστον 6ml στο CEFUR 750mg ή 15ml στο CEFUR 1,5g
και ενίεται μόνο ως διάλυμα.
Για ενδοφλέβια έγχυση σύντομης διάρκειας (έως 30 λεπτά) το CEFUR 1,5g διαλύεται σε 50-
100ml ενέσιμου ύδατος. Τα διαλύματα αυτά χορηγούνται κατευθείαν στη φλέβα ή
προστίθενται στα κατά σταγόνα παρεντερικά διαλύματα.
4.3. Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην κεφαλοσπορίνη, ιστορικό αναφυλαξίας και αλλεργικού shock στην
πενικιλλίνη.
4.4. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση
Πριν από την έναρξη της θεραπείας με CEFUR πρέπει να ληφθεί προσεκτικά το ιστορικό
προκειμένου να καθορισθεί εάν ο ασθενής έχει εμφανίσει κατά το παρελθόν αντιδράσεις
υπερευαισθησίας στις κεφαλοσπορίνες, τις πενικιλλίνες ή άλλα φάρμακα.
Το συγκεκριμένο φάρμακο πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς υπερευαίσθητους
στις πενικιλλίνες λόγω διασταυρούμενης υπερευαισθησίας που έχει παρατηρηθεί μεταξύ των
β-λακταμικών αντιβιοτικών.
Σε περίπτωση εκδήλωσης αλλεργικής αντίδρασης από τη χορήγηση CEFUR η λήψη του
φαρμάκου πρέπει να διακοπεί και μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση αντιισταμινικών ή
κορτικοστεροειδών.
Σε σοβαρές περιπτώσεις οξείας υπερευαισθησίας μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση
αδρεναλίνης και η λήψη άλλων μέτρων επείγουσας αντιμετώπισης.
Τα αντιβιοτικά περιλαμβανομένου και του CEFUR, πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε
κάθε ασθενή ο οποίος έχει εμφανίσει κάποια μορφή αλλεργίας, ιδίως σε φάρμακα.
Υψηλές δόσεις κεφαλοσπορινών πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε άτομα που κάνουν
σύγχρονη θεραπεία με δυναμικά διουρητικά όπως η φουροσεμίδη ή με αμινογλυκοσίδες,
επειδή οι συνδυασμοί αυτοί μπορεί να έχουν επίδραση στη νεφρική λειτουργία.
Σ’ αυτούς τους ασθενείς, σε ηλικιωμένους και σε ασθενείς με προϋπάρχουσα νεφρική
ανεπάρκεια, η νεφρική λειτουργία θα πρέπει να ελέγχεται (βλέπε δοσολογία και χορήγηση).
3
Η πιθανότητα εμφάνισης ανθεκτικών μικροοργανισμών με αποτέλεσμα τον υπέρμετρο
πολλαπλασιασμό τους θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ιδίως σε περιπτώσεις μακροχρόνιας
χορήγησης αντιβιοτικών.
Σημαντική είναι η προσεκτική παρακολούθηση του ασθενούς. Εάν κατά τη διάρκεια της
αγωγής εμφανισθεί αναμόλυνση από το ίδιο μικρόβιο, πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα
μέτρα.
Έχει επίσης παρατηρηθεί συνέχιση των θετικών καλλιεργειών εγκεφαλονωτιαίου υγρού από
αιμόφιλο της ινφλουένζας για 18-36 ώρες με τη χρήση του CEFUR injection, πράγμα που
παρατηρείται και με άλλα αντιβιοτικά.
Η κλινική συσχέτιση αυτής της παρατήρησης είναι άγνωστη.
Όπως και με άλλα αντιβιοτικά η χρήση της κεφουροξίμης μπορεί να προκαλέσει ανάπτυξη
Candida. Η παρατεταμένη χρήση μπορεί επίσης να προκαλέσει ανάπτυξη άλλων μη
ευαίσθητων σε αυτή μικροοργανισμών (π.χ. Enterococci, Clostridium difficile), η οποία
μπορεί να απαιτήσει διακοπή της θεραπείας.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Η πιθανότητα νεφροτοξικότητας επιτείνεται με ταυτόχρονη χορήγηση με διουρητικά της
αγκύλης, αμινογλυκοσίδες ή μετά από χορήγηση ακτινοσκιερών ουσιών. Η προβενεσίδη
αυξάνει τα επίπεδα της κεφουροξίμης στο αίμα και παρατείνει το χρόνο ημισείας ζωής.
Η σύγχρονη χορήγηση τετρακυκλίνης και χλωραμφενικόλης πρέπει να αποφεύγεται.
Το CEFUR μπορεί να προκαλέσει ψευδώς θετική αντίδραση στη δοκιμασία για γλυκοζουρία
με τις μεθόδους αναγωγής του χαλκού (Benedict, Fehling, Clinitest) όχι όμως και με τις
ενζυμικές δοκιμασίες για γλυκοζουρία (π.χ. Tes Tape).
Επίσης το CEFUR προκαλεί ψευδώς αρνητική αντίδραση σε δοκιμασία με σιδηροκυανιούχο.
Σε ασθενείς που παίρνουν CEFUR συνιστάται ο προσδιορισμός της γλυκόζης στο αίμα να
γίνεται με τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οξειδάση ή εξοκινάση.
Το CEFUR δεν επηρεάζει τον προσδιορισμό της κρεατινίνης με πικρικά αλκάλια.
4.6. Κύηση και γαλουχία
Χρήση κατά την κύηση
Σε μελέτες αναπαραγωγής, σε ποντικούς και κουνέλια με δόσεις έως και 60 φορές την
ανθρώπινη δόση δεν παρατηρήθηκε διαταραχή της γονιμότητας ή πρόκληση ανωμαλιών στο
έμβρυο που να σχετίζονται με τη χορήγηση της κεφουροξίμης. Όμως, δεν υπάρχουν επαρκείς
και καλώς ελεγχόμενες μελέτες επί εγκύων γυναικών. Επειδή οι μελέτες αναπαραγωγής με
πειραματόζωα δεν είναι πάντοτε ενδεικτικές της αντίδρασης του ανθρώπινου οργανισμού, η
κεφουροξίμη πρέπει να χορηγείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μόνον όταν αυτό είναι
απολύτως απαραίτητο.
Χρήση κατά τη γαλουχία
Η κεφουροξίμη εκκρίνεται στο μητρικό γάλα, γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή όταν η
κεφουροξίμη χορηγείται στη μητέρα που θηλάζει.
4.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Δεν έχει αναφερθεί επίδραση.
4
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι πολύ σπάνιες (<1/10.000) και γενικά είναι ήπιες και
παροδικές.
Οι κατηγορίες συχνοτήτων για τις ανεπιθύμητες ενέργειες παρακάτω είναι κατά προσέγγιση
καθώς για τις περισσότερες ενέργειες δεν υπάρχουν ικανοποιητικά στοιχεία για τον
υπολογισμό της συχνότητας. Επιπλέον η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών που
σχετίζονται με τη νατριούχο κεφουροξίμη μπορεί να ποικίλει ανάλογα με την ένδειξη.
Στοιχεία από κλινικές μελέτες χρησιμοποιήθηκαν για να υπολογισθεί η συχνότητα των πολύ
συχνών έως σπανίων ανεπιθύμητων ενεργειών. Οι συχνότητες όλων των άλλων
ανεπιθύμητων ενεργειών (δηλαδή αυτών που εμφανίζονται <1/1.000) υπολογίστηκαν κυρίως
χρησιμοποιώντας στοιχεία μετά την κυκλοφορία του προϊόντος και αναφέρονται σε
συχνότητα αναφοράς παρά σε πραγματική συχνότητα.
Η ακόλουθη συνθήκη έχει χρησιμοποιηθεί για τον χαρακτηρισμό της συχνότητας:
πολύ συχνές ≥1/10
συχνές ≥1/100 και <1/10
όχι συχνές ≥1/1.000 και <1/100
σπάνιες ≥1/10.000 και <1/1.000
πολύ σπάνιες <1/10.000
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
Σπάνιες: Υπερανάπτυξη Candida
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Συχνές: Ουδετεροπενία, ηωσινοφιλία
Όχι συχνές: Λευκοπενία, μείωση της συγκέντρωσης της αιμοσφαιρίνης, θετική
δοκιμασία Coombs
Σπάνιες: Θρομβοπενία
Πολύ σπάνιες: Αιμολυτική αναιμία
Η ομάδα των κεφαλοσπορινών έχει την τάση να προσροφάται στην επιφάνεια των
μεμβρανών των ερυθρών αιμοσφαιρίων και να αντιδρά με τα αντισώματα έναντι του
φαρμάκου, ώστε να παράγεται θετική άμεσος αντίδραση Coombs (που μπορεί να επιδρά στη
διασταύρωση του αίματος) και σπανίως να συνοδεύεται από αιμολυτική αναιμία.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Αντιδράσεις ευαισθησίας που περιλαμβάνουν
Όχι συχνές: Δερματικό εξάνθημα, κνίδωση και κνησμός
Σπάνιες: Φαρμακευτικός πυρετός
Πολύ σπάνιες: Διάμεση νεφρίτιδα, αναφυλαξία, λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα
Βλέπε επίσης Διαταραχές του δέρματος και του υποδορίου ιστού και Διαταραχές των νεφρών
και των ουροφόρων οδών.
Αγγειακές διαταραχές
Συχνές: Θρομβοφλεβίτιδα μπορεί να ακολουθήσει με την ενδοφλέβια ένεση
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Όχι συχνές: Γαστρεντερικές διαταραχές
Πολύ σπάνιες: Ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα
5
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Συχνές: Παροδική αύξηση των ηπατικών ενζύμων
Όχι συχνές: Παροδική αύξηση της χολερυθρίνης
Παροδικές αυξήσεις των ηπατικών ενζύμων στον ορό ή της χολερυθρίνης εμφανίζονται
ιδιαίτερα σε ασθενείς με προϋπάρχουσα ηπατική νόσο, αλλά δεν υπάρχει ένδειξη κινδύνου
για το ήπαρ.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Πολύ σπάνιες: Πολύμορφο ερύθημα, τοξική νεκρωτική επιδερμόλυση και σύνδρομο
Stevens Johnson
Βλέπε επίσης Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος.
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Πολύ σπάνιες: Αύξηση της κρεατινίνης ορού, αύξηση του αζώτου της ουρίας του αίματος
και μείωση της κάθαρσης κρεατινίνης (βλέπε παρ. 4.4
ι προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Βλέπε επίσης Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος.
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Συχνές: Αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης που μπορεί να περιλαμβάνουν πόνο
και θρομβοφλεβίτιδα
Ο πόνος στο σημείο που γίνεται η ενδομυϊκή ένεση είναι πιθανό να συμβεί με τις υψηλές
δόσεις. Ωστόσο είναι απίθανο να γίνει αιτία διακοπής της θεραπείας.
4.9. Υπερδοσολογία
Υπερβολική λήψη κεφαλοσπορινών μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό στον εγκέφαλο με
ενδεχόμενους σπασμούς. Η στάθμη ορού της κεφουροξίμης μπορεί να μειωθεί με
αιμοδιύλιση ή με περιτοναϊκή διύλιση.
Tηλέφωνο Κέντρου Δηλητηριάσεων Αθήνας: 210 7793777
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Κωδικός ATC: J01DA06
Η κεφουροξίμη είναι αντιβιοτικό της ομάδας των κεφαλοσπορινών 2ης γενεάς.
Χαρακτηρίζεται σαν αποτελεσματικός αντιμικροβιακός παράγων με ευρύ φάσμα, με
βακτηριοκτόνο δράση έναντι μεγάλου αριθμού κοινών παθογόνων μικροβίων,
συμπεριλαμβανομένων και των στελεχών που παράγουν βήτα-λακταμάσες και συνεπώς είναι
δραστική εναντίον πολλών στελεχών ανθεκτικών στην αμπικιλλίνη και την αμοξυκιλλίνη. Η
μικροβιοκτόνος δράση της κεφουροξίμης οφείλεται στην αναστολή συνθέσεως του
κυτταρικού τοιχώματος των μικροβίων δεσμεύοντας βασικές του πρωτεΐνες.
Μικροβιολογία
6
Η κεφουροξίμη είναι συνήθως δραστική in vitro στα παρακάτω αναφερόμενα μικρόβια:
- Αερόβια Gram-αρνητικά: Εscherichia coli, Klebsiella spp, Proteus mirabilis, είδη
Providencia, Proteus rettgeri, Haemophilus influenzae (περιλαμβανομένων των στελεχών
ανθεκτικών στην αμπικιλλίνη), Haemophilus parainfluenzae (περιλαμβανομένων των
στελεχών ανθεκτικών στην αμπικιλλίνη), Moraxella (Branhamella) catarrhalis, Neisseria
gonorrhoea (περιλαμβανομένων των στελεχών που παράγουν και που δεν παράγουν
πενικιλλινάση), Neisseria meningitidis, είδη σαλμονέλλας.
- Αερόβια Gram-θετικά: Staphylococcus aureus και Staphylococcus epidermidis
(περιλαμβανομένων στελεχών που παράγουν πενικιλλινάση αλλά δεν περιλαμβάνονται
στελέχη ανθεκτικά στην μεθικιλλίνη), Streptococcus pyogenes (και άλλοι βήτα-
αιμολυτικοί στρεπτόκοκκοι), Streptococcus pneumoniae, Streptococcus group Β
(Streptococcus agalactiae), Streptococcus mitis (της ομάδας viridans), Bordetella
pertussis.
- Αναερόβια: Gram-θετικοί και Gram-αρνητικοί κόκκοι (περιλαμβανομένων ειδών
πεπτοκόκκων και πεπτοστρεπτοκόκκων), Gram-θετικοί βάκιλλοι (περιλαμβανομένων των
περισσότερων ειδών κλωστριδίων) και Gram-αρνητικοί βάκιλλοι (περιλαμβανομένων
ειδών Βacteroides και fusobacterium). Είδη Ρropionibacterium.
- Άλλα μικρόβια: Borrelia burgdorferi.
παρακάτω αναφερόμενα μικρόβια δεν είναι ευαίσθητα στην κεφουροξίμη: Clostridium
difficile, είδη Pseudomonas, είδη Campylobacter, Acinetobacter calcoaceticus, στελέχη
Staphylococcus aureus και epidermidis ανθεκτικά στην μεθικιλλίνη, είδη Legionella.
Ορισμένα στελέχη από τα παρακάτω αναφερόμενα γένη δεν είναι ευαίσθητα στην
κεφουροξίμη: Streptococcus faecalis, Morganella morganii, Proteus vulgaris, είδη
εντεροβακτηριδίων, είδη κιτροβακτηριδίων, είδη σερράτιας, Bacteroides fragilis.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Μετά από ενδομυϊκή χορήγηση μιας δόσης 750mg κεφουροξίμης, σε υγιείς εθελοντές η μέση
ανώτατη συγκέντρωση του φαρμάκου στον ορό είναι περίπου 27mcg/ml και επιτυγχάνεται
30-40 λεπτά μετά την ενδομυϊκή ένεση.
Ο χρόνος υποδιπλασιασμού μετά από ενδομυϊκή ή ενδοφλέβια χορήγηση είναι περίπου 70
λεπτά της ώρας. Σύγχρονη χορήγηση προβενεσίδης παρατείνει την απέκκριση του
αντιβιοτικού και αυξάνει τη στάθμη του ορού. Η δέσμευση με τις πρωτεΐνες κυμαίνεται από
33-50% και εξαρτάται από τη μέθοδο του προσδιορισμού.
Η κεφουροξίμη αποβάλλεται σχεδόν αναλλοίωτη (85-90%) με τα ούρα 8 ωρών. Η
μεγαλύτερη όμως ποσότητα απεκκρίνεται στις 6 πρώτες ώρες. Η κεφουροξίμη δεν
μεταβολίζεται και απεκκρίνεται με σπειραματική διήθηση και σωληναριακή έκκριση.
Τα επίπεδα της κεφουροξίμης στον ορό μειώνονται με διύλιση. Πυκνότητες κεφουροξίμης
μεγαλύτερες της ελάχιστης ανασταλτικής για κοινά παθογόνα ανευρίσκονται στα οστά, στο
αρθρικό υγρό και στο οφθαλμικό υγρό. Η κεφουροξίμη διαπερνά το φράγμα αίμα-εγκέφαλος
όταν οι μήνιγγες φλεγμαίνουν. Κάθε φιαλίδιο 750mg περιέχει 42mg νατρίου (1,8 mEq).
5.3. Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
7
Μακροχρόνιες μελέτες καρκινογένεσης σε ζώα, δεν έχουν γίνει με την κεφουροξίμη. Όμως
στις καθορισμένες (standard) εργαστηριακές δοκιμασίες δεν παρατηρήθηκε μεταλλαξιογόνο
δυναμικό του φαρμάκου.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1. Κατάλογος με έκδοχα
Δεν υπάρχουν έκδοχα.
6.2. Ασυμβατότητες
Η κεφουροξίμη δεν πρέπει να αναμειγνύεται στην ίδια σύριγγα με τα αμινογλυκοσιδικά
αντιβιοτικά. Το pH διαλύματος διττανθρακικού νατρίου 2,74% επηρεάζει τη χρώση του
διαλύματος και γι’ αυτό δεν συνιστάται σαν διαλυτικό του φαρμάκου.
6.3. Διάρκεια ζωής
Φυλάσσεται προστατευμένο από το φως.
Η διάρκεια ζωής του προϊόντος είναι 24 μήνες σε θερμοκρασία μικρότερη των 25
o
C.
Μετά την ανασύσταση φυλάσσεται για :
- 48 ώρες στο ψυγείο 2
- 8
o
C, προστατευμένο από το φως.
- 5 ώρες σε θερμοκρασία μικρότερη των 25
o
C, προστατευμένο από το φως.
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Φυλάγεται μακριά από το φως.
Το εναιώρημα της κεφουροξίμης για ενδομυϊκή χορήγηση και το διάλυμα για την ενδοφλέβια
διατηρούν την ισχύ τους επί 5 ώρες σε θερμοκρασία μικρότερη των 25
o
C και 48 ώρες στο
ψυγείο 4
o
C. Αραιότερα διαλύματα π.χ. 1,5g σε 50ml ενέσιμου ύδατος, διατηρούν την ισχύ
τους 24 ώρες κάτω των 25
o
C και 72 ώρες στο ψυγείο. Η διατήρηση κάνει εντονότερη τη
χρώση των διαλυμάτων και των εναιωρημάτων της κεφουροξίμης.
ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ
Διάλυμα 1,5g CEFUR σε 15ml ενέσιμου ύδατος μπορεί να προστεθεί σε 100ml διαλύματος
500mg μετρονιδαζόλης και παραμένει δραστικό μέχρι 24 ώρες κάτω των 25
o
C.
1,5g CEFUR είναι συμβατό με 1g αζλοκιλλίνης σε 15ml ή 5g σε 50ml για 24 ώρες στους 4
o
C
ή για 6 ώρες κάτω των 25
o
C. Όταν το CEFUR (5mg/ml) αναμειγνύεται με 5% ή 10% ενέσιμη
ξυλιτόλη διατηρείται για 24 ώρες στους 25
o
C. Το CEFUR είναι συμβατό με τα ενδοφλέβια
διαλύματα, διατηρεί την ισχύ του για 24 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου με τα εξής
διαλύματα: χλωριούχου νατρίου 0,9%, δεξτρόζης 5%, χλωριούχου νατρίου 0,18% και
δεξτρόζης 4%, 5% δεξτρόζης και 0,9% χλωριούχου νατρίου, 5% δεξτρόζης και 0,45%
χλωριούχου νατρίου, 5% δεξτρόζης και 0,225% χλωριούχου νατρίου, 10% δεξτρόζης, 10%
ιμβερτοσάκχαρου σε ενέσιμο ύδωρ, διάλυμα Ringer, διάλυμα Ringer με γαλακτικό νάτριο,
Μ/6 γαλακτικού νατρίου και διάλυμα Hartmann. Η σταθερότητα του CEFUR στο
φυσιολογικό ορό και στο διάλυμα 5% δεξτρόζης δεν επηρεάζεται από την παρουσία της μετά
νατρίου φωσφορικής υδροκορτιζόνης. Στα άτομα όμως που γίνεται έγχυση διαλύματος
διττανθρακικού νατρίου, το CEFUR μπορεί να προστεθεί στο σωλήνα της συσκευής. Το
CEFUR είναι συμβατό με υδατικά διαλύματα υδροχλωρικής λιδοκαΐνης 1%. Το CEFUR είναι
8
επίσης συμβατό για 24 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου όταν αναμειγνύεται για ενδοφλέβια
έγχυση με ηπαρίνη (10 και 50 μονάδες/ml) σε διάλυμα 0,9% χλωριούχου νατρίου, χλωριούχο
κάλιο (10 και 40 χιλιοστοϊσοδύναμα) σε διάλυμα 0,9% χλωριούχου νατρίου.
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
Άχρωμο διαυγές γυάλινο φιαλίδιο (τύπου Ι) που προορίζεται για παρεντερική χρήση.
Το φιαλίδιο σφραγίζεται αεροστεγώς με ελαστικό πώμα που προορίζεται για παρεντερική
χρήση και καλύπτεται από καπάκι flip-off.
Ο όγκος του γυάλινου φιαλιδίου είναι :
- για τα 750mg : 13ml
- για τα 1500mg : 50ml
Κουτί που περιέχει 1 γυάλινο φιαλίδιο.
6.6. Οδηγίες χρήσης / χειρισμού
Το φάρμακο χορηγείται ενδομυϊκά και ενδοφλέβια.
7. ΚΆΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΆΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΊΑΣ
ΒIANEΞ Α.Ε. – Οδός Τατοΐου, 146 71 Νέα Ερυθραία Τηλ. 210 8009111-120
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΩΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
9